Ο Μπιν Σαλμάν, η Ουκρανία, τα γεωπολιτικά στρατόπεδα και οι ευκαιρίες για την Ελλάδα
του Γιώργου Καραμπελιά
Η πρόσφατη επίσκεψη του Σαουδάραβα διαδόχου Μπιν Σαλμάν στην Ελλάδα έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Πρώτον να θυμίσουμε ότι πριν ένα μήνα επισκέφτηκε την Τουρκία και εκείνη η επίσκεψη θεωρήθηκε ότι αναθερμαίνει τις τουρκο-σαουδαραβικές σχέσεις. Η επίσκεψή του στην Αθήνα δίνει απάντηση στην Τουρκία, και την επιθετικότητα που διαρκώς αναβαθμίζει έναντι της Ελλάδας, ότι η Σαουδική Αραβία θα κινηθεί βάσει των συμφερόντων της και δεν πρόκειται να συμπράξει με την Τουρκία, παρά τη χαλάρωση του τεταμένου κλίματος στις σχέσεις τους.
Δεύτερον το μεγάλο ζήτημα της Μέσης Ανατολής είναι το Ιράν, το οποίο οδηγεί σε προσέγγιση τη Σαουδική Αραβία και τις υπόλοιπες χώρες του Κόλπου με το Ισραήλ. Μετά την τριμερή Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας, που συνέπεσε μάλλον ηθελημένα με την επίσκεψη Μπάιντεν σε Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, διαμορφώνονται πια καθαρά δύο αντίπαλα στρατόπεδα, που στο παρελθόν ήταν πολύ πιο ασαφή. Για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία διατηρούσε καλές σχέσεις με την Τουρκία και αρκετά καλές με τη Ρωσία, αυτό πια τελείωσε.
Ο Μπιν Σαλμάν με την επίσκεψή του θέλησε να επιβεβαιώσει τις οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα με χαρακτηριστική τη δήλωση «δεν ήρθα με άδεια χέρια». Είναι σημαντικό το έργο διασύνδεσης (το μεγάλο καλώδιο δεδομένων που η υλοποίηση του θα ξεκινήσει το φθινόπωρο), αλλά και η συνεργασία που συντελείται ήδη στην μεταφορά υγροποιημένου αερίου από τη Σαουδική Αραβία, αλλά μελλοντικά και ο Ιστ Μεντ θα επανέλθει στη συζήτηση.
Η προσέγγιση με τον αραβικό κόσμο μάς ανοίγει ένα παράθυρο. Οι σταθερές συμμαχίες της χώρας στην Ευρώπη, κυρίως η Γαλλία, αποκτούν και έναν δεύτερο πυλώνα, αυτόν με τον αραβικό κόσμο. Μας συνδέουν άλλωστε πολλά πράγματα και από την πρόσφατη ιστορία: ο αραβικός κόσμος απέκτησε την ανεξαρτησία του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη συνθήκη των Σεβρών και της Λωζάνης. Παρότι με την Τουρκία τούς συνδέει η κοινή θρησκεία, βλέπουμε ότι οι αραβικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να περιορίσουν τα εξτρεμιστικά στοιχεία του ισλαμισμού που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη και τη Δύση.
Την καθοδήγηση αυτών των ομάδων έχει αναλάβει πια η Τουρκία. Όπως είναι γνωστό η ταύτιση πολιτικής και θρησκείας, αποτελεί διαχρονικά το σημαντικότερο πρόβλημα των μουσουλμανικών κοινωνιών. Και καθώς ο Ερντογάν την έχει μετατρέψει σε επίσημο δόγμα καθώς ο ίδιος θέλει να γίνει ο χαλίφης του μουσουλμανικού κόσμου, προκαλεί τα αντίθετα αποτελέσματα στον αραβικό κόσμο. Οι ηγέτες του, παρότι άλλοτε σκληροί ισλαμιστές, αναγκάζονται να αποστασιοποιηθούν από αυτή την λογική. Είναι υποχρεωμένα να προβάλλουν περισσότερο την αραβική τους ταυτότητα και μια ειρηνευμένη κατά το δυνατόν μουσουλμανική ταυτότητα σε αντιπαράθεση με το κατακτητικό ισλάμ που φιλοδοξεί να εκφράσει ο Ερντογάν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ISIS αρχικά χρηματοδοτούνταν και από Σαουδάραβες και Τούρκους, αλλά σταδιακά παρέμειναν κοντά του μόνο οι Τούρκοι, όπως συμβαίνει και στη Συρία όπου ακόμα συνεργάζονται.
Για την Ελλάδα είναι καθοριστικής σημασίας να αναπτύξει σχέσεις με ένα πιο ήπιο και αντιτουρκικό ισλάμ, μια προοπτική που μας προσφέρει κάποιες δυνατότητες αντιμετώπισης του τουρκικού ισλάμ. Για την Ελλάδα είναι κρίσιμο να εμπλέξουμε τους Άραβες και στο θέμα των ελληνικών υδρογονανθράκων και να μην περιοριστούν σε επενδύσεις στον τουρισμό και το ρίαλ εστέιτ, και γενικότερα να επιδιώξουμε μια βαθύτερη συμμαχία.
Με το ζήτημα του Ιράν, και του πυρηνικού του προγράμματος να λαμβάνει νέα τροπή μετά την ενίσχυση του άξονα Μόσχα-Τεχεράνη-Πεκίνο, με τις σχέσεις του Ισραήλ με τη Ρωσία –η οποία θα μπορούσε να συγκρατήσει το Ιράν–, να έχουν διαταραχθεί, δεν πρέπει να αποκλείουμε ένα θερμό επεισόδιο στη Μέση Ανατολή, που θα γενικεύσει την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Μια αποσταθεροποίηση που αποτελεί πρόκληση για την Τουρκία μετά και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, να δοκιμάσει να επιτεθεί σε Ελλάδα και Κύπρο.
