Αρχική » Ουκρανία, μία χώρα των συνόρων (B΄ μέρος)

Ουκρανία, μία χώρα των συνόρων (B΄ μέρος)

από Γιάννης Ξένος

 Κλίντον, Γιέλτσιν και Κράβτσουκ (πρόεδρος Ουκρανίας) το 1994 υπέγραψαν να παραδωθούν τα πυρηνικά της Ουκρανίας, που διέθετε ως μέλος της ΕΣΣΔ, στην Ρωσία υπό τον όρο τον σεβασμό της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. 

Του Γιάννη Ξένου από το αφιέρωμα του Άρδην (τ. 123) στην Ουκρανία


Η Ουκρανία υπό τσαρική κατοχή

Ο Μεγάλος Πέτρος ήθελε να μετατρέψει τους Κοζάκους σε επικουρικό στρατιωτικό
σώμα του ρωσικού στρατού, καταπατώντας τη συμφωνία του Περεγιασλάβ σύμφωνα με
την οποία ο στρατός των Κοζάκων θα προορίζεται μόνο για την υπεράσπιση της
ρωσικής Ουκρανίας. Ο χατμάνος Ιβάν Μαζέπα, σπουδαγμένος στο
κολέγιο του Μογίλα, πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος,κατά την έναρξη του νέου
ρωσο-σουηδικού πολέμου ζήτησε από τον τσάρο στρατιωτική βοήθεια έναντι των
Πολωνών που, ως σύμμαχοι των Σουηδών, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην ανατολική
Ουκρανία. Ο τσάρος αρνήθηκε τη βοήθεια και ο Μαζέπα, αντιλαμβανόμενος ότι αργά
ή γρήγορα τα προνόμιά του θα περιορίζονταν, συμμάχησε με τους Σουηδούς που του
υποσχέθηκαν την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. (Όταν η είδηση έφτασε στη Γαλλία, ο
Βολταίρος έγραψε: «Η Ουκρανία απέβλεπε πάντα στην ελευθερία της»). Ελάχιστοι
Κοζάκοι τον ακολούθησαν, αρνούμενοι να στραφούν κατά των ομόδοξων Ρώσων, εκτός
από τους Κοζάκους της Ζαπορίζια που θεώρησαν τους Σουηδούς ως το μικρότερο
κακό. Στη μάχη της Πολτάβα (βρίσκεται κοντά στο Χάρκοβο), το
1709, οι Σουηδοί ηττήθηκαν και μαζί οι ελπίδες των Ουκρανών για ανεξαρτησία. Ο
ρωσικός στρατός κατεδάφισε τη Ζαπορίζια, ιστορικό λίκνο των Κοζάκων, και ο
τσάρος διόρισε νέο χατμάνο, τον Ιβάν Σκοποπάντσκι που ήταν και ο τελευταίος σε
αυτό το αξίωμα, αφού το 1722 κατήργησαν το αξίωμα[3].
Διατήρησαν την υπόλοιπη δομή του χατμανάτου μέχρι τα χρόνια της Μεγάλης
Αικατερίνης
.

Επί Αικατερίνης, η Ρωσία, με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1768-1774,
κατέλαβε την Κριμαία, ενώ τα επόμενα χρόνια, με τους τρεις
διαμελισμούς που επέβαλε στην Πολωνία μεταξύ του 1772-1796, η Ρωσία πήρε τη
δυτική Ουκρανία και τη Λευκορωσία[4],
ενώ η Πολωνία μετατράπηκε σε ένα μικρό κρατίδιο υπό τον έλεγχο της Ρωσίας μέχρι
το 1917. Η Ρωσία ενοποίησε την Ουκρανία, αλλά κατήργησε την όποια αυτονομία των
Ουκρανών﮲ στη θέση του χατμανάτου δημιούργησε τη Νοβορωσία
(Νέα Ρωσία), όρο που επανάφερε ο Πούτιν στον 21ο αιώνα, για να
ονομάσει τις αποσχισθείσες περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ.

Η Ουκρανία στα νεότερα χρόνια

Θάψτε
µε όταν πεθάνω

Στην
αγαπημένη µου Ουκρανία

Τoν
τάφο µου κάντε σαν λόφο ψηλό

Στη
μεγάλη πεδιάδα

Τα
χωράφια, τις απέραντες στέπες

Του
Δνείπερου τις απόκρημνες όχθες

Να
βλέπουν τα µάτια µου, τα αυτιά µου να ακούνε

Του
ποταμού τον δυνατό βρυχηθμό.

