Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942), ιστοριοδίφης, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, εκφώνησε στην Ακαδημία των Αθηνών τον πανηγυρικό για την Επανάσταση του 1821, στις 25 Μαρτίου του 1927, έτους που εξελέγη Ακαδημαϊκός. Η παρθενική του ομιλία είχε θέμα «Η αφιλοκέρδεια του Νικηταρά». Σε αυτήν σημείωσε ότι ο Νικηταράς διαισθητικά ένιωθε τη συνέχεια του Έθνους, έβλεπε ότι όπως οι αρχαίοι Έλληνες πολέμησαν τους Πέρσες έτσι και αυτός πολεμάει τους Οθωμανούς. Στη νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη των Δολιανών φώναξε προς τους υποχωρούντας Τούρκους: «Σταθείτε μωρέ Πέρσες να πολεμήσουμε». Το ίδιο έκανε και στα Δερβενάκια. Επετέθη στους Τούρκους κραυγάζοντας προς τους συμμαχητές του: «Χτυπάτε τους Πέρσες»…
Για την ανιδιοτέλεια του Νικηταρά ο Καμπούρογλου ανέφερε το γεγονός, που συνέβη μετά τη μάχη των Δερβενακίων. Τα λάφυρα ήσαν πάρα πολλά. Ο Δράμαλης τα είχε από τον θησαυρό του Αλή Πασά. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στην Τρίπολη τα περισσότερα, όμως έμεινε για τους πολεμιστές ένας μεγάλος σωρός. Όταν άρχισε η μοιρασιά παρατηρήθηκε η απουσία του Νικηταρά. Δεν θέλησε να συμμετάσχει στο μοίρασμα… Τότε όλοι οι πολεμιστές του ζήτησαν να πάρει κάτι κι αυτός, γιατί δεν αισθάνονταν καλά να μην πάρει τίποτε ο εκ των πρωταγωνιστών της νικηφόρας μάχης, που από τη δράση του σ’ αυτήν πήρε το όνομα «Τουρκοφάγος». «Ο Κολοκοτρώνης ο εγκέφαλος, ο Νικηταράς το σπαθί», όπως είπαν.
Τελικά δέχθηκε να πάρει μια σέλα, μια ξυλόγλυπτη ταμπακέρα και ένα όμορφο σπαθί. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του. Τη σέλα δώρισε σε έναν φίλο του συμπολεμιστή. Την ταμπακέρα έστειλε στη σύζυγό του Αγγελία, κόρη του καπετάν Ζαχαριά, μαζί με μιαν επιστολή, που της έγραφε: «Τη στέλνω σε σένα, π’ αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το όμορφο σπαθί το έστειλε στην Ύδρα, «για τις ανάγκες του στόλου», όπως έγραψε στους εκεί προεστούς, μια και δεν είχε χρήματα. Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από τη χειρονομία και του το έστειλαν πίσω, γράφοντάς του: « Αυτό το σπαθί έχει αξία μόνον όταν το κρατεί στο χέρι του ο Νικηταράς».
Στα «απομνημονεύματά» του ο Νικήτας Σταματελόπουλος, που τα έγραψε καθ’ υπαγόρευσή του ο Γ. Τερτσέτης, γράφει: «Γεννήθηκα (Σημ. το 1782) στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήταν προεστός και ο πατέρας μου έφυγε 16 χρονών και επήγε με τα ρούσικα στρατεύματα στην Πάρο και ήταν πολεμικός. Τον εσκότωσαν στην Μονεβασιά μαζί μ’ έναν αδελφό μου και μ’ ένα κουνιάδο μου. Από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα μου έσερνα άρματα». Ήταν ανεψιός του Κολοκοτρώνη. Ο πατέρας του Σταματέλος παντρεύτηκε την Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Κολοκοτρώνη.
