Του Δημήτρη Στεργίου από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο
Προτείνω για μιαν ακόμα φορά σε όλους εκείνους που μάς ζήτησαν και μάς ζητούν σε εκλογές να διαχειριστούν “για το καλό μας” πονεμένα φορολογικά έσοδα, εθνικούς πόρους και δάνεια, να διαβάσουν προσεκτικά την τελευταία ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική του 2021 πριν “ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων”, δηλαδή πριν από τα κομματικά χείλη τους βγει χαζοχαρούμενος λόγος με προτάσεις για περισσότερες παροχές και διανομή πακέτων χρημάτων σε πολλούς “ίνα εσθίωση χωρίς να σκάπτωσιν”, όπως θα έλεγε και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Κάνω για πολλοστή φορά και επί χρόνια την πρόταση αυτή διότι η έκθεση όλων των διοικητών της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας ήταν ανέκαθεν ένα άρτιο οικονομικό κείμενο με πολλά απλά μαθήματα οικονομίας, τα οποία, δυστυχώς, δεν μελετήθηκαν σχεδόν ποτέ από τους υπεύθυνους διαχειριστές και έτσι ποτέ τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα σε βάρος όμως μόνο της ελληνικής οικονομίας, των ελληνικών νοικοκυριών, των εργαζομένων, των φορολογουμένων και του κύρους της χώρας μας.
Αν κανείς μελετήσει προσεκτικά και τη νέα αυτή έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα θα οδηγηθεί από τη γνωστή κινηματογραφική ατάκα του Ντίνου Ηλιόπουλου “είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα” στην άλλη, “γκρίζα” οικονομική πραγματικότητα, όπως παρουσιάζεται με τις αχνές αισιόδοξες εκτιμήσεις για τη διαμόρφωση βασικών οικονομικών μεγεθών το 2021 και με τις γεμάτες από αντιθετικούς συνδέσμους “’όμως” και “αλλά” προβλέψεις για το 2022 και τα επόμενα δύο, τρία, έξι και δέκα χρόνια.
Πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι συνήθης ενοχλητική, λόγω κομματικού κόστους, και επαναλαμβανόμενη τα τελευταία σαράντα χρόνια, καθώς ουδέποτε η χώρα μας ήταν επαρκώς προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τις γνωστές ενεργειακές, χρηματοπιστωτικές, δημοσιονομικές κρίσεις, την σε εξέλιξη από το 2019 υγειονομική κρίση και την πρόσφατη και σε εξέλιξη ενεργειακή κρίση. Έτσι, πήγαν χαμένα 1,8 τρισ. ευρώ που εισέρρευσαν στα δημόσια ταμεία με τη μορφή φορολογικών εσόδων, κοινοτικών πόρων, δανείων και ιδιωτικοποιήσεων, όπως πήγε στράφι και το “ματωμένο” ποσό εκατοντάδων δισ. ευρώ των επαχθών Μνημονίων. Κι έτσι, θα πάνε χαμένες και οι νέες θυσίες του ελληνικού λαού, που διέθεσε (ορθώς) ποσό άνω των 40 δισ. ευρώ ή αθροιστικά περίπου 20% του ΑΕΠ σε βάρος του δημόσιου χρέους τα δύο τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε και προκαλεί η πανδημία.
Από μια προσεκτικότερη μελέτη της έκθεσης αυτής προκύπτει ότι στην πραγματικότητα δεν έγινε το 2021 καμιά “επανεκκίνηση” (ο όρος είναι αδόκιμος, αφού κυριολεκτεί μόνο στην περίπτωση που κάποτε η οικονομία ήταν … εν κινήσει!) της οικονομίας, ούτε επιστροφή στην κανονικότητα. Απλώς, έγινε μία “ανάνηψη” με τεχνητά μέσα, δηλαδή με την τοποθέτησή της σε μια δημοσιονομική κοστοβόρα… ΜΕΘ (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας)! Δηλαδή, η σημαντική ή η ικανοποιητική βελτίωση μερικών βασικών οικονομικών μεγεθών το 2021 (απασχόληση, μείωση ανεργίας, αύξηση καταθέσεων, αύξηση διαθέσιμου εισοδήματος κλπ) οφείλεται κυρίως στην κρατική ενίσχυση των 40 δισ. ευρώ περίπου που προκάλεσε και διόγκωση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή του χρέους. Συνεπώς, κι αυτή η βελτίωση, ως τεχνητή, θα είναι προσωρινή αν τα μόνιμα παθήματα από ατολμία, παραλείψεις και καθυστερήσεις στο παρελθόν δεν γίνουν μαθήματα, αν δηλαδή δεν προωθηθούν άμεσα, τώρα, όλα τα διαρθρωτικά μέτρα, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ανακοινωθεί, προγραμματισθεί και έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που χρειάζονται για να είναι θωρακισμένη η ελληνική οικονομία.
