του Γιώργου Καραμπελιά
Μια θύελλα σαρώνει το μεταπολιτευτικό καθεστώς. Μια θύελλα που έχει ως άμεση αφορμή την τελεσίδικη οικονομική κρίση της δυτικής οικονομικής ηγεμονίας αλλά αφορά και συμπεριλαμβάνει όλους τους τομείς της ζωής του έθνους. Δημογραφία, πολιτισμός, εθνικά θέματα, μεταναστευτικό, ένας κολασμένος χορός προβλημάτων και κρίσεων, περικυκλώνει τη σημερινή Ελλάδα και την απειλεί με καταποντισμό, διαμελισμό, αποσύνθεση.
Επομένως το σύστημα εξουσίας βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Στο παρελθόν, όταν είχε καταρρεύσει η δικτατορία, και το πλήθος είχε βρεθεί και πάλι στους δρόμους, διέθετε ασφαλιστικές δικλείδες νομιμοποίησης και ενσωμάτωσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως οι δύο συμβολικοί αντίπαλοι–εκπρόσωποι του συστήματος, μπορούσαν να πολώσουν και να «καναλιζάρουν» τη λαϊκή αγανάκτηση. Επί πλέον το σύστημα διέθετε εφεδρείες σε πολλαπλά επίπεδα. Μια σχετικά ανθηρή οικονομία, που μπορούσε να πραγματοποιήσει παροχές. Μια γεωπολιτική συγκυρία υποχώρησης των ΗΠΑ μετά την ήττα στο Βιετνάμ και την ενίσχυση της ΕΣΣΔ, που μπορούσαν να κουκουλώνουν το γεγονός της μεγάλης εθνικής απώλειας της Κύπρου. Μια «γενιά» νέων στελεχών που αυτάρεσκα πήραν το όνομα της γενιάς του Πολυτεχνείου, έτοιμης να στελεχώσει τους αρμούς του υπό κατασκευήν νέου καθεστώτος. Διανοουμένους αναβαπτισμένους με τις δάφνες, –για ορισμένους πραγματικές– της Αντίστασης στη δικτατορία, δημοσιογράφους, που μόλις έμπαιναν στο παιγνίδι και ήταν ακόμα ικανοί –έστω και στρεβλά– να εκπροσωπούν τον κόσμο. Γι’ αυτό και το σύστημα της μεταπολίτευσης ήταν πανίσχυρο και άντεξε τόσα χρόνια. Όσοι το αντιστρατευόμασταν πραγματικά με συνέχεια και διαχρονικά, ήμασταν μια χούφτα, η πλειοψηφία των οποίων έσβησε, χάθηκε και αποστρατεύτηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο, και έμειναν ελάχιστοι, κάτω από την χλεύη και το μίσος των καλοφαγωμένων πρώην συντρόφων τους, υποχρεωμένοι να διασχίσουν την έρημο των τριανταπέντε χρόνων, προσπαθώντας να διασώσουν εκτός από την αξιοπρέπεια τους, την πίστη τους στην πατρίδα, την ιστορία, τον λαό, την κοινωνική δικαιοσύνη.
Όμως, το ότι η μεταπολίτευση επέζησε τόσα πολλά χρόνια, αποδεικνύεται σήμερα ως η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος, διότι δεν ανανεώθηκε, βυθίστηκε μέσα στην «ευωχία της σαρκός» και της αρπαγής, γέρασε, απονομιμοποιήθηκε μέχρι το μεδούλι, και την ώρα της κατάρρευσης εμφανίζεται γυμνό.
Και η σημερινή κρίση είναι σαρωτική: Το σύστημα έχει εξαντλήσει στα 37 χρόνια της μεταπολίτευσης όλο το πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό του κεφάλαιο. Οικονομικά, είναι υπερχρεωμένο, αναποτελεσματικό, παρασιτικό ως το μεδούλι. Τα κόμματα, με επί κεφαλής το κατ’ εξοχήν μεταπολιτευτικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, είναι νεκρά, μαζί με τον αρχηγό της μεταπολίτευσης, τον μεγάλο μάγο της απάτης, τον Ανδρέα καθώς και η Νέα Δημοκρατία και το καραμανλικό τοτέμ. Τα προηγούμενα χρόνια την ίδια τύχη είχε και η Αριστερά για να μη μιλήσουμε για τον παλιάτσο του Τηλε Άστυ. Ας θυμηθούμε μόλις πριν λίγα χρόνια τον διάττοντα αστέρα Αλέκο Αλαβάνο και την φασαρία που προκαλούσε.
