Αρχική » Δ. Πικιώνης: Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας (Α΄ μέρος)

Δ. Πικιώνης: Ζητήματα δημόσιας καλαισθησίας (Α΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

Διάλεξη του Δημήτρη Πικιώνη, καθηγητή τότε του Πολυτεχνείου, που δόθηκε στις 20 Μαρτίου 1928, στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος – Νέος Λόγιος Ερμής τ. 27.

Κύριοι,
Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους συνεκεντρώθημεν ἐδῶ ἀνεπτύχθησαν προηγουμένως ὑπὸ τοῦ προέδρου κ. Μεταξᾶ.
Μιὰ εἰσήγησις ἐπὶ τῶν ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν κατὰ τὴν συζήτησίν μας, εἶνε ἀναγκαία καὶ ἐνόμισα ὅτι τὴν θέσιν αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως δύναται νὰ καταλάβῃ μία μελέτη μου γραμμένη πρὸ πολλοῦ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ Τμήματος τοῦ Τεχν. Ἐπιμελητηρίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ ἐξωραϊσμοῦ τοῦ Λυκαβηττοῦ διὰ τὸν ὁποῖον τόσος θόρυβος ἔγινε τότε.
Ἡ μελέτη αὐτὴ δὲν ἔχασε τὴν ἐπικαιρότητά της, κατόπιν τῆς εὐτυχοῦς λύσεως ποὺ ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο. Αὐτὸ δὲ διότι τὸ ζήτημα τοῦ Λυκαβηττοῦ δὲν εἶνε παρὰ μία περίπτωσις μόνον ἑνὸς συνόλου ζητημάτων ἀφορώντων τὴν δημοσίαν καλαισθησίαν μας, ζητημάτων τὰ ὁποῖα ἡ μελέτη αὐτὴ ἐπάσχιζε νὰ τὰ ἐξετάσῃ εἰς ὅλον τὸ βάθος καὶ εἰς ὅλην τὴν ἔκτασή των, καὶ τὰ ὁποῖα παραμένουν ῥιζικῶς ἄλυτα.
Ἔγραφα λοιπὸν τότε:
«Ὁ τόσος θόρυβος, εἰς τὸν ὁποῖον μετέχουν μὲ ἴσα δικαιώματα ἁρμόδιοι καὶ ἀναρμόδιοι διὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν μαρτυρεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἀναρχίαν, τὴν ἔλλειψιν κάθε φροντίδος καὶ τάξεως ποὺ ἐπικρατεῖ μετὰ 100 χρόνων ἐλεύθερον βίον εἰς τὰ αἰσθητικὰ ζητήματα τοῦ τόπου μας. Εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἀσυνείδητον εὐκολίαν μὲ τὴν ὁποίαν μνημεῖα καὶ τόποι σημαίνοντες διὰ τὴν πλαστικότητα τῆς μορφῆς ἢ διὰ τὴν ἱστορικὴν σημασίαν των παραδίδονται εἰς τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν ἐξαφάνισιν, εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἠθικὴν καταστροφὴν ποὺ ἐξ ἀντανακλάσεως, νὰ ποῦμε, φύσις, μνημεῖα καὶ τόποι τῆς κλασσικῆς καὶ Μεσαιωνικῆς καὶ Λαϊκῆς μας τέχνης ὑφίστανται ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ παρόντος, εἴτε πρόκειται διὰ τὴν ἀπεριόριστον ἐλευθερίαν ποὺ χαρακτηρίζει τὴν αἰσθητικὴν τῆς τελευταίας, τὸ πρόβλημα εἶνε κατὰ βάθος τὸ ἴδιον.
Ἔχομεν πλαστικὸν αἴσθημα, ἀνέτειλε μέσα μας ἡ συνείδησις τῆς σημασίας τῆς μορφῆς διὰ τὸν πολιτισμόν μας; Ἐπράξαμεν μέχρι τοῦδε τί διὰ νὰ τὴν προασπίσωμεν ἀπὸ τὸ ψεῦδος;
Ὅταν πρὸ ἔτους καὶ πλέον ἡ Ἐφημερὶς Πολιτεία ἤνοιξε μίαν ἔρευναν ἀνάμεσα εἰς τοὺς διανοουμένους τοῦ τύπου ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ ἐξωραϊσμοῦ τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀπεδείχθη ὅτι δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν τόπον μας οἱ ἄνθρωποι μὲ εὐαισθησίαν πρὸς τὴν καλλιτεχνίαν τῆς μορφῆς τῆς φύσεως καὶ τῆς τέχνης καὶ μὲ σεβασμὸν πρὸς τὴν ἱστορικὴν καὶ ἄλλην σημασίαν ποὺ τόποι καὶ πράγματα παίρνουν ἀπ’ τὴν ζωή μέσα μας.
