Αρχική » Οι Tούρκοι στα κλέφτικα και στα σουλιώτικα

Οι Tούρκοι στα κλέφτικα και στα σουλιώτικα

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 84, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2011

της συλλογής ρωμαίικα τραγούδια του a. passow

Κι’ ὁ σουλεϊμάνης φώναξε τοῦ καπετὰν Μηλιόνη·
Χρῆστο σὲ θέλ’ ὁ βασιλιάς, σὲ θέλουν κ’ οἱ ἀγάδες.
Ὅσο ‘ν’ ὁ Χρῆστος ζωντανός, Τοῦρκο δὲν προσκυνάει
Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης -Ἤπειρος 1700-1710
***
Ὁ Μπουκοβάλας πολεμᾷ μ’ ὀκτώ, μ’ ἐννιὰ χιλιάδες

Μετροῦντ’ οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φοραῖς
καὶ λείπουν πεντακόσιοι.
Μετροῦνται τὰ κλεφτόπουλα
καὶ λείπουν τρεῖς λεβέντες·
Ὅνας ἐπῆγε στὸ νερὸ κι’ ἄλλος ψωμὶ νὰ φέρη,
Ὁ τρίτος ὁ καλήτερος στέκεται στὸ τουφέκι.
Ὁ Μπουκοβάλας (2) -Ἤπειρος/Θεσσαλία 1715

Ὁ Μπουκοβάλας τἄκουσε, στὸν κάμπο κατεβαίνει,
Μαζώνει τὰ μπουλούκια του ….τοὺς βάνει ν’ ὁρκιστοῦνε,
Τοῦρκο ποτὲ μὴν πιστευθοῦν ὅσο καιρὸ κι’ ἂν ζοῦνε…
Γιατὶ μᾶς πλάκωσ’ ἡ Τουρκιά, ὣς δώδεκα χιλιάδες

«Λεβέντες κάμετε καρδιά, σὰ Χριστιανοὶ φανῆτε,
Τοὺς Τούρκους νὰ παστρέψωμε,
νὰ πέσουνε στὸν τόπο»
Σὰν τα λιοντάρια σκούξανε, σὰν τα λιοντάρια βγῆκαν·
Τοὺς Τούρκους πέρνουνε μπροστά, σὰ γίδια τοὺς σκορπίζουν.
Σκοτώθηκαν κ’ ἐπιάστηκαν ὅσο γιὰ δυὸ χιλιάδες.
Ὁ Κώστας Μπουκοβάλας -Ἤπειρος/Θεσσαλία.

Γιῶργο χαϊντούτης φώναξε τ’ Ἀλέξη Τραγουδάκας·
«Βάλτε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψτε τοὺς Τούρκους μέσα,
Χίλια φλωριὰ νὰ τὴν χρωστῶ, καινούρια
νὰ τὴν φτιάσω»
Ὁ Μπουκοβάλας – Ἤπειρος/Θεσσαλία.

Ὁ Μίτσο Χούσης κλείστηκε μέσα στὴν Παναγία.
Γιῶργο χαϊντούτης χούγιαξε τ’ Ἀλεξη Τραγουδάκη·
«Βάλε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψε τὴν Παναγία,
Χίλια φλωριὰ νὰ τὴς χρωστῶ καὶ χίλια νὰ τὴν φτιάσω.»

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸν λόγο δὲν ἀκούει
Βλέπουν τοὺς Τούρκους, πὤφευγαν,
βλέπουν τους Ἀρβανίταις,
Σὰν ἔκαμε, καὶ χύθηκεν ὁ Γιάνης Μπουκοβάλας. …
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανοὺς
καὶ Τούρκους σκοτωμένους …
Βλέπουν τοὺς Τούρκους πὤφευγαν,
βλέπουν τοὺς Ἀρβανίταις
Καὶ πήγανε καὶ κλείστηκαν ἀνάμεσα στὴν Ἄρτα.
Ὁ Γιάνης Μπουκοβάλας – Ἤπειρος/
Θεσσαλία 1750-1760
***
Ἐγὦμ’ ὁ Γιάνης τοῦ Σταθᾶ, γαμπρὸς τοῦ Μπουκοβάλα.
Τράκο λεβέντες ρίξετε στὴ πλώρη τὸ καράβι·
Νὰ χύσωμ’ αἷμα Τούρκικο, νὰ φᾶνε κ’ οἱ κοράκοι».
Κ’ οἱ Τοῦρκοι βόλτα ρίχτουνε, γυρίζουνε τὴν πλώρη.
Πρῶτος ὁ Γιάνης πέταξε, πρῶτος ὁ Γιάνης βγαίνει
Μὲ τὸ τουφέκι στὸ δεξί, μὲ τὸ σπαθὶ στὰ δόντια.
Ποτάμι τρέχουν αἵματα, θάλασσα κοκκινίζει
Κι’ ἀλλᾶ, ἀλλᾶ φωνάζοντες οἱ Τοῦρκοι προσκυνοῦνε.
Ὁ Γιάνης Σταθᾶς – Θεσσαλία/Ἄγραφα 1750-1760
***
Τὸ καραοῦλ’ ἐφώναξε, τὸ καραοῦλι κράζει·
«Πολλὴ Τουρκιὰ μᾶς ἔρχεται, μπέϊδες καὶ ἀγάδες,
Ἀφῆτέ τους ἂς ἔρχονται κ’ ἐμεῖς τοὺς καρτεροῦμε.
Πιάστε παιδιὰ τὸ στένωμα, βάλτε τους μὲς στὴ μέση,
Κι’ ἀπὲ γιουροῦσι κάμενε, σφάξετε τοὺς ἀγάδες.
Νὰ διοῦν τοῦ Τότσκα τὸ σπαθί, τοῦ Νάκα τὸ τουφέκι,
Βοήθ’ Ἁϊλιὰ τοῦ Μπουρμπουτσὸ κι’ ἀπὸ τὴν Σαμαρίνα,
Τοὺ Τούρκους νὰ χαλάσωμε,
τσ’ ἐχτροὺς τῆς πίστεώς μας,
Ποὺ τυραννοῦν τ’ ἀδέλφιά μας,
ποὺ σφάζουν τὰ παιδιά μας»
Ὁ Τότσκας – Γρεβενὰ/Πήλιο 1750-1760

Κι’ ἄκουσα ποῦ δασκάλευε Τότσκας στὰ παλληκάρια…
«Γιατὶ δὲν θέλει στὴ Τουρκιὰ νὰ καταντήσουν σκλάβοι»
Ὁ Τότσκας – Γρεββενὰ/Πήλιον 1750-60
***
«Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νὰ γίνης νοικοκύρης,
….»
«Μάνα μου ‘γὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης,

Καὶ νἆμαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι τῶν σκυλῶνε

Νὰ πάω νὰ βρῶ τὸ Μάνταλο, νὰ σμίξω τὸν Μπαστέκη,
Ποὺ πολεμοῦν μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ μὲ τοὺς Ἀρβανίταις,
Νὰ μπῶ μὲ δαύτους σύντροφος στὰ Τούρκικα κεφάλια
Μὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ κόφτω τρεῖς, μὲ τὸ τουφέκι πέντε,
Καὶ μὲ τὸ γιαταγάνι μου σαράντα καὶ πενῆντα…»

Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀγνάντεψαν καὶ παγανιὰ τοῦ στέλνουν,
Πῆγαν καὶ τὸν καρτέρεσαν σ’ ἓν ἄγριο μονοπάτι,
Κ’ ἐστοχαστῆκαν τὰ σκυλιὰ πὼς ἦταν σὰν καὶ δαύτους
….
Μὰ κεῖνο τ’ ἄξιο τὸ παιδί, τ’ ἄξιο τὸ παλληκάρι.
Σὰ βγάζει τὸ βαριὸ σπαθὶ καὶ ταὤκαμε γιουροῦσι,
Σὰ θεριστὴς ἐφάνηκεν ὅταν θερίζ’ ἀστάχυα,
Μ’ ἀνττὶς ἀστάχυα θέριζε τὰ Τούρκικα κεφάλια,
Θερίζει Τούρκους δεκοχτώ, κ’ ἐλάβωσε τριάντα,
Τοὺς πῆρε καὶ τὰ πλιάτσικα κ’ ἐγίνη καπετάνος.
Ὁ κλέφτης – Πήλιον 1750-60
***
Πέφτουν τουφέκια σὰν βροχή, κουρσιούμια σὰν χαλάζι,
Θερίζουν Τούρκικα κορμιά, κονιάρικα κουφάρια.
Κι’ ὁ Κουτσοχρῆστος σὰν ἀιτὸς παντοῦ τοὺς τριγυρίζει,
Καὶ σὰν λιοντάρι φοβερὸ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
Χωρὶς τουφέκι νὰ κρατῇ, σὰν πρόβατα τοὺς σφάζει,
Καὶ σὰν λαγοὺς τοὺς κυνηγάει· στὰ παλληκάρια λέγει
Χτυπᾶτε τὰ σκυλοκορμιὰ καὶ μὴ τοὺς ἀψυχᾶτε,
Νὰ μάθουν, μὲ ποιὸν πολεμοῦν, μὲ ποὸν ἔχουν νὰ κάμνουν.
Χτυπᾶτε τ’ ἄπιστα σκυλιά, νὰ μὴ κρυφτῇ ὁ ἥλιος,
Νὰ μὴ νυχτώσ’ ὁ οὐρανὸς καὶ βροῦν τὸν γλυτωμόν τους» –
Κ’ οἱ Τοῦρκοι κράζουν· ἀλλὰχ ἀλλάχ! Καὶ φεύγουν τρομαγμένοι·
Ἀλλά, ἀλλάχ, μεντὲτ ἀλλάχ, μεγάλο κιαμέτι.
Ὁ Κουτσοχρῆστος – Ἄγραφα 1760-1770
***

Ἑξῆντα μέραιες πολεμοῦν Τοῦρκοι δέκα χιλιάδες
Κι’ Ἀνδροῦτσος ἐπολέμαγε μ’ ἑξῆντα παλληκάρια

«Τώρα νὰ δγῆτε μιὰ φορὰ τ’ Ἀνδρούτσου τὸ τουφέκι»
Καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ βγάλανε γιουροῦσι μὲς στοὺς Τούρκους·
Ἐσκότωσαν, ἐλίανισαν Τούρκους ὣς δυὸ χιλιάδες
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790
***

Ὁ Βλάχος ἐσκοτώθηκε κι’ ὁ Γιάνης πάει στὸν τόπο.
Ἀνδροῦτσος ἐχουχούτιζε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι.
«Πάρτε τοῦ Γιάνη τ’ ἅρματα, τοῦ Βλάχου τὸ κεφάλι,
Νὰ μὴν τὸ πάρη ἡ Τουρκιά, τὸ πᾶν στὰ βιλαέτια,
Βλέπουν ἐχτροὶ καὶ χαίρονται, οἱ φίλοι καὶ λυποῦνται»
Τὸ βλέπει καὶ μιὰ παπαδιὰ καὶ κάθεται καὶ κλαίει·
Στὴ Λειβαδιὰ τὸ στείλανε στὴ μέση στὸ παζάρι,
Τὸ πήγανε στοὺς μπεϊδες κι’ ὅλοι φλωριὰ κερνᾶνε
Ὁ Βλάχος Θανάσης – Λειβαδιὰ 1770-1790

Χαιρέτα μου τὴν κλεφτουριά, τὸ Γιάνη Δυυοβουνιώτη,
Τούρκους νὰ μὴν πιστέψουνε κι’ ἀγάδες Σαλωνίταις,
Γιατὶ πιστεύτηκα κ’ ἐγὼ στὸ γιὸ τοῦ Μουσταφάγα,
Καὶ τῶρα κείτομαι στὴ γῆ, κορμὶ δίχως κεφάλι,
Δίχως τὰ παλληκάρια μου καὶ δίχως τ’ ἅρματά μου.
Ὁ Ἀλέξιος Καλόγηρος – Λειβαδιὰ 1770-1790

Πολλὰ τουφέκια πέφτουνε στοῦ μπέη τὸ σεράγι.
Σκότωσαν τὸν καλόγηρο τὸν καπετὰν Ἀλέξη,
….
Στὴν Φήβα κάν’ ἁρματωλός, στὴν Φήβα
κάνει κλέφτης,
Κι’ αὐτοῦ μέσα στὰ Σἀλωνα τὸν κάνουν καπετάνο
….
«Ποὖστε παλληκαράκια μου λίγα καὶ παινεμένα,
Νἀρθῆτε νὰ μὲ πάρετε ἀπ’ τοὺς σκυλοκονιάρους,
Ποὺ μ’ ἔφαγαν μὲ ἀπιστιά, μὲ ἔφαγαν μὲ μπέσα»
Ὁ Ἀλέξης Καλόγηρος – Λειβαδιὰ 1770-1790
***
Μουχτὰρ παςᾶς τοὺς πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες
Κι’ Ἀνδροῦτσος ἐχουχούτισε σὰν ἄξιο παλληκάρι·
«Δὲν σὲ φοβοῦμ’ Μουχτὰρ παςᾶ, στὸ νοῦ μου δὲ σὲ βάνω,
Ἔχω τ’ ἀσκέρι διαλεχτό, τ’ ἀσκέρι διαλεμένο,
Ἐγὼ Τούρκους δὲν σκιάζομαι, κόνιαρους δὲν φοβοῦμαι
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790

Κι’ ὁ Ἀνδροῦτσος ἐξεκίνησε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χερί,
Βλέπει τοὺς Τούρκους κ’ ἔφευγαν,
βλέπει τοὺς Ἀρβανίταις,
…. Ἐδὦν’ Ἀνδροῦτσος ξακουστός. Ἀνδροῦτσος ξακουσμένος.
Ποτὲ Τοῦρκο δὲν σκιάζεται οὔτε καὶ Ἀρβανίταις
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790

Καὶ τὸν Ἀνδροῦτσο ζωντανὸ μὲ δώδεκα νομάτους·
Τὸν πῆραν καὶ τὸν πήγανε στὸν Βασιλιὰ στὴν Πόλι.
Κι’ ὁ βασιλιὰς τὸν ρώταε κι’ ὁ βασιλιὰς τοῦ λέγει:
«Ἐσ’ εἶσ’ ὁ Ἀνδροῦτσος ξακουστός,
Ἀνδροῦτσος ξακουσμένος,
Ποὺ χάλασες τὴν Ρούμελη κι’ ὅλα τὰ βιλαέτια;
Τώρα σὲ πιάσαν ζωντανὸ καὶ σ’ ἔφεραν στὴν Πόλι.
Μὲ Τούρκους ἐπολέμησες, μὲ Τούρκους, μὲ Ρωμαίους
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1790
***
Τοῦτο τὸ καλοκαῖρι καὶ τὴν ἄνοιξι
Μαῦρα χαρτιὰ μᾶς γράφουν, μαῦρα γράμματα·
«Ὅσοι κι’ ἂν ἦστε κλέφταις στὰ ψηλὰ βουνά,
Ὅλοι νὰ κατεβῆτε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο,
Κι’ ὅλοι νὰ προσκυνῆστε τὸν Ἀλῆ πασᾶ».
Δυὸ παλληκάρια μόνον δὲν προσκύνησαν.
Πήρανε τὰ τουφέκια, τὰ λαμπρὰ σπαθιά,
Στὸν Ὄλυμπ’ ἀνεβαίνουν, κράζουνε κλεφτιά
Οἱ Κλέφται – Θεσσαλία 1783

Κι’ ἂν τὰ ντερβένια τούρκεψαν, τὰ πῆραν Ἀρβανίταις,
Ὁ Στέργιος εἶναι ζωντανός, πασάδες δὲν ψηφάει.
Ὅσο χιονίζουνε βουνὰ καὶ λουλουδίζουν κάμποι,
Κ’ ἔχουν ᾑ ράχαις κρυὰ νερά, Τούρκους δὲν προσκυνοῦμε.
Πᾶμε νὰ λημεριάσωμεν ὁποῦ φωλιάζουν λύκοι,
Σὲ κορφοβούνια, σὲ σπηλιαῖς, σὲ ράχαις καὶ ραχοῦλες.
Σκλάβοι σταῖς χώραις κατοικοῦν
καὶ Τούρκους προσκυνοῦνε,
Κ’ ἐμεῖς γιὰ χώραν ἔχομαι ρημιαῖς κι’ ἄγρια λαγκάδια.
Παρὰ μὲ Τούρκους, μὲ θεριὰ καλήτερα νὰ ζοῦμε.
Ὁ Στέργιος – Θεσσαλία 1783

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