του Γιώργου Καραμπελιά, πρωτοδημοσιεύτηκε στο slpress.gr
Η ιδιαίτερη σημασία πού απέκτησαν οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ συνιστά ένα παράδοξο. Από τη μία πλευρά, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πιστεύει πως αυτό το κόμμα αποτελεί ένα υπόλειμμα του παρελθόντος και από την άλλη, ταυτόχρονα συχνά από τους ίδιους ανθρώπους, δόθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου αυτού του κόμματος. Και μάλιστα πολλοί από εκείνους που δεν προέβλεπαν κάποιο μέλλον σε αυτό είναι ταυτόχρονα διατεθειμένοι όχι μόνο να ασχοληθούν με την τύχη του, αλλά συμμετείχαν ακόμα κα σ’ αυτές τις εκλογές!
Και πιθανότατα έχουν δίκιο και για τα δύο! Διότι, πράγματι, το παλιό ΠΑΣΟΚ φαντάζει εξαιρετικά κουρασμένο, ώστε να μπορεί να ανανεωθεί ριζικά. Από την άλλη πλευρά οι τύχες του πιθανόν να καθορίσουν εν πολλοίς τις τύχες ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Διότι, όπως έχει γίνει σαφές από την πορεία των δυόμιση σχεδόν χρόνων μετά τις εκλογές του 2019, το πολιτικό σύστημα παραμένει μονοπολικό, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στη νέα μεταμνημονιακή και μετα-μεταπολιτευτική πραγματικότητα της χώρας.
Ζούμε μια ιστορική περίοδο, κατά την οποία το ζήτημα της επιβίωσης του Ελληνισμού (δημογραφικό, μεταναστευτικό, παραγωγικό και προπαντός η τουρκική απειλή) συνειδητοποιείται σταδιακά με τον πιο εναργή τρόπο από την πλειονότητα των Ελλήνων, ενώ και στην ίδια την Ευρώπη τα ταυτοτικά ζητήματα καθίστανται πρωταρχικά. Ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το υπόστρωμα του οποίου έχει σφραγιστεί ανεξίτηλα από την παλαιότερη εποχή της καταναλωτικής ευωχίας του εθνομηδενισμού και της πολυπολιτισμικής φενάκης, είναι αδύνατο να λειτουργήσει ως αποτελεσματική αξιωματική αντιπολίτευση, με δυνητικά πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Στην Ελλάδα, πλέον έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση η βαθύτατη παρακμή της χώρας και συναφώς η επιτακτική ανάγκη μιας μεγάλης ανάκαμψης για να την υπερβεί. Ακριβώς γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό πλέον ένα κόμμα, που όχι απλώς δεν έχει συνείδηση της παρακμής, αλλά αντίθετα υπερθεματίζοντας την αποθεώνει και κολυμπάει στα απόνερά της, να διαθέτει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά. Η ελληνική κοινωνία έχει εισέλθει σε περίοδο αναζήτησης διεξόδου με εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να την εκφράσει αναζητά διεξόδους απέναντι στο αδιέξοδο που συνιστά η επιβίωση του παλιού πολιτικού συστήματος, διαμορφωμένου κατά την εποχή της ύστερης εθνομηδενιστικής περιόδου της μεταπολίτευσης.
Σταδιακή επανεθνικοποίηση
Αυτό θα διαπιστωθεί μάλιστα και σε όλες τις πολιτικές αναζητήσεις της τελευταίας δεκαετίας. Απέναντι στην κρίση του παρασιτικού εκσυγχρονισμού που οδήγησε στη μνημονιακή οικονομική κατάρρευση, απελπισμένοι οι Έλληνες θα αποζητούν λύσεις προς όλες τις κατευθύνσεις. Κατ’ εξοχήν κοινωνιο-κεντρικές, εξαιτίας της οικονομικής φύσης της κρίσης (ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και εθνοκεντρικές (ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή) εξαιτίας του μεταναστευτικού και του εθνομηδενισμού των κυρίαρχων ελίτ.