Τάρας Σεφτσένκο,

«Ζαποβίτ» («Διαθήκη»), 1845

Η ιστορία της σύγχρονης Ουκρανίας είναι συνυφασμένη με την πορεία του
εθνικού ποιητή της, Τάρας Σεφτσένκο. Γεννήθηκε το 1814 από
οικογένεια δουλοπαροίκων, ευτύχησε ο ιδιοκτήτης του να εκτιμήσει το ταλέντο του
στη ζωγραφική και στη συγγραφή και να οργανώσει μια λαχειοφόρο αγορά για να
συγκεντρωθούν χρήματα ώστε να εξαγοράσει την ελευθερία του. Φοίτησε στην
Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και το 1840 εξέδωσε την πρώτη του
ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Κομπζάρ». Το έργο του ήταν εμπνευσμένο από τους
παραδοσιακούς οργανοπαίκτες – πολύ συχνά βετεράνοι, τυφλοί ή ανάπηροι, Κοζάκοι
πολεμιστές, που τραγουδούσαν τα βάσανα του ουκρανικού λαού. Είναι έργο σταθμός
στην αφύπνιση της ουκρανικής εθνικής συνείδησης, αλλά και της ουκρανικής
λογοτεχνίας και γλώσσας. Το 1845, επέστρεψε στην Ουκρανία και εντάχθηκε στη
μυστική οργάνωση «Αδελφότητα των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου»
που συνδύαζε εθνικά και κοινωνικά αιτήματα, όπως την κατάργηση της
δουλοπαροικίας, την κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας, την καθιέρωση υποχρεωτικής
εκπαίδευσης και τη δημιουργία, στη θέση της τσαρικής Ρωσίας, μιας ομοσπονδίας
ισότιμων σλαβικών κρατών. Η Αδελφότητα δημιουργήθηκε το 1840 από τον ιστορικό Νικολάι
Κοστομάροφ
[5], αλλά γρήγορα το ανατρεπτικό της έργο έγινε αντιληπτό από την τσαρική αστυνομία η
οποία, το 1847, συνέλαβε και έστειλε στην εξορία τα ηγετικά της μέλη. Ο
Σεφτσένκο  έμεινε δέκα χρόνια εξόριστος στα Ουράλια με αυστηρή σύσταση από
τον τσάρο Νικόλαο Α΄ να του απαγορευτεί να γράφει και να ζωγραφίζει. Μετά τον
θάνατο του τσάρου, 1855, απελευθερώθηκε, αλλά η πολύχρονη φυλάκιση τού στοίχισε
και πέθανε το 1861.

Τάρας Σεφτσένκο

Η κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 έδωσε πρόσθετη δυναμική στο εθνικό
κίνημα των Ουκρανών, που όμως αντιμετώπιζε από τα πρώτα χρόνια της τσαρικής
κατοχής το πρόβλημα της διγλωσσίας· οι μορφωμένες ανώτερες
τάξεις ήταν ρωσόφωνες, ενώ τα κατώτερα στρώματα των πόλεων και οι αγρότες
ουκρανόφωνοι. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1804,
μεταξύ των γλωσσών που επέτρεψε να χρησιμοποιούνται στα δημόσια σχολεία δεν
συμπεριέλαβε τα ουκρανικά. Έτσι, μέχρι το 1917, η ουκρανική γλώσσα δεν
διδασκόταν στα σχολεία και όποιος Ουκρανός επιθυμούσε να ανέλθει κοινωνικά
έπρεπε αναγκαστικά να εκπαιδευτεί στα ρωσικά και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο
βαθμό να εκρωσιστεί. Η αναγέννηση της ουκρανικής εθνικής συνείδησης στα μέσα
του 19ου αιώνα είχε τόσο θορυβήσει τη ρωσική απολυταρχία ώστε ο
τσάρος Αλέξανδρος Β΄, το 1876, απαγόρευσε βιβλία και περιοδικά στην ουκρανική
γλώσσα, την απαγόρευσε ακόμα και στο θέατρο, ενώ απαγόρευσε εκ νέου και τις
οργανώσεις των Ουκρανών. Όμως, στο μικρό κομμάτι της Ουκρανίας που βρισκόταν
υπό αυστριακό έλεγχο, υπήρχε αρκετή ελευθερία ώστε να διδάσκονται τα ουκρανικά.
Και πάλι η Λβιβ, όπως τον 15ο αιώνα, αποτέλεσε το πνευματικό λίκνο
της Ουκρανίας.

