Του Νίκου Μελέτη από το liberal.gr
Το μήνυμα ότι οι κυρώσεις και η «επιθετική» πολιτική της Δύσης δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει το «μέτωπο» Ρωσίας-Ιράν θέλησαν να στείλουν από την Τεχεράνη οι ηγέτες των δύο χωρών Πούτιν και Ράισι και συγχρόνως να δείξουν ότι υπάρχουν και πρόθυμοι να συνεργαστούν μαζί τους από το δυτικό στρατόπεδο, φιλοξενώντας για συνομιλίες και τον πρόεδρο Ερντογάν.
Ο πρόεδρος Πούτιν στο πρώτο ταξίδι του εκτός χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης από τις 24 Φεβρουαρίου όταν ξεκίνησε η επίθεση στην Ουκρανία, θέλησε όχι μόνο να ενισχύσει τη συμμαχία με το Ιράν και τη στενή σχέση με την Τουρκία, αλλά να προβάλει τη δυνατότητα της Μόσχας την ώρα που είναι σε πλήρη εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία, να στρέφει το στρατηγικό ενδιαφέρον της προς την Ανατολή και τον Νότο.
Και αυτό λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την περιοδεία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν σε Ισραήλ -Σαουδική Αραβία, μια περιοδεία η οποία είχε πρώτο στόχο την επαναβεβαίωση της δέσμευσης των ΗΠΑ για την ασφάλεια της περιοχής, την ενεργό συμμετοχή των χωρών του Κόλπου στην αντιμετώπιση της ενεργειακής ασφυξίας της Ευρώπης που επιχειρεί η Μόσχα και στην αντιμετώπιση της απειλής του Ιράν.
Πούτιν και Ράισι επιδιώκουν να στείλουν το μήνυμα ότι κάθε άλλο παρά οδηγεί στην απομόνωση τους η πολιτική κυρώσεων της Δύσης, αλλά αντίθετα ενισχύεται ένα μέτωπο το οποίο περιλαμβάνει και την Κίνα, καθώς η Τεχεράνη εξέφρασε ήδη το ενδιαφέρον για να ενταχθεί στο SCO (Shanghai Cooperation Organization).
Οι δύο χώρες σχεδιάζουν επίσης τη συνεργασία στον ενεργειακό τομέα, όπου αν και θεωρητικά είναι ανταγωνιστικές, μπορούν υπό τις συνθήκες των διεθνών κυρώσεων να βρουν κοινό βηματισμό, ώστε να περιοριστούν οι εναλλακτικές που αναζητεί αυτή τη στιγμή η Ευρώπη για νέες πηγές ενέργειας.
Δεν έχει γίνει γνωστό εάν στο πλαίσιο της στρατιωτικής συνεργασίας Ρωσίας – Τεχεράνης θα εξεταστεί και η προμήθεια ιρανικών drones που θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά τις επιθετικές κινήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Για την Τεχεράνη σε μια περίοδο που ενώ οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αμφιταλαντεύονται για την επανάληψη των συνομιλιών για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, η συμμαχία με τη Ρωσία αποτελεί σημαντικό «όπλο» απέναντι σε δυνάμεις όπως το Ισραήλ που έχουν δηλώσει ότι αν δεν υπάρξει «καλή» συμφωνία τότε θα αναλάβει το ίδιο δράση για να αποτρέψει την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου από το Ιράν.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έφτασε στην Τεχεράνη με δύο μεγάλους στόχους: να εξασφαλίσει αν όχι συναίνεση τουλάχιστον ανοχή για τη νέα εισβολή στη Βόρεια Συρία την οποία ο ίδιος έχει προαναγγείλει και επίσης να αποσπάσει από τον Ρώσο πρόεδρο το πράσινο φως για μια Συμφωνία εξαγωγής σιτηρών από την Ουκρανία.
Στο θέμα της Συρίας ο Ερντογάν εισέπραξε ένα βροντερό «όχι» από τον πνευματικό ηγέτη του Ιράν Χαμενεΐ, που στήριξε την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και προειδοποίησε ότι κάθε στρατιωτική παρέμβαση θα ενδυναμώσει την τρομοκρατία. Το Ιράν στηρίζει το καθεστώς Άσαντ και δηλώνει κάθε ξένη παρέμβαση θα οδηγήσει σε αποδυνάμωση του και θα περιορίσει την επιρροή του Ιράν, σε ολόκληρη την περιοχή, στα σύνορα με το Ισραήλ.
Και η Ρωσία έχει ταχθεί εναντίον της τουρκικής επέμβασης στη Βόρεια Συρία και αυτή η θέση δεν έχει αλλάξει. Έτσι ο Τ. Ερντογάν που ματαίως επιχειρούσε χθες με τις δηλώσεις του να εμφανίσει ότι Ιράν και Μόσχα συμμερίζονται την τουρκική αντίληψη περί τρομοκρατίας ώστε να νομιμοποιήσει τις επιθέσεις του εναντίον των Κούρδων της Συρίας του YPG και των οπαδών του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι πλέον και οι δύο αυτές οργανώσεις είναι πλέον «τρομοκρατικές» και με τη σφραγίδα του ΝΑΤΟ, ερμηνεύοντας αυθαίρετα φυσικά την αναφορά στις δύο οργανώσεις στο Μνημόνιο που υπέγραψε με τη Σουηδία και τη Φινλανδία.
Ο Τούρκος ηγέτης φανερά εκνευρισμένος σε δηλώσεις του χθες το βράδυ επέκρινε Ρωσία και Ιράν ότι περιορίζονται σε κατανόηση των ανησυχιών της Τουρκίας από την τρομοκρατία, αλλά αυτό δεν αρκεί, προσθέτοντας ότι η Τουρκία θα «συνεχίσει τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας χωρίς να υπολογίσει ποιος υποστηρίζει αυτόν τον αγώνα ή όχι..».
Ο Τ. Ερντογάν που έφτασε στην Τεχεράνη έχοντας δώσει «διαπιστευτήρια» στους νέους συμμάχους του και κυρίως προς τον πρόεδρο Πούτιν, δηλώνοντάς ότι θα μπλοκάρει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ εάν δεν συμμορφωθούν αμέσως η Σουηδία και Φιλανδία με αυτό που θεωρεί ο ίδιος ως υποχρεώσεις τους βάσει του Μνημονίου με την έκδοση στην Τουρκία Τούρκων αντικαθεστωτικών.
Όμως το μεγάλο στοίχημα του Τ. Ερντογάν είναι να εξασφαλίσει από τον πρόεδρο Πούτιν τη συγκατάθεση για να προσχωρήσουν οι συνομιλίες για την εξαγωγή των ουκρανικών σιτηρών, θέμα το οποίο έχει πάρει «πάνω» του και είναι αυτό που πουλάει στη διεθνή κοινότητα και στη Δύση, ελπίζοντας ότι έτσι και θα αποκομίσει οφέλη η Τουρκία αλλά κυρίως θα «ξεπλύνει» και θα νομιμοποιήσει τη μέχρι τώρα στάση της στο Ουρκανικό, με τη διατήρηση προνομιακών σχέσεων με τη Ρωσία.
Ο Β. Πούτιν έσπευσε να δώσει «συγχαρητήρια» στον Τ. Ερντογάν για τη «μεσολάβηση» του και για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί αν και όπως είπε παραμένουν ακόμη ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν.
Αυτή την «πρόοδο» στο θέμα της εξαγωγής των σιτηρών ελπίζει να εκμεταλλευτεί ο Τ. Ερντογάν στα παζάρια του τόσο με την ΕΕ αλλά κυρίως με την Ουάσιγκτον όπου η σχέση του με τον πρόεδρο Πούτιν αλλά και η σύμπλευση με τη Ρωσία αποτελούν βασικό στοιχείο της καχυποψίας του Κογκρέσου έναντι της Τουρκίας και διευκολύνουν την κινητοποίηση του ελληνικού Λόμπι για μπλοκάρισμα των αποφάσεων για πώληση των F16 στην Τουρκία.
Το μεγάλο ερώτημα βεβαίως είναι αν αυτή η δήλωση Πούτιν περί «προόδου στο θέμα των σιτηρών» είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την εικόνα που όλη η Δύση είδε χθες. Τον ηγέτη μιας υποτιθέμενης συμμάχου χώρας να συνδιαλέγεται και να συζητά για τη στρατηγική συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν, τις δύο χώρες που είναι στην κορυφή της λίστας των στρατηγικών αντιπάλων της Δύσης.
Μια εικόνα των ηγετών τριών χωρών που εκτός της παραβατικής επεκτατικής ή και αναθεωρητικής πολιτικής τους, τους συνδέει κάτι ακόμη: O αυταρχισμός και οι αντιδημοκρατικές πρακτικές στο εσωτερικό. Μια εικόνα που θυμίζει έναν πραγματικό άξονα του κακού.