Όμως η “πολιτική επανάσταση” του 2012-2013, που ανέδειξε αυτά τα πολιτικά μορφώματα, καταλάγιασε, ή μάλλον απέτυχε παταγωδώς: Δύο από αυτά προσεχώρησαν στη μνημονιακή κυβερνησιμότητα και το τρίτο εξετράπη στο ναζιστικό συμμοριτισμό. Έτσι το πολιτικό σκηνικό “ομαλοποιήθηκε”, φαινομενικά τουλάχιστον. Η ελληνική κοινωνία, όντας η ίδια σε παρακμή, δεν διέθετε τον αναγκαίο δυναμισμό για να αναδείξει νέους πολιτικούς πόλους, προσαρμοσμένους στη νέα συγκυρία: Πράγματι, στην περίοδο μετά το 2019, η οικονομική κρίση μετετράπη κατ’ εξοχήν σε εθνική κρίση, αρχικώς εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών και κατ’ εξοχήν με την επίταση της τουρκικής επιθετικότητας στον Έβρο και στο ανατολικό Αιγαίο.
Παράλληλα, ο λεγόμενος πατριωτικός χώρος, που αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας και των ψηφοφόρων, δεν μπόρεσε να αναδείξει διαχρονικά τίποτα σοβαρότερο από τη Χρυσή Αυγή, τον Καμμένο ή τον Βελόπουλο. Κατ’ ανάγκη λοιπόν οι τάσεις μετασχηματισμού και υπέρβασης της μεταπολίτευσης θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό κάποιους από τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς. Αρχικώς αυτό θα συμβεί με τη ΝΔ και την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία θα υποχρεωθεί σε μία σταδιακή επανεθνικοποίηση, ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική.
Εθνομηδενιστές κι αντιεμβολιαστές
Θα αρχίσει από την δειλή έστω απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών για να φθάσει στον Έβρο, στην οιονεί στρατιωτική αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο, στον επανεξοπλισμό της χώρας με τα Rafale και τις Belharra, καθώς και την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία μεταξύ άλλων. Κι όλα αυτά από μία κυβέρνηση που ξεκίνησε με τη μείωση των αμυντικών δαπανών στον προϋπολογισμό του 2020 και έκανε δηλώσεις για την αδυναμία απώθησης των μεταναστών στη θάλασσα («να τους πνίξουμε θέλετε;»).
Όμως, όπως προαναφέραμε από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, το οποιοδήποτε aggiornamento προς την κατεύθυνση μιας πατριωτικής αναδόμησης του πολιτικού συστήματος προσέκρουε στον ισχυρό καταγωγικό εθνομηδενιστiκό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του Βαρουφάκη. Το ίδιο θα συμβεί με άλλο τρόπο σε μεγάλο μέρος του άλλοτε αντιμνημονιακού πατριωτικού χώρου, που είχε πρωτοστατήσει στις κινητοποιήσεις για τα μνημόνια και τις Πρέσπες.
Η αντιεμβολιαστική παράκρουση θα τους οδηγήσει στα χέρια του Βελόπουλου, του Τράγκα ή ακόμα και του Κασιδιάρη – με την “Ενωμένη Ρωμιοσύνη” και κάποιους γέροντες του Αγίου Όρους να συνηγορούν. Διότι ενώ πίστευαν, πως η αντιπαράθεσή τους με την… ύπαρξη του κορωνοϊού θα τους προσέφερε κάποιο πεδίο πολιτικής συγκρότησης, συνέβη το ακριβώς αντίθετο: Η αντιεμβολιαστική ρητορεία κατέστρεψε τις οποιεσδήποτε δυνατότητες, έστω και γλίσχρες, για να συγκροτήσουν τον οποιοδήποτε πολιτικό πόλο και τους περιθωριοποίησε περαιτέρω.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο γέρο τυφλοπόντικας της Ιστορίας ασφυκτιά, αναζητώντας διεξόδους για να εκφραστεί. Και μία από αυτές, με παράδοξο τρόπο, υπήρξε η εσωκομματική εκλογική διαδικασία στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ! Αξίζει τον κόπο να δούμε την εξέλιξη των εκλογικών ποσοστών του ΠΑΣΟΚ μέσα σε μία δεκαετία. Το 2009 σχημάτισε κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου με 43,92%, διακηρύσσοντας πως «λεφτά υπάρχουν».
Η πτώση του ΠΑΣΟΚ
Ήταν η απόλυτη έκφραση της έκπτωσης του ΠΑΣΟΚ. Από τον Παπανδρέου στον Σημίτη και εν τέλει στον… ΓΑΠ. Μετά την καταστροφή που προκάλεσε –με την αποφεύξιμη είσοδο στα μνημόνια και το ΔΝΤ– στις εκλογές του Μαΐου 2012, θα καταρρεύσει στο 13,18% και θα υποσκελιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του Ιουνίου 2012, θα πάρει 12,28% και ο ΣΥΡΙΖΑ 26,89%. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, θα πάρει 4,68% αλλά ένα ποσοστό θα καταφύγει στο “άφθαρτο” Ποτάμι (6,05%) και στο ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου (2,47%). Δηλαδή, έμοιαζε να οδηγείται στον κλινικό θάνατο.
