Αρχική » Οι πρώτες εβδομάδες των Πρασίνων στην κυβέρνηση

Οι πρώτες εβδομάδες των Πρασίνων στην κυβέρνηση

από Βασίλης Στοϊλόπουλος

Πραγματικότητες και πολιτικές αδυναμίες στη νέα γερμανική κυβέρνηση

Tου Βασίλη Στοϊλόπουλου

Μπορεί μετά τις πρόσφατες εκλογές η Γερμανία να μην απέκτησε την πρώτη «Πράσινη καγκελάριο», όμως οι ευκαιρίες για μια διακυβέρνηση με  «πράσινους προσανατολισμούς» και «πράσινες πολιτικές» δεν ήταν ποτέ άλλοτε στην ιστορία των Γερμανών Πρασίνων τόσο μεγάλες. Άλλωστε, ήταν η προεκλογική τους καμπάνια για μια σε βάθος «πράσινη μεταρρύθμιση», με κεντρικό θέμα το κλίμα, σε όλους τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας  και της διοίκησης που έφερε το καλύτερο μέχρι τώρα εκλογικό τους αποτέλεσμα. Επιπλέον, μετά από δεκαέξι χρόνια αντιπολίτευσης, οι  ενθουσιώδεις Πράσινοι συμμετέχουν σε μια τρικομματική κυβέρνηση στην οποία έχουν την ευθύνη σε περισσότερα από κάθε άλλη φορά υπουργεία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το υπερυπουργείο οικονομίας και κλίματος. Βασικός στόχος να καταστεί η Γερμανία πρότυπο σε όλο τον κόσμο τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τον φεμινισμό, τ΄ ανοιχτά σύνορα, τη νέα οικογένεια και τ΄ ανθρώπινα δικαιώματα.   