Εἶνε λυπηρὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ γνώμη τῶν Ἀρχιτεκτόνων, τῶν μᾶλλον δηλαδὴ δικαιουμένων καὶ τῶν μᾶλλον ὑποχρέων νὰ ἐκφράσουν τὴν γνώμην των ἐπὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν, δὲν ἀντιπροσωπεύεται εἰς τὴν ἔρευναν αὐτήν. Νὰ ἀποδοθῇ ἆρα γε τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἰς τὸ ὅτι εἰς πολὺ λίγους ἀπὸ ἡμᾶς ὑπάρχει πραγματικὴ συναίσθησις τῆς ὑψηλῆς σημασίας τῶν αἰσθητικῶν αὐτῶν ζητημάτων καὶ εἰς τὸ ὅτι ἡ γνωστὴ παθητικότης μας ὑποχωρεῖ εὔκολα πρὸ τῶν δυσκολιῶν, φυσικῶν δι’ ἀνθρώπους ἀσχολουμένους μὲ τὴν τεχνικὴν τῆς τέχνης των, ποὺ ἡ διατύπωσις τῶν γνωμῶν των μᾶς παρουσιάζει;
Ὅπως καὶ ἂν ἔχει τὸ ζήτημα ἀπὸ τῆς ἐρεύνης τῆς Πολιτείας καὶ ὕστερα, σημαίνοντες πολῖται λόγιοι καὶ δημοσιογράφοι ἐβγῆκαν διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ζητήματα αὐτά, οὐδεὶς ὅμως Ἀρχιτέκτων.
Ἂς λεχθῇ πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Ὀρλάνδου ὅτι εἶνε ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε τότε ἐξ ἀφορμῆς τῆς μετατροπῆς τῶν Π. Ἀνακτόρων νὰ ὁμιλήσῃ δημοσίᾳ, ὑπεραμυνόμενος τοῦ κτιρίου.
Μήπως πάλιν δὲν εἶνε ἡ ὀλιγωρία ποὺ δείχνουν μερικοὶ Ἀρχιτέκτονες εἰς τὸ νὰ διατυπώσουν τὴν γνώμην των ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν μία ἔρευνα μέλλουσα νὰ διενεργηθῇ ὑπὸ τῆς Ἐφημερίδος Ἐλεύθερον Βῆμα δὲν βλέπει ἀκόμη τὸ φῶς; Καὶ ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε δημοσία συζήτησις ἐπ’ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δύναται νὰ τὰ προαγάγῃ εἰς τὴν κοινὴν συνείδησιν εἶνε ἀναμφισβήτητον.
Δέον ἐδῶ νὰ ἐξαρθῇ ἡ σημασία ἑνὸς ἀξιολόγου ἄρθρου ποὺ ἐδημοσιεύθη ὑπὸ τοῦ κ. Ζ. Παπαντωνίου (Ἐλεύθερον Βῆμα Φεβρουαρίου) εἰς τὸ ὁποῖον ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκην τῆς ὑπαγωγῆς τῶν αἰσθητικῶν ζητημάτων τοῦ τόπου μας εἰς μίαν ἐξουσίαν Δημοσίας Καλαισθησίας, τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις νὰ εἶχον ἀπόλυτον κῦρος.


Διαμορφώσεις στους λόφους Ακροπόλεως και Φιλοπάππου, πηγή

Ὅσον ἀφορᾷ τὰς γνώμας καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιθέτων αὐτὰ μᾶς εἶνε γνωστὰ καὶ ἀπὸ τὰ δημοσιεύματα ποὺ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἶδον τὸ φῶς, καὶ ἀπὸ τὰς συζητήσεις ποὺ ἠγέρθησαν εἰς τοὺς καλλιτεχνικοὺς καὶ ἐπιστημονικοὺς κύκλους, ἀκόμα καὶ τοὺς πλέον ἀναρμοδίους. Δὲν ὑπῆρχε ἀντίληψις πλέον ψευδὴς καὶ δι’ αὐτὸ πλέον ἐπικίνδυνος, παρ’ αὐτὴ ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βάθος τοῦ πνεύματός των, ὅτι κάθε εὐαισθησία πλαστική, νὰ ποῦμε, δὲν ἦτο παρὰ ἀσχολία ρωμαντικῶν ἰδεολόγων ποὺ ἐγίνετο πρόσκομμα εἰς τὸ πραγματικὸν πνεῦμα τῆς προόδου. Καὶ τοῦτο δὲν ἦτο παρὰ ἡ προσωπὶς τοῦ πνεύματος τῆς κερδοσκοπίας ποὺ δὲν ἠνείχετο περιορισμοὺς καὶ ποὺ ἐξελάμβανε τὰς ἰδικάς του αὐθαιρεσίας ὡς ἀνάγκας ἀπολύτους τοῦ παρόντος. Ἡ ἐποχὴ ἐξ ἄλλου δὲν ἔπρεπε νὰ ἐμποδισθῇ νὰ ἀφίσῃ τὴν σφραγῖδα τῆς τέχνης της εἰς ἓν μνημεῖον ποὺ θὰ τὴν ἀντεπροσώπευε εἰς τοὺς μεταγενεστέρους! Διὰ τοιαῦτα πνεύματα ἡ συνείδησις τῆς ἀδυναμίας μας ἀπετέλει ἐπονείδιστον ὁμολογίαν· ἡ ὑποταγὴ εἰς τὰ συμπεράσματα μιᾶς λεπτοτέρας αἰσθήσεως δουλικότητα. Δύναμις δι’ αὐτοὺς ἦτο ἡ ἐπίδειξις τῆς ἀμαθείας των.


