Στις 23 Νοεμβρίου 2013, στο Τορίνο πέθανε ο αγαπητός Κωστάντσο Πρέβε.
Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους αντικαπιταλιστές στοχαστές που συνέλαβε την σημασία του εθνικού ζητήματος στον 21ο αιώνα, αλλά και την αποτυχία της ευρωπαϊκής Αριστεράς να το ερμηνεύσει στη σωστή βάση –γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενσωμάτωσή της στην κυρίαρχη κοσμοπολίτικη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Στο ίδιο μήκος κύματος, από νωρίς συνέλαβε τον ρόλο και τη λειτουργία που έχουν οι ‘πολιτικές της ταυτότητας’ και στο πως αυτές διαπλέκονται με την γεωπολιτική, αλλά και την πολιτική οικονομία του νέου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Τέλος, ένα μεγάλο μέρος του έργου του, αφορά στην ιστορία και την αποτίμηση των κομμουνιστικών ιδεών του 20ου αιώνα. Υπήρξε λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, και άριστος γνώστης της ελληνικής, αρχαίας και νεώτερης. Βρισκόταν σε δεκαετίες σε ανοιχτή συνομιλία με κομμάτια της ελληνικής αριστεράς, και του ευρύτερου ριζοσπαστικού χώρου –μεταξύ αυτών, και με το Άρδην και τη Ρήξη. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του:
1994 Το λυκόφως των κοινωνικών θεών, Στάχυ
1998 Καιροί αναζήτησης, Στάχυ
2001 Το εθνικό ζήτημα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Στάχυ
2010 Το ασίγαστο πάθος, Πιρόγα
2010 Κριτική ιστορία του μαρξισμού, ΚΨΜ
Συλλογικά έργα:
2008 Θεωρία, αξίες και κριτική, Πόλις
2007 Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις, ΚΨΜ [εισήγηση]
Στη μνήμη του, δημοσιεύουμε ένα σύντομο βιογραφικό , εκτεταμένα αποσπάσματα από το έργο του Το εθνικό ζήτημα στο κατώφλι του 21ου αιώνα (εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001) .
Iταλός φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής. Ένας από τους σημαντικότερους αντικαπιταλιστές ευρωπαίους στοχαστές των τελευταίων δεκαετιών. Συνέγραψε δεκάδες έργα φιλοσοφίας, ιστορίας της φιλοσοφίας, ιστορίας των ιδεών. Δήλωνε επηρρεασμένος από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τον Φίχτε, τον Χέγκελ και –βέβαια– τον Μαρξ.
Ο Πρέβε γεννήθηκε στην Βαλέντζα, σπούδασε φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες, αρχαία και νεώτερη ελληνική φιλολογία στο Τορίνο, το Παρίσι και την Αθήνα. Εργάστηκε ως καθηγητής στο Λύκειο από το 1967 μέχρι το 2002. Συμμετείχε αρχικός στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και αργότερα προσέγγισε την Προλεταριακή Δημοκρατία, ένα κόμμα που ιδρύθηκε το 1975 και αντιτάχθηκε στον «ιστορικό συμβιβασμό» μεταξύ του PCΙ και της Χριστανοδημοκρατίας. Μετά την διάλυση του PCI, που συνέβη μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο το 1989, ο Πρέβε άσκησε αυτοκριτική και αναθεώρησε τις πρότερες θέσεις του. Συμμετείχε σε διαλέξεις και συνέδρια του Κάμπο Αντι-ιμπεριαλίστα μιας διεθνής ένωσης αριστερών και αντι-ιμπεριαλιστών ακτιβιστών και διανοούμενων που συγκέντρωσε την προσοχή των ΜΜΕ εξαιτίας της σκληρής καταγγελίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού. Από το 2005 έγραφε για το περιοδικό Ευρασία. [από το Βικιπήντια]
