του Γεράσιμου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Όταν το Νοέμβριο του 2002, αλλά και τον Ιούλιο του 2007, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κέρδιζε τις εκλογές στην Τουρκία και κατόρθωνε να σχηματίσει, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μονοκομματική κυβέρνηση, πολλοί ήταν οι παράγοντες σε Ελλάδα και Κύπρο που έβλεπαν στο πρόσωπο του αρχηγού του ΑΚΡ, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον επί σειρά ετών αναμενόμενο «εκσυγχρονιστή», «φιλελεύθερο», «δημοκράτη» συνομιλητή. Δύσκολα όμως οι «πεφωτισμένοι» αυτοί παράγοντες θα μπορούσαν να μας εξηγήσουν πειστικά τόσο τον προβληματισμό, που εκφράζουν έντονα τον τελευταίο καιρό1, όσο και τον ρόλο του επί σειρά δεκαετιών συμβούλου του Τούρκου πρωθυπουργού, καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, γνωστού για τις αδιαπραγμάτευτες, «νεο-οθωμανικές», ιμπεριαλιστικές αξίες και ιδέες που υπερασπίζεται και προωθεί.
Σύμφωνα με τον κ. Νταβούτογλου, η Τουρκία φέρει στους ώμους της έναν τεράστιο αριθμό δικαιωμάτων στις περιοχές της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου, εξαιτίας του ιστορικού και γεωγραφικού βάθους της (Οθωμανική Αυτοκρατορία). Κατά την εκτίμησή του, η εξωτερική πολιτική των κεμαλικών δυνάμεων ήταν και συνεχίζει να είναι ηττοπαθής, αδύναμη και εθνικά μειωτική, καθώς απορρίπτει την αυτοκρατορική αίγλη και επιρροή του παρελθόντος και καταδικάζει το τουρκικό κράτος σε ρόλο κομπάρσου, δηλαδή αυτού της εκτέλεσης των εκάστοτε επιθυμιών των δυτικών κρατών. Η Τουρκία, κατά τον Νταβούτογλου, οφείλει να εκμεταλευτεί στο έπαρκο την ύπαρξη των μουσουλμανικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια και τονίζει μάλιστα ότι το παράδειγμα της εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, για την προάσπιση των δικαιωμάτων της τουρκο-κυπριακής μειονότητας, θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο για παρόμοιες συμπεριφορές στο μέλλον2.
Θα ήταν άδικο όμως ν’αποδώσουμε την εμφάνιση του νεο-οθωμανισμού, ως σχολή σκέψης, στην τουρκική πολιτική σκηνή και εξωτερική πολιτική στον Καθηγητή Νταβούτογλου και να παραλείψουμε τη σημασία της κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο πρώην Πρόεδρος και Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ. Ο Οζάλ ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα της τουρκικής πολιτικής σκηνής με πολλαπλές ιδιότητες. Ήταν θρησκευόμενος μουσουλμάνος (υποψήφιος με το ισλαμικό κόμμα της Εθνικής Σωτηρίας στη δεκαετία του 1970), διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με διάφορες θρησκευτικές ομάδες (ιδιαίτερα τους Νακσιμπεντή) και ταυτόχρονα ήταν αγαπητός στους στρατιωτικούς κύκλους (την περίοδο 1979-1987). Δεν είναι κρυφό μυστικό ότι ο Οζάλ ήταν το μόνο πολιτικό πρόσωπο της κυβέρνησης της στρατιωτικής χούντας του Στρατηγού Κενάν Εβρέν (1980-82), ούτε ότι οι στρατιωτικοί τον βοήθησαν να εκλεγεί πρωθυπουργός το 1983, μέσω της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων σε ηγέτες της προ-χούντας περιόδου (Ντεμιρέλ, Ετζεβίτ, Τουρκές, Ερμπακάν). Ταυτόχρονα, ο Οζάλ διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με όλες τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις της χώρας, τους διεθνείς οργανισμούς (είχε διατελέσει σύμβουλος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση. Ο Οζάλ ήταν ο θρησκευόμενος, συντηρητικός αλλά και φιλελεύθερος πολιτικός, επαναστάτης επιχειρηματίας αλλά και αποτελεσματικός γραφειοκράτης, που πίστευε ότι το μεγαλείο της χώρας του βρίσκεται στο ένδοξο παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι στο παθητικό προφίλ της άρχουσας κεμαλικής νομενκλατούρας.
Η ανάπτυξη της ισλαμικής συνείδησης στη μεταπολεμική Τουρκία δεν αποτελούσε κατά τον Οζάλ μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτημα στην προσπάθειά της για είσοδο στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το τουρκικό Ισλάμ διέφερε πολύ από το αραβικό και ιρανικό Ισλάμ, από το γεγονός ότι ήταν πιο μετριοπαθές και φιλελεύθερο και, για τον λόγο αυτό, το μοναδικό που θα μπορούσε να προσφέρει πραγματική ειρήνη και φιλία μεταξύ μουσουλμάνων και αλλοθρήσκων (Ευρωπαίων) και να επιτρέψει την εγκατάσταση και λειτουργία της δημοκρατίας και των αξιών της στα ισλαμικά κράτη. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ο Οζάλ πίστευε ότι η χώρα όφειλε να γίνει δεκτή ως έχει από τους Ευρωπαίους εταίρους και να βελτιωθεί σε θεσμούς ως πλήρες μέλος. Δεν είχε καμία αμφιβολία για την ευρωπαϊκή καταγωγή των Τούρκων και δήλωνε ότι, ακόμη και ως μεγάλος ασθενής, η Οθωμανική Αυτικρατορία ήταν γνωστή ως ευρωπαϊκή και όχι ασιατική ή αφρικανική δύναμη.