Ὅλ’ αὐτὰ δὲν δείχνουν παρ’ ὅτι λείπει παντελῶς πραγματικὴ καλλιτεχνικὴ συνείδησις εἰς τὸν τόπον μας. Ἀλλέως θὰ ὑπῆρχε περισσότερος σεβασμός.
Δέον νὰ ἐξετάσωμεν ποῦ κεῖται τὸ βάθος τοῦ ζητήματος. Ὑστερώτερα, νὰ τὸ ἐξετάσωμεν εἰς ὅλην τὴν εὐρύτητα ποὺ αὐτὸ μᾶς παρουσιάζει.
Ἡ μορφὴ εἶνε τὸ πλέον ἐσωτερικὸν πρᾶγμα, εἶνε ἡ ἀποκάλυψις, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἐσωτερικοῦ εἶνε, τῆς ἰδέας. Ἡ μορφὴ ἑνὸς τόπου εἶνε ἡ ἀποκάλυψις τῆς βαθυτέρας οὐσίας του. Ἕνας τόπος δίνει τὴν ἰδέαν του, τὴν μορφὴν εἰς τὰς ἐκφράσεις τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τέχνης, τῆς θρησκείας ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπον. Τὰ πλέον ἀφηρημένα σχήματα ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν νοῦν τὸν ἀνθρώπινον ἔχουν τὴν ἔμπνευσίν των εἰς τὴν φύσιν. Ἀπὸ τὴν φύσιν ἀντλεῖ, ὡσὰν ἀπὸ ἀστείρευτον πηγήν, ὁ ἄνθρωπος. Εἰς τὴν φύσιν θ’ ἀνακαλύψῃ κάθε νέαν μορφὴν τοῦ ἑαυτοῦ του.
Δι’ αὐτὸ ἡ λατρεία καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν φύσιν ἦτο πάντα ἕνα αἴσθημα ἀληθινὸν καὶ μεγάλο καὶ δὲν εἶνε, ὅπως εἶπαν πολλοὶ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ζητήματος τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀδυναμία αἰσθητικῆς καὶ ρωμαντισμός. Ἀπόδειξις: οἱ λαοὶ ποὺ ἐστάθησαν οἱ πλέον μεγάλοι εἰς τὴν πρᾶξιν εἶχαν ζωντανότατον αὐτὸ τὸ αἴσθημα. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσω αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Πλάτων εἰς τοὺς «Νόμους καὶ Ἐπινομίδα» διὰ τοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους. Ἡ σημασία ποὺ ἔδιδον οἱ ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν μορφὴν ἦτο τέτοια, ὥστε οἱ καλλιτέχναι οἱ ἐντεταλμένοι νὰ δημιουργοῦν διὰ τὸν Αἰγυπτιακὸν Λαὸν τὰς μορφὰς τῆς τέχνης των, ἔζων εἰς ὡρισμένον μέρος. Καὶ ὅσαι μορφαὶ ἐκρίνοντο ἄξιαι νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ Αἰγυπτιακοῦ Λαοῦ, ἀνετίθεντο εἰς τοὺς Ναοὺς καὶ ἐκτὸς αὐτῶν οἱ Αἰγύπτιοι, ὄχι μόνον νὰ ἰδοῦν, ἀλλ’ οὔτε νὰ στοχασθοῦν ἄλλας ἠδύναντο. Περιορισμὸς ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς φαίνεται δουλικὸς ἢ τοὐλάχιστον ἀνοίκειος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ὁ ἀόρατος θεὸς τοῦ Λαϊκοῦ αἰσθήματος ἦτο ὁ προστάτης τοῦ ἐθνικοῦ ρυθμοῦ. Καὶ ὅμως ἂν κυττάξωμεν βαθύτερα θὰ ἴδωμεν ὅτι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν Αἰγυπτίων ὁ περιορισμὸς αὐτὸς δὲν ἦτο παρὰ μία ἐλευθέρα ἀνάγκη τοῦ ἰδίου των καλλιτεχνικοῦ αἰσθήματος. Καὶ εἰς τὴν ἐποχήν μας, εἰς Λαοὺς ποὺ περνοῦν ὡς οἱ πλέον ὑγιεῖς καὶ θετικοὶ καὶ προωδευμένοι εἰς τὰ μάτια αὐτῶν ἀκόμη ποὺ κλίνουν νὰ θεωρήσουν τὰς αἰσθητικὰς αὐτὰς ἀπασχολήσεις ὡς ἔργον ρωμαντικῶν ἀργοσχόλων, ἡ προάσπισις τῆς μορφῆς τοῦ πατρίου ἐδάφους καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς των ἔχουν ἀναχθῇ εἰς θρησκείαν.