Προειδοποιήσεις και προτάσεις ακατάλληλες για στρουθοκαμήλους
Ας πάμε μαζί τώρα στη γκρίζα πραγματικότητα που σκιαγραφεί με μοναδικό και απλό επιστημονικό τρόπο και με τη μοναδική υπευθυνότητα η Τράπεζα της Ελλάδος σε άλλες σελίδες της έκθεσής της, που δεν θυμίζει καθόλου “εύφορη κοιλάδα”. Παραθέτω εν συντομία μερικές τέτοιες “προειδοποιήσεις”, οι οποίες επαναλαμβάνονται συνεχώς και σαράντα χρόνια σε όλες τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, αλλά ματαίως:
– Η βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της πανδημίας, καθώς, έως τώρα, η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ και οι υγειονομικές επιπτώσεις είναι πιο σοβαρές συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
– Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν και βελτιώθηκε το 2021, λόγω της μείωσης του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και της αύξησης της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, εξακολουθεί να είναι συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
– Οι σημαντικότερες προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι: η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μέσω της αύξησης των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα, η διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και η δημιουργία ειδικών προγραμμάτων με σκοπό την ψηφιακή μετάβαση.
– Διαχρονικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να αποτελούν το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, η αργή απονομή της δικαιοσύνης και η δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
– Μια πρόσθετη σημαντική πρόκληση αφορά την ικανότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να απορροφήσουν πλήρως και εγκαίρως τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης την περίοδο 2021-2026 και από το ΕΣΠΑ την περίοδο 2021-2027. Η απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων είναι απαραίτητη για την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Κι όμως, όπως επισημαίνει σε άλλο σημείο η Τράπεζα της Ελλάδος από το ΕΣΠΑ 2014-2021 έχει απορροφηθεί μόνο το 73%.
– Η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
– H πανδημία επιδείνωσε αρκετά προβλήματα που ήδη αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία, όπως το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, οι εξωτερικές ανισορροπίες, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και η χαμηλή δυνητική ανάπτυξη.
– Ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις, όπως η αδύναμη κερδοφορία και η ανάγκη για ποσοτική αλλά και ποιοτική ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη και το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαια των τραπεζών και τα υψηλά “κόκκινα” δάνεια.
– Η 12η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπίστωσε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν καθυστερήσεις στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, καθώς και των παλαιών εκκρεμών συντάξεων.
– Παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η πιστοληπτική αξιολόγησή της υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, κυρίως όμως στερεί την ελληνική οικονομία από πολύτιμους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να εισρεύσουν από το εξωτερικό σε πολλούς κλάδους και τομείς, είτε ως δανειακά κεφάλαια χαμηλού κόστους είτε ως συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων.
– Η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα καθιστά τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του πρωτεύοντα στόχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, με την επιστροφή της οικονομίας σε πλήρη λειτουργία, η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσα από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ανάγεται σε κεντρικό μέλημα της οικονομικής πολιτικής.
– Οποιαδήποτε νέα μέτρα ελέγχου της πανδημίας θα πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα καθυστερήσει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.
– Μεσοπρόθεσμα, η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο εξωστρεφούς οικονομικής δραστηριότητας, με την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών, κατά μέσο όρο 3% για την επόμενη δεκαετία, προϋποθέτει την αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
– Είναι αναγκαία η συνέχιση και επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα πόροι και παραγωγικές υποδομές.
– Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι κομβικής σημασίας για τη διατηρησιμότητα των υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί ιδίως στις μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, την ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, τις επενδύσεις στην εκπαίδευση, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Δημοσίου, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης.
– Η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, μέσω της χάραξης αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
– Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κρίνονται επιβεβλημένες για να γίνει η ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική και να αποκτήσει τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο ώστε να αντιμετωπίσει μελλοντικές αρνητικές διαταραχές και προκλήσεις, όπως π.χ. η κλιματική αλλαγή, οι μεταναστευτικές ροές, νέες υγειονομικές κρίσεις, η γήρανση του πληθυσμού, η ενεργειακή μετάβαση και ενδεχόμενη γεωπολιτική αστάθεια.
– Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που οδήγησαν στο παρελθόν σε συσταλτική δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ύφεσης και σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ανάπτυξης με αποτέλεσμα, τελικά, την επιδείνωση της δυναμικής του χρέους.