Πλην της αφιλοκέρδειας του ο Νικηταράς είχε και δύο ακόμη μεγάλες αρετές. Η πρώτη ήταν πως αν και σπουδαίος πολέμαρχος ήταν ταπεινόφρων. Δεν διεκδίκησε αξιώματα, τίτλους. Και η δεύτερη – συγγενής με την πρώτη – ήταν ότι μέσα στην αντάρα της διχόνοιας αποτελούσε ενοποιητικό στοιχείο. Οι Τούρκοι ήταν ο στόχος του και αυτούς πολεμούσε χωρίς να λογαριάζει Πελοποννήσιους ή Στερεοελλαδίτες. Έλαβε μέρος στις μάχες στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια, στα Δολιανά, αλλά και στην Αράχωβα και στο Φάληρο μαζί με τον Καραϊσκάκη. Στο έγγραφο που έστειλε στην Κυβέρνηση, για να αναγγείλει τη μεγάλη νίκη στην Αράχωβα, κάλεσε να βάλουν τις υπογραφές τους και οι άλλοι οπλαρχηγοί, με πρώτον τον Νικηταρά. Γράφει ο Σπ. Τρικούπης: «Ο αρχηγός Καραϊσκάκης, επικεφαλής των ανδρείων, οι οποίοι τον πόλεμον έχουν χαράν και τον κόπον άνεσιν, έλαβε συναγωνιστήν και τον ατρόμητον πολεμιστήν της Πελοποννήσου Νικήταν…».
Στη μάχη του Φαλήρου και ενώ είχε πυρετό ο Καραϊσκάκης και ήταν στο κρεβάτι συνέβησαν λάθη από Έλληνες και βρήκαν την ευκαιρία οι Τούρκοι να επιτεθούν και να τους αιφνιδιάσουν. Τότε πάλι φάνηκε ο ηρωισμός του Νικηταρά. Γράφει ο Κων. Παπαρρηγόπουλος: «Μετ’ ολίγον ο πάντοτε ατρόμητος Νικήτας πληγώνεται εις την σιαγόνα, πληγώνονται δε και άλλοι αξιωματικοί και ουκ ολίγοι στρατιώται, ώστε οι Έλληνες ηναγκάσθησαν να οπισθοδρομήσουν».
Οι αρετές του Νικηταρά φάνηκαν και μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Ο ίδιος δεν διεκδίκησε την αρχηγία και θεωρώντας ως ικανότερο να αναλάβει την αρχηγία του στρατεύματος τον Κίτσο Τζαβέλλα επιχείρησε να τον προωθήσει. Όμως λόγω της μικροψυχίας και της αρχομανίας των άλλων οπλαρχηγών ο Τζαβέλλας δεν αποδέχθηκε τα χρέη του αρχηγού, όπως γράφει ο Δημήτριος Αινιάν στα «Απομνημονεύματά» του.
Ο Νικήτας ο Τουρκοφάγος, ή Νικηταράς, απεβίωσε σε εσχάτη ένδεια και τυφλός, γιατί πέραν της ντομπροσύνης και της αποδεδειγμένης γενναιότητάς, καλοσύνης και ανιδιοτέλειάς του είχε και μιαν απλοϊκότητα, που τον οδήγησε σε επιζήμιες, για τον ίδιο και για την οικογένειά του, ενέργειες.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και υποστήριξε με την καρδιά του τον Ιωάννη Καποδίστρια. Αργότερα, επί Όθωνος, προσκαλείτο στις δεξιώσεις. Αν είναι ακριβές αυτό που γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης το 1834 παραβρέθηκε σε δεξίωση του κόμητος Άρμανσμπεργκ, μαζί με άλλους Έλληνες, γνωστούς από την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. (Βλ. σχ. Σπ. Β. Μαρκεζίνη «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδ. «Πάπυρος», 1ος Τόμος, σελ. 131).
Ο Σπ. Μαρκεζίνης δεν γράφει ημερομηνία για τη δεξίωση. Το γεγονός αναφέρει ο Ρώσος περιηγητής Βλαδίμηρος Δαβίδοφ. Είναι γνωστό ότι την ίδια χρονιά ( Από 16 Απριλίου έως 26 Μαΐου του 1834) η Αντιβασιλεία καταδίκασε τους Θεοδ. Κολοκοτρώνη και Δημ. Πλαπούτα σε θάνατο, με την αιτιολογία ότι υπονόμευσαν το καθεστώς. Η καταδικαστική απόφαση μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη και αποφυλακίστηκαν στις 20 Μαΐου 1835, με την ενηλικίωση του Όθωνα. Το ερώτημα είναι αν πράγματι ο Νικηταράς ήταν σε δεξίωση του Άρμανσμπεργκ ενώ ο θείος και ευεργέτης του ήταν στη φυλακή!…Γεγονός είναι πάντως ότι το 1834 και το 1838 του απονεμήθηκαν ανώτατα παράσημα.
Ο Νικήτας, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, θεωρήθηκαν ρωσόφιλοι επειδή πρώτον υποστήριξαν τον Καποδίστρια στο έργο του και ο Καποδίστριας είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και δεύτερον επειδή προσέβλεπαν στην ομόδοξη Ρωσία. Οι υποστηρικτές του Καποδίστρια και της Ρωσίας ονομάστηκαν «Ναπαίοι», από το όνομα του Κερκυραίου Νάπα, θερμού υποστηρικτή του Καποδίστρια.
Από τον Μάϊο του 1836 έως τον Φεβρουάριο του 1837 ο Ρωμαιοκαθολικός Όθωνας έμεινε στην Βαυαρία. Στο διάστημα αυτό παντρεύτηκε την προτεστάντισσα στο θρήσκευμα Αμαλία, πριγκίπισσα του Όλντεμπουργκ. Στην Ελλάδα κυβέρνησε σε εκείνο το διάστημα ο Άρμανσμπεργκ με αυταρχισμό. Η αγανάκτηση στο λαό συνεχώς αυξανόταν. Η αντικατάσταση του Άρμανσμπεργκ από τον επίσης Βαυαρό Ρούνχαρτ, έμπιστο του βασιλιά Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα, δεν περιόρισε την αγανάκτηση του λαού. Στην ατμόσφαιρα αυτή δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία». Υπεύθυνοι αυτής ανέλαβαν οι Γεώργιος Καποδίστριας, αδελφός του Κυβερνήτη, και ο Νικηταράς.
Σκοπός της Εταιρείας, κατά μία εκδοχή, ήταν, μεταξύ άλλων, ο ρωμαιοκαθολικός Βασιλιάς Όθωνας να αναλάβει την υποχρέωση να αναγνωρίσει τα ψηφισθέντα άρθρα για την Ορθόδοξη Εκκλησία στα Συντάγματα της Επιδαύρου και της Τροιζήνας και να δεσμευθεί ότι η Ορθοδοξία θα είναι το θρήσκευμα των διαδόχων του. Κατά την άλλη εκδοχή η Εταιρεία είχε ως σκοπό την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων, αρχικά των Μακεδόνων. Ο Όθωνας πείσθηκε από συμβούλους του, ότι στην εν λόγω Εταιρεία συνωμοτούσαν σε βάρος του. Την άποψη αυτή δέχεται ο Κων. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (5η Έκδοση, Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1925, Τόμος 6ος, σελ. 217). Οι Γ. Καποδίστριας και Νικηταράς εισήχθησαν σε δίκη στις 11 Ιουλίου 1840, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τελικά οι κατήγοροι δεν μπόρεσαν να στηρίξουν την κατηγορία και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Ο Όθωνας δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση και διέταξε την απέλαση του Καποδίστρια – κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια – και την εξορία και κατ’ οίκον περιορισμό του Νικήτα στην Αίγινα («Ελληνική Επανάσταση», Εκδοτική Αθηνών, Τόμος Ε΄ σελ. 79). Ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του γράφει ότι πήγε στον Βασιλιά και του μίλησε για τον Νικηταρά: «Μίλησα και για τη δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν στην Αίγινα ρέστος και χωρίς μιστόν. Και να τον λευτερώση, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σ’ ό, τι του είπαν. Κι αφού τόκαμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και τόδωσε κι όλους του τους μισθούς». (Εκδ. Γαλαξία, Αθήναι, 1964, σελ. 408). Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά. Το 1843 ο Νικηταράς προήχθη σε υποστράτηγο, με πενιχρή σύνταξη…
Η ιστορία του Νικηταρά δεν τελειώνει με την επιστροφή του από την εξορία, όπου υπέστη από τους εγκάθετους του αυταρχικού καθεστώτος ποικίλα βασανιστήρια. Αρχίζει το τελευταίο, πιο επώδυνο και δραματικό μέρος της. Η κόρη του βιώνοντας την ταλαιπωρία του πατέρα της έχασε τα λογικά της. Ο ίδιος από τη στενοχώρια του έπαθε ζάχαρο και τυφλώθηκε. Παρά το ότι ήταν ασθενής το οθωνικό κράτος δήμευσε το κτήμα που είχε μεταξύ Άργους και Ναυπλίου και ο ίδιος από υπερήφανος πολέμαρχος βρέθηκε σε αδυναμία να πληρώσει τα χρέη του…
Είναι ιστορικό ερώτημα πώς ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης του 1821 πέθανε στον Πειραιά το 1849 «δεινώς πάσχων, αφήσας εις την οικογένειάν του μέγα όνομα και μεγάλην δυστυχίαν», όπως είπε στην Ακαδημία Αθηνών ο Δημ. Καμπούρογλου. Πώς κυβέρνηση – συναγωνιστές – πνευματικός κόσμος, τον εγκατέλειψαν και υποχρεώθηκε να επαιτεί, αντί να απαιτεί δεν έχει εξήγηση. Όπως δεν έχει εξήγηση το ότι ενώ ζήτησε και ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο των Αθηνών και δίπλα σε αυτόν του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Καμπούρογλου δεν βρήκε τον τάφο του… Στην κηδεία του παραβρέθηκαν κάποιοι επίσημοι... Τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας και τον επιτάφιο ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος. Μπορεί ο Νικηταράς να μην ανταμείφθηκε όσο θα έπρεπε για τις θυσίες του από το ελληνικό κράτος, αλλά για τον Έλληνα είναι πάντα ένας από τους πιο γενναίους και πιο αγνούς αγωνιστές της Επανάστασης.
Η Ιστορία με τον Ρώσο πρέσβυ. Ο Νικηταράς επαιτούσε στον Πειραιά, κοντά στον τόπο, όπου σήμερα είναι ο Ναός της Ευαγγελίστριας. Εκεί τον επισκέφθηκε Ρώσος διπλωμάτης. «Τι κάνετε στρατηγέ μου;», τον ερώτησε. Ο Νικηταράς του απάντησε ορθώνοντας το ταλαιπωρημένο σώμα του: «Απολαμβάνω ελεύθερη την Πατρίδα». Ο ξένος πήγε να του ξύσει την πληγή: «Αντί να απολαμβάνετε μιαν πλούσια σύνταξη κάθεστε εδώ…». Ο Νικήτας του απάντησε με αξιοπρέπεια: «Η Πατρίδα μου δίδει σύνταξη και εδώ περνώ την ώρα μου». Ο πρέσβυς φεύγοντας έριξε ένα πουγκί, στο δρόμο, κοντά στον Νικηταρά, λέγεται με χρυσές λίρες. Τότε ο Νικηταράς του φώναξε. «Ε! Κύριε. Σου έπεσε ένα σακούλι. Μάζεψέ το γιατί θα το χάσεις…». Λέγεται ότι αργότερα απονεμήθηκε στον Νικηταρά σύνταξη… Ήταν πολύ αργά.
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ
Ο φιλέλληνας αμερικανός ιατρός Σάμουελ Χάου έγραψε την εντύπωσή του για τον Νικηταρά στο «Ημερολόγιό από τον Αγώνα 1825-1829», που κρατούσε: « Είναι ένας δραστήριος στρατιώτης, γενναίος και ακατάβλητος, αλλά χωρίς επιδεξιότητα και, πιστεύω, χωρίς κανόνα». Σημειώνεται ότι ο Χάου δεν συμπαθούσε τον Κολοκοτρώνη και όσους ήσαν κοντά του.
Κάποια Δημοτικά ποιήματα, που αναφέρονται στον Νικηταρά:
Από το ποίημα «Του Διάκου»: «…Το Διάκο τότε παίρνουνε και ΄σ το σουβλί τον βάζουν, ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε, την πίστη τους την έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες. Σκυλιά κι α με σουβλίστε, ένας Γραικός εχάθη. Ας είν΄ ο Οδυσσεύς καλά κι ο καπετάν Νικήτας, που θα σας σβήσουν την Τουρκιά και όλο το ντοβλέτι».
Από το ποίημα «Του Δράμαλη»: «… Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες ΄σ το Δερβενάκι κείτονται, ΄σ το χώμα ξαπλωμένοι. Στρώμά ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη. Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε. Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι; Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά ΄σ τα χέρια…»
Το τρίτο έχει τίτλο «Των Κολοκοτρωναίων» και αφορά στο έτος 1806, όταν ήσαν σε κίνδυνο, μετά από σουλτανικό φιρμάνι. Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συμβούλευσε τους περίπου 150 άνδρες του να τον ακολουθήσουν στη Ζάκυνθο. Αυτοί αρνήθηκαν. Του είπαν ότι προτιμούν να πεθάνουν στην πατρίδα τους. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, λίγοι πήγαν μαζί του: «…Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε. Σύρε Γεώργο μ΄ ΄σ τον τόπο σου, Νικήτα ΄σ το Λοντάρι. Εγώ πάου ΄σ την Καρύταινα, πάου ΄σ τους εδικούς μου, ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου, τι θα περάσω θάλασσα, ΄σ τη Ζάκυνθο θα πάω».