***
Το εθνικό ζήτημα και το κοινωνικό ζήτημα
[…] Μια δεύτερη προκατάληψη σε σχέση με το εθνικό ζήτημα αφορά την άποψη ότι η ιδέα του έθνους είναι εχθρική σε κάθε κοινωνικό ζήτημα, και κυρίως στην κοινωνική, προλεταριακή και διεθνιστική επανάσταση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το έθνος συνεπάγεται μια κίβδηλη διαταξική ενότητα, ενώ η εθνική ταυτότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια μεταμφιεσμένη αστική και καπιταλιστική ταυτότητα, που οι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί «πωλούν» στους προλετάριους, για να τους μετατρέψουν σε πρόβατα επί σφαγή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Δεν θα αναφερθώ εδώ εκ νέου στις παρατηρήσεις της προηγούμενης παραγράφου. Οφείλουμε να παραδεχτούμε όμως ότι υπάρχει μια δόση αλήθειας στην άποψη αυτή, καθώς αγγίζει ένα ουσιαστικό σημείο — που αποκάλυψε ο Μαρξ και ο μετέπειτα μαρξισμός σε όλες τις εκφάνσεις του. Για ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα πρέπει όμως πρώτα ν’ απαλλαγούμε από διάφορες αφελείς θεωρήσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο διαταξικός εθνικισμός «αποσπά» το προλεταριάτο από το να κάνει άμεσα την ωραία και καλή του διεθνιστική και κομμουνιστική επανάσταση. Η αντίληψη ότι η επανάσταση δεν έγινε εξαιτίας κάποιου οργανωμένου σχεδίου «αντιπερισπασμού», μου θυμίζει την άποψη κάποιων Ιταλών κομμουνιστών, ότι δηλαδή το 1948 στην Ιταλία «ξεχάστηκαν» (οι κομμουνιστές δηλαδή!) και δεν έκαναν την επανάσταση επειδή όλη τους την προσοχή την είχαν στραμμένη στις νίκες του ποδηλάτη Μπάρταλι στο Γΰρο της Γαλλίας, ή ακόμη καλύτερα ότι στην αρχαία Ρώμη οι πληβείοι δεν εξεγέρθηκαν ενάντια στη θλιβερή μοίρα της σκλαβιάς τους επειδή παρακολουθούσαν στις αρένες τους αγώνες των μονομάχων και των θηρίων. Ο κόσμος μπορεί να είναι λίγο ανόητος, αλλά όχι και σε τέτοιο σημείο — και καλό είναι να μην το ξεχνάμε. Το εθνικό ζήτημα δεν «αποσπά» ποτέ την προσοχή από το κοινωνικό ζήτημα, εάν αυτό το τελευταίο είναι πράγματι ριζωμένο σε υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις. Η διαλεκτική εξέλιξη του λεγόμενου «κοινωνικού ζητήματος» —δηλαδή της πάλης των τάξεων ή, μάλλον, της πάλης ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις που αποτελούν την καπιταλιστική κοινωνία, και που κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο δύο— προϋποθέτει ιστορικά την ύπαρξη μιας προγενέστερης εθνικής ταυτότητας. Προσωπικά, προτιμώ σαφώς το διεθνισμό από τον εθνικισμό. Ο διεθνισμός —αρκεί να σκεφτούμε την ετυμολογική έννοια του όρου {διά- έθνος- ισμός)— προϋποθέτει τη σχέση ανάμεσα σε διάφορα αλλά όμοια έθνη και όχι ασφαλώς την άρνηση της εθνικής ταυτότητας. Παρ’ όλ’ αυτά, εάν κάναμε μια πρόχειρη σφυγμομέτρηση ανάμεσα στους λεγόμενους «καλλιεργημένους ανθρώπους» -ειδικά της «αριστεράς» -, θα βλέπαμε ότι ο διεθνισμός συγχέεται συστηματικά με την κατηγορηματική άρνηση του εθνικού ζητήματος, που στην καλύτερη περίπτωση το αντιλαμβάνονται στενά και μόνο από τη σκοπιά των λεγόμενων «ανθρώπινων δικαιωμάτων».
