Του Έντι Ζεμενίδη, εκτελεστικού διευθυντή του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής, 13 Νοεμβρίου 2022
Οι μετεκλογικές αναλύσεις περιγράφουν σχεδόν πάντα αυτό που μόλις έγινε ως «ιστορικές» εκλογές. Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 θα μείνουν στην Ιστορία ως εκλογές που «αψήφησαν την Ιστορία». Προβλεπόταν ένα «κόκκινο κύμα» – και δικαίως. Από τη δεκαετία του 1930, το κόμμα ενός προέδρου με ποσοστό αποδοχής κάτω του 50% υφίσταται απώλειες. Το ποσοστό αποδοχής του προέδρου Μπάιντεν είναι χαμηλό, μόλις 40%, ο πληθωρισμός είναι υψηλός και στις 22 ενδιάμεσες εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί από το 1934 έως το 2018 το κόμμα του προέδρου χάνει κατά μέσον όρο 28 έδρες στη Βουλή και τέσσερις έδρες στη Γερουσία.
Eχει δοθεί τόση έμφαση στην αποτυχία υλοποίησης του προβλεφθέντος «κόκκινου κύματος», με αποτέλεσμα να διαφεύγει την προσοχή το γεγονός ότι αυτές οι εκλογές ήταν μια ξεκάθαρη νίκη των Δημοκρατικών. Οχι μόνο αψήφησαν την Ιστορία όσον αφορά τα αποτελέσματα στο Κογκρέσο, αλλά οι Δημοκρατικοί σημείωσαν σημαντικές νίκες στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα και στις περιφέρειες διακυβέρνησης σε ολόκληρη τη χώρα.
Η ελληνοαμερικανική κοινότητα και τα ελληνικά συμφέροντα ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022. Οι Ελληνοαμερικανοί μέλη του Κογκρέσου που ήταν υποψήφιοι –Γκας Μπιλιράκης, Τζον Σαρμπάνης, Ντίνα Τάιτους, Κρις Πάππας, Νικόλ Μαλλιωτάκη– επανεξελέγησαν όλοι. Ο σημαντικότερος φιλέλληνας που ήταν υποψήφιος για επανεκλογή στη Γερουσία –ο Κρις Βαν Χόλεν– πέτυχε μια εύκολη νίκη. Και ο επόμενος μεγάλος φιλέλληνας της αμερικανικής πολιτικής –ο Ρόμπερτ Μενέντεζ Τζούνιορ– εξασφάλισε καθοριστική νίκη και θα είναι μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων από τον Ιανουάριο.
Μιλώντας για τον Μενέντεζ, ενώ η σύνθεση της Γερουσίας μπορεί να μην έχει κριθεί οριστικά, φαίνεται πιθανό ότι οι Δημοκρατικοί θα διατηρήσουν τον έλεγχό της και ο γερουσιαστής Μενέντεζ θα παραμείνει πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων. Ακόμη και ως επικεφαλής της μειοψηφίας θα διέθετε σημαντική εξουσία –συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος άσκησης βέτο επί των ξένων στρατιωτικών πωλήσεων– αλλά ως πρόεδρος η ικανότητά του να καθορίζει την ατζέντα και να επηρεάζει την κυβέρνηση είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Αυτές οι νίκες ενισχύθηκαν από τις απώλειες που υπέστη ο Ερντογάν – ο οποίος προσδοκούσε ένα κόκκινο κύμα από τότε που δήλωνε ότι οι συζητήσεις του με τους «Ρεπουμπλικανούς» για τις πωλήσεις F-16 ήταν θετικές. Η πολύκροτη ήττα του δρος Οζ στην κούρσα για τη Γερουσία της Πενσιλβάνια ήταν ιδιαίτερα σημαντική, επειδή οι δεσμοί του με το καθεστώς Ερντογάν και η άρνησή του να επικρίνει τον τελευταίο ή να αποσαφηνίσει τη θέση του σε βασικά θέματα εξωτερικής πολιτικής έπληξαν την εκστρατεία του. Και αυτή η ήττα ήταν μόνο η αρχή μιας κακής βραδιάς για τον Ερντογάν. Οι επικεφαλής των νομοθετικών προσπαθειών για τον περιορισμό των πωλήσεων F-16 στην Τουρκία επανεξελέγησαν όλοι το βράδυ της Τρίτης. Ενας από τους συμπροεδρεύοντες της τουρκικής κοινοβουλευτικής ομάδας υπέστη συντριπτική ήττα – και ήταν ο μόνος Ρεπουμπλικανός στο Οχάιο που έχασε την έδρα του.