Εἰς τὴν Γερμανίαν ἡ αἰσθητικὴ τῆς μορφῆς εἶνε ἀνατεθειμένη εἰς τὴν φωτεινὴν φροντίδα διαφόρων ἰδιωτικῶν συλλόγων ποὺ ἡ γνώμη των εἶνε ἐνδεδυμένη μὲ ἀπόλυτον κῦρος. Τὸ παραμικρὸν αἰσθητικὸν πρόβλημα, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν μικροτέραν πολίχνην, ἐξετάζει μὲ ἄκραν προσοχήν. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω τοῦτο: Τὰ διὰ τὴν κίνησιν τῶν σιδηροδρόμων τῆς Βαυαρίας κατασκευασθέντα ἔργα ἐγένοντο κατὰ τρόπον ὥστε νὰ μὴ καταστραφῇ τὸ τοπεῖον, καὶ τοῦτο κατ’ ἀπαίτησιν τῶν συλλόγων «Τῶν φίλων τοῦ πατρίου Ἐδάφους». Καὶ διὰ νὰ γείνῃ ἐξωδεύθησαν χιλιαπλάσια.
Εἰς τί δύνανται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν τ’ ἀρνητικὰ μέτρα τὰ ὁποῖα δυνάμεθα νὰ λάβωμεν διὰ τὴν δημοσίαν καλαισθησίαν μας;
Βεβαίως δὲν δύνανται παρὰ νὰ μᾶς διαφυλάξουν τὴν μορφὴν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς φύσεώς μας καὶ τῶν μνημείων μας, τὸν αὐτόχθονα ρυθμόν, τόσον μόνον ὅσον εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ κάνουν περιορίζοντα τὰς ἀρρυθμίας τῶν ἀμαθῶν.
Καὶ τοῦτο εἶνε ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀρκετόν, μέγα καὶ ἀναγκαῖον.
Τὸ ἐπίλοιπον, ἡ ἀνάπτυξις δηλαδὴ τοῦ πραγματικοῦ αἰσθήματος τοῦ ρυθμοῦ μέσα μας, εἶνε ἔργον διαφεῦγον τὰ ὅρια τῶν μέτρων τούτων καὶ στηριζόμενον εἰς προϋποθέσεις ἄλλας.
Δὲν ὑπάρχει καταστροφὴ μεγαλειτέρα ἀπ’ ἐκείνη ποὺ εἶνε ἀνεπανόρθωτος. Καὶ δὲν γνωρίζω ἄλλην ἀνεπανόρθωτον πλέον μεγάλην, πλέον βάνδαλον, παρ’ ἐκείνην ποὺ ὑπέστη τὸ Ἀττικὸν τοπεῖον καὶ ἰδιαίτερα ἡ Ἀθηναϊκὴ φύσις ἀπὸ τὰς λατομήσεις.Ἕνας τόπος λίκνον τοῦ ρυθμοῦ, τόπος τοῦ ὁποίου ἡ παραμικροτέρα λεπτομέρεια ἔχει πλαστικὴν σημασίαν ἄμετρον, ὑπέστη ἀπὸ αἰῶνας, καὶ ὑφίσταται εἰσέτι μίαν καταστροφὴν ποὺ δὲν ἔχει τὴν ὁμοίαν της καὶ ποὺ τείνει νὰ ἐξαφανίσῃ τὸν ἰδιαίτερον χαρακτῆρά του.
Νὰ πῇς δὲ ὅτι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ ἐπεβλήθη ἀπὸ μίαν ἀναπότρεπτον ἀνάγκην τοῦ παρόντος; Ἀλλ’ ὄχι. Εἶνε τόσον πλέον θλιβερὰ ὅσον διότι ἠδυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφύγωμεν. Θὰ στηθῇ ὡς ἕνα αἰώνιον μνημεῖον τῆς βαρβαρότητός μας.
Ἡ λατομία κατέστρεψε γιὰ πάντα τὸν χαρακτῆρα τοῦ λόφου τοῦ Λυκαβηττοῦ. Ὁ λόφος καθὼς μᾶς ἀναφέρει ἕνας περιηγητὴς τῆς Τουρκοκρατίας, ἐφαίνετο εἰς αὐτὸν ποὺ ἀντίκρυζε τὰς Ἀθήνας ἀπὸ τὸ Δαφνί, ὡς ἕνας φοβερὸς δράκων βαδίζων κατὰ τῆς Ἀκροπόλεως καὶ ἥνωνε μὲ τὴν ἀδιάσπαστον πλαστικὴν γραμμήν του τὰ ὑψώματα τῶν Τουρκοβουνίων μὲ τὴν Ἀκρόπολιν. Τώρα τὰ μυτερὰ καὶ κουτσουρεμένα σχήματα ποὺ σώζονται ἀπὸ τὴν καταστροφὴν πίσω ἀπὸ τὸν κύριον βράχον δίνουν εἰς τὴν ἐφθαρμένην ὄψιν του μία νότα βορείου τοπείου. Δὲν ἐξέφυγε τὴν καταστροφὴν ἡ Νοτιοανατολικὴ πλευρά του. Οὔτε ἡ Ἀνατολικομεσημβρινὴ πλαγιὰ τοῦ ἱστορικοῦ λόφου τοῦ Φιλοπάππου, τοῦ Μουσαίου. Καταστροφὴ τόσο πιὸ φοβερὴ ὅσον ἀπ’ ἐκεῖ μὲ τὸ ἴδιο βλέμμα ἀγκαλιάζεις καὶ τὴν Ἀκρόπολιν.