Σήμερα το σύστημα διαθέτει μόνον ωχρά ανθρωπάρια, και πρακτορίσκους της κακιάς ώρας, για να διαχειριστούν μια εκθεμελιωτική κρίση. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Σε όλο τον δυτικό κόσμο «ηγούνται» νάνοι και ανθρωπάρια. Ο δαιμόνιος άνθρωπος της Δύσης ο Στρως-Καν είχε την τύχη που γνωρίζουμε. Αν λοιπόν στο κέντρο του συστήματος κυβερνάει ένας Ομπάμα, γιατί στο παράσιτό του να μην κυβερνάει ένας Γιωργάκης;
Οι «πνευματικοί άνθρωποι» εξωνημένοι και απονομιμοποιημένοι – ποιος σήμερα ακούει τον Διονύση Σαββόπουλο ή τον Στέλιο Ράμφο, ή ποιος έχει εμπιστοσύνη στους «πανεπιστημιακούς»; Όσο για τους δημοσιογράφους, αρκεί κανένας να ακούσει μια συζήτηση στο πρώτο καφενείο της χώρας.
Απέναντι τους, σταδιακώς, ενισχύεται και συγκροτείται ένα νέο κοινωνικό και πιολιτικό υποκείμενο. Οι «πλατείες». Ένα κόσμος αγανακτισμένος και προδομένος από όλους τους θεσμούς και τους θεσμικούς εκπροσώπους του. Αυτός ο κόσμος για να μπορέσει να εκφραστεί έπρεπε όχι μόνο να απορρίψει το «σύστημα», αλλά και τους ίδιους τους δήθεν «αντίπαλούς» του. Αυτούς που δύο ή τρία χρόνια πριν, τον Δεκέμβρη του 2008, έκαναν λίμπα τις πλατείες της χώρας και μέχρι τη Μαρφίν, τον Μάϊο του 2010, πρόσφεραν το μεγαλύτερο άλλοθι στο σύστημα για να κρατάει τον κόσμο εγκλωβισμένο στον φόβο, την κατάθλιψη και τους καναπέδες. Ούτε είναι τυχαίο που και η θεσμική και αρτηριοσκληρωτική Αριστερά, τύπου ΚΚΕ, καταγγέλλει τους αγανακτισμένους ως «απολίτικους».
Και είναι όντως «απολίτικοι», διότι αρνούνται στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Κατά συνέπεια αποτελούν κίνδυνο. Κίνδυνο, να κατεδαφίσουν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ό,τι έχτιζαν με υπομονή και επιμονή επί δεκαετίες τα αφεντικά του, τον εθνομηδενισμό, τον ατομισμό, τον ωχαδερφισμό, την υποταγή. Κίνδυνο να κάνουν και πάλι την ελληνική σημαία σύμβολο αντίστασης, στην τρόϊκα, τον νέο-οθωμανισμό, τα κοράκια των τραπεζών, την αποεθνικοποίηση – από την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας μέχρι τη μαζική λαθρομετανάστευση. Κίνδυνο να εφεύρουν και πάλι την άμεση δημοκρατία, και ν’ αρχίσουν να βάζουν τις βάσεις για ένα νέο πολιτικό σύστημα, για νέου τύπου πολιτικούς σχηματισμούς, ακόμα και για ένα ριζικά νέο Σύνταγμα. Και όλα αυτά χωρίς έλεγχο, και δικλείδες ασφαλείας.