Έχοντας αφιερώσει αρκετό χρόνο από τη ζωή του για σπουδές και εργασία στις ΗΠΑ, ο Οζάλ πίστευε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ΗΠΑ είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, και οι δύο αυτοκρατορίες προσέφεραν προστασία στις διαφορετικούς λαούς, κουλτούρες και ταυτότητες που ζούσαν υπό την πολιτική τους εξουσία και επέτρεπαν στους κατοίκους τους να ασκήσουν ελεύθερα τις προτιμήσεις τους σε θέματα θρησκείας, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας κ.λπ. Η παραδοσιακή αντίληψη των Κεμαλιστών περί ενός έθνους-κράτους χρειαζόταν κατά τον Οζάλ γενναία αναθεώρηση, καθώς όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν στην ιστορική αλήθεια αλλά δημιουργούσε εστίες αντίστασης και κοινωνικο-πολιτικού εγκλωβισμού, από τις οποίες τόσο η κοινωνία όσο και η οικονομία της χώρας όφειλε ν’απαλλαγεί το συντομότερο δυνατό. Η ύπαρξη μιας νέας εθνικής ταυτότητας η οποία, όπως και η Οθωμανική, θα κάλυπτε τις ανάγκες έκφρασης τόσο των μειονοτικών ομάδων εντός της χώρας (Κούρδους, Λαζούς, Άραβες, Βόσνιους, Τσετσένους, Γεωργιανούς, Αζέρους, Πομάκους, Αλβανούς) όσο και εκτός αυτής (Ιράκ, Ιράν, Ρωσία, Κίνα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα, Αλβανία), θα επέτρεπε στην Τουρκία να διεκδικήσει μια θέση μεταξύ των ισχυρών της Γης, όπως επέβαλλε η ιστορία της3.
Κατά τον Οζάλ, η κεμαλική πολιτική παράδοση και εξωτερική πολιτική δεν θα επέτρεπαν ποτέ την ανάδειξη αυτής της αυτοκρατορικής παράδοσης. Η ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας εξασφαλίζεται μέσω της αναγνώρισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των διαφόρων λαών και την πιθανή δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους, στα πρότυπα των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η εσωτερική ελευθερία και ασφάλεια θα έδινε τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να προασπίσει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των τουρκικών μειονοτήτων εκτός των συνόρων. Για τον λόγο αυτό υποστήριζε ο Οζάλ ότι η Τουρκία όφειλε ν’ αντιδράσει δυναμικά στις περιπτώσεις που η Βαγδάτη δεν ικανοποιεί ή παραβιάζει τα αιτήματα των Τουρκομάνων αλλά και Κούρδων πολιτών της (οι τελευταίοι ήταν προστατεύομενο μέλος της Άγκυρας λόγω της συγγένειάς τους με του Κούρδους της Τουρκίας). Το ίδιο όφειλε να συμβεί και σε εκδήλωση παρόμοιων περιστατικών στην περιοχή των Βαλκανίων (π.χ. εκδίωξη τουρκικής μειονότητας από Βουλγαρία).
Όμως, ούτε ο Οζάλ ήταν ο πραγματικός πνευματικός πατέρας του νεο-οθωμανισμού. Οι πνευματικοί πατέρες της κίνησης αυτής βρίσκονται στην περίοδο των αρχών του εικοστού αιώνα, όταν ο προβληματισμός των διανοουμένων της εποχής για την εξελικτική πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ιδιαίτερα έντονος. Ο Ζίγια Γκιοκάλπ, ένας εκ των επιφανέστερων, υποστήριzε ότι, ενώ ο πολιτισμός είναι διεθνής, η κουλτούρα είναι εθνική και, ακολουθώντας το ιαπωνικό μοντέλο, η χώρα όφειλε να δανειστεί όλα τα πολιτιστικά στοιχεία ισχύος των κρατών της Δύσης (π.χ., βιομηχανία, δημοκρατία κ.λπ.) αλλά να διατηρήσει αναλλοίωτη τη δική της κοινωνικο-θρησκευτική κουλτούρα4. Όπως η Ιαπωνία κατάφερε να δημιουργήσει μια ισχυρή σύνθεση των πολιτιστικών στοιχείων της Δύσης και της εγχώριας κουλτούρας και ν’ αναδειχθεί σε ισχυρό κράτος-πρότυπο για όλα τα ασιατικά κράτη, πρόσθετε ο έτερος διανοούμενος Γιουσούφ Άκτσουρα, έτσι και το οθωμανικό κράτος, ως το πιο ισχυρό και πολιτισμένο στον ιδιαίτερα σημαντικό, για γεω-πολιτικούς, γεω-οικονομικούς και γεω-στρατηγικούς λόγους, χώρο μεταξύ Δύσης και Ανατολής μπορεί αλλά και οφείλει να επωμισθεί τα καθήκοντα και τις ευθύνες του ηγέτη του μεσαίου αυτού χώρου5.