Ωστόσο, η ανανέωση της εθνομηδενιστικής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ με ΓΑΠ και Σταύρο Θεοδωράκη θα αποτύχει, διότι υπήρχε πλέον ένα άλλο μεγάλο και άφθαρτο “μαγαζί” για να στεγάσει τους Λιάκο, Μπίστη και κομπανία: ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, στις εκλογές του 2019, ως ΚΙΝΑΛ, έχοντας ενσωματώσει τις ψήφους του ΚΙΔΗΣΟ και του “Ποταμιού”, θα καταγράψει το μικρότερο ποσοστό για τον “χώρο” με 8,1%.
Ο ευρύτερος πασοκικός χώρος συρρικνώθηκε, αλλά το ΚΙΝΑΛ συγκράτησε τον κεντρικό πυρήνα και επιβίωσε, έχοντας χάσει μεγάλο αριθμό προβεβλημένων στελεχών της “ένδοξης” σημιτικής εποχής (Ευάγγελο Βενιζέλο, Άννα Διαμαντοπούλου, Γιώργο Φλωρίδη, Αλέκο Παπαδόπουλο κ.α.). Θα εκφράζει μάλλον τους δευτεροκλασάτους του παλιού ΠΑΣΟΚ, στους οποίους άλλωστε ανήκε και η Γεννηματά. Άλλωστε, ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του θα αποσκιρτήσει προς τον ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι προς τη ΝΔ.
Το κόμμα έμοιαζε οριστικά αποδυναμωμένο από στελέχη. Κι αυτό μεταβλήθηκε ίσως στην ευκαιρία του! Επειδή ο Τσίπρας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντιπολίτευση μιας εθνοκρατικής περιόδου και επειδή καμία άλλη στοιχειωδώς αξιόπιστη πολιτική πρόταση δεν έχει εμφανιστεί, στο “γέρικο” ΠΑΣΟΚ θα εκφραστούν κάποιες προσδοκίες μιας πιθανής –έστω μερικής– υποκατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ. Και ήδη η αλλαγή της κατεύθυνσης σε μια εθνοκρατική λογική θα διαφανεί από την υποψηφιότητα του Λοβέρδου που, έχοντας συλλάβει τα μηνύματα των καιρών, θα επικεντρώσει την παρουσία του στα εθνικά ζητήματα. Όμως ήταν πολύ ταυτισμένος με το παλιό σημιτικό ΠΑΣΟΚ και με τα μνημόνια για να μπορέσει να κυριαρχήσει.
Ο αντί-Τσίπρας
Γι’ αυτό και τελικώς κέρδισε ένας σχετικά νέος υποψήφιος όπως ο Ανδρουλάκης, πάρα την ένδεια των προτάσεών του, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Ιδιαίτερα οι ηλικιακά νέοι ψηφοφόροι τον επέλεξαν μαζικά. Η απουσία συγκεκριμένου πολιτικού στίγματος, παρά τις εθνομηδενιστικές θέσεις του για την Συμφωνία των Πρεσπών και το βέτο στην ΕΕ, μπορεί να χωρέσει στο μισοάδειο δοχείο των απόψεών του οποιοδήποτε περιεχόμενο. Αυτό άλλωστε υπήρξε και ο Τσίπρας στο παρελθόν και γι’ αυτό επικράτησε, έναντι του Αλαβάνου, παρά την έλλειψη παιδείας και ηθικών “προκαταλήψεων”.
Είμαστε δυστυχώς ακόμα σε εποχή που η αλλαγή της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας εκφράζεται μέσα από παλιά κομματικά σχήματα. Σε μια ηλικιακά γερασμένη χώρα άλλωστε, οι αλλαγές πραγματοποιούνται πιο αργά και βασανιστικά. Επειδή, λοιπόν, τον χώρο της εθνομηδενιστικής Αριστεράς τον έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν θέλει το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης να τον ανταγωνιστεί, πρέπει να αλλάξει “μετερίζι”. Διαφορετικά θα βουλιάξει.