Μήπως τώρα αἱ ἐπιγραφαί (Καπέλλα Ἀριανούτσου καὶ Ραπτομηχαναὶ Σίγγερ) ποὺ μολύνουν τὸν γραφικώτατον γκρεμὸν τῆς νοτίου του πλευρᾶς –ποὺ πάλιν δὲν μπορεῖς νὰ τὸν κυττάξῃς χωρὶς νὰ δῇς μαζὺ καὶ Παρθενῶνα–, δὲν εἶνε χαρακτηριστικὸν σημεῖον τῆς δημοσίας μας καλαισθησίας; Καὶ ὅμως ἔχομεν δημοτικὰς ἀρχάς, τμῆμα γραμμάτων καὶ Τεχνῶν καὶ Ἀκαδημίαν.
Ἡ λατομία κατέστρεψε τὰς Δυτικὰς πλαγιὰς τῆς Πνυκός, τοὺς λόφους τῆς Σικελίας καὶ τῶν Σφαγείων. Ἀκόμη σήμερα ἂν περιπατήσῃς παράλληλα πρὸς τὴν ὁδὸν Πατησίων ἀπὸ τὴν Κυψέλην ἕως τὴν Ὀμορφοκκλησιὰν δὲν θὰ δῇς πλαγιὰν ἢ κορυφὴν ἄθικτον. Δεξιὰ ἀπ’ τὸν δρόμο ποὺ φέρνει πρὸς τὴν Καισαριανήν, ἕνα λατομεῖον ἤνοιξε προσφάτως ἐκεῖ ποὺ καταστρέφει ὅλο τὸ τοπεῖο, ἐνῷ ἡ λατομία ἠδύνατο νὰ περιορισθῇ εἰς τοὺς λόφους τοὺς ἀθεάτους ἀπὸ τὸν δρόμον. Πρόσφατον εἶνε κ’ ἐκεῖνο ποὺ ἄνοιξεν, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς ἐπιδιορθώσεως τῆς Ἱερᾶς ὁδοῦ, ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν δρόμον, ἔναντι τοῦ λόφου τῆς Ἁγίας Μαύρας. Πέρα ἀπὸ τὸ Δαφνὶ ἡ λατομία καταστρέφει εἰς τὸ σημεῖον ἀκριβῶς ὁπόθεν ἀγναντεύεις τὸν κόλπον τῆς Σαλαμῖνος τοὺς πλαστικωτέρους βράχους δεξιὰ ἀπὸ τὸν δρόμον καὶ καταστρέφει ἔτσι ἕνα κλασσικὸ τοπεῖον.
Τὸ ἀπεριόριστο αὐτὸ δικαίωμα τῆς λατομίας λυμαίνεται τὴν ἱστορικὴν καὶ θαυμαστὴν Πειραϊκὴν Χερσόνησον ὅπου καθὼς λέγουν οἱ Ἀρχαιολόγοι οἱ ἀρχαῖοι ἐλατόμουν κατὰ τρόπον ποὺ ἄφηνε ἀνέπαφον τὴν μορφὴν τοῦ τοπείου.

Δημοτικό Σχολείο Πευκάκια


Ἀμφιβάλλω ἂν εἶνε ἀπὸ αἰσθητικοὺς λόγους ποὺ τὰ ἀρχαῖα λατομεῖα τῆς Πεντέλης εἶνε τοποθετημένα εἰς μέρος ἀθέατον. Τοῦτο μόνον γνωρίζω, πὼς ἡ ἀνεπιστημονικὴ καὶ χωρὶς κανὲν σύστημα σημερινὴ λατομία γλήγορα θὰ καταστρέψῃ τὸ εὐγενέστερον ἀπὸ τὰ βουνά μας.
Ἕως ποῦ θὰ σταματήσουν τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; Καὶ ἕως πότε θὰ ἐξακολουθήσῃ ἀσύδοτος, μὴ γνωρίζουσα περιορισμούς; Ποῖος θὰ τὴν σταματήσῃ! Ἀπὸ ποῦ θὰ προέλθῃ τὸ ἐνεργὸν ἐνδιαφέρον, τὸ κῦρος καὶ ἡ δύναμις ποὺ θὰ ὑπερασπίσῃ ἀπὸ τὴν πληγὴν αὐτὴν τὸ Ἑλληνικὸν τοπεῖον;
Ἐὰν χρέος μας εἶνε ἡ προάσπισις τῶν ἀρχαιολογικῶν μνημείων ἀπὸ τὴν καταστροφήν, χρέος ἴσης σημασίας εἶνε ἡ προάσπισις τοῦ φυσικοῦ του περιβάλλοντος τῆς ἀτμοσφαίρας του.