Η «καθαρή» ταξική επανάσταση είναι μία αφηρημένη έννοια του δογματισμού, άλλωστε καμιά επανάσταση δεν ήταν «καθαρή» κοινωνική επανάσταση. Για παράδειγμα, η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε τουλάχιστον τρία διαφο¬ ρετικά κοινωνικά υποκείμενα —εργάτες, φτωχούς αγρότες, διανοούμενους επαναστάτες- που είχαν διαφορετικά σχέδια και διαφορετικούς σκοπούς. Ο μύθος της «προλετα¬ ριακής επανάστασης» είναι ένα μεταγενέστερο ιδεολογικό κατασκεύασμα. Όλες οι κοινωνικές επαναστάσεις που πραγματοποιήθηκαν —στην Κίνα το 1949, στο Βιετνάμ το 1954, στην Κούβα το 1959— είχαν ως αφετηρία ένα προϋπάρχον εθνικό ζήτημα, που δεν είχε επιλυθεί εξαιτίας ακρι¬ βώς του ιμπεριαλισμού. Βλέπουμε λοιπόν ότι στην πράξη δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε με μια δόση πνευματικής οκνηρίας ότι οι καταπιεσμένες τάξεις εξαπατώνται συστηματικά από τη διαταξική ουτοπία της εθνικής ταυτότητας, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική ιστορική διαδρομή. (σελ. 21-23).
***
Η πολιτισμική παράδοση της αριστεράς
μεταξύ αποκοπής και νπερκαπιταλιστικού κοσμοπολιτισμού
Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στον πυρήνα του. Η αριστερά είναι σήμερα ο κατ’ εξοχήν πολιτισμικός χώρος της αποκοπής, και ακριβώς για το λόγο αυτό είναι το προνομιούχο πολιτισμικό σημείο αναφοράς της σημερινής καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Η απόρριψη της σημασίας κάθε εθνικού ζητήματος δεν είναι παρά μία από τις μορφές, και δυστυχώς όχι η κυριότερη, αυτής της γενικής αποκοπής. Ας επιχειρήσουμε να δούμε βήμα βήμα πώς συμβαίνει αυτό.
Η έννοια της αποκοπής μάς παραπέμπει στην ύπαρξη μια προγενέστερης κατάστασης από την οποία έχει κανείς ξεκόψει. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της «αριστεράς» στο σύνολό της. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, το κομμουνιστικό τμήμα της αριστεράς ρίζωσε στο πρόσφορο έδαφος της τάξης (εργατικής και προλεταριακής) και του Κόμματος (κομμουνιστικού), ενώ το μη κομμουνιστικό τμήμα της αναζητούσε τις κοινωνικές και πολιτισμικές του ρίζες μέσα σε μια προοδευτική μικροαστική τάξη, συνδεδεμένη με τις αξίες του πολίτικου ρεφορμισμού και της κοινωνικής ισότητας. Η αποκοπή από αυτές τις πολιτισμικές και κοινωνικές ρίζες προκλήθηκε από δύο αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα, δηλαδή από τον ενδογενή μετασχηματισμό του συνολικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από τη μια -πράγμα που η αριστερά δεν είχε προβλέψει ούτε καν στις γενικές του γραμμές-, και από την παταγώδη αποτυχία στην οικοδόμηση μιας εναλλακτικής στον καπιταλισμό κοινωνίας, από την άλλη. Δεδομένου ότι πρόκειται για δύο αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα, δεν θα πρέπει να διερευνηθούν χωριστά, ως δύο παράλληλες διαδικασίες, όπως δυστυχώς τείνει να κάνει όλη η ιστοριογραφία,ακόμη και η καλύτερη.
