Αρχική » Η ελληνοαμερικανική συμφωνία MDCA

Η ελληνοαμερικανική συμφωνία MDCA

από Νικόλας Δημητριάδης

Η «Επιχείρηση Ανθρώπινη Ασπίδα» και η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων που… αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας

του Νικόλα Δημητριάδη

Η προσπάθεια της Ελλάδας να επανεξοπλιστεί και να αντιμετωπίσει επιτυχώς την τουρκική απειλή περνάει υποχρεωτικά μέσα από τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, καθώς οι Η.Π.Α. αποτελούν τον βασικό προμηθευτή των Ενόπλων Δυνάμεων.

Το προηγούμενο διάστημα, η προοπτική της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας MDCA είχε καλλιεργήσει σε πολλούς προσδοκίες για την άμεση ενίσχυση της Ελλάδας με αμυντικό υλικό, ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση των βάσεων. Η παράλληλη ψύχρανση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων υποδείκνυε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποσπάσει από τις Η.Π.Α. διάφορα οπλικά συστήματα, προκειμένου να μπαλώσει τις τρύπες που άφησε η τελευταία δεκαπενταετία. Κάποια δημοσιεύματα, μάλιστα, έκαναν λόγο για προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να γίνει η χώρα αποδέκτης ετήσιας οικονομικής συνδρομής για την αγορά όπλων (πρόγραμμα FMF), καθεστώς στο οποίο βρίσκονται χώρες όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Τελικά η προσπάθεια αυτή δεν φαίνεται να καρποφόρησε. Τα όποια προγράμματα παραχώρησης αμυντικού υλικού έχουν δει το φως της δημοσιότητας αφορούν την απόκτηση (με χαμηλό κόστος) πεπαλαιωμένου υλικού (όπως τα τροχοφόρα οχήματα Μ-117) που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκές αντάλλαγμα για την παραχώρηση τόσο σημαντικών βάσεων. Έτσι, μέχρι στιγμής η συμφωνία περιορίζεται στον αναβαθμισμένο ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στον αμερικανικό στρατιωτικό σχεδιασμό (ξεχωρίζει η περίπτωση της Αλεξανδρούπολης), οι πρόνοιες της συμφωνίας για την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών και η αναφορά της επιστολής Μπλίνκεν στα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Όμως οι γενικόλογες δεσμεύσεις της επιστολής Μπλίνκεν δεν μπορούν να έχουν την ίδια βαρύτητα που είχε η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία. Αυτές οι δεσμεύσεις έχουν μικρή σημασία, όταν προέρχονται από μία χώρα που κοιτάει να μη διαταράξει τις ισορροπίες στην περιοχή. Αντιθέτως, οι αντίστοιχες δεσμεύσεις της Γαλλίας είναι πιο σημαντικές, καθώς προέρχονται από μία χώρα που έχει αντίθετα συμφέροντα με την Τουρκία και τηρεί έναντί της μία κατά το μάλλον ή ήττον εχθρική στάση. Μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε βάσιμα ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης η Γαλλία θα ενισχύσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την Ελλάδα, και δεν θα κοιτάξει να συμβιβάσει τις δύο πλευρές, προτείνοντας «να πάρει τις σημαίες ο αέρας». Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά των δύο αμυντικών συμφωνιών και όχι η ακριβής διατύπωση των σχετικών προβλέψεων, τις οποίες κάποιοι υπεραναλύουν γραμματολογικά, βλέποντας το δέντρο αντί του δάσους.


H πολιτική των «stepping stone»


Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει απευθυνθεί στο πρόσφατο παρελθόν στις Η.Π.Α., στην προσπάθειά του να αποκτήσει σε σύντομο χρόνο οπλικά συστήματα που θα προσφέρουν στην Ελλάδα το πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Επί σειρά ετών το Πολεμικό Ναυτικό αναζητούσε πλοία με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής, όπως η Πολεμική Αεροπορία επιθυμούσε την αγορά του μαχητικού F-35. Έτσι, τον περασμένο χειμώνα, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας απέστειλε στις Η.Π.Α. ένα αίτημα για να εξετάσει το ενδεχόμενο άμεσης αγοράς F-35, ακόμη και μεταχειρισμένων, στα πρότυπα της αγοράς των Ραφάλ. Ταυτόχρονα, καλλιεργήθηκε στον τύπο ένα κλίμα ότι οι Η.Π.Α. θα προσφέρουν δύο μεταχειρισμένα καταδρομικά Ticonderoga (πλοία πρωτοφανούς για την περιοχή μας ισχύος) ως «ενδιάμεση λύση» για την αγορά των αμερικανικών φρεγατών. Με τα δύο αυτά οπλικά συστήματα η Ελλάδα θα μπορούσε να αποκτήσει άμεσο πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας και να «εκβιάσει» την περαιτέρω απομάκρυνση της τελευταίας από τη Δύση, ενισχύοντας τον ρόλο της χώρας μας και αναβαθμίζοντας τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Τελικώς, και στις δύο περιπτώσεις, η απάντηση των Η.Π.Α. ήταν ένα… «ναι μεν, αλλά». Οι Η.Π.Α. δεν μας προσέφεραν τελικώς τα δύο καταδρομικά (όπως δήλωσε και ο Ά. Γεωργιάδης). Αντ’ αυτού, ο κ. Πάιατ πρότεινε να αγοράσουμε τώρα τις τέσσερις φρεγάτες MMSC (που δεν έχουν δυνατότητες αεράμυνας περιοχής) και να ενταχθούμε κατόπιν στο πρόγραμμα των φρεγατών Constellation (που θα έχουν τέτοιες δυνατότητες, αλλά αναμένονται περί τα τέλη της δεκαετίας). Αντίστοιχα, στο θέμα των F-35 πρότεινε να τα προμηθευτούμε μεν, αφού όμως πρώτα ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός των F-16, δηλαδή μετά το 2027 (χαρακτήρισε δε τα F-16 ως «stepping stone» για τα F-35). Και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή, η ουσιαστική ενίσχυση της Ελλάδας δεν απορρίπτεται, αλλά αναβάλλεται για τα τέλη της δεκαετίας, όταν ενδεχομένως θα έχουν ξεκαθαριστεί οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θα έχει καθοριστεί το στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κι όμως, υπάρχουν παράγοντες εντός του αμερικανικού συστήματος εξουσίας που διαφωνούν με αυτή την προσέγγιση. Έτσι, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το πρόσφατο νομοσχέδιο που πέρασε ο γερουσιαστής Μπ. Μενέντεζ, το οποίο προτείνει μεταξύ άλλων την άμεση πώληση στην Ελλάδα των F-35 που έχουν ήδη κατασκευαστεί και προορίζονταν για την Τουρκία! Η περίπτωση του αεροπλάνου αυτού έχει κομβικό ρόλο, καθώς οι δυνατότητές του μπορούν να προσφέρουν στη μία πλευρά άμεση υπεροχή έναντι της άλλης. Έτσι, ασχέτως του αν η Πολεμική Αεροπορία και η ελληνική οικονομία μπορούν να αντέξουν την ταυτόχρονη αγορά Ραφάλ και F-35, η πραγματικότητα είναι ότι πιθανή αγορά των F-35 θα υποχρεώσει την Τουρκία να απαντήσει. Και η κατάσταση είναι τέτοια που η απάντηση της Τουρκίας δεν αποκλείεται να οριστικοποιήσει τη ρήξη της με το δυτικό στρατόπεδο. Ήδη ο Ερντογάν προέβη σε μία «ντρίμπλα», ζητώντας την αγορά νέων F-16, σε μία προσπάθεια να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις και τις προβλέψεις του νόμου CAATSA, καθώς βλέπει την ελληνική Πολεμική Αεροπορία να ενισχύεται με την αγορά των Ραφάλ.
To επόμενο διάστημα θα φανούν οι τελικές αποφάσεις των Η.Π.Α. στη δύσκολη αυτή εξίσωση. Η Ελλάδα θα κινηθεί για την απόκτηση μεταχειρισμένου αμυντικού υλικού ενώ και η Τουρκία θα κοιτάξει να αποσπάσει ό,τι μπορεί, παίζοντας το χαρτί της Ρωσίας. Δεν αποκλείεται τελικά η «γραμμή Μενέντεζ» να υπερκεράσει τις προσπάθειες του αμερικανικού κατεστημένου να κρατήσει την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο. Αν γίνει αυτό, τότε σίγουρα θα υπάρξουν και ουσιαστικά ανταλλάγματα από τις Η.Π.Α. Μέχρι τότε, η κύρια συνεισφορά των Η.Π.Α. στην Ελλάδα παραμένει… η ψύχρανση των σχέσεών τους με την Τουρκία και οι συνέπειες της ψύχρανσης αυτής στη στρατιωτική ετοιμότητα των γειτόνων. Η Ελλάδα, δηλαδή, ενισχύεται εμμέσως, από… σπόντα. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Ειδικά για μία κυβέρνηση που μπορεί να εκμεταλλεύεται τις συγκυρίες και τις αντιθέσεις των άλλων χωρών, μία τέτοια ευκαιρία μπορεί να είναι πολύτιμη. Μένει να φανεί αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.


