«Ποιος θα τον σταματήσει;… Για τον Ατατούρκ, το μέτρο ήταν η χώρα. Για τον Ερντογάν, ολόκληρος ο κόσμος».
Μέχρι πρόσφατα, τόσο ο Μουσταφά Κεμάλ, ως το πρότυπο ενός ιακωβινικού κοσμικού τουρκικού εθνικισμού, όσο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως το πρότυπο ενός δημοκρατικού και λαϊκού ισλάμ, προβάλλονταν συστηματικά από τον Τύπο και τις κυβερνήσεις της Δύσης ως οι εναλλακτικές εκφράσεις ενός ειρηνευμένου τουρκισμού. Όμως το δοκιμίο του πρώην διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου της Γαλλίας, Jean-François Colosimo, Το ξίφος και το Σαρίκι, που εκδόθηκε στα ελληνικά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 2021. Καταδεικνύει με ακλόνητα επιχειρήματα την εσώτερη ταυτότητα όλων των πλευρών του τουρκισμού, που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα το ξίφος και το σαρίκι. Άλλωστε η ταύτιση του Κεμαλικού Κιλισντάρογλου με τον ισλαμιστή Ερντογάν έναντι της Ελλάδας είναι εδώ για να μας την υπενθυμίζει.
Το βιβλίο του Κολοζιμό όχι μόνο αποδομεί αυτή την ψευδή εικόνα αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τον ένα με τον άλλο, τον Κεμάλ με τον Ερντογάν, με μοναδικό στόχο και επιδίωξη την κυριαρχία.
Ο Κεμάλ, επιχείρησε διά πυρός και σιδήρου να μεταβάλει την πολυεθνική αυτοκρατορία σε ένα εθνικό τουρκικό κράτος που χρησιμοποίησε τα όπλα της Δύσης, γι’ αυτό και προχώρησε στην υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων εκδυτικισμού – εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου, κατάργηση της μαντίλας, κοσμικό κράτος κ.λπ.﮲ μεταρρυθμίσεις που φάνταζαν στα μάτια τόσο των φιλελεύθερων όσο και των συντηρητικών Ευρωπαίων ως μία απροϋπόθετη προσχώρηση στον διαφωτισμό και τη Δύση.
Άλλωστε, η Τουρκία αποτελούσε ήδη από τον Μεσοπόλεμο μια δύναμη ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής, γεγονός που ενίσχυε τον δυτικό στραβισμό. Έβλεπαν στην Τουρκία ένα κοσμικό ανεξίθρησκο κράτος ξεχνώντας πως το τουρκικό «κοσμικό» κράτος αφορούσε αποκλειστικά μουσουλμανικούς πληθυσμούς, μετά τη γενοκτονία, την εκδίωξη ή τη φίμωση των χριστιανικών πληθυσμών. Ο εθνοκρατικός τουρκισμός επιχειρούσε την ενσωμάτωση όλων των μουσουλμάνων κατοίκων της Τουρκίας – μέσω της προπαγάνδας ή και της βίας αν χρειαζόταν.
Η Τουρκία του Κεμάλ οικοδομήθηκε δια του ξίφους αλλά το υπόβαθρό του παρέμενε πάντοτε το σαρίκι: «βρίσκεται στη φύση της Τουρκίας… να είναι ένας νέος Ιανός. Αλλά όχι ένας Ιανός με δύο όψεις αλλά μοιρασμένος σε δύο μέτωπα, το ξίφος και το σαρίκι» (Κολοζιμό). Στην πραγματικότητα, η κεμαλική αντ«επανάσταση» κατόρθωσε να ακυρώσει τη μόνη εθνοτικά δίκαιη συνθήκη, εκείνη των Σεβρών και πέτυχε μέσω της Συνθήκης της Λωζάνης, την επικυριαρχία της Τουρκίας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, την ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Διότι η Συνθήκη των Σεβρών, με τη δημιουργία κουρδικού και αρμενικού κράτους, την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας στην Ελλάδα και την οριοθέτηση του τουρκικού κράτους σε ένα μέρος της Μικράς Ασίας με κέντρο την Άγκυρα, ανταποκρινόταν στην εθνοτική πραγματικότητα της εποχής.