Ας ανοίξουμε εδώ μια μικρή παρένθεση για ν’ αναφερθούμε στον ιστορικό κομμουνισμό του 20ού αιώνα και στην τραγική του έκβαση. Σ’ αυτό το σημείο επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι δεν συμφωνούμε με τη φιλοσοφική δαιμονοποίηση του, η οποία στα ίχνη της σχολής του Φρανσουά Φιρέ και βιβλίων του τύπου Το μαύρο βιβλίο του κομμουνισμού, ερμηνεύει μεταφυσικά τη συνολική ιστορία του ίδιου του κομμουνισμού ως εγκληματική αυταπάτη ή, ακριβέστερα, ως μια επαναστατική ουτοπιστική αυταπάτη που αναπόφευκτα οδήγησε σε σωρεία εγκλημάτων. Τέτοιου είδους ερμηνείες καθιστούν εντελώς ακατανόητο ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα –που θα πρέπει να διαχωριστεί σαφώς από την κομμουνιστική ουτοπία του Μαρξ— δεν παρουσίασε μόνο συγκεκριμένα απατηλά στοιχεία —όπως την αυταπάτη οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας διαμέσου ενός ολοκληρωτικού κόμματος-κράτους και της δράσης μιας τάξης σαν το βιομηχανικό προλεταριάτο που από τη δομή της δεν έχει τη συστημική ικανότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής- αλλά και συγκεκριμένες εγκληματικές πλευρές, όπως τον αφανισμό ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, τις δικαστικές μεθοδεύσεις, τις φυλακίσεις και το μαζικό χαφιεδισμό. Όμως σχεδόν όλα τα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα του 20ού αιώνα —ο ιμπεριαλιστικός αποκιο- κρατισμός, ο σιωνισμός, ο φυσιολογικός χρηματιστικός καπιταλισμός, ο ναζισμός κ.λπ. — παρουσίασαν σαφείς εγκληματικές πλευρές, πέραν βεβαίως του ότι νομιμοποιήθηκαν μέσω κάποιας απατηλής ιδεολογίας. Είναι λοιπόν απόλυτα εσφαλμένο ν’ αποδώσουμε στον κομμουνισμό έναν γενικό εγκληματικό χαρακτήρα. Κι ας κλείσουμε εδώ για λόγους συντομίας αυτήν την παρένθεση. Ριζωμένη σε αυτήν την κοινωνική πραγματικότητα –που χαρακτήριζε η πρόοδος, η επιστήμη, η τάξη, το κόμμα κ.λπ. — η αριστερά ξεριζώθηκε απ’ αυτά βίαια, εξαιτίας της κοινωνικής αλλαγής που δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί με τα θεωρητικά εργαλεία που διέθετε. Ας σκεφτούμε μόνο το μυθικό ’68, που η αριστερά το βίωσε υπαρξιακά, ως ένα είδος κοινωνικής επανάστασης, χωρίς ποτέ να υποψιαστεί το σκληρό πυρήνα του υπερκαπιταλιστικού και αντιαστικού εκσυγχρονισμού των ηθών, καθώς και των μορφών συναίνεσης και κυριαρχίας που έκρυβε μέσα του. Αυτή η αποκο λοιπόν, παρήγαγε έναν ίλιγγο ανεστιότητας, ένα αίσθημα εκμηδένιση; και ντροπής για την προηγούμενη ταυτότητα, από την οποία η αριστερά πάσχισε ν’ απελευθερωθεί τοσυντομότερο δυνατό.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αριστερά αποτελεί σήμερα το προνομιακό πολιτισμικό πεδίο του υπερκαπιταλιστικού κοσμοπολιτισμού, της καταναγκαστικής και χρονικά συνοπτικής αμερικανοποίησης, της πλήρους διάλυσης των τελευταίων απομειναριών του «αστικού» συντηρητισμού στην κατεύθυνση ενός καπιταλισμού ολοκληρωτικά μετα-αστικού. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για μια διεστραμμένη διαλεκτική μεταστροφή των ουτοπιών περί του νέου ανθρώπου. Σύμφωνα με τις αναγεννητικές κομμουνιστικές ουτοπίες ο νέος άνθρωπος ξαναγεννιέται ανανεωμένος από την επαναστατική κάθαρση, έχοντας αποβάλει κάθε ίχνος αστικού εγωισμού και ατομικισμού. Παραμορφωμένη καρικατούρα του αστού, ο μετα-αστικός νέος άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα είδος «μηδενικού ορίου» του νεοκαπιταλιστικού καταναλωτισμού, όπου τα πάντα είναι πλέον επιτρεπτά, προφανώς μέσα στα συμβατά όρια της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Μέσα σ’ αυτά τα όρια, πράγματι,
τα πάντα είναι επιτρεπτά. Ο λεγόμενος ιταλικός «buonismo» (Βελτρόνι κ.λπ.) είναι πράγματι μια μετριοπαθής μορφή «ανεκτικότητας»: μπορούμε να είμαστε «καλοί» απέναντι σε κάθε παραβατική συμπεριφορά, εφόσον όμως αυτή δεν υπερβαίνει τα όρια του συστήματος του σύγχρονου καπιταλισμού.
