Αρχική » Η προδοσία των διανοουμένων

Η προδοσία των διανοουμένων

από admin
Συγγραφέας:

Της Σύνταξης

Η πρόσφατη αντιπαράθεση γύρω από το βιβλίο της 6ης Δημοτικού ανέδειξε στο προσκήνιο της ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης το ζήτημα της Ιστορίας και της χρήσης της από τους ιδεολογικούς εκφραστές της Νέας Τάξης. Τόσο στα προηγούμενα τεύχη του «Άρδην», όσο και στο τρέχον συνεχίζουμε τη μελέτη των ιστορικών πλαστογραφήσεων, καθώς και της έκτασης που έχει λάβει σε χώρες όπως τα Βαλκάνια, η Ρωσία ή η Γαλλία: Η Νέα Τάξη επιβάλει παντού την  ενιαία σκέψη της αποεθνικοποίησης, της μετατροπής της ιστορίας σε ιστορία «νοοτροπιών» και «συμπεριφορών», της «απομυθοποίησης των μεγάλων αφηγήσεων».

Για να εξηγήσουμε όμως την έκταση αυτών των αλλαγών και το εύρος της στον σύγχρονο κόσμο και την Ελλάδα, δεν αρκεί να αναφερθούμε στην αλλοτρίωση των διανοουμένων και ιδιαίτερα της Αριστεράς, μέσα από ποικιλώνυμα ιδρύματα τύπου Φορντ ή Σόρος, ή την ένταξή τους στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν αρκεί να καταγγείλουμε συγκεκριμένες περιπτώσεις και άτομα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά θα πρέπει να αναχθούμε σε ένα ευρύτερο φαινόμενο, δηλαδή την μεταβολή των υψηλότερων στρωμάτων της διανόησης σε αποφασιστικό στοιχείο των νέων ελίτ. Δεν πρόκειται πια για ένα στρώμα διαχειριστών της γνώσης στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των αρχουσών τάξεων, αλλά για μια κοινωνική κατηγορία συστατική των αρχουσών τάξεων, για άρχουσα τάξη καθ’ εαυτή, η οποία ενώ διαθέτει τις ίδιες πισίνες και τα ίδια κότερα με τους εργολάβους και τους πολιτικούς παριστάνει την δήθεν μαχόμενη «διανόηση».

Εξαπατούν έτσι τα λαϊκά στρώματα που προσδοκούν τον «φωτισμό» τους από τους «γραμματισμένους», και μάλιστα εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, χρησιμοποιώντας με λαθροχειρίες, την παραδοσιακή αντίληψη για τον άνθρωπο του «πνεύματος», που μοχθεί για τα λαϊκά δίκια και συμφέροντα. Έτσι πραγματοποιούν ένα απαράδεκτο αμάλγαμα και μία σύγχυση ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη που αμειβόταν με ένα… γιουβέτσι για κάθε κυριακάτικο χρονογράφημα και δισεκατομμυριούχους συγγραφείς, καθηγητές και καλλιτέχνες. Οι τελευταίοι, την εποχή του επικοινωνιακού καπιταλισμού,   συγκροτούν μέρος από την καρδιά του συστήματος κυριαρχίας, και κατά συνέπεια προωθούν αποφασιστικά τη Νέα Τάξη, όντας μάλιστα ένα από τα πλέον παγκοσμιοποιημένα και αποεθνικοποιημένα τμήματα των σύγχρονων ελίτ.

Γι’ αυτό και ένα αβυσσαλέο κενό μεσολαβεί μεταξύ της λαμπρής μεταπολεμικής γενιάς των διανοουμένων της αμφισβήτησης και των σύγχρονών μας. Από τον Σάρτρ, τον Καμύ, τον Α. Γκορζ, τον Φρανς Φανόν, τον Γκυ Ντεμπόρ, τον Παπαϊωάννου, τον Καστοριάδη, τον Σολτζενίτσιν κ.α. περάσαμε στις φιγούρες των διανοουμένων-απολογητών της αυτοκρατορίας όπως ο Α. Γκλυκσμάν, ο Κον-Μπετίτ κ.α. Ακόμα και προσωπικότητες που διακρίθηκαν στα νεανικά τους χρόνια για την ριζοσπαστικότητα και το αντιστασιακό τους φρόνημα –όπως ο Νέγκρι– φαντάζουν σήμερα τουλάχιστον ως ωχρά απολιθώματα του παρελθόντος τους συνωστιζόμενοι στις καμπάνιες υπέρ του «Ναι» στο Ευρωσύνταγμα, ενώ εφημερίδες όπως η Λιμπερασιόν έχουν προ πολλού αλλάξει χέρια, από τους νεολαίους και τους εργάτες σ’ εκείνα των πιο σοφιστικέ και παγκοσμιοποιημένων ανώτερων στρωμάτων, τους χρηματιστές και τους γιάπηδες.

