Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Το Τετράγωνο, σύμφωνα με την ιστορία της ταινίας, είναι ένα σύγχρονο έργο-εγκατάσταση, της Αργεντινής καλλιτέχνιδας Λόλας Αρίας, το οποίο ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στη Βασιλικό Μουσείο Τεχνών της Στοκχόλμης –πρόκειται για ένα πραγματικό έργο, που δημιούργησαν το 2015 στην πόλη του Βάρναμο, οι Όστλουντ και Κάλε Μπόμαν. Το Τετράγωνο, που προτείνει την αρχή της πίστης (εμπιστοσύνης), δοκιμάζοντας τον επισκέπτη του, αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, τη σεναριακή πλοκή. Ήρωας της ταινίας είναι ο Κρίστιαν, ο επιμελητής του μουσείου, σύγχρονος, καλοβαλμένος, μορφωμένος και μάλλον πλούσιος. Καθώς περπατά στον δρόμο, λοιπόν, ακούγεται μια γυναίκα να φωνάζει «βοήθεια». Ο Κρίστιαν, που σπεύδει να τη βοηθήσει, μπλέκει άθελά του σε έναν καβγά της γυναίκας με τον φίλο της. Όταν το –σκηνοθετημένο προφανώς– επεισόδιο λήγει, ο Κρίστιαν βρίσκεται χωρίς το κινητό και το πορτοφόλι του. Για να τα πάρει πίσω, γράφει ένα απειλητικό γράμμα προς όλους τους ενοίκους μιας λαϊκής πολυκατοικίας, όπου, με δορυφορικό σήμα, βρίσκει το κινητό του. Εν τέλει, θα πάρει πίσω ό,τι του ανήκει, αλλά θα βρεθεί μέσα σε μια νέα κρίση εμπιστοσύνης. Ένας πιτσιρίκος, ένοικος της πολυκατοικίας, απαιτεί να του ζητήσει συγγνώμη, γιατί τον είπε –με το γράμμα– κλέφτη, χωρίς να φταίει. Μια δημοσιογράφος, με την οποία κοιμάται για μια νύχτα, ζητάει κάτι παραπάνω από μια τυχαία συνεύρεση και, όταν η ομάδα διαφήμισης του Τετραγώνου, ανεβάζει ένα ακραίο βίντεο στο ίντερνετ, ώστε να κερδίσει δημοσιότητα εν όψει της έκθεσης, ο Κρίστιαν θα αναγκαστεί να ζητήσει συγγνώμη και να παραιτηθεί από τη θέση του.
Η ταινία του Σουηδού Ρούμπεν Έστλουντ, πού κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα πέρυσι στις Κάννες, είναι μια σάτυρα αφ’ ενός, του κόσμου της σύγχρονης τέχνης ή «τέχνης», που είναι της μόδας στα σύγχρονα μουσεία και εκθέσεις –δες τη δική μας περίπτωση της «documenta 14» ή του ανεκδιήγητου Γιαν Φαμπρ. Το χρήμα πρώτα απ’ όλα, η πόζα έπειτα, ο ακαδημαϊσμός της «πρωτοπορείας», ο αμοραλισμός της διαφήμισης, η πλήρης ιδιωτεία είναι οι φορείς μιας αποξένωσης από τους (αληθινούς) ανθρώπους και από την πραγματική ζωή –και τέχνη. Από την άλλη, ο Έστλουντ επιχειρεί μια τομή σ’ αυτόν τον καλοβαλμένο κόσμο, που ζει νωχελικά το παραμύθι του, ανέπαφος από ό,τι γίνεται τριγύρω: παιδιά, υπάλληλοι, ορντινάτσες, ζητιάνοι, λαϊκοί άνθρωποι, σερβιτόρες κ.λπ. Όταν το παραμύθι τσακίσει, ο Κρίστιαν θα έρθει αντιμέτωπος με την αληθινή ζωή: τις δυο του κόρες, τον μικρό που του ζητάει τα ρέστα γιατί τον αδίκησε, τη γυναίκα που δεν αρκείται στην ερωτική εκτόνωση μιας βραδιάς. Θα βρεθεί επίσης παγιδευμένος στην πολιτική ορθότητα του μουσείου, στην υποκρισία ενός κομφορμιστικού «μοντερνισμού» και στο –πάντα– ανεξέλεγκτο της αληθινής τέχνης. Πολλά, θα μου πείτε, όλα αυτά για μια μόνο ταινία. Συμφωνώ.