Ἕνα μνημεῖον τέχνης ποὺ δὲν εἶνε ἄλλο παρὰ μία ἑρμηνεία, μέσον ἀφηρημένων σχημάτων, αὐτῶν τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν Νόμων τῆς φύσεως, γίνεται ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ μέρος τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ σύμπαντος.
Δὲν ἁρμόζει νὰ καταστρέφωμεν τὴν ἁρμονίαν αὐτὴν ἀνάμεσα μνημείου τέχνης καὶ φύσεως μὲ ἔργα ποὺ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχουν συλληφθῇ κατὰ τὰς ἀρχὰς αὐτῆς τῆς φύσεως, στέκουν ξένα πρὸς αὐτήν.
Ὁ ἄξων τῆς Ἀκροπόλεως, λέγει ὁ σύγχρονος Corbusier, εἶνε ὁ ἄξων τοῦ τοπείου ἀπὸ τὴν Πεντέλην ἕως τὴν θάλασσαν. Ἔτσι βλέπει ὁ ἀληθινὸς Ἀρχιτέκτων. Ὁ ἀνίδεος βλέπει μόνον τὴν Ἀκρόπολιν, δηλαδὴ δὲν τὴν βλέπει ποσῶς.
Δὲν ἁρμόζει εἰς τὸν ἄξονα αὐτὸν νὰ τοποθετήσωμεν πράγματα ποὺ νὰ μὴν ἐστέκοντο εἰς ἁρμονίαν μὲ τὴν Ἀκρόπολιν. Καὶ ὁ Λυκαβηττὸς βρίσκεται εἰς τὸν ἄξονα τῆς Ἀκροπόλεως. Ὁ ἄξων αὐτῆς δημιουργεῖ ὑψηλὰς ἐπιταγάς. Ἕνα μνημεῖον, στημένο ἐπάνω εἰς τὸν Λυκαβηττὸν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὄχι μόνον «ὑψηλὴ τέχνη» ἀλλὰ καὶ σύμβολον ἑνὸς ὑψηλοῦ ἰδεώδους. Ἐκινδύνευσε νὰ εἶνε ψευδὴς τέχνη καὶ Ξενοδοχεῖον ἢ ντάνσιγκ.
«Ἡ Ἀκρόπολις», λέγει πάλιν ὁ ἴδιος, «διατάσσει ὁλόκληρον τὸ Ἀττικὸν τοπεῖον». Ἀσφαλῶς ἡ φύσις ἀκούει ἕως τὰ πέρατα τῆς Ἀττικῆς πεδιάδος τὰς ἐπιταγὰς τῆς Τέχνης καὶ ὑπακούει.
Ἐμεῖς, οἱ ἔνδοξοι υἱοὶ εἴμεθα οἱ μόνοι κωφοὶ ἐδῶ πολὺ κοντά της.
Πήγαινε ἕνα περίπατο γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι: Ὅταν ἰδῇς τί εἴδους οἰκοδομαὶ μολύνουν τὸ μέρος ὅλο γύρω της θὰ αἰσθανθῇς ἕως ποῦ φθάνει τὸ πλαστικὸν αἴσθημα τοῦ λαοῦ μας. Ὁ τόπος εἶνε ἰδιαίτερα ἄξιος νὰ γείνῃ τὸ κριτήριόν μας ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς.
Ἕως τὰ 1900 ἦτον ἄχτιστος ἀκόμη ὁ λόφος τῆς Πνυκὸς καὶ τὰ δυτικά του κράσπεδα, ὁ λόφος τοῦ Ἀστεροσκοπείου καὶ ὅλη ἡ ἔκτασις ἀναμεταξὺ Θησείου καὶ τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς τοῦ ΣΠΑ. Ἠδυνάμεθα τότε νὰ φροντίσωμεν νὰ ἀπαλλοτριωθῇ καὶ νὰ παραμείνῃ ὡς εἶχε. Τοὐλάχιστον εἰς τὰ ὡρισμένα αὐτὰ μέρη ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν ἀρχαίων μνημείων θὰ διετηρεῖτο.
Τὸ ἀποκαρδιωτικὸν εἶνε τὸ θέαμα τῆς Ἀκροπόλεως ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ τώρα! Ἀκρόπολις, Ἄρειος Πάγος, Πνύξ. Καὶ ἡ αἰσθητικὴ τῶν ἐργολάβων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Σπίτια ρενεσὰνς εἰς τὸ πρῶτον ἐπίπεδον. Μία ὀγκώδης ἐκκλησία εἰς τὸν ἐλαφρότατον λόφον τῶν Νυμφῶν καὶ τόσα ἄλλα.
