του Μ. Στεφανίδη, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Το γελοίο είναι η φοβερότερη ιδιότητα
του τρομαχτικού
Γ. Χειμωνάς
Θα ήταν άδικο να ταυτιστεί η δράση των διανοουμένων ιστορικά στον τόπο μας με το τρέχον γελοίο φαινόμενο της ταύτισης κάποιων πολύφερνων «υπογραφών» με το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο και τα οφέλη που προκύπτουν απ’ αυτό. Ούτε θα μ’ άρεσε να επικεντρωθώ στους πασίγνωστους ασπάλακες που προσαρμόζονται ανάλογα με τα καιρικά φαινόμενα και πουλάνε ακριβά την πολύ συζητήσιμη «τεχνογνωσία» τους. Αυτό που είναι το πιο ανησυχητικό, γενικότερα, έγκειται στην δραματική έλλειψη νέων ιδεών, στη μη παραγωγή θεωρίας που θα δώσει υπόσταση και σε πολιτικές πρακτικές και σε συλλογικές διεκδικήσεις. Στην Ελλάδα του 2007 δεν έχουμε μόνο το μικρότερο budget απ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη των 15 για έρευνα και τεχνολογία, έχουμε κυρίως μηδενική παρουσία απόψεων και στάσεων που θα οδηγήσουν σ’ εκείνες τις ρήξεις τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η κοινωνία μας. Κι αυτό είναι πραγματικά ένα δράμα.
Μορφές όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Νίκος Πουλατζάς, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Ιάννης Ξενάκης, ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Γιώργος Χειμωνάς, ελλείπουν τραγικά σήμερα. Κυρίως γιατί συνδύασαν τη θεωρητική σκέψη ή την ολιστική ερμηνεία των ισχυόντων κοινωνικών φαινομένων με την καλλιτεχνική δράση και παρέμβαση αλλά πρωτίστως και πάνω απ’ όλα με τη στάση ζωής. Προσωπικά σέβομαι την δημιουργία των μεγάλων καλλιτεχνών. Αυτό όμως που με συγκλονίζει –κυρίως γιατί μου δίνει πρότυπα– είναι το ζην κατά τέχνην και το ζην εναντίον του κυρίαρχου ρεύματος. Όσο κόστος κι αν έχει κάτι τέτοιο. Αυτό λοιπόν λείπει –και είναι πολύ λυπηρό– σήμερα.
Στάσεις ζωής και όχι μούτες ενός δήθεν βίου και πόζες «διανοιών» που φλερτάρουν με την άνοια. Ο νεοελληνικός κλαυσίγελος δηλαδή και ο ακαδημαϊκός μας τραγέλαφος όπου ευυπόληπτα καθηγητικά μεγέθη, φωστήρες της νομικής ή της πολιτικής επιστήμης, είναι συγχρόνως υπάλληλοι του τελευταίου αρουραίου του δημόσιου χρήματος ενώ, μέσω επιτροπών ανεπίτρεπτων ή «ερευνητικών προγραμμάτων» της σκηνοθεσίας και της αρπαχτής, απομυζούν και τις κοινοτικές επενδύσεις ρίχνοντας τη χώρα μας στην κατασκευασμένη αμάθεια και στην ηθελημένη οπισθοδρόμηση και στην –αναπόφευκτη– διεθνή χλεύη. Άξιος ο μισθός όλων αυτών που συγκροτούν ό,τι απεκάλεσε πολύ προσφυώς «ψυχαρισμός» ο Νίκος Κωνσταντόπουλος στη Βουλή.
Για τον Foucault, ο Διαφωτισμός αντιπροσωπεύει μια διαδικασία κοινωνικού εξορθολογισμού στην οποία ο διανοούμενος είναι βασικός ρυθμιστής του καθεστώτος αλήθειας. Άλλοι πάντως θα τους έλεγαν «μασκοφόρους της ιδεολογίας» ενώ η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, υποστηρίζουν οι Adorno-Horkheimer, συνίσταται στην ρυθμιστική επέμβαση της τάξης των διανοουμένων στη ζωή των απλών ανθρώπων (sic). Ο Διαφωτισμός προκαλεί την Γαλλική Επανάσταση, η εξέγερση της τρίτης τάξης θα δώσει στον Μαρξισμό το βασικό πολιτικό του επιχείρημα και από εκεί η σύλληψη της εγκόσμιας ουτοπίας είναι πλέον υπόθεση των οργανικών διανοουμένων της. Μόνο ο αγγλικός εμπειρισμός αντιμετωπίζει με καχυποψία το επερχόμενο, πολιτικοκοινωνικό θαύμα (Conor O’ Brien) ενώ ο Bourdieu, ως λογική του εξέλιξη, εκλαμβάνει τους διανοουμένους ως ιδεολόγους της εξουσίας και ως το ιερατείο εκείνο που συναλλάσσεται με τα μέσα επικοινωνίας για να καρπωθεί ένα μερίδιο εξουσίας. Κάτι γνωρίζουμε και ημείς οι ιθαγενείς σχετικά! (περισσότερα στο Νίκολας Γκάρναμ, Χειραφέτηση και Νεωτερικότητα, ο Ρόλος των ΜΜΕ, Καστανιώτης 2000).