Ουκρανοί στρατιώτες συγκεντρώνονται υπέρ της ουκρανικής αυτονομίας στην Πετρούπολη, Μάρτιος 1917 | Εικόνα: Simon Pirani / Μουσείο Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας στην Αγία Πετρούπολη.

Με την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας το 1917, οι Ουκρανοί πίστεψαν ότι ήρθε
η ώρα της ανεξαρτησίας τους. Τον Απρίλιο του 1917, ένας άλλος Ουκρανός
ιστορικός, αλλά και με πλούσια πολιτική δράση, ο Μιχάιλο Χρουσέφσκι[6], νεοεκλεγμένος Πρόεδρος της
Κεντρικής Ράντα (Κοινοβουλίου) και παλαιότερα στέλεχος του Εθνικού Δημοκρατικού
Κόμματος που δραστηριοποιούνταν στη Γαλικία, με αρκετές συλλήψεις και εξορίες
στην πλάτη του, κατέληγε στον λόγο του: «…ας ορκιστούμε όλοι σαν ένας άνθρωπος
ότι θα υπηρετήσουμε τη μεγάλη υπόθεση ομόφωνα…μέχρι να οικοδομήσουμε την
ελεύθερη Ουκρανία!». Από τα τέλη του 1917, η νεαρή δημοκρατία αντιμετώπιζε
πλήθος εχθρών (Κόκκινος Στρατός,  στρατός των Λευκών, γερμανικά και
αυστριακά στρατεύματα) που σχεδίαζαν να την καταλάβουν. Τον Ιανουάριο του 1918,
ο Λένιν ζήτησε από τον Κόκκινο Στρατό να καταλάβει το Κίεβο και να εγκαθιδρύσει
ένα κατοχικό καθεστώς. Με την υπογραφή της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ, το 1918,
δηλαδή την ανακωχή μεταξύ Γερμανών και μπολσεβίκικης Ρωσίας, η Ουκρανία
ουδετεροποιήθηκε και τα γερμανικά στρατεύματα έδιωξαν τους μπολσεβίκους από τη
χώρα. Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος με κινήματα και αντικινήματα και έναν
πόλεμο με την Πολωνία που ανακατέλαβε, μετά από αιώνες, τη δυτική Ουκρανία και
τη διατήρησε μέχρι το 1939, όταν εκ νέου η (χιτλερική) Γερμανία και η
(σταλινική) Ρωσία διαμέλισαν και πάλι την Πολωνία (σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ).

Οι μπολσεβίκοι σύντομα αντιλήφθηκαν ότι ο σιτοβολώνας της Ουκρανίας τούς
ήταν απαραίτητος για τον ανεφοδιασμό των μεγάλων αστικών κέντρων τους. Τα πρώτα
χρόνια της επανάστασης η εξουσία τους κρεμόταν από μια κλωστή και χωρίς το
στάρι της Ουκρανίας δύσκολα θα τη διατηρούσαν. Κατέλαβαν για δεύτερη φορά το
Κίεβο, τον Ιανουάριο του 1919, και πρώτη τους δουλειά ήταν η επίταξη τροφίμων.
Εν συνεχεία, θα απαγορεύσουν την κυκλοφορία των ουκρανικών εφημερίδων και τη
διδασκαλία της ουκρανικής γλώσσας στα σχολεία, θα κλείσουν τα ουκρανικά θέατρα
κ.λπ. Τον Αύγουστο του 1919, οι μπολσεβίκοι εκδιώχθηκαν για δεύτερη φορά από το
Κίεβο και στην ύπαιθρο ξέσπασε η μεγάλη αγροτική εξέγερση του Μαχνό.
Η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης του ρωσικού εμφυλίου μεταξύ Λευκών και Κόκκινου
Στρατού και το Κίεβο κατελήφθη αυτήν τη φορά από τον στρατηγό Ντενίκιν.
Αυτός, παρότι θανάσιμος εχθρός των μπολσεβίκων, έτρεφε τα ίδια μεγαλορωσικά
συναισθήματα, αποκαλούσε την Ουκρανία «Μικρή Ρωσία», απαγόρευσε την ουκρανική
κουλτούρα και επέστρεψε τη γη στους μεγαλογαιοκτήμονες. Αν ακολουθούσε
διαφορετική τακτική έναντι των Ουκρανών, ίσως να είχε περισσότερες πιθανότητες
νίκης στον εμφύλιο. Τον Οκτώβριο του 1919, όταν βάδιζε εναντίον της Μόσχας, ο
Μαύρος Στρατός του Μαχνό χτυπούσε συστηματικά τις γραμμές ανεφοδιασμού του και
αποδεκάτιζε το στράτευμά του (υπολογίζεται ότι σκότωσε πάνω από δεκαοκτώ
χιλιάδες στρατιώτες των Λευκών), με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσει νότια. Μετά από
έναν σύντομο ρωσο-πολωνικό πόλεμο, τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν για τρίτη
φορά, οριστικά πλέον, το Κίεβο.

