ου Γιάννη Τσέγκου, από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016
Στήν Νατάσα Καραποστόλη
Τοῦ ἄρεσε τοῦ Λευτέρη νά διηγεῖται· συνήθως μάλιστα ἀναφερόταν καί σέ ἐπεισόδια πολιτικά, πού ἔφθαναν ἕως τά χρόνια τοῦ διχασμοῦ Βενιζελικῶν-Κωνσταντινικῶν, τά ὁποῖα ὅμως γνώριζε μόνον ἀπό διαβάσματα ἤ διηγήσεις ἄλλων, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δέν τἄχε ζήσει, ἀλλά καί δέν τά πολυσυμπαθοῦσε λόγῳ τῆς ἔνταξής του στήν Ἀριστερά.
Τό ἀκροατήριό του προτιμοῦσε βέβαια τά εὐτράπελα, ἀνεξαρτήτως παρατάξεως. Αὐτός πάντως συχνά ἀφηγοῦνταν καί τό πῶς διαλύθηκε ἔντρομη μιά ὁμάδα Βενιζελικῶν, πού συνεδρίαζε κρυφά σ᾿ ἕνα σπίτι ὁμοϊδεάτη τους στή Χαλκιδική, ὅταν στό μεγάλο δωμάτιο μέ μόνο φῶς τό τζάκι κι ἕνα καντήλι, γιά νά μήν δίνουν στόχο στούς περιοίκους, ἕνα πεντάχρονο κοριτσάκι, ὑπνοβατώντας, πετάχτηκε ἀπ᾿ τά στρωσίδια ὅπου κοιμόταν καί, ἀπευθύνθηκε στήν παρέα τῶν μεγάλων μέ τό δίστιχο:
Βενιζέλο κερατᾶ
νά σοῦ χέσω τά γυαλιά
Οἱ Βενιζελικοί συνομῶτες τἄχασαν καί ἄρχισαν ν᾿ ἀναρωτιοῦνται γιά τήν ἰδεολογική ἀξιοπιστία τοῦ νοικοκύρη, ἀλλά καί γιά τήν ἐπαγρύπνηση τῆς ὁμάδας.
Οἱ ἀκροατές τοῦ Λευτέρη συχνά, καί ἀπό σπόντα, ὑπομόχλευαν τή διήγηση καί κανενός πιό ἁρμυροῦ περιστατικοῦ, ὅπως λόγου χάριν ἐκεῖνο μέ τή θειά Ὑπαπαντή τό ὁποῖο, δῆθεν, δέν τό θυμόταν καλά! Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔσκαγε ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο καί ἀφοῦ στερέωνε ἤ σκούπιζε τά γυαλιά του, ἄρχιζε:
– Νά ρέ, ἦταν τότε πού τά βράδυα, τό καλοκαίρι, κατεβαίναμε στήν παραλία, πιάναμε ἀπό μιά καρέκλα, ἀπ᾿ αὐτές ποὖχε ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω ὁ καφετζής, καί λέγαμε διάφορα χαζά κι ἀδιάφορα, καί περιμέναμε πότε θά ξεμυτίσει ἡ θειά « Ὑπαπαντή», νά ξαναζωντανέψει ἡ παρέα. Αὐτή ἦταν μιά γριά πάνω ἀπό ἑβδομήντα πού ἀρέσκονταν νά κάνει παρέα μέ νεαρούς καί νά συζητάει, ἀπροκάλυπτα, πιπεράτες ἱστορίες! Ἦταν γνωστό ἄλλωστε ὅτι σεξουαλικῶς ὑπῆρξε πολύ δραστήρια, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο καμάρωνε καί πού τώρα, ὡς ὑποκατάστατο, κατέφευγε στίς ἱστορίες πού τῆς ζητοῦσαν οἱ νεαροί, τούς ὁποίους ἄλλωστε καί καλόβλεπε, ἀναπολώντας νοσταλγικά τό δραστήριο παρελθόν της!… Ἔτσι, μιά βραδιά τῆς ζητήσαμε νά μᾶς πεῖ «ποιός π…, εἶναι καλλίτερος· ὁ μακρύς ἤ ὁ χοντρός»… ἀναφερόμενοι στήν πείρα της γιά τό ἀντρικό μαραφέτι!… Σ᾿ αὐτό ἡ παλαίμαχος γραῖα ἀπάντησε: «Ἄ ρέ, χαμένα πατσιά, τί μακρύς καί χοντρός; ὁ ξένοιαστος εἶναι»!».
