του π. Αθανάσιου Παραβάντσου | Δημοσιεύτηκε στη Σύναξη, τεύχος 157, σσ. 103-105.
Τό βιβλίο τοῦ πατρός Νικολάου Λουδοβίκου, “Ἡ ἀνοικτή κοινωνία καί οἱ ἐχθροί της. Ἡ ἄνοδος τοῦ βελούδινου ὁλοκληρωτισμοῦ”, ἐκδόσεις Ἁρμός, ἀποτελεῖ σταθμό στήν ἑλληνική (καί διεθνή, ἄν μεταφραστεῖ) βιβλιογραφία. Πραγματεύεται τήν διαμόρφωση τῆς ὕστερης νεωτερικότητας (ἐν συντομία μετανεωτερικότητας) ἀπό ἄποψη φιλοσοφική-θεολογική, ἐξελικτική-κοινωνιολογική, πολιτική-θεσμική καί, κυρίως, ἀνθρωπολογική. Μία πολυδιάστατη καί πολυεπίπεδη ἀνάλυση ἐκτυλίσσεται συναρπαστικά μπροστά στά πνευματικά μάτια τοῦ ἀναγνώστη. Ὁ συγγραφέας μέ χαρακτηριστική εὐχέρεια ἀνακαλύπτει τίς ἀπώτατες (μέχρι τόν Αὐγουστίνο) πνευματικές καί ἱστορικές ρίζες φαινομένων τελείως πρόσφατων, καταδεικνύει τήν κοσμοθεωρητική ἐξέλιξη πού ὁδήγησε στήν ἀνθρωπολογική ἀποσύνθεση τῆς ἐποχῆς μας. Διαλέγεται ἐξίσου ἄνετα μέ τόν Παλαμᾶ καί τόν Ἀκινάτη, μέ τόν Ἀριστοτέλη ἀλλά καί τόν Hegel καί τόν Horkheimer. Ἡ γλώσσα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι πλούσια σέ λεξιλόγιο, εὑρηματική καί εὐφάνταστη, χυμώδης, ἀλλά καί ἀκριβής.
Οἱ ἐκπλήξεις ἀρχίζουν ἤδη ἀπό τόν πρόλογο: “Ἡ Ἑλλάδα, ὡστόσο, πνευματικά, ἱστορικά καί πολιτιστικά εἶναι μέρος τοῦ ἑνός καί ἑνιαίου, ξανά, σήμερα, Ἑλληνο-δυτικοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ἀνήκουν ταυτόχρονα, ὁ Ἀριστοτέλης καί ὁ Heidegger, ὁ Ἡράκλειτος καί ὁ Hegel, ὁ Πλάτων καί ὁ Wittgenstein, ὁ Shakespeare καί ὁ Ντοστογιέφσκι, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, ὁ Αὐγουστίνος καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής, ὁ Ντά Βίντσι καί ὁ Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας, ὁ Μπετόβεν καί ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός… Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει οὔτε ἐξομοίωση, οὔτε ἰσοπέδωση· ὅλως ἀντιθέτως σημαίνει ἐσωτερική,.., συμπλήρωση ἤ καί διόρθωση ἤ, κάποτε, σπανιότερα, ἐμπλουτισμόν ἀμοιβαῖο”[1].
Αὐτή ἡ θέαση τῆς ἑλληνικῆς καί δυτικῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως εἶναι ὄντως ἔξοχη: ὁ συγγραφέας στά κατάλληλα σημεῖα φέρνει σέ διάλογο τίς κυριότερες ἀπό τίς παραπάνω δυάδες, ἀναζητώντας -πέρα ἀπό τίς αὐτονόητες διαφορές τους- συγκλίσεις πού σπανίως ἀνιχνεύθηκαν. Ἔτσι, στό πρῶτο κεφάλαιο συγκρίνει βασικές θεολογικές θέσεις τῶν Παλαμᾶ καί Ἀκινάτη, σχετικές μέ τό νόημα τῆς Φύσης, τῆς Ἱστορίας καί τῆς Χάριτος. Εἶναι ἴσως τό δυσκολότερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, καθώς ἀπαιτεῖ μεγάλη ἐξειδίκευση στά θέματα αὐτά. Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ζητήματα πού πραγματεύεται εἶναι ὅτι μέ βάση τήν θωμιστική θεολογία, “..