Μετά από ένα διάλειμμα τριών ετών, η Ουκρανία επανήλθε υπό την κυριαρχία της
Ρωσίας· τώρα πια δεν αντιμετώπιζαν την απολυταρχία του τσάρου, αλλά τη
δικτατορία του Κόμματος. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στα ανατολικά, στο Χάρκοβο,
με το πολυπληθές προλεταριάτο. Μετά από μια τριετία συγκρούσεων, η σοδειά του
1921 ήταν ελάχιστη και ο λιμός που ακολούθησε ήταν η κορύφωση του δράματος. Ο
Λένιν αποδέχτηκε την ξένη επισιτιστική βοήθεια που του προσφέρθηκε, παρ’ όλα
αυτά όμως τα θύματα του λιμού το 1921-22 στη νότια Ουκρανία υπολογίζονται από
250 χιλ. έως μισό εκατ.

Ο Λένιν αντιλήφθηκε ότι τα χρόνια του πολεμικού κομμουνισμού είχαν κάνει
μισητούς τους μπολσεβίκους σε ευρύτατα στρώματα και, παράλληλα με τη ΝΕΠ (Νέα
Οικονομική Πολιτική), χαλάρωσε και τα γκέμια έναντι των μειονοτήτων που
περιλάμβανε η Σοβιετική Ένωση. Στην Ουκρανία, η νέα γραμμή πήρε την ονομασία «ουκρανοποίηση»,
δηλαδή αναγνώριζε την ουκρανική ταυτότητα και της παραχωρούσε περιθώρια
έκφρασης, ενώ στο δημόσιο επέβαλαν τη διγλωσσία απαιτώντας από τους δημόσιους
υπαλλήλους να μάθουν ουκρανικά. Αρκετοί διανοούμενοι επέστρεψαν στην πατρίδα
τους, μεταξύ των οποίων και ο Χρουσέφσκι[7],
παρασυρμένοι από τις υποσχέσεις του Λένιν για πνευματική ελευθερία.

Το 1929, ο Στάλιν, αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε ξεδοντιάσει την αριστερή
αντιπολίτευση του Τρότσκι και των στενών συνεργατών του Λένιν,
Κάμενεφ-Ζηνόβιεφ, αποφάσισε να εφαρμόσει το πρόγραμμα της κολεκτιβοποίησης της
γης. Οι αγρότες σε όλη τη Σοβιετία (και ιδιαιτέρως στην Ουκρανία) αρνήθηκαν να
παραδώσουν τη γη τους για να ενταχθούν στα κολχόζ. Καθώς η επιχείρηση της
κολεκτιβοποίησης δεν εξελισσόταν σύμφωνα με τις επιθυμίες του Στάλιν, αυτός
ζητούσε από τις αγροτικές επαρχίες όλο και μεγαλύτερες ποσότητες σιτηρών προκειμένου
να τα εξαγάγει και έτσι να κερδίσει η Σοβιετική Ένωση σκληρό συνάλλαγμα για την
αγορά από το εξωτερικό μηχανών απαραίτητων στη βιομηχανία. Για να
ιδεολογικοποιήσει την αρπαγή τροφίμων από την ύπαιθρο έκανε χρήση μυθευμάτων
περί κουλάκων (ισχυρών μεγαλοαγροτών) που κρύβουν τη σοδειά. Οι επιτάξεις
τροφίμων και η τρομοκρατία στην ύπαιθρο προκάλεσαν εκτεταμένο λιμό, πολύ
μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο του 1921-22, ενώ, για να εκδικηθεί την Ουκρανία
για τη στάση της τα προηγούμενα χρόνια, αρνήθηκε πεισματικά οποιαδήποτε ξένη
επισιτιστική βοήθεια. Το Χολοντομόρ (από τις λέξεις
χολόντ=πείνα και μορ=εξόντωση) που προκάλεσε ο Στάλιν οδήγησε στον θάνατο
τουλάχιστον 5 εκατ. πολίτες, εκ των οποίων 3,9 εκατ. Ουκρανοί, ενώ εξανάγκασε
εκατοντάδες χιλιάδες «κουλάκους» να μεταναστεύσουν στις βορειοανατολικές
αραιοκατοικημένες επαρχίες.