Η Ελλάδα, ως μια άρτι εξευρωπαϊσμένη χώρα, προσπαθεί με κάθε μέσο να υπερβεί το μέτρο αυτού του «παραδείγματος». Έτσι, για παράδειγμα, ιστορικοί του μεγέθους ενός Παπαρρηγόπουλου υποκαθίστανται σήμερα από τον… Λιάκο, ο Σαββόπουλος τού σήμερα επιμένει μέσα από τις τελετές και τις δεξιώσεις να υπονομεύει τον «Νιόνιο» του χθες, ενώ πλέον είναι αμφίβολο το εάν η γενιά του Πολυτεχνείου θα μείνει στην ιστορία ως η γενιά της εξεγερμένης της νιότης ή αν θα εκπροσωπηθεί από τις εκατοντάδες των περιπτώσεων που στοιβάζονται στους προθαλάμους των υπουργείων, της πρεσβείας και των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων. Τι μεσολάβησε από τότε ως τώρα, προκειμένου να γίνουμε μάρτυρες αυτών των… οβιδιακών μεταμορφώσεων;

Επανάσταση και Παλινόρθωση

Μεσολάβησε ό,τι συμβαίνει συνήθως στην Ιστορία: μια μεγάλη «αντεπανάσταση»! Αυτήν, που διαδέχθηκε την παγκόσμια έκρηξη της δεκαετίας του 1960. Το σχήμα είναι κλασσικό. Η εξέγερση της δεκαετίας του ’60 ηττήθηκε στο βασικό της αίτημα, του ριζοσπαστικού «μεγάλου μετασχηματισμού» των σύγχρονων κοινωνιών. Νίκησε, όμως, στα σημεία μιας και πολλές πτυχές των αιτημάτων της –ίσως οι πιο ανώδυνες– αποτυπώθηκαν σε νέους θεσμούς και συμπεριφορές, τόσο στο εσωτερικό των κοινωνιών όσο και στο παγκόσμιο σύστημα. Κι αυτή η νίκη, αποτέλεσε την βάση για την ενσωμάτωση ενός –τουλάχιστον– κομματιού της «γενιάς του ‘68» στο «σύστημα».

Παράλληλα, έλαβαν χώρα και μια σειρά κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών οι οποίες αναβάθμισαν τον ρόλο του διανοούμενου στα πλαίσια των κοινωνιών του «ανεπτυγμένου κόσμου». Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:

Έχουμε αναφερθεί και σε παλαιότερα τεύχη του Άρδην (τ. 46) στο πώς ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός, η αναγωγή της πρόκλησης και της αμφισβήτησης οποιουδήποτε τύπου παράδοσης, κληρονομιάς και συνέχειας σε αυτοσκοπό. η εμμονή στο νεωτερισμό που αποτέλεσε μια σημαντική –και ίσως η κυρίαρχη– πτυχή όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κινημάτων ‘60, από τους «καταστασιακούς» και τον Γαλλικό Μάη μέχρι τον Τζέηκσον Πόλλοκ. εύκολα «μεταφράστηκε» στην λατρεία της καινοτομίας που επιδεικνύει ο σύγχρονος καταναλωτικός καπιταλισμός καθώς και στην τεχνική της πρόκλησης πάνω στους οποίους στηρίζεται ο μηχανισμός του μάρκετινγκ.