Αν ακολουθήσει την ίδια πολιτική με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία τύχη. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει και περισσότερους ψηφοφόρους και επομένως θα καταπιεί οποιοδήποτε “συριζοποιημένο” ΠΑΣΟΚ, όπως θα συνέβαινε σίγουρα με τον ΓΑΠ στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Ο Ανδρουλάκης, και λόγω ηλικίας, μόνο ως αντι-Τσίπρας θα μπορούσε να λειτουργήσει, αν μπορεί να το διανοηθεί και να το κάνει πράξη· διαφορετικά θα πάει “άπατος” και σύντομα μάλιστα. Οψώμεθα.
Υ.Γ. Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία πως ένα ΠΑΣΟΚ ανταγωνιστικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προκαλέσει αναταραχή στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διότι θα ακυρωθεί η στρατηγική Τσίπρα για “προοδευτική διακυβέρνηση” και άνοδο στην εξουσία. Και μην ξεχνάμε πως ένα 59% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε σύμφωνο με την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Ο Ανδρουλάκης είναι ένας νεογέροντας που επεκράτησε ενός (οικτρού, γνώριμου) γέροντα, του ΓΑΠ (που πιο χαμηλά από ‘δαύτον δεν έχει!).
Πρόκειται δε για νούλλα. Μεγάλη νούλλα, που έχει δώσει ΗΔΗ δείγματα γραφής.
Και θα φανεί αυτό ξανά και πάλι και εκ νέου.
Μην τρέφετε αυταπάτες!
Μία νούλλα στην ηγεσία ενός κόμματος,
του οποίου, άλλωστε, ο Χάρος έχει θερίσει απ’ τον Ιούλιο του ᾽19 ικανό αριθμό (εναπομεινάντων) ψηφοφόρων
[Ψηφοφόρων κανονικών,
ψηφοφόρων δηλ. που δεν θα βαρεθούν / σιχαθούν / δεν θα βρίσκονται στο νοσοκομείο ή σε αναπηρικό καροτσάκι ή με φάρμακα για την άνοια, αλλά θα έχουν το σθένος να σηκωθούν -και να ταξιδέψουν ενδεχομένως- και να πάνε κούτσα-κούτσα και αυτοπροσώπως στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ κάλπη ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ εκλογών, για να ρίξουν ψηφοδέλτιο, χάρτινο με σταυρό. Κι όχι για χαβαλέ. Ούτε του Ίνσταγκραμ ή των δημοσκοπήσεων. Ή μεταμφιεσμένων ΟΝΝΕΔιτών, όπως το είδαμε].
Επειδή, όμως, το ΠΑΣΟΚ αργεί να ψοφήσει και τυπικώς, πέφτοντας κάτω από το όριο του 3%, αλλά εξακολουθεί να σέρνεται με τα λυμφατικά αυτά νούμερα που συγκεντρώνει (θα είναι επιτυχία του Ανδρουλάκη, αν εκμεταλλευθεί τον λυρισμό που δημιούργησε η εκδημία της Γεννηματά και επιτύχει συσπείρωση και διατηρήσει έτσι κατ’ αποτέλεσμα σε ΑΠΟΛΥΤΑ νούμερα τις 460.000 ψήφους του Ιουλίου ’19 …), φυσικά και οι εσωκομματικές τους αρχαιρεσίες έχουν σημασία.
Αλλά από μία και μόνον άποψη :
Ότι προδιαγράφουν αδιατάρακτη την πρωθυπουργία Κούλη μέχρι το 2027 (όπως λέγαμε “génération Mitterand” παλαιότερα). Με πάσαν εντεύθεν συνέπειαν.
Διότι αναδείχθηκε στο ΚΙΝΑΛ ένας ηγέτης ο οποίος με μαθηματική πλέον βεβαιότητα θα οδηγήσει “πακέτο” το κόμμα αυτό (κόμμα προεχόντως στελεχών και συνδικαλιστάδων) σε συγκυβέρνηση με την ΝΔούλα μετά τις επόμενες εκλογές, της απλής αναλογικής. Έτσι, η μεν πατρίς θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει τις υπηρεσίες της “Κυβερνήσεως των αρίστων”, αλλά και συνάμα θα λιγδώσει και το αντεράκι αρκετών κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, που έμειναν επί μακρόν μακριά από την “κουτάλα”. Έστω κι αν αυτή η κουτάλα μίκρυνε πια και ταϊζει λιγότερους …
Αυτό είν᾽ όλο!
Αλλά κάτι τέτοιο, ασφαλώς,
ανάταξη / ελπίδα ανάταξης από την παρακμή
δεν είναι
ούτε ποτέ θα μπορούσε να ήταν.