“Κουλάκοι” απομακρύνονται από τα σπίτια 

Το Πολιτικό Γραφείο, με δύο μυστικά διατάγματα τον Δεκέμβριο του 1932,
κατηγόρησε ως υπεύθυνη για την αποτυχία των επιτάξεων την «ουκρανοποίηση». Η
ουκρανική γλώσσα απαγορεύτηκε στη δημόσια σφαίρα, ενώ έκλεισαν όσοι οργανισμοί
συνδέονταν με αυτήν όπως πανεπιστήμια, ακαδημίες, μουσεία κ.λπ. Η Γκεπεού,
(προκάτοχος της Κα Γκε Μπε) συνέλαβε και εκτέλεσε ή έστειλε στα γκουλάγκ, που
έκτοτε ξεκίνησαν να δουλεύουν με πυρετώδεις ρυθμούς, την ουκρανική διανόηση,
αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του Κ.Κ. Ουκρανίας που χρεώθηκε την αποτυχία (μόνο
το 1932 συνέλαβε 27 χιλ. μέλη του). Ακόμα και μεγαλοστελέχη του ουκρανικού ΚΚ,
όπως ο Μίκολα Σκρίπνικ, στενός συνεργάτης του Λένιν και οπαδός
της «ουκρανοποίησης», εξωθήθηκαν στην αυτοκτονία.

Μετά την ανεξαρτησία της, η Ουκρανία αναγνώρισε το Χολοντομόρ και, τα
τελευταία χρόνια, κάνει προσπάθειες να αναγνωριστεί διεθνώς ως γενοκτονία, αλλά
αντιμετωπίζει τη σθεναρή αντίσταση της Ρωσίας η οποία, ακολουθώντας στάση ανάλογη
της Τουρκίας για τη γενοκτονία που διέπραξε κατά των ορθοδόξων χριστιανών το
διάστημα 1914-1922, υποβαθμίζει τα γεγονότα και πιέζει χώρες που ελέγχει να μην
το αναγνωρίσουν.

Το 1954, η Μόσχα εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο η Κριμαία
μεταβιβαζόταν από τη Ρωσική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Ουκρανική και ως
αιτιολογία προβάλλονταν οι στενοί γεωγραφικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί
δεσμοί της με την Ουκρανία. Οι Ρώσοι κατηγορούν τον Χρουστώφ[8] ότι, ως ουκρανικής καταγωγής από
τη μητέρα του, αλλά και ότι –επειδή, ως ανερχόμενο στέλεχος στα χρόνια του
Στάλιν, γνώριζε από πρώτο χέρι τα εγκλήματα του σταλινισμού στην Ουκρανία– είχε
τύψεις και έκανε την Κριμαία δώρο στην Ουκρανία. Η κόρη του ανταπαντά ότι τα
κίνητρά του ήταν πολύ πιο πεζά, μιας και η Κριμαία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα
ύδρευσης και ηλεκτρικής ενέργειας και ήταν ανάγκη να ενωθεί με την εγγύτερη
Ουκρανία.