Και όμως, λίγες μόνο εβδομάδες διακυβέρνησης αρκούσαν για να διαπιστωθεί μια έκδηλη απογοήτευση κυρίως στους πράσινους ψηφοφόρους που αφελώς πίστευαν ότι η «πράσινη μεταρρύθμιση» είναι εφικτή χωρίς συμβιβασμούς με τους συγκυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθερους. Η τρικομματική συγκυβέρνηση αναδεικνύεται ήδη πολύ δύσκολη, ιδιαίτερα για τους Πράσινους. Δυσκολότερη και από τις σημαντικότατες υποχωρήσεις που έκαναν στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συγκρότηση της «κυβέρνησης φωτεινού σηματοδότη», όταν απέτυχαν να τοποθετηθούν δικοί τους υπουργοί στο υπερυπουργείο των Οικονομικών και το πολύ σημαντικό για το κλίμα υπουργείο Συγκοινωνιών.  
Πρώτα ήταν η πρόθεση των Βρυξελλών να θεωρηθεί η ατομική ενέργεια (όπως και το φυσικό αέριο) ισότιμη με άλλες ανανεώσιμες πηγές (ηλιακή και αιολική). Η πρόθεση αυτή που θεωρήθηκε «Greenwashing» προκάλεσε αμηχανία, εκνευρισμό και μεγάλη αγανάκτηση στους Πράσινους, οι οποίοι ετοιμάζονται τέλη του 2022 να πανηγυρίσουν το κλείσιμο και του τελευταίου υπερσύγχρονου πυρηνικού εργοστασίου της Γερμανίας. Το σοκ δεν προκλήθηκε όμως μόνο επειδή, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, ένας από τους πιο σημαντικούς ιδρυτικούς πυλώνες του κόμματος των Πρασίνων ήταν το αντιπυρηνικό κίνημα. Με την απόφαση των Βρυξελλών να κατατάξει την πυρηνική ενέργεια στις «φιλικές προς το περιβάλλον», έστω και για μια  μεταβατική  περίοδο, οι Γερμανοί Πράσινοι υποχρεώνονται να σταθούν απέναντι στη «μεγάλη τους αγάπη», την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία – μαζί με τον βαθύ «πράσινο» φιλοατλαντισμό – αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο «πράσινης» εξωτερικής πολιτικής.  
Είναι ίσως από τις λίγες φορές που η γερμανική «πράσινη» πολιτική για το κλίμα έχει απέναντι την πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να μπορεί μάλιστα να επιβάλει ή να εκβιάσει αλλαγή στάσης των εταίρων της. Γιατί, πίσω από τη Γαλλία, που εξαρτάται πρωτίστως από την πυρηνική ενέργεια, έχουν συγκεντρωθεί πολλές χώρες της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης που θεωρούν «πράσινη» την πυρηνική ενέργεια. Από την πλευρά της, η Γερμανία όχι μόνο θα μείνει σύντομα χωρίς πυρηνική ενέργεια, αλλά από το 2030 και χωρίς ηλεκτρική ενέργεια από την καύση του άνθρακα, αυξάνοντας έτσι ακόμα περισσότερο την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο και από την εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από τους «επικίνδυνους» γαλλικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες ή από τα «βρώμικα» εργοστάσια καύσης άνθρακα της Πολωνίας.   
Οι επικρίσεις και οι κριτικές για τους «πράσινους» υπουργούς δεν περιορίζονται μόνο στην «πράσινη» πυρηνική ενέργεια που κάνει πολλούς ψηφοφόρους των Πρασίνων ν΄ αμφισβητούν ήδη την συμμετοχή του κόμματός τους στην κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς. Το ίδιο ισχύει και για τη νέα εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Η διακηρυγμένη «πράσινη» – και με πολλά στοιχεία φεμινισμού – εξωτερική πολιτική υπό τη συμπρόεδρο των Πρασίνων Ανναλένα Μπέρμποκ παραμένει όντως σταθερή, θέτοντας στον πυρήνα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής τ΄ ανθρώπινα δικαιώματα και τη σκληρότερη στάση απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα όπως της Κίνας, της Ρωσίας ή της Τουρκίας. Μόνο που η κα υπουργός έχει απέναντί της τον ίδιο τον καγκελάριο Σολτς, ο οποίος έχει και την ευθύνη της χάραξης πολιτικής. Ο νέος καγκελάριος παραμένει, όπως και σε πολλά άλλα, πιστός στη μερκελική πολιτική ρεαλισμού που βασίζεται πρωτίστως στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την υποστήριξη του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που αμφισβητεί ανοιχτά η υπουργός του. Το ίδιο γίνεται και για τις αμφισβητούμενες εξαγωγές σε «ασταθείς» ή και «αυταρχικές» χώρες γερμανικού εξοπλισμού, για τους οποίους οι Πράσινοι έδειχναν πάντα την αποστροφή τους. Μπορεί η κα Μπέρμποκ να επιμένει στη βερμπαλιστική καταδίκη μιας τέτοιας πολιτικής, όμως ήδη άρχισε η εξ οικείων έντονη κριτική εναντίον της για υποχωρητική στάση και αδυναμία άσκησης των καθηκόντων της ως υπουργού Εξωτερικών.  
Όμως και στην εσωτερική πολιτική δεν πάνε και τόσο καλά τα πράγματα για τους Πράσινους. Ένα παράδειγμα αποτελεί και η αναμενόμενη επανεκλογή για τα επόμενα πέντε χρόνια του νυν σοσιαλδημοκράτη προέδρου της Γερμανίας Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, καθώς είναι γνωστό ότι οι Πράσινοι θα ήθελαν στη θέση του μία «πράσινη» γυναίκα. Υπαναχώρησαν, και τώρα έκοντες άκοντες θα στηρίξουν Σταϊνμάγιερ. Εκεί όμως που οι Πράσινοι ομολογούν ήδη ανοιχτά την αποτυχία τους είναι η «ενεργειακή μετάβαση» – το σημαντικότερο «πράσινο σχέδιο» για την προστασία του κλίματος. Ο ίδιος ο πράσινος υπερυπουργός Οικονομίας και Κλίματος και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ ομολόγησε ότι γρήγορες επιτυχίες σε σχέση με τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους που τέθηκαν δεν φαίνονται στον ορίζοντα και πως «η προσπάθεια θα είναι γιγαντιαία».  
Μια ομολογία προσγείωσης στην πραγματικότητα, που για πολλούς ψηφοφόρους των Πρασίνων ισοδυναμεί με δήλωση αποτυχίας του κόμματός τους. Και όλα αυτά λίγες μόνο εβδομάδες από την ανάληψη της ηγεσίας σε σημαντικά υπουργεία. Τα δυσκολότερα όμως για τους Πράσινους, όπως μια ενδεχόμενη περαιτέρω κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης και μεγαλύτερης αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, δεν εμφανίστηκαν ακόμα.  Ο δρόμος προς τον πολιτικό ρεαλισμό φαίνεται πως θα είναι πιο δύσβατος για τους Πράσινους και τη Γερμανία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