Επιχείρηση «Ανθρώπινη Ασπίδα»


Αν κάτι μας προκάλεσε αλγεινή εντύπωση από την υπογραφή της συμφωνίας MDCA, αυτό ήταν η επίμονη αναφορά στην παρουσία Αμερικανών στρατιωτών σε ελληνικά στρατόπεδα και βάσεις, ως καθαυτό αποτρεπτικό μέτρο εναντίον της τουρκικής επιβουλής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει ότι αντιμετωπίζει τους Αμερικανούς στρατιώτες ως μέσο για την προστασία στρατοπέδων και εγκαταστάσεων, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής εμπλοκής. Δυστυχώς, η πληθώρα των σχετικών αναφορών από στελέχη της κυβέρνησης και φιλικά προς αυτή Μέσα Ενημέρωσης μας υποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή δικαιολογία για να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις από την ως τώρα έλλειψη χειροπιαστών ανταλλαγμάτων από τη συμφωνία, αλλά πρόκειται για μία πραγματική στρατηγική. Γι’ αυτό προσπαθούσε η κυβέρνηση να εντάξει στη συμφωνία όσο το δυνατόν περισσότερες βάσεις (όπως π.χ. η Σκύρος, που είναι το πλέον νευραλγικό σημείο του ελληνικού αμυντικού σχεδιασμού). Ίσως για κάποιους αυτή η ιδιότυπη «ανθρώπινη ασπίδα» να είναι ουσιαστικότερη για την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος από τον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτές οι αναφορές πάντως, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις Δένδια, πως άλλες χώρες πληρώνουν για να έχουν αμερικανικές βάσεις ενώ εμείς τις πήραμε δωρεάν, καλλιεργούν ένα κλίμα ηττοπάθειας που βρίσκεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με το κλίμα αισιοδοξίας που προσέφερε η πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι… «τους είχε πιάσει Κώτσους» ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που, για την αντίστοιχη ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1990, είχε λάβει ως αντάλλαγμα 28 μαχητικά F-4 Φάντομ, 28 βομβαρδιστικά A-7, 6 αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3 και 4 αντιτορπιλικά Άνταμς (που, παρεμπιπτόντως, αν και παρωχημένα, έδωσαν για πρώτη φορά στο Πολεμικό Ναυτικό δυνατότητες αεράμυνας περιοχής).

ΥΓ. Δεν ξέρουμε πότε και αν θα αλλάξει ουσιαστικά η αμερικανική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Ίσως ένας πρόχειρος ανεμοδείκτης να είναι οι εν Ελλάδι οπαδοί της αμερικανικής πατρωνίας, που είναι ταυτόχρονα και οπαδοί του δόγματος του κατευνασμού: μέχρι στιγμής δεν φαίνεται κάποια αλλαγή στον λόγο και την επιχειρηματολογία τους. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως η ιδεολογία αλλάζει πιο αργά από τις αντικειμενικές συνθήκες που την επηρεάζουν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, την ώρα που οι προκλήσεις αυξάνουν και η Ελλάδα καλείται να «ανέβει κατηγορία» γεωπολιτικά, μεγάλο μέρος των ελίτ της χώρας δείχνει ακόμη κολλημένο στην εκφυλιστική πολιτική του κατευνασμού και της εξάρτησης. Και το αποτύπωμα των ανθρώπων αυτών στην κυβέρνηση δεν είναι αμελητέο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 2 Νοέμβριος 2021 - 22:03

Αμερικανική παρουσία στη Σκύρο θα μετέτρεπε τον κυριότερο στόχο της Τουρκίας σε περιοχή που απαγορεύεται να χτυπηθεί. Που είναι η ηττοπάθεια σε αυτό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