του Νίκου Ντάσιου | από την Εφημερίδα Ρήξη (Ιούλιος 2022 – φ. 179) που κυκλοφορεί σήμερα
Οι Έλληνες λιγοστεύουμε σύμφωνα και με τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα της απογραφής του 2021, ενώ παράλληλα γερνάμε, με τον μέσο όρο ηλικίας του γηγενούς πληθυσμού να κυμαίνεται πλέον στα 46 χρόνια. Τα στοιχεία αυτά ερμηνεύουν τη σταδιακή απώλεια της ζωτικότητας του συλλογικού μας βίου κι ένα σύνολο από κοινωνικές και οικονομικές παρενέργειες, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε τον αναβαθμισμένο τουρκικό αναθεωρητισμό, τις παρενέργειες της πανδημίας, τις συνέπειες της κλιματικής απορρύθμισης και τις ασύμμετρες απειλές της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με την ενεργειακή και την επισιτιστική κρίση επί θύραις.
Εν όψει των οριστικών αποτελεσμάτων που θα ανακοινωθούν έως το τέλος του χρόνου από την ΕΛΣΤΑΤ και παρά τις ενστάσεις περί αποκλίσεων από την πραγματικότητα, λόγω των αντιρρησιών στην ηλεκτρονική απογραφή, η τάση είναι εν τούτοις πραγματική: Ο γηγενής πληθυσμός μειώθηκε κατά 3,5% μέσα σε μια δεκαετία –από 10.816.286 το 2011 στα 10.432.481 το 2021. Η πτωτική τάση του πληθυσμού αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στην απογραφή του 2011 για τη δεκαετία 2001-2011, όποτε σημειώθηκε μείωση κατά 147.734 άτομα. Η μείωση ήταν συνέπεια του συνεχούς περιορισμού των γεννήσεων, ήδη από την δεκαετία του 1980 από τις 150 στις 100 χιλ. ετησίως, που οδήγησε για πρώτη φορά μεταπολεμικά το 2011 σε πλεόνασμα θανάτων έναντι γεννήσεων, κάτι που όμως δεν γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτό, λόγω του πρώτου μαζικού μεταναστευτικού κύματος της δεκαετίας του ’90. Στην τάση της πτώσης των γεννήσεων ήρθε να προστεθεί κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης η φυγή των νέων, οι υπέρογκες φορολογικές επιβαρύνσεις των οικογενειών των οποίων τα παιδιά λογίστηκαν ως «τεκμήρια», για να ακολουθήσει η αύξηση των θανάτων κατά την περίοδο της πανδημίας – με τη συμβολή και των κάθε λογής «αρνητών». Θα πρέπει να επισημανθεί ότι από το 1821 που έχουμε στοιχεία απογραφής, δεν σημειώθηκε ποτέ –ούτε καν στους δύο παγκόσμιους πολέμους– μείωση του πληθυσμού, εκτός της περιόδου 1821-1828, που οι γηγενείς στις επαναστατημένες περιοχές μειώθηκαν κατά 185 χιλ. ενώ οι απώλειες στα πεδία των μαχών εκτιμούνταν την ίδια περίοδο από 250 έως 600 χιλ. Έλληνες!
Επιπλέον στοιχείο είναι αυτό της συγκράτησης του πληθυσμού στην περιφέρεια της Αττικής και της Κρήτης (με οριακή μείωση 0,9%) και της αύξησης κατά 5% στο νότιο Αιγαίο έναντι των υπολοίπων Περιφερειακών Ενοτήτων (ΠΕ) που σημείωσαν σημαντικές απώλειες. «Πρωταθλήτρια» η Δυτική Μακεδονία, που υπέστη απώλεια 10% του πληθυσμού της εξαιτίας κυρίως των πολιτικών της βίαιης απο-λιγνιτοποίησης, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος περαιτέρω συρρίκνωσης λόγω της επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης τον προσεχή χειμώνα. Τις μεγαλύτερες μειώσεις πληθυσμού υπέστησαν οι ΠΕ των Γρεβενών κατά 16%, της Ιθάκης και των Σερρών 14%, της Ευρυτανίας 13%, της Φθιώτιδας 12,9%, της Φλώρινας 12% και της Αρκαδίας 10,5%. Στον αντίποδα σημαντικές αυξήσεις παρουσιάζουν οι ΠΕ της Κω κατά 10,6%, της Ρόδου 7,8% (με αξιοσημείωτη την αύξηση του πληθυσμού του Καστελορίζου από 492 σε 584 άτομα!), της Καρπάθου- Κάσου 4,5% και των Νάξου και Πάρου κατά 4,3% και 4,2% αντίστοιχα. Η αύξηση αυτή αποτελεί συνέχεια της ανοδικής τάσης του πληθυσμού του Νοτίου Αιγαίου που διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1971-2011 διαθέτοντας σημαντικό νεανικό πληθυσμό. Δυστυχώς, η αυξητική τάση στην ευαίσθητη γεωγραφική περιοχή του Αιγαίου δεν επεκτείνεται και στο βόρειο τμήμα του, όπου σημειώνεται συνολική μείωση κατά 2,6% με την Π.Ε της Μυτιλήνης να έχει χάσει περί τα 3.368 άτομα σε μια δεκαετία. Το βόρειο Αιγαίο είναι η δεύτερη πιο γερασμένη περιοχή της χώρας μετά την Ήπειρο, με την πιο ανομοιογενή πληθυσμιακή πυραμίδα λόγω των μεταναστευτικών εισροών. Από τους ηπειρωτικούς δήμους διασώζονται από τη γενικότερη τάση συρρίκνωσης, με οριακές αυξήσεις, οι Δήμοι Ξάνθης, Ωραιοκάστρου, Ιωαννίνων, Λάρισας, Χαλκίδας και Καλαμάτας.