Ο ελληνικός διχασμός και ο ευρωπαϊκός κοντόφθαλμος στραβισμός θα επιτρέψουν την επέκταση των ορίων του τουρκικού κράτος πολύ πέραν των εθνοτικών ορίων του τουρκικού έθνους. Και ο Κεμάλ θα στηρίξει την οικοδόμηση του τουρκικού κράτους όχι βέβαια στην άρνηση της θρησκευτικής ταυτότητας αλλά αντίθετα στην επιβεβαίωσή της, στη θρησκευτική ομοιογένεια και ομοιογενοποίηση μέσω της εξόντωσης ή της εκδίωξης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών.
Εντούτοις, αυτή η μουσουλμανική ομοιογενοποίηση δεν μπόρεσε τελικώς να αποφύγει έναν νέο ιδρυτικό διχασμό εξαιτίας της εθνικής ανομοιογένειας, με την παρουσία των Κούρδων, και της θρησκευτικής ανομοιογένειας, με την παρουσία των Αλεβιτών μουσουλμάνων, που αντιπροσωπεύουν από κοινού το 30-35% του πληθυσμού. Και ο παραμικρός εκδημοκρατισμός θα συνέβαλλε στην ανάδυση αυτών των ταυτοτήτων, αναιρώντας την αποκλειστικά τουρκική και σουνιτική ταυτότητα του κράτους.
Η Τουρκία δεν μπορεί παρά να κυβερνάται αυταρχικά και ταυτοχρόνως να χρησιμοποιεί τη θρησκευτική ταυτότητα, το ισλάμ, ως συγκολλητική ουσία του εθνισμού της. Η διαθήκη του ιδρυτή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), του Αλπαρσλάν Τουρκές είναι ξεκάθαρη: «Το σώμα της πολιτικής μας είναι ο εθνικισμός και η ψυχή της το ισλάμ». Τοποθέτηση που εξηγεί την ακλόνητη, μέχρι σήμερα, συμμαχία μεταξύ του AKP και του MHP, μεταξύ του Ερντογάν και του διαδόχου του Τουρκές, Μπαχτσελί.
Το σαρίκι ως αρωγός του ξίφους
Και επειδή το ξίφος δεν είχε αποδειχτεί ικανό να εμποδίσει την ενίσχυση του κουρδικού στοιχείου, το οποίο μάλιστα εμφανίζει τη διπλάσια γεννητικότητα έναντι των τουρκογενών πληθυσμών, ενώ και οι αλεβιτικοί πληθυσμοί, περισσότερο φιλελεύθεροι θρησκευτικά, ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά, αναδείχθηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η ανάγκη μιας αλλαγής των προτεραιοτήτων: το σαρίκι θα έπρεπε να έλθει αρωγός του ξίφους.
Με το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν, το 1980, το «βαθύ κράτος» εγκαινιάζει τη μακρά πορεία της σουνιτικής επανισλαμοποίησης της κοινωνίας. Πολλαπλασιάζονται τα ισλαμικά σχολεία και ενισχύονται οι ισλαμικές αδελφότητες, όπως εκείνη του Φετουλάχ Γκιουλέν. Άλλωστε, αυτή η εσωτερική εξέλιξη θα πρέπει να ενταχθεί στο γενικότερο κλίμα της ενίσχυσης του ισλαμισμού σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1990 θα επιταχύνει δραματικά τις γεωπολιτικές εξελίξεις καθώς η Τουρκία αποκτά έναν ζωτικό χώρο για να ασκήσει την επιρροή της, αρχικώς, και τις επεκτατικές της βλέψεις στη συνέχεια στον τουρκόφωνο μουσουλμανικό χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης: οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις, ισλαμικές ακαδημίες και στρατιωτική βοήθεια θα ανοίξουν ήδη το πρώτο «παράθυρο» για τη νέα επεκτατική Τουρκία, του Παντουρκισμού που επιστρέφει.