Ὁ Λευτέρης ὅταν κατέβηκε ἀπ᾿ τή Θεσσαλονίκη, ὅπου εἶχε ἀρχίσει τήν φοιτητική του σταδιοδρομία, μᾶλλον ἀνεπιτυχῶς λόγῳ καί κάποιων προβλημάτων ὑγείας, συνάντησε στήν Ἀθήνα ὁμοϊδεάτες συμφοιτητές, οἱ ὁποῖοι τότε σχεδίαζαν νά συγκροτήσουν ἕνα εἶδος κοινόβιου σ᾿ ἕνα διαμέρισμα ὥστε νά μειώσουν τά ἔξοδά τους ἀφοῦ, σ᾿ αὐτό, θά εἶχαν καί κουζίνα ἠλεκτρική καθώς καί ψυγεῖο. Τοῦ πρότειναν νά μετάσχει στό ἐγχείρημα, πού καί ἰδεολογικῶς ἦταν ἑλκυστικό ἀλλά καί οἰκονομικῶς συμφέρον. Στήν παρέα θά ἦταν καί δύο Ἑβραῖοι, ὁ Ματθαῖος καί ὁ Ἰάκωβος, γιά τούς ὁποίους ὁ Λευτέρης δέν ἔφερε μέν ἀντίρρηση, ἀλλά μουρμούρισε κάτι περί κληρονομικότητας τῆς τσιγγουνιᾶς!
Ἡ συνοίκηση ἄρχισε μέ ἰδεολογικό ἐνθουσιασμό, ὑπό τά πειρακτικά σχόλια τοῦ ἐξωκοινοβιακοῦ φίλου τους, τοῦ Ἀρτέμη, ὁ ὁποῖος, ἀριστερός μέν κι αὐτός, ἀλλά γεννημένος κακεντρεχής, δέν ἄφηνε εὐκαιρία νά μήν σχολιάσει τίς συλλογικότητες καί τούς φανατισμούς τῆς νεολαίας.
«Πρῶτα κάνουμε τήν ἐπανάσταση, σύντροφοι, καί μετά ἱδρύουμε τά κολχόζ, τά σοφχόζ καί τά κιμπούτς»!
Ἦταν καί λίγο ξερόλας… Οἱ ἄλλοι τόν ἄκουγαν ἀλλά καί δέν παραιτοῦνταν ἀπ᾿ τό ἐγχείρημά τους. Ἐξηγοῦσαν δέ τίς ἀντιρρήσεις του μέ τό ὅτι θά ἔχανε τήν παρέα τους στήν «Κληματαριά», τήν ταβέρνα ὅπου συνήθως συνέτρωγαν… Παρ᾿ ὅλα αὐτά, αὐτός ἐπισκεπτόταν τό «κολχόζ», ὅπως τό ἔλεγε, γιατί ἦταν φανατικός παρεομανής καί ψοφοῦσε κυριολεκτικά γιά ἀκροατήριο, πού ἔτρεφε τόν κυνισμό καί τήν ἔμφυτη χαιρεκακία του… Οἱ ἄλλοι πάλι, μιᾶς καί μπῆκαν στό χορό, δέν ἔκαναν πίσω.