Οι υπέρμαχοι των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Ελλάδας και ΗΠΑ – Κύπρου πηγαίνουν στο επόμενο Κογκρέσο με ούριο άνεμο. Με αποχωρήσεις, ήττες και αναμενόμενες συνταξιοδοτήσεις, τα ελληνοαμερικανικά μέλη του Κογκρέσου θα προχωρήσουν στην ιεραρχία. Ο Γκας Μπιλιράκης και ο Τζον Σαρμπάνης βρίσκονται ήδη στα 100 πρώτα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων από άποψη παλαιότητας, και αμφότεροι θα ανέβουν αρκετές θέσεις. Η ικανότητά τους –καθώς και η ικανότητα των Τάιτους, Πάππας και Μαλλιωτάκη– να εξασφαλίσουν θέσεις-κλειδιά σε επιτροπές, να εκπαιδεύσουν νέα μέλη και να επηρεάσουν την ηγεσία του κόμματός τους είναι σημαντική.
Κάποια πράγματα στα οποία πρέπει να δοθεί προσοχή τα επόμενα δύο χρόνια:
Μυστήριο σχετικά με το ποιος μπορεί να γίνει πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων: η απροσδόκητα κακή πορεία των εκστρατειών των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο έχει εγείρει αμφιβολίες για το αν ο Κέβιν Μακάρθι μπορεί να εξασφαλίσει αρκετές ψήφους για να πάρει την προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων από τη Νάνσι Πελόζι. Ο εκπρόσωπος Στιβ Σκαλίσι από τη Λουιζιάνα –ο σημερινός επικεφαλής της μειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων– έχει συζητηθεί ευρέως ως εναλλακτική λύση. Ο Σκαλίσι υποστήριξε την τροπολογία για τον περιορισμό των πωλήσεων F-16 στην Τουρκία. Φαίνεται να έχει άριστες σχέσεις με τους αντιπροσώπους Μπιλιράκη και Μαλλιωτάκη και έχει βασικές εκλογικές σχέσεις με τους Ελληνοαμερικανούς στη Λουιζιάνα.
Διευρυμένοι ρόλοι για ορισμένα μέλη της Βουλής: με την αποχώρηση των Τεντ Ντόιτς και Κάρολιν Μαλόνι από το Κογκρέσο αδειάζουν οι θέσεις των Δημοκρατικών προέδρων δύο κοινοβουλευτικών ομάδων, εκείνης του Κογκρέσου για την Ελληνοϊσραηλινή Συμμαχία και της ελληνικής κοινοβουλευτικής ομάδας του Κογκρέσου. Φαίνεται ότι ο Ντέιβιντ Σίσιλιν θα πάρει τη θέση του Ντόιτς τόσο στην κοινοβουλευτική ομάδα όσο και ως πρόεδρος της υποεπιτροπής Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, ενώ οι βουλευτές Φρανκ Παλόουν και Κρις Πάππας ενδέχεται να αποτελέσουν μέρος μιας διευρυμένης ηγεσίας της ελληνικής κοινοβουλευτικής ομάδας. Ολοι αυτοί οι αντιπρόσωποι έχουν δραστηριοποιηθεί σε ελληνικά θέματα, αλλά έχουν την ευκαιρία να αναλάβουν ακόμη μεγαλύτερο ηγετικό ρόλο.
Οι Ελληνοαμερικανοί μέλη του Κογκρέσου που ήταν υποψήφιοι –Γκας Μπιλιράκης, Τζον Σαρμπάνης, Ντίνα Τάιτους, Κρις Πάππας, Νικόλ Μαλλιωτάκη– επανεξελέγησαν όλοι.
Πιθανές προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών: παρόλο που ο πρόεδρος Μπάιντεν εκδήλωσε ενδιαφέρον για να είναι υποψήφιος για επανεκλογή, αυτό είναι περισσότερο απίθανο παρά πιθανό. Ετσι, εάν κάποια στιγμή το 2023 ξεκινήσει μια ευρεία προκριματική διαδικασία των Δημοκρατικών, η υποστήριξη του Κρις Πάππας και της Ντίνα Τάιτους στις πρώτες προκριματικές πολιτείες του Νιου Χαμσάιρ και της Νεβάδας ή των εκλεγμένων αξιωματούχων σε πολιτειακό επίπεδο –της υποκυβερνήτη της Καλιφόρνιας Ελένης Κουναλάκη και του νεοεκλεγέντος υπουργού Εξωτερικών του Ιλινόι Αλέξη Γιαννούλια– θα είναι ιδιαίτερα περιζήτητη.
Βραχυπρόθεσμα, οι εκλογές της περασμένης Τρίτης θα διατηρήσουν τις θετικές τάσεις στη σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας. Αλλά οι μακροπρόθεσμες συνέπειες μπορεί να είναι ακόμη πιο θετικές και πιο σημαντικές.