Αν όμως οι διανοούμενοι υπήρξαν το ιστορικό πρόταγμα του Διαφωτισμού, ως αμφισβητίες μιας παράδοσης ακαδημαϊκής και ιερατικής, γρήγορα εξελίχθηκαν στους φορείς της γραφειοκρατικής αυθεντίας της εξουσίας, σε Apparatchnik – όπως έλεγαν τους κομματικούς γραφειοκράτες της πρώην ΕΣΣΔ. Η Ελλάς πάλι, πτωχή πλην τιμία (λέμε τώρα…), όντας το τελευταίο λείψανο του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη, λόγω της μεταπρατικής λειτουργίας του κράτους-εργολάβου, είναι φυσικό να αγκαλιάζει τους ύστατους αυτούς απαράτσνικους με στοργή και …δόλο. Εφόσον αυτοί αποτελούν το άλλοθί του και το θεωρητικό του ανάχωμα. Τι κι αν ο Said, από το 1994 ακόμη, ζητεί ώστε ο διανοούμενος ν’ αμφισβητεί πειστικά τις εικόνες ή τις εκδοχές των γεγονότων και των δικαιολογιών που προβάλλει η εξουσία; Στα καθ’ ημάς, οι διανοούμενοι, δηλαδή οι κάτοχοι εκείνης της επιχειρηματολογίας που καλύπτει τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες ενός κράτους καθηλωμένου σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι έτοιμοι να προσκομίσουν τα καινούργια, αόρατα συνθήματα του βασιλιά: Αλλαγή εδώ και τώρα, εκσυγχρονισμός, επανίδρυση του κράτους και άλλα τέτοια τερπνά. Σε τρόπον ώστε να δικαιώνεται εσαεί ο Sartre όταν λέει πως διανοούμενοι είναι εκείνοι που επεμβαίνουν σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν.
Το 1987, κυκλοφόρησε στο Cambridge το βιβλίο του Z. Bauman, Legislators and Interpreters: On Modernity, Postmodernity and Intellectuals. Αυτοί οι τελευταίοι, οι διανοούμενοι δηλαδή, λειτουργούσαν ως «νομοθέτες» κανουνί στα τουρκικά και τοποτηρητές του Κανόνα κατά την έκρηξη του Μοντέρνου, ενώ αργότερα, στην εποχή του μεταμοντέρνου, εκφυλίστηκαν σε διαχειριστές-διασκεδαστές του ξυμφέροντος λόγου. στην εποχή του Μεταμοντέρνου βέβαια. Εδώ θυμάμαι ένα ακόμα βιβλίο του Νηλ Πόστμαν που κυκλοφορεί στα ελληνικά και λέγεται Διασκέδαση έως Θανάτου (Δρομέας, 1998). Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνων των δημοσιογράφων-λογίων που δημοσιεύουν συνεντεύξεις με διεθνείς προσωπικότητες σε κυριακάτικα φύλλα (γέλια) κι έπειτα προωθούν τις υποθέσεις του αφεντικού τους στα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού (κλάματα). Βλέπετε, τα λεφτά είναι πάρα πολλά για ν’ αφεθούν οι διαπραγματεύσεις σε πανεπιστημιακούς-επιφυλλιδογράφους. Στην Ελλάδα του 2005, την κάθαρση έχει αναλάβει η φυλή των Κι μάκη και την κουλτούρα οι Άγγελοι-σωτήρες του Flash (Κακαουνάκης, Τσίμας, Θέμος). Εδώ οι ερασιτέχνες με τα ντοκτορά δεν είναι άχρηστοι. είναι επικίνδυνοι. Γι’ αυτό και κυριαρχούν μόνον όσοι γνωρίζουν καλά τη δουλειά.
Μετριοπαθής επίλογος: Σύμφωνοι, δεν ανακάλυψε κανείς εξ ημών την πυρίτιδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να καθαρίζουμε την πυρίτιδα του συστήματος χωρίς αιδώ και χωρίς την παραμικρή διάθεση προσφοράς στον τόπο. Ο καθένας, απ’ το μικρό του μετερίζι, με τις όποιες του πνευματικές δυνατότητες, ας αντισταθεί στην κυρίαρχη χυδαιότητα απλώς αμφισβητώντας και γελοιοποιώντας τους αβάσταχτα σοβαροφανείς σκηπτρούχους. Αν τον Τόμας Μαν ελκύει η άβυσσος, αυτούς τους γοητεύει το ρηχό και το εξόφθαλμο. Γι’ αυτό και επιτίθενται λαύροι εναντίον του. Ούτε αποτελεί γι’ αυτούς άλλοθι ο στίχος του Αναγνωστάκη: «Δεν έφταιγε αυτός, τόσος ήτανε». Εξ άλλου, σε μια χώρα που κυριαρχούν κότες, ο κίνδυνος δεν εντοπίζεται στην, ενδεχόμενη, πανδημία (υστερία) των ΜΜΕ αλλά στο ότι μπορεί κανείς χωρίς να το πολυκαταλάβει να σερβιριστεί ως κοτόσουπα. Και να καταποθεί αμάσητος μέσα σε λίγες κουταλιές τις οποίες μάλιστα θα φυσάει πρώτα ο ευτυχής ιδιοκτήτης τους.
Υ.Γ. Προσωπικά μ’ ενδιαφέρουν πολύ πιο πολύ εκείνοι που μπορούν και ζουν κατά τέχνην. Κάποια παραδείγματα: Μίλτος Σαχτούρης, Γιάννα Περσάκη, Νίκος Καρούζος, Γιάννης Χαΐνης, Ντόρα Μπακοπούλου, ο Βαλέριος Καλούτσης, ο Ιάσων Μολφέσης, η Φλέρυ Νταντωνάκη και άλλοι πολλοί. Μόνο μην περιμένετε να σας τους γνωρίσουν τα τηλεπαράθυρα. Ψάξτε και λίγο μόνοι σας!