Της Αναστασίας Καντά, από την εφημερίδα Ρήξη Νοεμβρίου, φ. 173
Αφορμή για το παρόν αποτελεί η «σύγκρουσή μου» με μία φράση που κοσμεί το γείσο πολλών παλαιών ελληνικών σπιτιών, για να θυμίζει τη ματαιότητα της κτητικότητας: «Σήμερον εμού, αύριο ετέρου, ουδέποτε τινός». Κτητικότητα, υπό ποιά έννοια, όμως; Γιατί κανείς μπορεί να κατέχει διάφορα: κατοχή ύλης – μικρής ή μεγάλης, κατοχή ενός σπουδαίου ονόματος, ή κατοχή μιας θέσης στο μνημείο των αθάνατων που έχουν γράψει ιστορία.
Τη σήμερον ημέρα, για τι αγωνιζόμαστε; Τι επιθυμούμε να κατέχουμε, και γιατί; Μια καλύτερη ποιότητα ζωής για εμάς (παρόν) και για τα παιδιά μας (μέλλον), όσο βρισκόμαστε σε τούτο τον τόπο; Και πώς ορίζουμε την «ποιότητα»; Υστεροφημία για αντικειμενικώς αξιόλογα επιτεύγματα; Οικονομική ευρωστία; Απάντηση ίσως δίνει η αξιακή πυραμίδα του καθενός.
Τα τελευταία χρόνια, σαν αποδημητικά πουλιά, έχουν πετάξει από τη χώρα πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες. Λαμπρά μυαλά, με εξαιρετικές γνώσεις και δεξιότητες, με μεράκι να εργαστούν, να προσφέρουν και να προκόψουν στη ζωή τους. Έλληνες που έλαβαν χρησμούς από την Πυθία ότι το μέλλον τους εδώ μάλλον θα είναι δυσοίωνο. Έλληνες που νιώθουν ότι η μητέρα Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, επομένως δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέραν της φυγής τους. Στο κάτω – κάτω της γραφής, τι άλλο τούς απομένει να κάνουν, όταν βλέπουν τα πάντα γύρω τους να παραπαίουν και νιώθουν αδύναμοι να κάνουν κάτι για να επέλθει η «λύτρωση»; Αναζητούν το ψυχικό σθένος να πάνε κόντρα σε ένα σαθρό κατεστημένο, αλλά βλέπουν ότι αποτελούν μια οικτρή μειοψηφία που επιθυμεί την αλλαγή εκ βάθρων. Βλέπουν ότι η λογική του βολέματος, η εύκολη λύση και οι ανώδυνες επιλογές είναι βαθιά ριζωμένες στη νοοτροπία μας.
Και κάπως έτσι, δυστυχώς, αφήνουν τη ζωή τους εδώ και αρχίζουν με ελπίδα να οικοδομούν μια νέα στο εξωτερικό. Κι εκεί με τις αρχικές δυσκολίες, σίγουρα, παρόλα αυτά έχουν τη θέληση να αγωνιστούν. Το χείριστο, ωστόσο, είναι ότι φτάνουν σιγά-σιγά στο σημείο να μην έχουν καν το περιθώριο της επιλογής. Να μείνουν ή να φύγουν. Αναγκάζονται, ως επί το πλείστον, να πράξουν το δεύτερο.
Από την άλλη, είναι κι αυτοί που είναι πρόθυμοι να μείνουν αναμμένοι δαυλοί στον βωμό της πατρίδας. Αλλά για πόσο; Μια ζωή την έχουμε. Τελικά, ποιος είναι ο απώτερος στόχος; Να γίνεις θυσία για ένα ιδεώδες ή να θυσιάσεις εσύ κάποια πράγματα και καταστάσεις, προκειμένου να ζήσεις καλά, ή τουλάχιστον, να ζήσεις όπως θες και ονειρεύεσαι; Όπως πιστεύεις ότι αξίζεις; Γιατί, όπως προείπα, μια ζωή είναι αυτή. Για όλους. Όλοι έχουμε 24 ώρες τη μέρα στη διάθεσή μας. Το πώς θα τις αξιοποιήσουμε για να νιώθουμε πλήρεις με τον εαυτό μας, είναι προσωπική υπόθεση του καθενός.