Το πέρασμα από το προηγούμενο προλεταριακό ταξικό ρίζωμα στο σημερινό κοσμοπολίτικο υπερκαπιταλιστικό συντελέστηκε χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιας ουσιαστικής πολιτισμικής αυτοκριτικής. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε φιλοσοφικούς όρους —όπως ανοιχτά διεκδικεί η λεγόμενη «αδύνατη σκέψη», που είναι η ιταλική εκδοχή του μεταμοντερνισμού—, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την Uberwindung (συνειδητή υπέρβαση), αλλά με τη Verwindung (εγκατάλειψη, παραίτηση). Κάτι που εξάλλου έχει θεωρητικοποιηθεί, κάτω από τις επευφημίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων διανοουμένων.
Η μη κατανόηση της σημασίας της εθνικής ταυτότητας, που παλιά οφειλόταν στην ιδεολογία του επιφανειακού διεθνισμού, ο οποίος, ωθούμενος από ένα είδος αφηρημένου ταξικού κοινοτισμού, απέρριπτε κάθε μορφή εθνικής ταυτότητας, γίνεται ακόμη πιο αισθητή στον νέο υπερκαπιταλιστικό κοσμοπολιτισμό. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση βρισκόμαστε δυστυχώς σήμερα. (σελ. 29-33)
***
Οι δυνάμεις αντίστασης στον αμερικανισμό
και την καταναγκαστική αμερικανοποίηση του πλανήτη
Αν κατορθώσουμε να θέσουμε με σαφήνεια το ζήτημα της αμερικανοποίησης, αποφεύγοντας κάθε μορφή δουλοπρέπειας ή παράνοιας, θα κινηθούμε πιο άνετα ως προς το ζήτημα των ιστορικών δυνάμεων που σήμερα αντιστέκονται σ’ αυτή. Χρειάζεται μια προσεκτική, λεπτομερής και διαφοροποιημένη ανάλυση, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη ξεκινήσει κάποια σχετική ουσιαστική συζήτηση, και η έλλειψη αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή. Η ασάφεια γύρω από το εθνικό ζήτημα οδηγεί και πάλι σε μορφές «φυγής» που ανοίγουν απατηλές προοπτικές. Ας επισημάνουμε ορισμένες απ’ αυτές.
Πρώτον, υπάρχουν αυτοί που θέλουν ν’ αντιτάσσονται στην αμερικανοποίηση -την οποία λανθασμένα ταυτίζουν με την υποτιθέμενη «δυτικοποίηση» του πλανήτη —, θεωρώντας ως κινητήρια δύναμη τις κοινότητες αλληλεγγύης των φτωχότερων περιοχών (αρκεί ν’ αναφερθούμε στον Γάλλο Latouche). Πρέπει να πω αμέσως ότι συμπαθώ πολύ και βρίσκω θεμιτή αυτήν την προοπτική αλληλεγγύης, της οποίας συμμερίζομαι τις αντι χρησιμοθηρικές, άρα αντι-οικονομιστικές θεωρητικές προϋποθέσεις. Φοβάμαι όμως ότι στην ουσία προσφέρει ένα ακόμη άλλοθι καθώς, έχοντας ως αφετηρία την εξαθλίωση, και εναποθέτοντας μονάχα στους περιθωριακούς, τους «τελευταίους», το προνόμιο να παίξουν έναν κυρίαρχο ρόλο, παραβλέπει το πρωταρχικό δικαίωμα κάθε εθνικής κοινότητας ν’ αντιτάσσεται στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Η ιδεολογία της εξαθλίωσης δεν είναι καθόλου ασύμβατη με την ιμπεριαλιστική αμερικανοποίηση, η οποία μάλιστα την προβλέπει και την αναθέτει σε θρησκευτικές κοινότητες ή δημόσιες και ιδιωτικές οργανώσεις εθελοντισμού. Γενικότερα, οι κοινότητες αλληλοβοήθειας και αλληλοσυμπαράστασης, που πράγματι στις φτωχές χώρες διατηρούν στη ζωή εκατομμύρια ανθρώπων που διαφορετικά θα πέθαιναν, δύσκολα μπορούν να εξελιχθούν ιστορικά σε κοινωνικές δυνάμεις παγκόσμιας απελευθέρωσης.