Στη συνέχεια, η Δύση θα προσφέρει μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία στην Τουρκία προχωρώντας στην αποσύνθεση του Ιράκ αρχικώς και της Λιβύης εν συνεχεία, ενώ η κρίση στη Συρία θα ολοκληρώσει την αποδυνάμωση των αραβικών καθεστώτων και μάλιστα εκείνων που συνορεύουν με την Τουρκία. Πλέον θα έχει έλθει η ώρα του νεο-οθωμανισμού και του πανισλαμισμού.
Τελικώς, σε ολόκληρο τον ιστορικό περίγυρο της Τουρκίας του Ερντογάν, ανοίγεται ένα «κενό» το οποίο σπεύδει να καλύψει.
Άλλωστε, αυτή η στρατοκρατική και επιθετική στροφή προς τα έξω, θέλει να αποτελέσει και μια απάντηση στα εσωτερικά εμπόδια της τουρκοσουνιτικής ηγεμονίας. Η επίθεση στη Συρία και το Ιράκ –με τη συνεργασία του ISIS όταν χρειάστηκε– επιχειρεί να προλάβει την αφύπνιση του κουρδικού έθνους όχι μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στις νότιες συνοριακές της περιοχές. Και ναι μεν κατόρθωσε πρόσκαιρα να ελέγξει την κουρδική παρουσία στο εσωτερικό και να κερδίσει τις πρώτες μάχες εναντίων των Κούρδων με τη συνέργεια των Ρώσων και των Αμερικανών στη Συρία και το Ιράκ, αλλά ταυτόχρονα διεύρυνε το πεδίο της αντιπαράθεσης με το κουρδικό έθνος. Και προφανώς, τα 35 εκατομμύρια των Κούρδων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν πλέον όπως οι Αρμένιοι, οι Έλληνες της Ιωνίας ή οι Ελληνοκύπριοι στο παρελθόν.
Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο, με τη μία ή άλλη αφορμή, η επεκτατική πορεία συνεχίζεται μέχρι την κεντρική Ασία, τη Βόρεια Αφρική και την υποσαχάρια Αφρική. «Ποιος θα τον σταματήσει;… Για τον Ατατούρκ, το μέτρο ήταν η χώρα. Για τον Ερντογάν, ολόκληρος ο κόσμος» (Κολοζιμό) Ο Ερντογάν επιχειρεί να μεταβάλει την Τουρκία σε μια μεγάλη δύναμη δραστηριοποιούμενος σε τρία διαφορετικά επίπεδα, του τουρκισμού, του ισλάμ και του οθωμανισμού «προκειμένου να θεωρηθεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις στο πλανητικό παιχνίδι».
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θέτει κρίσιμα ερωτήματα στην Τουρκία, η στάση μετεωρισμού μεταξύ του δυτικού στρατοπέδου και του ευρασιατικού σταδιακά ενοχλεί το δυτικό στρατόπεδο. Η στάση της στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ έχει ως αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι φωνές στην δύση για έξοδο της από το ΝΑΤΟ. Το νέο κύμα τουρκικής επιθετικότητας κατά της Ελλάδας συνάντησε την, θέλοντας και μη, αντίδραση των ΗΠΑ-Γαλλίας-Γερμανίας, ενώ και η νέα επίθεση εναντίον των Κούρδων της Συρίας συναντά τις αντιδράσεις τόσο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όσο και του ρωσικού ΥΠΕΞ, μέσω της Ζαχάροβα.
Η Τουρκιά του Ερντογάν δείχνει έτοιμη για άλλη μια φορά να ξεπεράσει τα όρια, θα της επιτραπεί άλλη μια φορά να το πράξει για να την κρατήσουν και τα δύο παγκόσμια στρατόπεδα ικανοποιημένη ή έχει έρθει η στιγμή να της τεθούν ξεκάθαρα όρια;