Ἡ ρίζα τῆς καταστροφῆς εἶνε μία, ἡ ἄγνοια. Αἱ μορφαί της πολλῶν εἰδῶν. Μία εἶνε, ποὺ εἶχε πρόθεσιν καλήν, ἀξιοσημείωτος μὲ τὸ νὰ μᾶς διδάσκῃ πόσον καὶ ἡ καλὴ πρόθεσι δὲν φθάνει. Ἀπαιτεῖται πρὸ παντὸς Γνῶσις:
Εἶνε ἡ δενδροφύτευσις τῶν μερῶν αὐτῶν, ὁ καλλωπισμός των.
Ἡ πλέον ἁρμόζουσα στολὴ εἰς τὸ τοπεῖον αὐτὸ εἶνε ἡ αὐστηρὰ γύμνια του. Οἱ ἀδελφοί του, μερικὲς ἀγριεληές.Τὰ ἀθάνατα ἀκόμα, ἂν καὶ παρείσακτα, δὲν γνωρίζω πῶς, ἐναρμονίζονται ἴσως μ’ αὐτό.
Τὸ ἠθέλησαν πλουσιώτερον. Ἐδενδροφύτευσαν παντοῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ἀρχέγονον ἔδαφος, ἐπάνω εἰς τὰς ἐπιχωματώσεις τῶν ἀνασκαφῶν καὶ τοῦ χρόνου. Δάσος ἀπὸ πεῦκα γύρω εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ εἰς τὴν Πνύκα, κυπαρίσσια κάτω ἀπὸ τὸν Φιλόπαππον. Τὸ τοπεῖο ἔχασε τὸν αὐστηρὸν χαρακτῆρα του. Σὲ λίγο ἡ Ἀκρόπολις θὰ εἶνε ἀθέατη ἀπὸ τὸν περιφερειακὸν δρόμον. Καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ τὴν Πνύκα.
Γύρω ἀπὸ τὸ θέατρον τοῦ Διονύσου καὶ ἐπάνω ἀκόμη εἰς τοὺς βράχους τῆς Ἀκροπόλεως τί ἐκζητήσεις διακοσμητικαὶ ἀνάρμοστοι καὶ διὰ τὴν φύσιν καὶ διὰ τὰ ἐρείπια! Ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα ἀκόμα, ἄλλοτε, εἶχαν φυτεύσῃ καὶ μερικὰ φοινικοειδῆ!
Δὲν ἐστάθη δυστύχημα μεγαλείτερον διὰ τὰς Ἀθηναϊκὰς Ἀρχαιότητας ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀρχικὸν σχέδιον τῶν Ἀθηνῶν τὸ ἐκπονηθὲν ὑπὸ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μας Κλεάνθους, δὲν ἐφηρμόσθη. Προέβλεπε τὴν διαφύλαξιν ὁλοκλήρου τοῦ ἀρχαίου ἄστεως, ἀπὸ τὰς οἰκοδομάς.
Δὲν ὁμιλῶ ἐδῶ διὰ τὰς ἄλλας συνεπείας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ διὰ τὴν νέαν πόλιν.
Αἱ ἀνασκαφαὶ τῆς Ἀμερικανικῆς Σχολῆς, ἀκόμη καὶ ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν σπουδαῖαι ἀρχαιότητες, θὰ συντελέσουν εἰς τοῦτο. Νὰ μᾶς ἀποκαλύψουν τὸ ἔδαφος τοῦ ἀρχαίου ἄστεως. Καὶ νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν ἀτμόσφαιραν τῶν ἐρειπίων.
Τὰ δύο ἱερὰ ποτάμια, ὁ Ἰλισσὸς καὶ ὁ Κηφισσός, ποιὸς θὰ προασπίσῃ τὴν κοίτην των ἀπὸ τὴν ἐξαφάνισιν! Ὁ Κολωνός! καὶ ἔπειτα τὰ περίχωρα, τὸ Δαφνί, ἡ Καισαριανὴ καὶ τόσα ἄλλα.
Τὸ Δαφνὶ ἀρχίζει νὰ χάνῃ τὸ ταπεινὸν καὶ ἥσυχον περιβάλλον του τὸ τόσον ἁρμόζον πρὸς τὸ Μεσαιωνικὸν αὐτοῦ μνημεῖον. Μπὰρ καὶ Ντάνσιγκ ἀνοίγουν τώρα ἐκεῖ ὅπου δὲν ἦσαν πρὶν παρὰ τὰ ταπεινὰ χάνια τοῦ λαοῦ ποὺ ὄχι μόνον δὲν ἔβλαπταν τὸ μέρος μὰ συνετέλουν νὰ τοῦ δώσουν καὶ κάποιαν κίνησιν τοπικῆς ζωῆς ποὺ δὲν ἐστερεῖτο χαρακτῆρος.