Το 1990, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην Ουκρανία
και, έναν χρόνο αργότερα, σε δημοψήφισμα, το 92,3% των Ουκρανών
ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας (το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας στην περιφέρεια
του Ντονιέτσκ ήταν 83% και στην Κριμαία 54%). Τρία χρόνια αργότερα, η ουκρανική
ηγεσία διέπραξε ένα σφάλμα που κατατρύχει έκτοτε την Ουκρανία: συναίνεσε να
παραδώσει στη Ρωσία τα πυρηνικά όπλα της Σοβιετικής Ένωσης που βρίσκονταν στο
έδαφός της, λαμβάνοντας εγγυήσεις για την ακεραιότητα των συνόρων της από τις
ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Ρωσία. Ενώ γίνεται τεράστια συζήτηση για το αν
υποσχέθηκαν ή όχι οι δυτικοί προφορικά στον Γκορμπατσόφ τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ
στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι δημοσιολογούντες «ξεχνούν» ότι
το 1994 υπογράφτηκε μια συνθήκη όπου και η ίδια η Ρωσία εγγυούνταν την εδαφική
ακεραιότητα της Ουκρανίας.

Όσο και αν Ουκρανοί και Ρώσοι έχουν κοινή ιστορική και θρησκευτική ρίζα,
τους χωρίζουν πια ποταμοί αίματος. Ο ουκρανικός εθνισμός, τους τελευταίους 3,5
αιώνες, έχει οικοδομηθεί μέσω της αντίστασης στους Ρώσους. Η εν εξελίξει ρωσική
εισβολή χαλυβδώνει έτι περαιτέρω τους Ουκρανούς και σπρώχνει ακόμα και εκείνους
τους ρωσόφωνους που διατηρούσαν επαφές με τη Ρωσία να ενταχθούν πια πλήρως στο
ουκρανικό έθνος.

Διαβάστε και το πρώτο μέρος.

[3] Η ρωσική Εκκλησία αναθεμάτισε τον Μαζέπα και μέχρι την ανεξαρτησία της Ουκρανίας έφερε το στίγμα του προδότη. Από το 1991 σταδιακά αποκαταστάθηκε και το 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκρινε
το ανάθεμα ως μη κανονικό.

[4] Μεγάλα τμήματα της
Πολωνίας έλαβε και η Πρωσία τόσο με τον πρώτο διαμελισμό όσο και με τον
δεύτερο, αλλά και μικρότερα η Αυστρία.

[5] Ιστορικός και λαογράφος,
γιος ενός Ρώσου αριστοκράτη και μιας Ουκρανής δουλοπάροικου, από τους πρώτους
που επισήμαναν ότι Ρώσοι και Ουκρανοί δεν είναι το ίδιο έθνος. Επηρέασε τους
ναρόντνικους και εξέδωσε πολλά βιβλία για την ιστορία των κοζάκων, τον
Μπογκντάν Χμελνίτσκι, τον Ιβάν Μαζέπα, τη δημοτική ποίηση της Ουκρανίας κ.λπ.

[6] Συγγραφέας μεταξύ άλλων
του δεκάτομου έργου Ιστορία της Ουκρανίας των Ρως.

[7] Ο Χρουσέφσκι συνελήφθη το
1931 και πέθανε το 1934 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον Καύκασο όπου ήταν
εξόριστος. Οι σταλινικοί πραγματοποίησαν τρεις δημόσιες συζητήσεις στο Κίεβο
για να απονομιμοποιήσουν και αποκηρύξουν το έργο του.

[8] Η κατάσταση στην Ουκρανία
ηρέμησε όταν ανέλαβε ο Χρουστσώφ Γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας το 1939. Εργάτης
από το Χάρκοβο, ο Χρουτσώφ ανέβηκε ταχέως στην ιεραρχία του Κόμματος όταν τον
πήρε υπό την προστασία του ο Λαζάρ Καγκάνοβιτς και τον εισήγαγε στον κλειστό
κύκλο των έμπιστων του Στάλιν.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Δημήτρης Γαϊτάνης, Συνοπτική Ιστορία της Ουκρανίας, εκδόσεις Γρηγόρη 2001.

Γιώργος Καραμπελιάς, 1821, Η Παλιγγενεσία, τ. β΄ Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2021.

Ιωάννης Παπαφλωράτος, Συνοπτική Ιστορία των σχέσεων μεταξύ Ρωσσίας και Ουκρανίας, Λειμών 2022.

Κώστας Παπαϊωάννου, Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2017.

Anne Applebaum, Ο Κόκκινος λιμός, ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας, Αλεξάνδρεια 2019.

Paul Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, Αιώρα 2016.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