– Δηλαδή, η υιοθέτηση μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής, που προβλέπει περιστολή σε περιόδους ανάπτυξης και επέκταση σε περιόδους ύφεσης, είναι σημαντική ιδιαίτερα για τις υπερχρεωμένες χώρες, καθώς εγγυάται μια βιώσιμη πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους.
– Η δημοσιονομική επέκταση ήταν αναγκαία για τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας, τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος και την ελαχιστοποίηση της μόνιμης αρνητικής επίδρασης στην οικονομία. Ωστόσο, με την ανάκαμψη της οικονομίας και τη σταδιακή άρση των προσωρινών επεκτατικών μέτρων, η Ελλάδα, στη μετά την πανδημία περίοδο, μπορεί να επανέλθει στο δρόμο των πρωτογενών πλεονασμάτων, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα. –
– Η διατηρήσιμη δημοσιονομική σταθερότητα κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς οι οικονομίες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν στο μέλλον περισσότερες προκλήσεις από ό,τι στο παρελθόν (π.χ. κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικές ροές, νέες υγειονομικές κρίσεις, γήρανση του πληθυσμού, ενεργειακή μετάβαση, γεωπολιτική αστάθεια). Ως εκ τούτου, οι οικονομίες πρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικές σε αρνητικές διαταραχές, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις χρέους και περαιτέρω επιβάρυνση των επόμενων γενεών.
– Θα πρέπει να δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη (κυρίως μέσω επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων), καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους και δημιουργίας δημοσιονομικών αποθεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η κατάλληλη χάραξη της φορολογικής πολιτικής κρίνεται ουσιώδους σημασίας. Τα μέτρα αυτά όμως είναι απαραίτητο να συνδυαστούν με διαρθρωτικές παρεμβάσεις με κύριο στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση της αποδοτικότητας των φόρων, ώστε να διευκολυνθεί η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Από την ενισχυμένη εποπτεία στη νέα… επιτήρηση δύο φορές τον χρόνο!
Ακόμα, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος υπενθυμίζει μία σημαντική λεπτομέρεια, την οποία φαίνεται ότι μερικοί αγνοούν ή κάνουν πως την αγνοούν, ότι δηλαδή μετά το τέλος του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ και την άρση της “γενικής ρήτρας διαφυγής”, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο καθεστώς μεταπρογραμματικής επιτήρησης, η οποία θα πραγματοποιείται δύο φορές τον χρόνο και θα ισχύει μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων προς τον ESM. Αυτό ισχύει για τις χώρες που έχουν λάβει δάνεια στήριξης από τον EFSF/ESM και προβλέπεται στις σχετικές δανειακές συμβάσεις, καθώς και στην τελευταία αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας το 2013. Επίσης, ο ESM θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει το μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης. προκειμένου να επιτηρεί τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του.
Τί σημαίνοιυν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι η ένταξη στο νέο καθεστώς συνεπάγεται αυτόματα την υπαγωγή της Ελλάδος στους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως αυτοί θα διαμορφωθούν μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2021. Υπενθυμίζω ότι ουδέποτε τηρήθηκαν οι σημοσιονομικοί κανόνες των προηγούμενων Συμφώνων Σταθερότητας ή Προγραμμάτων Σύγκλισης ή Ιδιωτικοποιήσεων! Συνεπώς, όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος “είναι προς το συμφέρον της χώρας να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές θα περιγράφονται στις συστάσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, που ισχύει για όλες τις χώρες της ΕΕ, και να δώσει την απαραίτητη έμφαση στην ενίσχυση των επενδύσεων μέσω και της αξιοποίησης των πόρων του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης”.