Ὅταν ἡ Σοβιετική Ἕνωση πέταξε τόν πρῶτο Σπούτνικ στό Διάστημα, πῆγαν καί γράφτηκαν γιά μαθήματα ῾ρώσικης γλώσσας στόν Ἑλληνοσοβιετικό Σύνδεσμο! Ὁ Ἀρτέμης δέν ἀντέδρασε στήν ἀρχή, ἀλλά παραφύλαγε. Ἔτσι, ὅσο τά μαθήματα τῶν ἄλλων προχωροῦσαν καί οἱ νεοπροσήλυτοι μαθητές συζητοῦσαν τά παράδοξα τῆς ῾ρώσικης γλώσσας, ἀλλά καί τίς δυσκολίες ἐκμάθησής της, παρουσίᾳ τοῦ Ἀρτέμη, ἐκεῖνος ἄρχισε νά προσέχει περισσότερο γιατί γρήγορα ἀντιλήφθηκε ὅτι, ἐκτός τῆς κοινοβιακῆς πρωτοτυπίας, τοῦ προσφέρονταν τώρα καί τό γλωσσικό ὡς στόχος γιά τίς κακεντρέχειές του! Τά μυκτηριστικά σωθικά του μάλιστα ἀναδεύτηκαν ὅταν ἄκουσε ὅτι ἡ ῾ρωσική εἶχε τριάντα ἕξι γράμματα καί ὅτι τά σύμφωνά της χωρίζονταν σέ «σκληρά» καί «μαλακά»! Αὐτό ἡ αὐτοαναγόρευτη πολυμάθειά του τό ἀγνοοῦσε διό καί ἔμεινε ἄναυδος, ἀλλά, ὅπως τό συνήθιζε, κατέφυγε πάλι στήν ἀδίστακτη τερατολογία του καί μέ τό προσῆκον ὕφος τό ξεφούρνισε:
– Ρέ σεῖς, τό ξέρετε ὅτι, ἀπό τά σύμφωνα τῆς γλώσσας, στραβώνουν ἤ ἀλλοιώνονται τά δόντια ὅσων πρωτομαθαίνουν ῾ρωσικά; Δέν σᾶς τό εἶπαν αὐτό στά μαθήματα; Ἔπρεπε.
Τόν κοίταξαν συνοφρυωμένοι τόσο ἀπό ἐντυπωσιασμό ἀλλά καί ἀπό δυσπιστία· τούς ἐντυπωσίαζε συχνά μέ τήν πολυμάθειά του, ἀλλά ὑποψιάζονταν ὅτι μπορεῖ καί νά τερατολογοῦσε! Ὑπῆρχε ἄλλωστε καί τό προηγούμενο μέ τήν χορωδία τῆς Κά-Γκέ-Μπέ. Παλιότερα, μιά μέρα πού ἔτρωγαν ὅλοι μαζί στήν ταβέρνα, στή διπλανή παρέα εἶχε ἀνάψει ἡ συζήτηση σχετικά μέ τήν ποιότητα τῆς δισκογραφίας τῆς κλασικῆς μουσικῆς. Δύο ἀπ᾿ αὐτούς διαφωνοῦσαν γιά τή γερμανική ἤ τήν ἀγγλική πιστότητα, ἐνῶ ἕνας τρίτος κάτι εἶπε γιά τή σοβιετική δισκογραφία· τότε ὁ Ἀρτέμης παρενέβη ὑπέρ τῶν ῾Ρώσων: «Ὅποιος δέν ἄκουσε δίσκο μέ τή χορωδία τῆς Κά-Γκέ-Μπέ δέν μπορεῖ νά ὑποστηρίζει τούς Γερμαναράδες καί τούς φλούφληδες τούς Ἄγγλους»!
Ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀρτέμη πρέπει νά ἔπεισε μερικούς, οἱ ὁποῖοι καί ἔσπευσαν στά δισκοπωλεῖα ἀναζητώντας τούς περιώνυμους δίσκους! Κανείς, πάντως, δέν τοῦ ζήτησε τόν λόγο καί κανείς δέν παραδέχθηκε ὅτι ὑπῆρξε, κι αὐτός, ἕνας ἀπ᾿ τούς εὔπιστους ἀναζητητές. Παρά ταῦτα, τό περιστατικό διαδόθηκε καί κυκλοφοροῦσε κι ἀπό ἄλλους κακεντρεχεῖς…
Μέ αὐτά καί μέ ἄλλα εὐτράπελα, τό κοινόβιο συνέχιζε νά λειτουργεῖ, ἄν καί ὄχι ἀνέφελα. Ἀρχικά προέκυψε πρόβλημα μέ τά φαγητά, μιᾶς καί ὁ καθένας ἔπρεπε νά μαγειρεύει γιά τόν ἑαυτό του κάθε μέρα ἤ νά τρώει τό ἴδιο φαΐ ἐπί μιά ἑβδομάδα! Ἔτσι, τό ψυγεῖο γέμισε ἀπό σκεύη σκεπασμένα μέ πλαστικά σκουφιά καθώς καί ἀπό αὐγά. Ὅμως τάχιστα δημιουργήθηκε κάποια ἀναστάτωση σχετικά μέ τήν κυριότητα τῶν τροφίμων! Kι ἔτσι ἀναγκάστηκαν νά μαρκάρουν τ᾿ αὐγά μέ κάποιο σημάδι ὁ καθένας. Ἀλλά κι αὐτό ἀποδείχτηκε ἀλυσιτελές, ἀφοῦ τό μαρκάρισμα δέν ἐμπόδιζε τήν… ἀλλοτριοφαγία.
Τό πρόβλημα πῆρε τώρα καί μορφή ἀστυνομική: Ποιός ἦταν ὁ λιμάρης πού, ἐκτός τῆς κλεψιᾶς, ὑπονόμευε καί ἠθικά τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῆς ἰδέας στήν ὁποία στηρίχτηκε ἡ δημιουργία τοῦ ἐγχειρήματος; Ὁ Λευτέρης ἔπνεε τά μένεα γι᾿ αὐτό καί, ὡς συνήθως, μετέθεσε τήν τιμωρία στό μέλλον, ὁπότε ὁ δράστης τοῦ ἀνοσιουργήματος «θά δικαζόταν στήν Πλατεῖα Λαοῦ»!
Σιωπηρά, βέβαια ὁ καθένας εἶχε τίς ὑποψίες του ἀλλά καί δέν τολμοῦσε νά τίς ἐκστομίσει. Σέ ποιόν ἄλλωστε; Στόν Ἀρτέμη πού καραδοκοῦσε γιά παρατράγουδα;
Σιγά-σιγά, οἱ σκέψεις ἑστιάστηκαν στόν Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος ἀπ᾿ τήν ἀρχή τῆς συνοίκησης ἔδινε λαβές κι ἀφορμές, ἐπιβαρυντικές γιά τήν ἀξιοπιστία του. Πρῶτα-πρῶτα ἦταν τά ψέμματα πού ξεφούρνιζε μέ τό παραμικρό καθώς καί ἡ ἀσυνάρτητη καί βλακώδικη περιαυτολογία του, ὅπως αὐτή μέ τή φωτογραφία τῆς Ἀλίκης Βουγιουκλάκη, τήν ὁποία εἶχει κοτσάρει κορνιζαρισμένη μέ ἀφιέρωση: «Στόν ἀγαπητό μου Ματθαῖο· μέ ἀγάπη Ἀλίκη». Ἡ φωτογραφία μπορεῖ νά προκάλεσε τή ζήλεια τῶν νεαρῶν, ἀλλά ἐντυπωσίαζε ἡ εὐκρινής γραφή πού δέν συνοδεύονταν στίς ἀφιερώσεις… Ἔτσι, ὅταν τόν παρατήρησαν, ὁ δράστης δέν δίστασε νά πεῖ «ἐγώ τὄγραψα»!