Στο Λεκανοπέδιο της Αττικής την πληθυσμιακή συρρίκνωση του κεντρικού και δυτικού τομέα της πόλης αντισταθμίζουν οι αυξητικές τάσεις των βορείων προαστίων (Βριλήσσια, Ηράκλειο, Κηφισιά, Φιλοθέη), της Ανατολικής Αττικής (Βούλα-Βουλιαγμένη, Παλλήνη, Ραφήνα), του Αλίμου, της Γλυφάδας και του Παλαιού Φαλήρου στα νότια προάστια, καθώς και περιοχών της Δυτικής Αττικής (όπως των Μεγάρων και της Φυλής). Τα δεδομένα αυτά αντανακλούν τη γενικότερη τάση μετακίνησης των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων και του στελεχικού δυναμικού που συνδέεται με τα νέα αναπτυξιακά δεδομένα της πόλης (τουρισμός, ψηφιακή οικονομία), αλλά και τη σταθερότητα του παραδοσιακού βιομηχανικού τομέα σε περιόδους κρίσης.
Η δημογραφική ανάκαμψη και η περιφερειακή ανάταξη αποτελούν αναμφίβολα τις προϋποθέσεις ανάσχεσης των μεγάλων απειλών και προκλήσεων στο άμεσο μέλλον, αλλά και της εδραίωσης ενός βιώσιμου οικονομικού αναπτυξιακού κύκλου. Αυτά όμως απαιτούν αντιμετώπιση του οξύτατου στεγαστικού προβλήματος –που θα επιδεινωθεί με την ενεργειακή κρίση–, γενναία οικονομικά κίνητρα τεκνοποίησης και μετεγκατάστασης νέων ζευγαριών στις φθίνουσες πληθυσμιακά περιοχές της χώρας, με βασικές υποδομές και κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης. Απαιτούν όμως και μια ριζική αλλαγή του πολιτιστικού παραδείγματος ώστε να καταστεί ευρύτερη συνείδηση –ιδιαιτέρως στους νέους– ότι η εθνική επιβίωση αποτελεί προϋπόθεση της ατομικής και πως σήμερα –στην πιο παρακμιακή φάση της νεότερης ιστορίας μας–, παίζουμε κυριολεκτικά τα ρέστα της συλλογικής μας ύπαρξης. Το ζήτημα απαιτεί διακομματική συνεννόηση και μακροπρόθεσμη στρατηγική, στον αντίποδα του σημερινού τοξικού κλίματος στο δημόσιο διάλογο.
Ειδάλλως οι αυξητικές μεταναστευτικές ροές από Ασία και Αφρική, με ισλαμικό πολιτιστικό υπόβαθρο, θα καλύψουν το κενό στο βόρειο Αιγαίο, στα υπό ερήμωση χωριά της ενδοχώρας και στα αστικά μας κέντρα. Κι αυτό θα αποτελέσει τη συνέχεια του εκτοπισμού των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών στη Μέση Ανατολή, στη Μικρά Ασία, στη Βόρειο Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Νότια Ρωσία, με τελευταίο σταθμό τη μαρτυρική Μαριούπολη. Αυτήν τη φορά όμως ο εκτοπισμός θα συμβεί εντός του εναπομείναντος εθνικού μας κορμού, με ευνόητες συνέπειες.