Σπεύδει να κάνει την επισήμανση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος, διότι η εμπειρία από την εφαρμογή προηγούμενων δημοσιονομικών πολιτικών είναι απογοητευτική. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής:
“Στην εποχή μετά την πανδημία, η υιοθέτηση αξιόπιστων και αποτελεσματικών δημοσιονομικών πολιτικών με στόχο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών κρίνεται περισσότερο απαραίτητη, ειδικά για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος που καθίστανται πιο ευάλωτες σε πιθανές αρνητικές οικονομικές διαταραχές. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα και τα λάθη σχεδιασμού και εφαρμογής του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου, όπως διαφάνηκαν πριν από την πανδημία. Ένα καλά σχεδιασμένο δημοσιονομικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτυγχάνει μεσοπρόθεσμα την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη σταθεροποίησης του οικονομικού κύκλου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Προς αυτό το σκοπό, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε δύο κύρια χαρακτηριστικά: (α) ένα δημοσιονομικό στόχο, που θα καθορίζει το μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής, και (β) ένα λειτουργικό δημοσιονομικό κανόνα, ως μέσο επίτευξης αυτού του στόχου. Στην τρέχουσα συγκυρία, η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη καθιστά τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του πρωτεύοντα στόχο δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ ως εργαλείο επίτευξης του στόχου αυτού προκρίνεται ο έλεγχος του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών. Η υιοθέτηση μεσοπρόθεσμης αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής, που προβλέπει περιστολή σε περιόδους ανάπτυξης και επέκταση σε περιόδους ύφεσης, κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη του ανωτέρω στόχου. Στο παρελθόν, οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας δεν απέτρεψαν υπερκυκλικές πολιτικές. Αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση της δυναμικής του χρέους, καθώς η υφεσιακή επίπτωση της υπερβολικά συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης ουσιαστικά ακύρωσε μέρος της θετικής συμβολής του περιορισμού των ελλειμμάτων. Αντίστοιχα, η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων (ή μικρότερων πλεονασμάτων) σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης ακύρωσε μέρος της θετικής συμβολής της ανάπτυξης στη δυναμική του χρέους. Ο έλεγχος του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών έχει αποδειχθεί ως ένας αποτελεσματικός κανόνας εφαρμογής δημοσιονομικής πειθαρχίας (έναντι άλλων δημοσιονομικών κανόνων, όπως π.χ. του διαρθρωτικού ελλείμματος), που ενισχύει τον αντικυκλικό χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Προβλήματα και αβεβαιότητες
Από την άλλη μεριά, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την παρουσίαση των ευνοϊκών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία κατά το 2021 δεν παραλείπει να τη συνοδεύει και με την απαρίθμηση προβλημάτων και αβεβαιοτήτων. Συγκεκριμένα:
– Η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, η ανησυχία για τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και η αύξηση του κόστους ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, εντείνουν την αβεβαιότητα, επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και αυξάνουν τους κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα.
-Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής παραμένει ένα από τα σημαντικότερα κατά τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Ειδικά για την έμμεση φορολογία, μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που υπόκεινται σε υψηλό συντελεστή ΦΠΑ εμπίπτει στην άτυπη οικονομία και δεν καταγράφεται. Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη πιο οξύ σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πρόσφατες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για το 2019 η Ελλάδα εμφάνισε το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα ΦΠΑ (ως έλλειμμα ΦΠΑ ορίζεται η διαφορά των πραγματικών εισπράξεων ΦΠΑ από το ποσό που θα μπορούσε δυνητικά να εισπράττεται) στην ΕΕ, ίσo με 25,8% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ (έναντι 10,3% στην ΕΕ), γεγονός που υποδηλώνει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Πέραν των στρεβλώσεων του συστήματος, σημαντικοί παράγοντες για τις απώλειες είναι οι υψηλοί και πολλαπλοί φορολογικοί συντελεστές, σε συνδυασμό με την περιορισμένη φορολογική βάση, και η αδυναμία πληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει το μέγεθος των απωλειών εσόδων ΦΠΑ στις διασυνοριακές συναλλαγές.
-Το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,0% και το 2023 σε 3,9%, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την ανάκαμψη της ευρωζώνης και την επιτάχυνση των επενδύσεων.
-Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς τα δύο επόμενα έτη. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι έως το 2029 η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 32 δισεκ. ευρώ από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU, ενώ παράλληλα αναμένεται και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
-Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό 2022, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα περιοριστεί και η ανάκαμψη θα συνεχιστεί, προβλέπεται βελτίωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος σύμφωνα τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας, με μείωση του ελλείμματος σε σχέση με το 2021 και διαμόρφωσή του σε 1,2% του ΑΕΠ.
-Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί σε 189,6% του ΑΕΠ το 2022 από 197,1% του ΑΕΠ το 2021. Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ωστόσο, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της πανδημίας, των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων την περίοδο 2020-22 (συνολικού ύψους 37,6 δισεκ. ευρώ) και του πρόσθετου δανεισμού από ευρωπαϊκούς πόρους (RRF, SURE), τόσο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά σε σχέση με το προ πανδημίας βασικό σενάριο προβλέψεων.
-Υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο, οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες την επόμενη δεκαετία κυμαίνονται πλέον κατά μέσο όρο περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με τις προ πανδημίας προβλέψεις, παραμένοντας όμως χαμηλότερες από το επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ.
-Η πρόβλεψη για την οικονομική δραστηριότητα υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ισχυρότερη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και την ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού.
-Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι, που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανή αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως ένα χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων του NextGenerationEU. Για παράδειγμα, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, εφόσον αποδειχθούν ανθεκτικές στα εμβόλια, θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη, να περιορίσουν τις τουριστικές ροές και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη.
-Επίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια. Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Παράλληλα, μια ταχύτερη του αναμενομένου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεάζοντας αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.
-Η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα εντείνει τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους (σημείωση δική μου: Πρόκειται για μια πολύχρονη ολέθρια σχέση, η οποία γιγάντωσε ένα τραπεζοβίωτο κτάτος και ένα κρατικοδίαιτο τραπεζικό σύστημα που έγινε προκλητικό κατά την περίοδο των Μνημονίων με τις ανακεφαλιοποιήσεις!)
-Δείκτες συγκυρίας, όπως η καταναλωτική εμπιστοσύνη που καταγράφει υποχώρηση από τα μέσα του 2021, ενσωματώνουν την αβεβαιότητα των νοικοκυριών για τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση και τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης συνεπεία των αυξήσεων στις τιμές, ιδίως των τροφίμων και της ενέργειας. Ακόμη, η υψηλή αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση των νοικοκυριών και η λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμών των δόσεων δανείων (moratoria) ενδέχεται να επηρεάσουν την ιδιωτική κατανάλωση.
Τεχνητή ανάνηψη με κρατικά … «κόλλυβα»
Με τη χρήση κυρίως αντιθετικών συνδέσμων “αλλά” και “όμως” και “ωστόσο”, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνει εμμέσως πλην σαφώς ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση βασικών οικονομικών μεγεθών το 2021 δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις αυτοδύναμη, αλλά οφειλόταν στην εξαιρετικά διευκολυντική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, η οποία μάλιστα δημιούργησε νέα τάξη εισοδηματιών αποκλειστικά από κρατικές παροχές! Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά σημεία της έκθεσης αυτής:
-Η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν δυναμικά μετά την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, υποβοηθούμενες από την εξαιρετικά διευκολυντική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Ωστόσο, η άνιση πρόσβαση στα εμβόλια μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορωνοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
-Επιπλέον, μια πιο έντονη και μεγαλύτερης διάρκειας άνοδος των τιμών της ενέργειας και των λοιπών πρώτων υλών ενδέχεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και να αποσταθεροποιήσει τις προσδοκίες γι’ αυτόν, προκαλώντας ταχύτερη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο διαταραχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναστροφής της ανοδικής πορείας των οικονομιών. –
-Η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε με υψηλούς ρυθμούς στη διάρκεια του 2021, μετά τη σημαντική ύφεση που καταγράφηκε το 2020 (-9,0%) λόγω της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή της. Με την επανεκκίνηση της οικονομίας το πραγματικό ΑΕΠ σημείωσε ισχυρή άνοδο το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του 2021. Ως αποτέλεσμα, κατά το εννεάμηνο του 2021 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 9,5% σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη δυναμική ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, που τροφοδοτήθηκε από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αποδέσμευση της αναβληθείσας κατανάλωσης, καθώς και στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
-Η ιδιωτική κατανάλωση ανέκαμψε δυναμικά από το β΄ τρίμηνο του έτους, καθώς υποστηρίχθηκε από την αποδέσμευση της αναβληθείσας κατανάλωσης των νοικοκυριών, αλλά και από την άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, που υποστηρίχθηκε κυρίως από τις κρατικές επιδοτήσεις και μεταβιβάσεις για την ενίσχυση των εισοδημάτων που επλήγησαν λόγω της πανδημίας που ανήλθαν σε 2,8 δισεκ. ευρώ (συμβολή κατά +2,2 ποσοστιαίες μονάδες), όπως αναστολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα και μείωση του ποσοστού των εργοδοτικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες για τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα., προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης του ΟΑΕΔ, επιδότηση των εισφορών για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων, με στόχο τη δημιουργία 150.000 νέων θέσεων εργασίας, καθώς και αξιοποίηση των κονδυλίων του προγράμματος SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κλπ
– Αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη είχε η αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
-Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους βελτιώθηκαν και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια του έτους. Εντούτοις, ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών κατέγραψε επιδείνωση το δεύτερο εξάμηνο, ενδεχομένως λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και λόγω των πληθωριστικών πιέσεων.
-Παρά τη συνεχιζόμενη ανοδική πορεία των εξαγωγών όμως, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, καθώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν περισσότερο από τις εξαγωγές σε απόλυτο μέγεθος, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής και της ανάκαμψης των επενδύσεων και της κατανάλωσης.