Οι παραγωγικοί μετασχηματισμοί που επισφράγισαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 την Δύση, η μεταφορά της τριτογενούς παραγωγής στον Τρίτο Κόσμο και η συνακόλουθη έκρηξη των υπηρεσιών και της βιομηχανίας του θεάματος, υποσκέλισαν σημαντικά στις Δυτικές κοινωνίας τον ρόλο της χειρονακτικής εργασίας, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε η σημασία και πολλαπλασιάστηκε αξία των πνευματικών και των διανοητικών δεξιοτήτων. Το πανεπιστήμιο μαζικοποιήθηκε κι αναδύθηκαν στην επιφάνεια νέα στρώματα διανοουμένων για τα οποία διαμορφώθηκαν νέοι ρόλοι μέσα στην ευρύτερη παραγωγική διαδικασία. Για πάρα πολλά χρόνια τα στρώματα αυτά κατέκτησαν προνομιακές θέσεις μέσα στην οικονομία και την κοινωνία της «πληροφορίας» και έγιναν οι φορείς της νέας καταναλωτικής ευημερίας που σημάδεψε τις προηγούμενες δεκαετίες.

Το κίνημα του ’68, στα ύστερά του βήματα παρήγαγε τις Μη-κυβερνητικές οργανώσεις ως μια θεσμική μορφή «εναλλακτικής πολιτικής», ως φορείς του πνεύματος των κινημάτων που παρενέβαιναν όμως «εδώ και τώρα», στην καθημερινότητα εκφράζοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη τους προς τον Τρίτο Κόσμο, υλοποιώντας πολιτικές στο εσωτερικό του Πρώτου κ.ο.κ. Η εξέλιξή τους ήλθε να διαψεύσει την αρχική φιλοσοφία. Σύντομα, οι κυβερνήσεις και οι επίσημοι οργανισμοί κατανόησαν ότι το κλειδί για τον έλεγχο των οργανώσεων αυτών ήταν η χρηματοδότηση. Μέσω αυτής ήλεγξαν τις ηγεσίες των οργανώσεων που μεταβλήθηκαν σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και σε κατ’ εξοχήν προπαγανδιστές  της παγκοσμιοποίησης υπό το πρόσχημα της οικουμενικότητας.

Στην Ελλάδα

Αυτά τα φαινόμενα πήραν ίσως την πιο παροξυστική τους έκφραση στην Ελλάδα.

Α. Η κατάρρευση της δικτατορίας και η μεταπολίτευση σηματοδότησε μια γενικευμένη και οριστική κρίση του παλιού καθηγητικού και πνευματικού κατεστημένου της χώρας, του συνδεδεμένου με τη δεξιά, την εκκλησία, το παλάτι και την Αμερικανοκρατία. Μια νέα γενιά διανοουμένων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών αναδεικνύεται στο προσκήνιο και καλύπτει σχεδόν εξ ολοκλήρου, τον χώροι που κατείχε η παλιά Δεξιά. Η Αριστερά και μάλιστα η πιο διανοούμενη εκδοχή της, η ανανεωτική, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ καταλαμβάνει την διανοητική εξουσία στη χώρα. Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι διανοούμενοι που προέρχονται είτε από τη Δεξιά είτε από πιο παραδοσιακούς χώρους. Έτσι η εξουσία και η αυθεντία στο χώρο του πνευματικού και καλλιτεχνικού κατεστημένου μετατοπίζεται προς τα Αριστερά. Όταν μάλιστα θα διαλυθεί το Ανατολικό Στρατόπεδο, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διανόησης θα ταυτιστεί με τον ευρωπαϊσμό και τον σημιτικό εκσυγχρονισμό ενώ τα ευρωπαϊκά προγράμματα, παράλληλα με τον κρατικό κορβανά, θα προσθέσουν το απαραίτητο λιπαντικό στη μηχανή αυτού του μεγάλου «μετασχηματισμού». Σε μία χώρα που ούτως ή άλλως η διανόηση, ανέκαθεν, αλληθώριζε προς τη Δύση, η «προδοσία των διανοουμένων» θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

Β. Σε μία χώρα όπου ελάχιστα πράγματα παράγονται, και μάλιστα όλο και περισσότερο από τους μετανάστες εργάτες, ενώ επίκεντρο της οικονομίας έχει γίνει ο τουρισμός, η παραοικονομία και η βιομηχανία της διασκέδασης, οι μηχανισμοί εκμαυλισμού συνειδήσεων έχουν προσλάβει τα πλέον παροξυστικά χαρακτηριστικά. Τα Πανεπιστήμια υποβαθμίζονται, οι πελατειακές σχέσεις εξαπλώνονται, οι διανοούμενοι, σε ένα μεγάλο ποσοστό, μεταβάλλονται ανοικτά σε σφουγγοκωλάριους της εξουσίας. Οι μηχανισμοί ανάδειξης των ελίτ είναι τόσο διαβρωμένοι, ώστε υποβαθμίζεται το ίδιο το επίπεδο των μηχανισμών της ιδεολογικής αναπαραγωγής της εξουσίας. Αποκλειστικό ζητούμενο γίνεται το «ξεπέρασμα» της «καθυστέρησης» προς την κατεύθυνση της εξαφάνισης της ιδιοπροσωπίας της χώρας, της οριστικής καταναλωτικής της αλλοτρίωσης, της εξόντωσης των παραδόσεών της, ώστε να ενταχθεί ευκολότερα στην Αυτοκρατορία, ως απόφυση και παράρτημά της.

Γ. Σε αυτά τα πλαίσια το ιδεολογικό κέντρο που πρέπει πρώτα «να πέσει» είναι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, η αίσθηση του ανήκειν σε μια μεγάλη ιστορική παράδοση, που αποτελεί και το τελευταίο αποκούμπι μιας καταδιωκόμενης ιδιοπροσωπίας. Γι’ αυτό πρέπει να ριζοτομηθεί η συνέχεια της γλώσσας, της θρησκείας, της ταυτότητας. Εξ ου και οι ιστορικοί, οι γλωσσολόγοι, οι κοινωνιολόγοι υπηρεσίας αναλαμβάνουν, πρώτοι αυτοί, το έργο της κατεδάφισης.

Στο Αφιέρωμα του ‘Αρδην’ ο Γ. Ρακκάς,  περιγράφει την «εκτροπή μιας αντιπαράθεσης» με αφετηρία το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού και ο Σ. Κουτρούλης, την «απολογία της υποτέλειας» που επιχειρούν οι Α. Γαβριηλίδης και Σ. Μαρκέτος. Ο  Σ. Παύλου, γράφει για τις «Πολυπρισματικές χάντρες» που προβάλλονται στους Κυπρίους «ιθαγενείς». ενώ ο Θ. Τζιούμπας αναλύει την ιδεολογία του περιβόητου βιβλίου της Άννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα, «Τι είν’ η πατρίδα μας;» που αποτέλεσε την μήτρα του αναθεωρητικού εγχειρήματος της Ιστορίας στην εκπαίδευση. Ο Ν. Μάλιτς,  περιγράφει την ιστορικό των πλαστογραφήσεων της Ιστορίας στη Γιουγκοσλαβία και η Τ. Βολόντινα, την διδασκαλία της Ιστορίας στη Ρωσία. Ο Γ. Ντεμπόρ, στο «Μνήμη και κοινωνία του θεάματος» καταδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ της απάλειψης της ιστορικής μνήμης και της επέκτασης της κοινωνίας του θεάματος. Η γαλλίδα N. Polony, στον «μύθο της κοινής κουλτούρας», καταγράφει ανάλογα φαινόμενα στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Μ. Στεφανίδης, μιλάει για τους «διανοούμενους-κότες» ο Δ. Τσαρδάκης, περιγράφει «Μια εκλογή “Παντείου καιρού”», δηλαδή  μια σκανδαλώδη εκλογική διαδικασία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ ο  Γ. Παπαμιχαήλ, στην  «(μη) προδοσία των (μη) διανοουμένων» καταγράφει την άνοδο των «οργανικών διανοουμένων» της Νέας Τάξης.

Ο Α. Σκιρντά, περιγράφει τη διαμάχη του Μάρξ με τους  Μπακούνιν/Κροπότκιν γύρω από το θέμα των διανοουμένων, ενώ ο Γ. Καραμπελιάς, καταδεικνύει τη σχέση της κοινωνικής ανόδου των «προοδευτικών διανοουμένων» στην Ελλάδα, με την θεωρία τους πως αυτοί εκφράζουν «αντικειμενικά» και «επιστημονικά» το σύνολο της κοινωνίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