Παγιδευμένος σε έναν περισπασμό, ακριβώς όμοιος με τον ήρωά του, τον Κρίστιαν, ο σκηνοθέτης κάποτε χάνει τον μίτο του καίριου, μακραίνοντας την ταινία του χωρίς λόγο. Η ταινία βάζει πάρα πολλά θέματα, από την αποξένωση έως την υποκρισία, και κρατάει μεν το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά μια πιο σφιχτή και επικεντρωμένη δομή θα την έκανε δυνατότερη, χωρίς να χρειάζονται όλα τα 142 λεπτά της διάρκειάς της. Μα, θα πεις, έναν ξενέρωτο κόσμο περιγράφει, δεν του είναι άρα η χαλαρότητα ταιριαστή; Σωστό κι αυτό. Αλλά κάποτε δεν μπορεί να αποφύγει, παρασυρμένος ίσως από το θέμα του, την αισθητική επίδειξη. Όπως, φερ’ ειπείν, όταν ο μυγιάγγιχτος Κρίστιαν ψάχνει στα σκουπίδια το σημείωμα του πιτσιρίκου.
Το σενάριο είναι του ίδιου του Σουηδού σκηνοθέτη Ρούμπεν Έστλουντ, που έχει χρησιμοποιήσει ένα διεθνές καστ ηθοποιών, σε αυτήν τη δίγλωσση (σουηδικά, αγγλικά) ταινία. Ο Δανός Κλάις Μπανγκ είναι αρκετά καλός –βραβευμένος– στον κυρίαρχο ρόλο του Κρίστιαν. Ο Αμερικανός Τέρι Νοτάρι παίζει τον περφόρμερ, που υποδύεται έναν αγριάνθρωπο Νεάτερνταλ. Η Αμερικανίδα Ελίζαμπεθ Μος είναι η λίγο χαζούλα Ανν, η δημοσιογράφος-γυναίκα μιας βραδιάς. Ο Άγγλος Ντόμινικ Γουέστ είναι ο Τζούλιαν, συνάδελφος του Κρίστιαν και ο επίσης Δανός Κρίστοφερ Λέσο είναι ο υπάληλος του Κρίστιαν, Μίκαελ. Η φωτογραφία είναι του Σουηδού Φρέντρικ Βένζελ και στο μοντάζ έχει εργαστεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μαζί με τον Γιάκομπ Σέχερ Σλούσινγκερ. Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η επιλογή και η χρήση της μουσικής από ένα πολυφωνικό σάουντρακ σύγχρονης μουσικής.
Δεν είμαι ο νέγρος σου
Το ντοκιμαντέρ του Ραούλ Πεκ είναι, χωρίς υπερβολή, συγκλονιστικό. Μέσα από το ανολοκλήρωτο βιβλίο, «Θυμάμαι αυτό το σπίτι», του έγχρωμου συγγραφέα από το Χάρλεμ, Τζέιμς Μπάλντουιν (1924-1987), ξετυλίγεται η ταυτότητα κ\αι η ιστορία των νέγρων της Αμερικής, η ταυτότητα και η ιστορία της ίδιας της λευκής Αμερικής. «Ο νέγρος κινείται από θυμό, ο λευκός από φόβο», λέει ο συγγραφέας Μπάλντουιν, προσπαθώντας να ψυχογραφήσει την εμφύλια σύγκρουση που δεν έχει λάβει τέλος ως τις μέρες μας και που ορίζει, όπως σωστά το θέτει ο συγγραφέας-αφηγητής, την εθνική ταυτότητα των ΗΠΑ. Ο Μπάλντουιν εμφανίζεται στην ταινία, όχι μόνο μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου του, αλλά και με στιγμιότυπα από συνεντεύξεις και ομιλίες του, όπως άλλωστε όλοι οι πρωταγωνιστές του κινήματος των Μαύρων της Αμερικής, στη δεκαετία του 1960. Ο Μπάλντουιν, που ήταν συνομήλικος και φίλος του ακτιβιστή Μέντγκαρ Έβερς (1925-1963), επιστρέφει από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη και αναλαμβάνει να γράψει ένα βιβλίο για τη δολοφονία του, καθώς και για τη δολοφονία του Μάλκομ Χ (1925-1965) και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ του Νεώτερου (1929-1968), που έγιναν παγκόσμια σύμβολα του κινήματος απελευθέρωσης των Μαύρων της Αμερικής, των Αφροαμερικανών, όπως έχει καθιερωθεί να λέγονται.