Κι αν επιλέξει κανείς να φύγει; Έστω, λοιπόν, ότι κάποιος πραγματοποιεί αυτήν την επιλογή, θεωρώντας τη βέλτιστη. Φεύγει στο εξωτερικό, διαμορφώνει μια πολύπλευρη και ενδεχομένως δυναμικότερη προσωπικότητα, μαθαίνει, αποκτά εμπειρίες, ζει. Τι γίνεται, όμως, μετά; Αυτό το μυαλό θα επιστρέψει στα πάτρια εδάφη για να μεταλαμπαδεύσει τις αποκτηθείσες γνώσεις του και να συνδράμει για το καλό του τόπου του ή πρόκειται για μια ακόμα επένδυση της χώρας που έφυγε ανεπιστρεπτί; Με άλλα λόγια, σπέρνουμε εμείς και θερίζουν άλλοι; Δρέπουν ξένοι τους καρπούς για τους οποίους, με υπομονή και κόπο, μερίμνησαν άλλοι ωσάν ήταν κόρη οφθαλμού; Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο…
Ακόμα πιο άσχημο σενάριο – σε συνδυασμό με το παραπάνω – θα ήταν αυτός ο νέος που έφυγε, να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια έξω, ειδικά όταν πρόκειται για οικογένεια με ομοεθνή που επίσης είχε φύγει από τη χώρα. Επομένως, δε μιλάμε μόνο για «εκροή εγκεφάλων» (brain drain), αλλά και για ισοπέδωση της δημογραφικής πυραμίδας. Φεύγουν οι νέοι και μένουν πίσω οι γηραιότεροι, αυτοί που εκ των πραγμάτων δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικοί και δεν έχουν τη δύναμη να βοηθήσουν τον τόπο τους να σταθεί στα πόδια του. Λίαν συντόμως, η Ελλάδα θα είναι μια χώρα γερόντων…
Μπορεί να ανατραπεί αυτή η πορεία; Κι εμείς (μικροί-μεγάλοι) τι κάνουμε, έχοντας λάβει τα ανωτέρω υπόψιν; Για τι παλεύουμε; Γιατί, και σήμερα, και αύριον και πάντοτε, την πορεία μας την καθορίζουμε ΚΑΙ εμείς. Δεν είναι αμιγώς θέμα Τύχης. Τύχη είναι εκεί που η σκληρή προσπάθεια συναντά την ευκαιρία… Ευκαιρίες ευελπιστώ να υπάρχουν, κι όχι μόνο εκτός χώρας. Σκληρή προσπάθεια; Κατ’ εμέ, αξίζει να προσπαθεί κανείς, ακόμα κι αν στο τέλος δε μείνει με κάτι απτό, υλικό. Εξάλλου, αυτό δε μένει. Μένει ο αγώνας του. Η ιστορία του. Χάριν όλων αυτών των αγώνων και των ιστοριών είμαστε σήμερα. Άρα, ή υιοθετούμε το «ουδέποτε τινός» γενικά, και αφηνόμαστε σε ό,τι προκύψει, ή ακολουθούμε με πείσμα το μονοπάτι που χαράζουμε, με οδηγό την Ελπίδα, ότι «κάποτε» θα κατακτήσουμε ΚΑΤΙ που θα είναι δικό ΜΑΣ.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Η ιστορία της αποδημίας στην συγχρονία μας αρχίζει από την φυγή από το χωριό για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στην πόλη. Τα παιδιά που αφήνουν τον τόπο τους είναι τα παιδιά γονιών που άφησαν τον δικό τους τόπο για να σπουδάσουν ή να εργαστούν αλλού, ξεφεύγοντας από την μοίρα της πέτρας, της σκληρής αγροτικής ζωής. Η ρίζα άρχισε τότε να σπάζει, όχι μόνο ως χωροταξικός αλλά και ως ψυχικός δεσμός. Και το έδαφος της πόλης, η πολυκατοικία, η απρόσωπη γειτονιά, δεν αποτελεί εύφορο έδαφος για ρίζωμα. Η φυγή σε καιρό ειρήνης είναι, πάντα ήταν, ατομική επιλογή, και ως τέτοια εκπορεύεται και από μια ιεράρχηση αξιών. Δεν ωφελεί να θρηνούμε, ας προβληματιστούμε για το τι θα ήταν αυτό που θα τους έφερνε πίσω, ή έστω, θα έδινε κίνητρα (και δεν εννοώ μόνο κοινωνικά και οικονομικά) να μην φύγουν κι άλλοι. Αλλιώς το «Σήμερον εμού, αύριο ετέρου, ουδέποτε τινός» δεν θα αφορά πια μόνο ένα σπίτι αλλά μια πατρίδα