Ὁ Λευτέρης φρούμαζε μέ τά τερτίπια του καί γρήγορα πείστηκε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ αὐγοφάγος, γιά τόν ὁποῖο, ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά τόν δικάσει «στήν Πλατεῖα Λαοῦ», εἰσηγήθηκε τοὐλάχιστον νά τόν ξεφορτωθοῦν. Ἡ εἰσήγηση ἔγινε μέν ἀποδεκτή, δυσκόλευε ὅμως ἡ πραγματοποίησή της· ποιός θά τοῦ τό ἔλεγε τοῦ λεχρίτη; Ἐδῶ ὁ Λευτέρης πρότεινε… συλλογική ἀντιμετώπιση:
«Θά κάνουμε ἕνα ἀχτίφ καί θά εἴμαστε ὄχι μόνον ὅλοι παρόντες, ἀλλά καί αὐτός»!
Οἱ ἄλλοι εἰσηγήθηκαν νά μετάσχει ἐπί πλέον καί ὁ Ἀρτέμης ὡς … ἐξωκοινοβιακός, πρᾶγμα πού ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό ὅλους καθώς καί ἀπό τόν Ἀρτέμη, ὅστις συμφώνησε ἀσμένως καί πρότεινε ὡς διασκεπτήριον τόπον τήν κουζίνα. Μέ τήν προσέλευση ὅλων ὁ Ἀρτέμης μισοσοβαρά ρώτησε: «Τίς ἀγορεύειν βούλεται;», ἀλλά οἱ παριστάμενοι παρέμεναν ἄφωνοι· σέ λίγο ὁ Ματθαῖος εἶπε κάτι γιά τά αὐγά… ὅτι, «ἴσως θά πρέπει νά βροῦμε τρόπο νά διαχειριζόμαστε καλλίτερα τή χρήση τοῦ ψυγείου»… Οἱ παριστάμενοι ἔδειξαν, σιωπηρά πάλι, νά δυσανασχετοῦν ἀλλά καί χωρίς νά ἐκφράζουν τή σκέψη τους, πού μᾶλλον φαινόταν ὁμόθυμη ὡς πρός τό ποιός ἦταν ὁ αὐγοφάγος! Διέξοδο στήν ἀμηχανία ἔδωσε ὁ Λευτέρης, ἀπευθυνόμενος στόν Ματθαῖο:
– Τί λύση νά βροῦμε ῾ρέ; Νά, παστρικά καί ντόμπρα, δέν σέ θέλουμε!… μάζεψ᾿ τα καί δίνε του· τά πολλά λόγια εἶναι φτώχεια.
Κανείς δέν πῆρε τόν λόγο μετά ἀπ᾿ αὐτό, οὔτε ὁ Ματθαῖος… Μέ συγκρατημένες ἀνάσες ἀνακούφισης τράβηξε καθένας γιά τό δωμάτιό του. Ὁ ἀποπεμφθείς ἔφυγε σέ λίγες μέρες, ἐνῶ τό κοινόβιο μέ τούς ὑπόλοιπους ἐπέζησε γιά κἄνα δίμηνο· τά γεγονότα δημοσιοποιήθηκαν καί σ᾿ ὡρισμένους ἀπό τούς συμφοιτητές στήν Κληματαριά.
Ὁ Λευτέρης ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀποχώρησε καί στεγάστηκε σ᾿ ἕνα παμπάλαιο σπίτι, μέ αὐλή καί ἐξωτερική τουαλέτα. Τόσον αὐτός ὅσο καί ἄλλοι δύο ἀπ᾿ τό κοινόβιο ἐπανῆλθαν στήν Κληματαριά, ὅπου, ἐπί τέλους, σιτίζονταν ἄκοπα καί ποικιλόγευστα. Ἦταν περιχαρής γιά τό νέο του ἐνδιαίτημα, τό ὁποῖο ἐπισκέφτηκαν καί οἱ ἄλλοι. «Θά ᾿συχάσει τό κεφάλι μου» ἔλεγε. Μοναδικά ἔπιπλα ἦταν ἕνα μονό κρεβάτι κι ἕνα κομοδίνο δίπλα, ὅπου ἅπλωσε κάτι φάρμακά του καθώς καί μερικά ἀπ᾿ τά ὀστᾶ τοῦ σκελετοῦ, τόν ὁποῖο μελετοῦσε γιά τήν Ἀνατομική· τό κρανίο, τό δυσκολώτερο μέρος, τό ἀκουμποῦσε πότε στό κομοδίνο, πότε στό κρεβάτι, πότε στό πάτωμα, μαζί μέ τ᾿ ἄλλα ὀστᾶ τοῦ σκελετοῦ! Τό δωμάτιο, μεγάλων διαστάσεων, ἐπέτεινε μέ τή γύμνια του τό ἀποτρόπαιο θέαμα τῶν πολυάριθμων ὀστῶν τοῦ σκελετοῦ, τά ὁποῖα δέν ἐντυπωσίαζαν βέβαια τούς φοιτητές τῆς Ἰατρικῆς, ἀλλά τούς ἄσχετους μέ τά Ἰατρικά.
Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἀπό τήν ἐπαρχία ὁ Φούλιας γιά νά δώσει κάποιες ἐξετάσεις στήν Πάντειο, κι ἀναζητοῦσε στέγη γιά λίγες μέρες, ὁ Λευτέρης προσφέρθηκε προφρόνως νά τόν φιλοξενήσει στό καινούργιο του σπίτι μιά πού ἦταν καί ὁμοϊδεάτες· τοῦ ἐπεσήμανε ὡστόσο ὅτι θά κοιμοῦνταν στό πάτωμα, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ἄλλο κρεβάτι. Ὁ Φούλιας δέν ἔφερε ἀντίρρηση· ἦταν ἄλλωστε Ἰούνιος, καί γιά τά οἰκονομικά του ἡ πατωματική κατάκλιση ἦταν ἀσήμαντη λεπτομέρεια. Ἡ ἀνακούφισή του ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ, ἀφοῦ σάν ἔφτασαν στό σπίτι διαπίστωσε πανικόβλητος ὅτι μᾶλλον βιάστηκε νά συγκατανεύσει περιχαρής. Κουβαλώντας τά ὑπάρχοντά του, σέ μιά γδαρμένη βαλίτσα, παρέμεινε ἄφωνος ἀπ᾿ τό ἀπροσδόκητο θέαμα. Ἔνοιωσε ὅτι μπῆκε σ᾿ ἕνα εἶδος … ὀστεοφυλακίου μέ τά ὀστᾶ τά γεγυμνωμένα διάσπαρτα στό δωμάτιο, ἀκόμη καί στό κρεβάτι…, ἀλλ᾿ ἀπό εὐγένεια δέν εἶπε τίποτε πρός τόν φιλόξενο οἰκοδεσπότη. Αὐτός πάλι διαισθανθείς τήν ἀμηχανία τοῦ φιλοξενούμενου θεώρησε ἐπαρκές νά τοῦ ἐξηγήσει ὅτι τά φάρμακα στό κομοδίνο εἶναι γιά τούς πονοκεφάλους, πού τόν ταλαιπωροῦν, τά δέ κόκκαλα εἶναι γιά τήν Ἀνατομική τοῦ Ἀποστολάκη, πού βασανίζει τούς φοιτητές τῆς Ἰατρικῆς. Ὁ Φούλιας ἁπλῶς συγκατένευσε.