Καὶ ὅμως εἰς περιστάσεις ἀναλόγους πρὸς αὐτὴν ἐδῶ δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐθεσπίζοντο μερικοὶ κανονισμοί; Νὰ ὡρίζετο λ.χ. μία ὡρισμένη ἀκτὶς γύρω ἀπὸ τὰ μνημεῖα, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἡ ἀνέγερσις οἰκοδομῶν θὰ ἦτο ἀπηγορευμένη ἢ θὰ ὑπείγετο εἰς ὡρισμένας αἰσθητικὰς διατάξεις; Δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Δαφνιοῦ νὰ ἐθεσπίζετο ὅτι αἱ ἐγκαταστάσεις νὰ εἶνε πρόχειροι, ξύλινοι λ.χ. εἰς ὡρισμένην ἀπόστασιν ἀπὸ τὸ μνημεῖον, ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα τοῦ πευκῶνος;
Εἰς τὴν Ἐλευσῖνα, δὲν ἦτο χρέος μας νὰ διαφυλάξωμεν εἰς τὰς ἀρχαιότητας περιβάλλον ἁρμοδιώτερον πρὸς τὴν καλλιτεχνικὴν καὶ ἱστορικὴν σημασίαν των; Ἀλλ’ ἡ Ἀρχαιολογικὴ ὑπηρεσία τοῦ τόπου μας κλίνει εἰς τὸ νὰ θεωρῇ τὰ μνημεῖα καθ’ ἑαυτὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ διαφυλάξῃ ἀδιαφοροῦσα διὰ τὸ τί γίνεται γύρω των. Καὶ τὰ διαφύλαξε ἄραγε πάντοτε; Πῶς κατεστράφησαν τὰ Κιμώνεια τείχη τοῦ Πειραιῶς; Τί ἐχέγγυα ἔχομεν δι’ ὅ,τι ἀκόμη σώζεται σήμερον ἀπ’ αὐτά; Διατί αὐτὴ ἄφησε νὰ ἐπιχωθῇ εἰς τὴν λεγομένην Λάκκαν τοῦ Βάβουλα εἰς τὸν Πειραιᾶ ὁλόκληρον μέρος τῆς ἀρχαίας πόλεως Πειραιῶς, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν Πριήνην ἦσαν αἱ πρῶται πόλεις αἱ χαραγμέναι ἐπάνω εἰς ὡρισμένον σχέδιον, καὶ ἐξηφανίσθη ἔτσι ἕνα ἔδαφος γεμᾶτο κίνησιν καὶ μαζὶ ἓν ἀξιόλογον ἀρχιτεκτονικὸν μνημεῖον. Ἡ Πύλη τοῦ Ἑνετικοῦ κάστρου τῆς Χαλκίδος κατεστράφη κατὰ τὴν κατασκευὴν τῆς σιδηρᾶς γεφύρας τοῦ Εὐρίπου ἐνῷ ἦτο εὐκολώτατον νὰ κατεδαφισθῇ πέτρα πρὸς πέτρα καὶ ν’ ἀνεγερθῇ ἐκ νέου εἰς ἄλλο μέρος τῆς πόλεως, ὥστε νὰ μὴ στερηθῇ ἡ πόλις χωρὶς λόγον ἑνὸς καλλιτεχνικοῦ στολίσματος μαζὶ καὶ μιᾶς σελίδος τῆς ἱστορίας της.
Ἂν ἐπίσης λυπούμεθα διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν τειχῶν τῆς Χαλκίδος, τῆς Χίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, δὲν εἶνε μόνον διὰ τὴν ἀπώλειαν πλαστικῶν μορφῶν ζωῆς τοῦ περασμένου τὰς ὁποίας γνωρίζομεν ὅτι ἡ καλαισθησία τοῦ παρόντος εἶνε ἀδύνατον ν’ ἀντικαταστήσῃ μὲ νέας ἰδικάς της, ἀλλὰ διότι γνωρίζομεν ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπώλεια δὲν ἐπεβάλλετο ἀναντιρρήτως ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τοῦ παρόντος, ἀλλὰ προήρχετο τὰς περισσοτέρας φορὰς ἀπὸ διπλῆν ἄγνοιαν, ἀπὸ ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις δηλ. τῆς ἀνάγκης αὐτῆς καὶ ἀπὸ ἀναισθησίαν πρὸς τὴν καλλιτεχνικὴν καὶ ἱστορικὴν σημασίαν των.
Μ’ ἄλλους λόγους εἰς τὰς περιπτώσεις ποὺ ἀνεφέραμεν, ὁ Πειραιεύς, ἡ Χαλκίς, ἡ Χῖος καὶ ἡ Μυτιλήνη δὲν ἔχασαν μόνον ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ἱστορίαν των καὶ ἕνα καλλιτεχνικὸν μνημεῖον ποὺ τὸ παρελθὸν τοὺς εἶχε κληροδοτήσῃ, ἀλλὰ καὶ κάτι χρήσιμον καὶ ἐξυπηρετικὸν τῆς παρούσης των εὐζωίας.
Ἕνας ἀληθινὸς Ἀρχιτέκτων εἰς τί θαυμασίους περιπάτους θὰ ἠδύνατο νὰ μεταβάλῃ τὰ τείχη αὐτά!

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