Βασισμένη η ταινία στη σκέψη του Μπάλντουιν, που ξεκίνησε το βιβλίο του το 1979 και δεν είχε γράψει παρά μόλις τριάντα χειρόγραφες σελίδες ως το 1987 που πέθανε, δεν περιορίζεται σε μια τυπική, στεγνή και πολιτικά ορθή εξιστόρηση του κινήματος των Αφροαμερικανών, αλλά προχωράει σε μία κατακόρυφη τομή της ίδιας της αμερικανικής εθνικής –ναι, εθνικής! Μη σας κάνει εντύπωση– ταυτότητας και του αμερικανικού ονείρου. Η ανέφελη καταναλωτική ευωχία της λευκής Αμερικής στηρίζεται στην αναγκαία γι’ αυτήν καταπίεση της μαύρης Αμερικής, που ζούσε –και εξακολουθεί να ζει, μας λέει η ταινία– στο περιθώριο, σε ένα ιδιότυπο απαρτχάιντ. Εάν οι Ινδιάνοι εξοντώθηκαν με τη σφαγή και τον πόλεμο, οι Μαύροι, απαραίτητοι για τη σκληρή εργασία στις φυτείες και τις μαύρες δουλειές, επέζησαν μεν, αλλά χωρίς πρόσωπο στην αμερικανική ιστορία.
Ο Αϊτινός Ραούλ Πεκ –γνωστός για τις ταινίες του Λουμούμπα (2000), με την ιστορία του επίσης δολοφονημένου ηγέτη του ανεξάρτητου Κογκό, Πατρίς Λουμούμπα (1925-1961), και Κάποτε τον Απρίλη (2005), μια ταινία με πλαίσιο τη γενοκτονία της Ρουάντας– μέσα από τα γραπτά και τη ζωντανή παρουσία από τα φιλμ αρχείου του ίδιου του Μπάλντουιν, αποκαθηλώνει τον μύθο της «πολυπολιτισμικής» Αμερικής, αποκαλύπτοντας το σκληρό ρατσιστικό πρόσωπο που συγκροτεί το συνειδησιακό υπόβαθρο της χώρας και παράγει τη βία που δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Κάνει έτσι μια βαθειά τομή στην ίδια τη διχασμένη και διχαστική ταυτότητα των ΗΠΑ. Η επιτυχία του είναι ότι αποφεύγει τη ρητορική των δικαιωμάτων, για να πάει βαθύτερα στους αληθινούς πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ, που δεν είναι μόνο οι αποδιωγμένοι Νέγροι, αλλά και οι Λευκοί που έχουν ανάγκη τους Νέγρους, το άλλο τους μισό, για να υπάρξουν ως αμερικανικός λαός. Μοιάζει σε όλη την ταινία να απηχεί το «We the People», το «Εμείς, ο Λαός», οι τρεις πρώτες λέξεις, η κεφαλίδα του αμερικανικού συντάγματος του 1789. Η τίμια εξιστόρηση του Πεκ και του Μπάλντουιν είναι ένα καλό μάθημα σε όσους βιάστηκαν χαζοχαρούμενα να απεμπολήσουν ως άχρηστη την εθνική ταυτότητα –που σε μας τους Έλληνες πάσχει ομοίως από διχασμό–, χάριν της απατηλής δικαιωματιστικής πολυπολιτισμικότητας, ανύπαρκτης ακόμα και στην υποτιθέμενη κοιτίδα της.
Ο Πεκ, που είναι επίσης ο σκηνοθέτης της μάλλον επιφανειακής εφετεινής ιστορικής ταινίας Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς (Ο Μαρξ νέος), είχε την καλή έμπνευση να χρησιμοποιήσει για αφηγητή τον Σάμουελ Τζάκσον. Η ταινία είναι γαλλο-βελγο-ελβετικής παραγωγής, υποψήφια για το Όσκαρ Ντοκιμαντέρ. Η φωτογραφία στις σημερινές σκηνές που συνδέουν την αφήγηση είναι των Μπιλ Ρος, Τέρνερ Ρος και Ανρί Αντεμπονόγιο και το μοντάζ της Αλεξάντρας Στράους. Η ταινία συνίσταται εκθύμως σε όσους θέλουν να ρίξουν μια λοξή ματιά στην πραγματική Αμερική.