Κατανοώ ότι τέτοιου είδους προοπτικές είναι σε θέση να σαγηνεύσουν τα ορφανά του εργατικού και προλεταριακού μεσσιανισμού, που έμειναν «χωρίς υποκείμενο » αναφοράς, αλλά θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίσουν το πένθος τους με περισσότερο ορθολογικό τρόπο.
Εντελώς άλλο πράγμα είναι προφανώς η αντίσταση, ακόμη και ένοπλη, καταπιεσμένων εθνοτήτων, όπως των Μάγια του Τσιάπας στο Μεξικό. Εδώ είμαστε εξολοκλήρου μέσα στο εθνικό ζήτημα, πρόκειται μάλιστα για μια παραδειγματική περίπτωση που αποδεικνύει πως το εθνικό ζήτημα όχι μόνο δεν αντίκειται στην κοινωνική απελευθέρωση, αλλά συνιστά από κάθε άποψη την ιστορική και πολιτική προϋπόθεσή της. Στην Ιταλία, ακόμη και σήμερα, ο «μύθος των Τσιάπας» λειτούργησε σαν είδος τροπικής φυγής προς ένα μεγάλο εξωτικό «κοινωνικό κέντρο», και ο κομαντάντε Μάρκο ήταν trendy, όχι όμως και οι άμοιροι Κούρδοι. Είναι προφανές ότι αν πραγματικά θέλουμε να σεβαστούμε τον θεμιτό και δίκαιο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα των κοινοτήτων των Ινδιάνων του Τσιάπας, δεν μπορούμε κατόπιν να υποτιμήσουμε και ν’ αγνοήσουμε το εθνικό ζήτημα που υπάρχει στη ρίζα του.
Δεύτερον, υπάρχουν αυτοί που θέλουν ν’ αντιτάσσονται στην αμερικανοποίηση, λανσάροντας διαφορετικές διεθνείς γλωσσικές κοινότητες, όπως για παράδειγμα τη γαλλοφωνία. Οφείλω να πω αμέσως ότι είμαι υπέρ της γαλλοφωνίας, που στην Ιταλία χλευάζεται από κάποιους υποταγμένους δημοσιογράφους και διανοούμενους, κατά τ’ άλλα ανίκανους να υπερασπιστούν και ν’ αναπτύξουν την ίδια τη γλώσσα και την κουλτούρα τους. Υπάρχει προφανώς και μια μισητή πλευρά στη γαλλοφωνία, δεδομένου ότι προσφέρει πολιτισμική κάλυψη στα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού — πράγμα που φάνηκε με τη δεκαετή υποστήριξη του Μομπούτου, του διεφθαρμένου τυράννου του Κονγκό, και με την τριτεγγύηση στην κυβέρνηση Xούτου της Ρουάντα, που ενέχεται στη γενοκτονία του λαού των Τούτσι. Γενικά η γαλλοφωνία δεν πρέπει να συγχέεται με την απροθυμία της γαλλικής κυβέρνησης ν’ αναγνωρίσει και να εφαρμόσει πλήρως τα δικαιώματα των εθνοτήτων που υπάρχουν στο εσωτερικό της —από τους Γάλλους Βάσκους μέχρι τους Κορσικανούς, από τους Βρετόνους μέχρι τους Αλσατούς.