Έχουν κυριολεκτικά τρομοκρατηθεί. Οι τηλεοράσεις αρχίζουν πλέον να συντάσσονται δειλά-δειλά με τις «πλατείες» και τους αγανακτισμένους· φθαρμένοι τηλεπαρουσιαστές που μέχρι χθες παρουσίαζαν το μνημόνιο ως αναγκαιότητα, πανεπιστημιακοί, – όπως οι «εκσυγχρονιστές» πρυτάνεις και άλλοι πιστοί υπηρέτες της κομματοκρατίας,– θέλουν να πάρουν το τραίνο της αγανάκτησης, σε μια απελπισμένοι απόπειρα να ελέγξουν την πλατεία. Μια πλατεία, όπου επίσης κυκλοφορούν οιωνοσκόποι, καφετζούδες, Μπρανκαλεόνε και πράκτορες ποικίλλων χρωμάτων και συμφερόντων.
Μπορεί, προς στιγμήν, κάποιοι απ’ αυτούς επειδή χαϊδεύουν τ’ αυτιά του πλήθους, να εισπράττουν ακόμα και χειροκροτήματα και να αυταπατώνται ότι μπορούν να «ελέγξουν» αυτό το πολύβουο και ανεξέλεγκτο ποτάμι της αγανάκτησης. Μάταια όμως, γιατί η κρίση είναι βαθιά και ανεπίστρεπτη και δεν παίρνει ούτε γιατροσόφια ούτε εύκολες χειραγωγήσεις. Δεν σηκώνει νέος Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε κακέκτυπά του, ούτε κλώνοι του. Κυρίως δε, γιατί αυτός ο «απολίτικος» κόσμος, που σήμερα, σε μια στιγμή της συνειδησιακής του εξέλιξης, από το ναδίρ του προβληματισμού, όπου βρισκόταν πριν μερικά χρόνια, προς μια νέα αντίληψη, μπορεί να χειροκροτήσει κάποιον δημαγωγό των πλατειών ή των τηλεοράσεων, αύριο, όταν αυτός θα επιχειρήσει να τον εξαπατήσει, θα τον καταβαραθρώσει και αυτόν. Έτσι εξ άλλου χτίζεται μια νέα συνείδηση. Μέσα από την ίδια την εμπειρία των ανθρώπων. Δοκιμάζοντας, χειροκροτώντας, απορρίπτοντας, εμπεδώνοντας νέες αλήθειες.
Ο κόσμος γνωρίζει το ποιόν όλων αυτών των σωτήρων που νομίζουν πως τον χρησιμοποιούν, ενώ στην πραγματικότητα είναι οι πλατείες που τους χρησιμοποιούν, μέχρις ότου αναδείξουν νέες ηγεσίες μέσα από τα σπλάχνα τους, ηγεσίες που δεν θα βγαίνουν από το φθαρμένο μέχρι μυελού οστέων προσωπικό της μεταπολίτευσης! Και θα τους πετάξει σα στυμμένες λεμονόκουπες, όταν και εάν δοκιμάσουν να χειραγωγήσουν αυτό το ορμητικό ρεύμα. Θα πρέπει να θυμηθούμε το προηγούμενο του παπα-Γκαπόν στη Ρωσία του 1905, όταν ένας πράκτορας της Αστυνομίας, μεταβλήθηκε, άθελά του, σε ηγέτη μιας αυθεντικής επανάστασης!
Γι’ αυτό και το ρεύμα των αγανακτισμένων μπόρεσε συμβολικά να το εκφράσει μόνον ένας βάρδος της ρωμιοσύνης, γιατί ο λαός έχει εμπιστοσύνη στο «Άξιον Εστί» και τον «Επιτάφιο», έχει εμπιστοσύνη στις διαχρονικές αξίες της αντίστασης του ελληνισμού, που προσωποποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης.
Μέσα από τις πλατείες λοιπόν, εμείς, όσοι μισούμε βαθιά τον κόσμο και τους εκφραστές της μεταπολίτευσης, οι λίγοι που ερχόμαστε από το παρελθόν μαζί με τους πολλούς, τον «απολίτικο» κόσμο, προχωρώντας κάθε φορά ένα βήμα, στους δικούς του ρυθμούς, για να συγκροτήσουμε τα νέα πολιτικά υποκείμενα, που θα είναι διατεθειμένα και ικανά να δώσουν τη μεγάλη μάχη για την πατρίδα, την αλήθεια, το δίκιο.