Τό βράδυ ὅμως ἀκολούθησαν κι ἄλλα ἀπρόοπτα. Ὁ Λευτέρης, ἀφοῦ φρόντισε, ὅσο γινόταν, τά στρωσίδια τοῦ Φούλια, ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται νά κατακλιθεῖ κι αὐτός, ἀλλά καί νά διαβάσει ταυτόχρονα στό κρεβάτι ὅπως τό συνήθιζε, καθώς γραφεῖο δέν ὑπῆρχε. Ξάπλωσε στό κρεβάτι κρατώντας μέ τὄνα χέρι τήν Ἀνατομική καί μέ τό ἄλλο τό κρανίο! Ἡ ἔνδεια ὅμως τοῦ δωματίου ὁδηγοῦσε ἀναγκαστικά καί σέ ἄλλες λύσεις, τίς ὁποῖες παρακολουθοῦσε περιδεής κι ἀμίλητος ὁ Φούλιας, προστατευμένος ἀπό τό σκοτάδι πού περιέβαλλε τόν χῶρο ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, γιατί ὁ μυγοφτυσμένος, μοναδικός γλόμπος πού κρεμόταν ἀπ᾿ τό ταβάνι ἄναβε μόνον τίς κανονικές ὧρες. Τίς ὧρες πρίν τή κατάκλιση τό φῶς αὐτό σβύνονταν μέ τόν διακόπτη πού βρισκόταν δίπλα στήν πόρτα, δεξιά τῷ εἰσερχομένῳ. Ἐκεῖ εἶχε ἐντοιχισθεῖ καί ἡ μοναδική μπρίζα γιά τό πορτατίφ μέ ἕνα καλώδιο πού περνοῦσε ἐπάνω ἀπ᾿ τόν Φούλια ἀλλά δέν ἔφτανε ὅμως κοντά στό κρεβάτι. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ Λευτέρης γλάρωνε ἀπ᾿ τή νύστα καί τό διάβασμα, ἔσβυνε τό πορτατίφ, ὅπως μποροῦσε, χωρίς νά σηκωθεῖ. Καί ἦταν ἐντυπωσιακή ἡ εἰκόνα: τό καλώδιο νά περνάει πάνω ἀπ᾿ τή στρωμνή τοῦ Φούλια καί νά καταλήγει στό πορτατίφ τό ὁποῖο, μέ λύγισμα τοῦ ἐλατηριοειδοῦς μπράτσου καί στροφή τοῦ ἐπιλυχνίου νά καταυγάζει τόν μελετῶντα, ξαπλωμένο μέ τό βιβλίο καί τήν νεκροκεφαλή ἀνά χείρας!
Ὁ Λευτέρης κάποια στιγμή ἀπέστρεψε τό βλέμμα ἀπ᾿ τό βιβλίο καί τό κρανίο κι ἐνδιαφέρθηκε γιά τόν φιλοξενούμενό του:
– Τί κάνεις ῾ρέ;
– Κοιμᾶμαι, Λευτέρη, κοιμᾶμαι…
– Τί κοιμᾶσαι… ῾ρέ;
Ὁ διάλογος αὐτός ἐπαναλήφθηκε γιά μιά ἀκόμη φορά ὅσπου ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Λευτέρη νά κοιμηθεῖ. Ἔκλεισε τό βιβλίο, ἀκούμπησε τό κρανίο στό κομοδίνο καί, ὡς συνήθως ἅπλωσε τό χέρι του γιά νά πάρει ἀπ᾿ τό πάτωμα τό Μηριαῖο – τό μακρύτερο κόκκαλο τοῦ σώματος- μέ τό ὁποῖο, κάθε βράδυ, ἔφτανε καί κοπανοῦσε τό κουμπί τοῦ πορτατίφ γιά νά σβύσει τό φῶς.
Τότε ἀκριβῶς ὁ Φούλιας, θεώμενος τόν Λευτέρη μέ τό Μηριαῖον ἀνά χείρας, ἀναπήδησε ἔντρομος ἀπ᾿ τά στρωσίδια του, γιατί νόμισε ὅτι ἀπειλοῦνταν ἡ ζωή του!
– Τί ἔπαθες ῾ρέ;
– Τίποτα, Λευτέρη, τίποτα…
Καί ὁ Λευτέρης, ἀφοῦ κοπάνισε μέ τό μηριαῖο, ὅπως κάθε βράδυ, τό κουμπί τοῦ πορτατίφ, γύρισε πλευρό γιά νά κοιμηθεῖ…
Τήν ἄλλη μέρα ἀμφότεροι διηγήθηκαν τά γεγονότα ἐνῶ ὁ Φούλιας ἄρχισε νά σκέφτεται γιά μιά στέγη λιγώτερο μακάβρια…
- Πατσιά καί πατσός: ὁ χαζός, ὁ βλάκας.