Η αντίδραση των θρησκευόμενων λαϊκών στρωμάτων προς τις αξίες και ιδέες της κοσμικής ελίτ θα λάβει σάρκα και οστά μέσω της δημιουργίας της Τουρκο-Ισλαμικής Σύνθεσης (ΤΙΣ) η οποία έκανε την εμφάνισή της στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Προϊόν σκέψης ισλαμιστών διανοουμένων (Ιμπραήμ Καφέσογλου, Κορκούτ Οζάλ, Φατίχ Κορού), η ΤΙΣ υποστήριζε την επαναφορά της κοινωνίας στις θεμελιώδεις αρχές του τουρκισμού και του Ισλάμ, όπως η αίσθηση δικαιοσύνης, η σημασία της οικογενειακής ζωής και ηθικής, το καθήκον προς το μεγαλείο του κράτους κ.λπ. Όπως οι Τούρκοι ηγήθηκαν της διάδοσης του Ισλάμ ανά τον κόσμο, όταν η τουρκική κουλτούρα συνδέθηκε με την αντίστοιχη ισλαμική, υποστήριζαν οι εμπνευστές της, με τον ίδιο τρόπο η Τουρκία θα αναδειχθεί σε μεγάλη δύναμη, τόσο σε περιφερειακό όσο και στο παγκόσμιο επίπεδο, όταν οι αρετές αυτές εγκατασταθούν στην καρδιά και την ψυχή των πολιτών της και αποτελέσουν πυξίδα για την κυβερνώσα ελίτ. Δεν είναι κρυφό μυστικό ότι το ισλαμικό στοιχείο ως επίκεντρο της τουρκικής ταυτότητας θα επέτρεπε στον κρατικό μηχανισμό της Τουρκίας μεγαλύτερο βαθμό διείσδυσης στις μουσουλμανικές μειονότητες τόσο των βαλκανικών κρατών όσο και αυτών της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Άλλωστε, στην τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν στη Γερμανία, τον Φεβρουάριο του 2008, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να τονίσει στους ακροατές του την ανάγκη διατήρησης της μητρικής κουλτούρας και κληρονομιάς στους κύκλους των μεταναστών αλλά και της αναφαίρετης ευρωπαϊκής τους ταυτότητας ως Τούρκοι6.
Το ερώτημα που αναδύεται εύλογα μετά τη συνοπτική περιγραφή της γέννησης, εξάπλωσης και των στόχων της νεο-οθωμανικής ιδεολογίας, στην Τουρκία, είναι σε ποιο βαθμό είναι ενήμεροι οι παράγοντες που έχουν τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων ή και επιρροής αυτών στην Ελλάδα. Διότι, στα πέντε χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ΑΚΡ και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν σημειώθηκε στις ελληνο-τουρκικές ή τουρκο-κυπριακές σχέσεις. Αντίθετα, η τουρκική κυβέρνηση, ακολουθώντας πιστά τους ιδεολογικούς της στόχους, αύξησε την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική της παρουσία στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Δυτικής Θράκης και στα κατεχόμενα, ενώ άρχισε να θέτει και καινούργια θέματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό της μουσουλμανικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα, της προστασίας της οθωμανικής κληρονομιάς, της δημιουργίας τζαμιού για τους μουσουλμάνους μετανάστες που ζούν στην Ελλάδα κ.λπ. Ο εγκλωβισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μεταξύ της παραδοσιακής, φιλο-δυτικής, εθνικιστικής, κεμαλικής-στρατιωτικής ελίτ, από τη μια πλευρά, και της θρησκευτικής, φιλο-λαϊκής, αυτοκρατορικής-ιμπεριαλιστικής ελίτ, από την άλλη, είναι αποτέλεσμα είτε ελλειπούς κατανόησης των τεκταινομένων στη γείτονα χώρα είτε «εσφαλμένων» συμβουλών εγχώριων αλλά και εξωτερικών παραγόντων, και σίγουρα βλάπτουν ανεπανόρθωτα το εθνικό συμφέρον (εάν πράγματι υφίσταται).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 «Ξεθωριάζει ο καλός Ερντογάν-Προβληματισμός και στην Ελλάδα», Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 2008.
2 Ahmet Davutoglu, Strategic Derinlik [Στρατηγικό Βάθος] (Kure, 2006).
3 Turgut Ozal, Turkey in Europe and Europe in Turkey (Nicosia: K. Rustem, 1991).
4 Ziya Gokalp, Turkculugun Esaslari (Istanbul, Kum Saati, 2003).
5 Yusuf Akcura, Uc Tarzi Siyaset (Ankara, Turk Tarih Kurumu, 1976).
6 Le Monde Diplomatique, 1 Septembre 2008 (Supplement Turquie).
*Επίκουρος Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο