Ιωάννης Κ. Τσέγκος, Ο Ανταρτόπαπας-Διηγήματα, Οι Εκδόσεις των Φίλων
Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 106
Τα διηγήματα του Γ. Τσέγκου, που τα περισσότερα έχουν δημοσιευθεί στο εκλεκτό περιοδικό «Νέα Ευθύνη», γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, έχουν έναν έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα αλλά και την ικανότητα να μας κάνουν οικείες τις καταστάσεις και τα γεγονότα που ο ίδιος έζησε. Η μέθεξη, συνεπώς, και όχι η απλή εξοικείωση με γεγονότα που έχουν συμβεί σε άλλο πρόσωπο και σε άλλο χρόνο είναι ένα μεγάλο προσόν που διαθέτει ο λόγος του συγγραφέα.
Άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον αξιακό κώδικα που απηχούν τα διηγήματα είναι η συγκατάβαση, η επιείκεια, η αγάπη προς τους συγκεκριμένους ανθρώπους που ζουν μέσα σε καταστάσεις τις οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατο να ελέγξουν ή να αντιμετωπίσουν. Φυσικά, αν δεν υπήρχε μια πολύ καλή δραστική γραφή αλλά και η άρτια γνώση της γλώσσας μας τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί. Οι άνθρωποι μπορεί να κινούνται από κάποιες ιδεολογίες ή αξίες, να έρχονται σε σύγκρουση ή να συμφιλιώνονται, αλλά δεν παύουν να έχουν κάποια κοινά στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον και την συμπάθεια μας. Μέσα σε μια τέτοια οπτική είναι εντελώς ξένη κάθε μανιχαϊστική λογική, που χωρίζει τους ανθρώπους με αυστηρό και κάθετο τρόπο ανάμεσα σε αυτούς που ανήκουν στο απόλυτο κακό και στους άλλους που ανήκουν στο απόλυτο καλό, δηλαδή ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Το ομώνυμο διήγημα «ο Ανταρτόπαπας», που χαρίζει και τον τίτλο στο βιβλίο, αναφέρεται σε μια θρυλική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, τον παπά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, Δημήτριο Χολέβα. Στην συζήτηση που σκηνοθετείται μαζί του, περιγράφεται η διάσταση ανάμεσα στην κομματική καθοδήγηση και τους αντάρτες για την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά και η ηθικολογική διαστρέβλωση της εκκλησιαστικής ζωής. Οι διάλογοι από άποψη ύφους διακρίνονται για τον ρεαλισμό τους, ενώ με ιστορική ακρίβεια και πιστότητα ξαναφτιάχνονται τα επεισόδια μια τραγικής εποχής. Όπως λέει ο Ανταρτόπαπας: «Όταν εμείς βγήκαμε στο βουνό, μπαίναμε στα χωριά με τη γαλανόλευκη∙ πηγαίναμε πρώτα στην εκκλησία, ο Άρης πάντα φίλαγε το χέρι του παπά και τους μίλαγε για νέο ’21… για τον Καραϊσκο, τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα∙ είχαν βγει πρωτύτερα και κάποιοι άλλοι, αλλά το κόμμα τους κόλλησε τη ρετσινιά «λησταντάρτες αυτοί βλέπεις δεν είχαν «ταξική συνείδηση»∙ ήρθαν όμως κι αυτοί μαζί μας… Ήταν σηκωμός, δεν ήταν «γύρος». Έτσι είχαμε και δεύτερο «γύρο» στα Δεκεμβριανά, αλλά βέβαια και τον τρίτο με τον εμφύλιο» (σελ 71). Ο ανταρτόπαπας θα περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τον εμφύλιο που ακολούθησε και στον οποίο δεν συμμετείχε.
Ξεχωριστό είναι το διήγημα η «Γιωργή», που και αυτό περιγράφει τις δραματικές συνέπειες που είχε ο εμφύλιος στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Πρόκειται για τη μάνα δύο παιδιών, η οποία έπασχε από φυματίωση και η οποία ζούσε μόνη, αφού ο άντρας της ήταν αντάρτης που δεν είχε παραδώσει τα όπλα, ενώ τα δύο της παιδιά, τα είχαν δώσει σε άλλους να τα μεγαλώσουν που είχαν μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια. Οι εικόνες που φτιάχνει, χρησιμοποιώντας ένα λιτό λεξιλόγιο είναι από τις πιο δυνατές: «Η Μητέρα ευχαρίστησε γύρισε σε ‘μένα λέγοντας: «εσύ κάτσε εδώ ώσπου να γυρίσω» και βγήκε στο δρόμο κατευθυνόμενη προς το σπίτι της Γιωργής, η οποία ήταν ήδη έξω και καθόταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνί. Εγώ παρατηρούσα τη Μητέρα και την Γιωργή∙ η απόσταση δεν ήταν μεγάλη κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να διακρίνω το πόσο είχε αδυνατίσει η καϋμένη και να καταλάβω καλύτερα την έννοια του “φορτώνει”!… Ήταν ντυμένη και στα μαύρα, απ’ όταν της είπαν ότι χάθηκε ο Μήτσος, που βρέθηκε ξεπαγιασμένος στο βουνό όταν τραυματίστηκε σε μια μάχη» (σελ. 54,55).
Βεβαίως ο Γ. Τσέγκος δεν περιγράφει μόνο την τραγική πλευρά της ζωής, αλλά και την πιο διασκεδαστική, αφού και ο ίδιος διαθέτει πηγαίο χιούμορ. Είναι εντυπωσιακό, ότι και στις πιο σκοτεινές, στις πιο οδυνηρές στιγμές των ανθρώπων, δεν απουσιάζει ούτε η χαρά, ούτε το γέλιο. Τέτοιες είναι στο διήγημα με τον τίτλο η «Πληροφορία», όπου σε μια φυλακή είναι κλεισμένα ένα ανώτερο, ένα κατώτερο κομματικό στέλεχος και ένας ποινικός κρατούμενος. Είναι εντυπωσιακό, με πόση εξουσιομανία είναι διαποτισμένο ένα κομματικό στέλεχος, ακόμη και όταν είναι έγκλειστο και διωκόμενο. Εδώ θίγεται, όμως, ένα ευρύτερο θέμα: τι σχέσεις εξουσίας εγκατέστησε το κομμουνιστικό κόμμα, όταν διωκόταν, με τι τρόπο θεμελίωσε μια αυστηρή πειθαρχία, που δεν συγχωρούσε καμία παρέκκλιση και τιμωρούσε κάθε αιρετικό.
Ανάμεσα στα άλλα διηγήματα ξεχωρίζω αυτό που αναφέρεται στον Ρένο Αποστολίδη. Πρόκειται για μια πνευματική φυσιογνωμία, προκλητική, απρόβλεπτη, αυθεντική. Όμως συγχρόνως ήταν πολύ καλός φιλόλογος και πολύγραφος συγγραφέας. Βεβαίως λόγω της ιδιοσυγκρασίας δεν μπορούσε να είναι παρά «στιρνερικός». Τα διάφορα γνωστά επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησε, ο αυθεντικά περιπαικτικός, προκλητικός ακόμα και υβριστικός λόγος του, τον έριξαν για πολλά χρόνια στην αφάνεια, αφού η μεθοδευμένη αποσιώπηση στην χώρα μας είναι μια συνήθης κατάσταση, ανεξάρτητα αν επικρατεί δημοκρατικό ή αυταρχικό καθεστώς. Στο σπίτι του σύχναζαν διάφοροι στοχαστές όπως ο Μ. Αναγνωστάκης. Στο Ρένο οφείλουμε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα για τον ελληνικό εμφύλιο, την «Πυραμίδα 67». Τη σκηνή, από αυτό, όπου οι δύο πλευρές σταματούν τον πόλεμο και τραγουδούν «Κάποια μάνα αναστενάζει» χρησιμοποίησε ο Π. Βούλγαρης στην ταινία του «Ψυχή βαθιά». Εδώ, ο Τσέγκος περιγράφει έναν Ρένο χαρούμενο, σχεδόν έφηβο: «Στη γιορτή μου όλη την μουσική, με σι-ντί, την φρόντιζε η νεολαία, εν συνεργασία με τον Ρένο που δεν έβλεπε την ώρα για τα προσφιλή του νταβαντούρικα, κυρίως αμερικάνικα ροκεντρολικά, ως αναμνησιακό φόρο τιμής στα νιάτα του και όχι από κάποια αμερικανοφιλία, γι’ αυτό άλλωστε τα «χόρευε» εκείνος, αφού δεν ακολουθούσε τον όποιον ρυθμό έχουν συνήθως αυτά τα πατιρτνί! Για τα μπλουτζίν έλεγε ότι ήταν κατάλληλα για αμερικάνους χοντρόκωλους γελαδάρηδες! Μετά απ’ αυτά ακολουθούσε συνήθως η ιαχή για τη μεγάλη, την πολυαναμενόμενη ατραξιόν: “Ρένο την τούμπα!”. Ο Ρένος δεν ήθελε παρακάλια το νούμερο της τούμπας το γλεντούσε ο ίδιος και θα την έκανε και χωρίς επικλήσεις του κοινού… » (σελ. 103 .
Τέλος, το έργο –από τα πιο ενδιαφέροντα που διάβασα τα τελευταία χρόνια– είναι γραμμένο σε πολυτονικό και συμπληρώνεται από τα πολύ πετυχημένα σκίτσα του Δημήτρη Μοράρου.