Σε ένα τέτοιο ρευστό περιβάλλον η Ελλάδα πρέπει να αναζητά εμβάθυνση συμμαχιών όχι μόνο με τους δυτικούς εταίρους, αλλά και με όλους εκείνους που έχουν έμπρακτο συμφέρον: Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ισραήλ, Αίγυπτο, Κούρδους κ.λπ.
Παράλληλα οφείλουμε να ξαναδούμε και την πολιτική μας στα Βαλκάνια, γιατί εάν είχε προχωρήσει η συνεργασία με τις βαλκανικές χώρες τις προηγούμενες δεκαετίες, θα είχε δημιουργηθεί ένα μέτωπο ικανό να ανασχέσει την Τουρκία. Το γεγονός ότι ξεπάγωσαν οι σχέσεις με τη Βουλγαρία το τελευταίο διάστημα είναι θετικό, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη εμβάθυνση με τη Ρουμανία, τη Σερβία κ.λπ.
Στη γεωπολιτική θέση που βρίσκεται η χώρα και με την κατάσταση που έχει περιέλθει (οικονομία, δημογραφικό κ.λπ.) δεν αρκεί να έχουμε στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία, αλλά απαιτούνται στρατηγικές συμμαχίες και οικονομικές συμπράξεις με όλες τις χώρες της περιοχής (Βαλκάνια και Αραβικό κόσμο) για να έχουμε πιθανότητες να αντιμετωπίσουμε μεσο-μακροπρόθεσμα την τουρκική επιβουλή.
Άλλωστε, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ευρώπη μετά την πανδημία και την ρωσική εισβολή, οι τριγμοί που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες σε πολιτικό πεδίο (παραίτηση Ντράγκι, πτώση Τζόνσον, στραπατσάρισμα Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές κ.λπ.), αποτέλεσμα της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης που βιώνουν και θα βιώσουν, η θέση της Ελλάδας ενδέχεται να αναβαθμιστεί.
Η Ελλάδα, παραδόξως, λόγω του στρεβλού οικονομικού της μοντέλου (μικρή βιομηχανική βάση, μεγάλη σημασία του τουρισμού κ.λπ.) σε αυτήν τη συγκυρία θα πληγεί λιγότερο από τις βιομηχανικές χώρες, η ύφεση σε εμάς θα είναι μικρότερη. Επίσης, σε αντίθεση με ό,τι γινόταν την προηγούμενη δεκαετία, έχουμε πια μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα και ένα θετικότερο πρόσωπο στην Ευρώπη· διαμορφώνονται δηλαδή ευνοϊκοί όροι για να πάρουμε πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με τη Γαλλία και τις άλλες χώρες της Μεσογείου. Να ξεφύγουμε από τη θέση του ελάσσονος εταίρου, του λίγο πολύ παρείσακτου παρασίτου που είχαμε τις προηγούμενες δεκαετίες, γιατί το κέντρο βάρος στη γεωπολιτική και οικονομική σκακιέρα μετατοπίζεται στην Ανατολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο.
Όσο για το ουκρανικό μέτωπο, μετά από πέντε μήνες εχθροπραξιών, οι ρωσικές δυνάμεις προελαύνουν τόσο αργά ώστε μάλλον έχουν τελματώσει και τους είναι αδύνατο να υπερκεράσουν την ουκρανική αντίσταση, μάλιστα στον νότο εξελίσσεται μια αντεπίθεση για την απελευθέρωση του νότιου τμήματος της χώρας. Αν η Ουκρανία τους επόμενους μήνες ανακαταλάβει τη Χερσώνα, δηλαδή αν καταφέρει να διατηρήσει το άνοιγμά της στη Μαύρη Θάλασσα, τότε αργά ή γρήγορα η Ρωσία θα αναγκαστεί να ζητήσει διαπραγματεύσεις. Η ρωσική οικονομία, παρά τις ειδήσεις που διακινούνται περί κολοσσιαίων πλεονασμάτων της, υποφέρει. Μια σειρά από κρίσιμους τομείς της οικονομίας της βιώνει δραματικές καταστάσεις, σύμφωνα με τη Rosstat, τον Μάιο του 2022, η παραγωγή αυτοκινήτων στη Ρωσία κατέρρευσε κατά 97%, των λεωφορείων κατά 77%, των μηχανών ντίζελ κατά 63%, του γυαλιού κατά 61%, των πλυντηρίων ρούχων κατά 59%, των ψυγείων κατά 58%, των εμπορευματικών αμαξοστοιχιών κατά 52%, των ηλεκτρικών κινητήρων κατά 50%. Η ρωσική οικονομία εισπράττει από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά οι κυρώσεις της Δύσης έχουν παγώσει πια την βιομηχανία της. Ενώ και το σχέδιο να συνδεθεί οικονομικά με την Ευρασία και τις χώρες του BRICS απαιτεί πολύ χρόνο και κολοσσιαία κεφάλαια που δεν διαθέτει. Η Ρωσία λοιπόν τους επόμενους μήνες θα αναγκαστεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, φυσικά αυτό το διάστημα για τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως αυτές, όπως η Γερμανία, που είχαν προσδεθεί μαζί της, θα υποφέρουν. Και αν η Ρωσία χάσει, το παιγνίδι το χάνει και ο Ερντογάν.
Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να κοιτάξει ψηλότερα, να λάβει πολιτικές πρωτοβουλίες και να αλλάξει επίπεδο. Εξάλλου δεν έχουμε άλλη διέξοδο. Ή ψηλότερα ή στον πυθμένα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ρήξη (φ. 179), Ιούλιος 2022