Όταν μιλάω θετικά για τη γαλλοφωνία, εννοώ απλά ότι βρίσκω θετικό το γεγονός πως υπάρχουν κάποιοι που αντιτάσσονται στο πολιτισμικό και ισοπεδωτικά μονοπώλιο της αμερικανοποίησης.
Αυτό το κατανοεί ακόμη κι ένας συντηρητικός Άραβας διπλωμάτης όπως ο Μπούτρος Γκάλι, δεν βλέπω λοιπόν για ποιο λόγο δεν μπορεί να το κατανοήσει κι ένας μέσος Ιταλός διανοούμενος, που κατά τα άλλα ξεστομίζει εκ του ασφαλούς λέξεις όπως διαφορετικότητα, πλουραλισμός, πλούτος και αλήθεια των πολιτισμών.
Τρίτον, υπάρχουν αυτοί που νομίζουν ότι η μόνη δύναμη που είναι σήμερα σε θέση ν’ αντιπαραταχθεί στην ιμπεριαλιστική αμερικανοποίηση είναι ο θρησκευτικός μουσουλμανικός ολοκληρωτισμός, εννοούμενος όχι μόνο ως ισλαμική μονοθεϊκή θρησκεία, αλλά και ως πραγματικό πολιτισμικό μοντέλο, ασύμβατο με την πολιτισμική δυτικοποίηση του πλανήτη. Δεν αρνούμαι ότι σ’ αυτήν τη θεώρηση μπορεί να υπάρχουν στοιχεία αλήθειας, παρά το γεγονός ότι σοβαροί γνώστες του αραβικού κόσμου —όπως ο Αιγύπτιος Σαμίρ Αμίν— υποστηρίζουν αντιθέτως ότι ο μουσουλμανικός ολοκληρωτισμός είναι ένας κρυφός σύμμαχος της αμερικανικής ηγεμονίας (όπως η Αλγερία και η Σαουδική Αραβία).
Δεν θα επεκταθώ όμως στο ζήτημα, όχι μόνο λόγω έλλειψης χώρου αλλά κι επειδή δεν το κατέχω επαρκώς. Οφείλω να πω όμως ότι, ενώ η δημοκρατική και αλληλέγγυα αναγνώριση του δικαιώματος κάθε μικρού ή μεγάλου έθνους στην ελευθερία είναι μια υπόθεση παγκόσμιας σημασίας, δεν πιστεύω ότι αυτό ισχύει στην περίπτωση του μουσουλμανικού ολοκληρωτισμού. Έστω κι αν αυτός δικαιολογείται πολιτικά ως έσχατη αντίδραση απέναντι στην αλαζονεία του σιωνισμού και γενικότερα του ιμπεριαλισμού, δεν παύει να είναι κι ένα σύμπτωμα ουσιαστικού «μπλοκαρίσματος» των διαδικασιών εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης στον αραβικό και ισλαμικό — άρα όχι μόνο αραβικό αλλά και τουρκικό και περσικό, πακιστανικό κ.λπ. κόσμο. Τούτη τη στιγμή οφείλει κανείς ν’ αντιταχθεί στη δαιμονοποίηση του Ισλάμ, ένα φαινόμενο πολιτισμικά ρατσιστικό, που μπορεί να μην απασχολεί ευρέως την υψηλή διανόηση, κάνει όμως πάταγο σε μαζικές μορφές κουλτούρας, στις εφημερίδες, στις ταινίες κ.λπ.
Θα μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε και σε πολλά άλλα παραδείγματα, δεν το κάνουμε όμως για λόγους χώρου. Αυτό που έχει σημασία είναι να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχουν σύντομοι δρόμοι διαφυγής από την αντιμετώπιση της θεμιτής υπόστασης του εθνικού ζητήματος. […] (σελ. 47-51).