ἡ φύση εἶναι δυνατό νά ὁρισθεῖ καταρχήν μεταφυσικά χωρίς τήν χάρη,…μπορεῖ νά ὑπάρξει μιά ἱστορία χωρίς Θεό, ἕνα “φυσικό” νόημα τῶν ὄντων καί τῆς ἱστορικῆς προόδου…τό χωρίς Θεό νόημα εἶναι ἴσως πιό ἀγαπητικό καί φιλάνθρωπο, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ἀπαιτεῖ καμμίαν ἔκσταση ἀπό τήν φύση πέρα ἀπό τά ὅριά της…ἡ ἱστορία μοιάζει πιό ἀνθρώπινη χωρίς τήν χάρη”[2]. Αὐτό ἀκριβῶς δέν εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκκοσμίκευσης; Ἀπόδοση ἑνός ρευστοῦ (ἰδεολογικοῦ) καί φαντασιακοῦ ὑπερ-νοήματος στό κτιστό καί σταδιακή ἀπόρριψη τοῦ Ἀκτίστου. Ἡ ἐκκοσμίκευση ἀποτίναξε τόν ἀσκητικό ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ γιά τήν κοινωνία μέ τήν Θεία Χάρη καί στή θέση της τοποθέτησε βαθμιαῖα τήν ψυχική εὐεξία[3]. Ὁ ἐξοβελισμός τῆς Χάριτος ξεκίνησε ἀπό τήν θεολογία περί κτιστῆς Χάριτος τοῦ Ἀκινάτη καί κατέληξε “στήν ἐγελιανή ὑποκατάσταση τοῦ Θεοῦ ἀπό τό ἀνθρώπινο πνεῦμα: ἡ ἱστορία τώρα καθίσταται μιά κλειστή ἱστορία, ὑπό τήν ἔννοια πώς εἶναι μιά ἱστορία πού διαδραματίζεται μέσα στόν ἀνθρώπινο κόσμο/πνεῦμα, χωρίς πραγματική σχέση μέ τήν ριζική…ἑτερότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά διανοίξει τήν ἱστορία…στό ἴδιο τό ἄκτιστο…Κλειστή ἱστορία εἶναι τώρα ἡ ἱστορία ὡς (θέληση γιά) δύναμη καί ὡς τέτοια, ἀποτελεῖ τόν ἴδιο τόν ὁρισμό ἑνός ὑπέρτατου Ναρκισσισμοῦ καταπιέζοντας τήν ἀκεραιότητα τῆς φύσης καί ἀπαγορεύοντας τό ἱστορικό της δικαίωμα νά ἐκπληρωθεῖ πραγματικά…”[4].
Ὁ ναρκισσισμός παίζει κεντρικότατο ρόλο στήν μετανεωτερική συνθήκη, ἀφοῦ νομιμοποιήθηκε στήν καθημερινότητα ὡς “ἐπανάσταση τοῦ ὁ,τιδήποτε” καί ἀφοῦ πρῶτα τό νόημα τῆς πραγματικῆς ἱστορίας μεταστράφηκε στόν ναρκισσισμό ὡς ἱστορία. Στό πλαίσιο αὐτό “τό ἀτομικό ὑπερισχύει τοῦ οἰκουμενικοῦ, τό ψυχολογικό τοῦ ὀντολογικοῦ, τό ἐπικοινωνιακό τοῦ πολιτικοῦ, ἡ ποικιλία τῆς ὁμογενοποίησης, ἡ ἐπιτρεπτικότητα τῆς ὑποχρεωτικότητας, ἐνῶ οἱ ταξικοί ἀγῶνες ἀντικαθίστανται ἀπό ἀδιαφορία καί συμβιβασμό”[5].
Στό πλαίσιο τῆς κλειστῆς ἱστορίας, τά σημεῖα-κλειδιά γιά τήν κατανόησή της σύμφωνα μέ τόν π.Ν. εἶναι “διανοητικότητα, ὀξυδέρκεια, ἀποτελεσματικότητα, ἐσωτερικότητα”[6]. Στό πλαίσιο τῆς πατερικῆς θεολογίας περί συνεργίας καί τῶν προεκτάσεών της, τά θεμέλια κατανόησης τῆς ἱστορίας εἶναι “ἐνσωμάτωση, περιχώρηση, σχεσιακότητα καί τελικά διαλογική ἀμοιβαιότητα…Μιά ἐκκοσμικευμένη ἐκδοχή τῆς πρώτης ἀντίληψης (τῆς κλειστῆς ἱστορίας, Α.Π.) ἔχει ἤδη παραγάγει ὁλοκληρωτισμό, ἐπιθετικό καπιταλισμό, ἀθεϊσμό καί πολιτισμικό ναρκισσισμό, μαζί μέ λαμπρές τεχνολογικές καί ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις. Ἐνῶ μιά διαστρεβλωμένη ἐκδοχή τῆς δεύτερης ἀντίληψης (μεταμόρφωση τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, Α.Π.) ἔχει παραγάγει ἤ μπορεῖ νά παράξει κατά καιρούς μιά ὑπερ-εσχατολογοποίηση ἤ ἀκόμη καί ἄρνηση τῆς ἱστορίας, μιά ὑπονόμευση τῶν ἱστορικῶν θεσμῶν, μιά γνωσιμαχία ἤ ἕναν ἀνθρωπολογικό μονοφυσιτισμό, ὅπου ἡ φύση ἀπορρίπτεται ἀντί νά μεταμορφώνεται…εἶναι ἡ ὥρα γιά ἕνα θεολογικῆς ἔμπνευσης ἄνοιγμα τῆς ναρκισσιστικῆς ἐσωστρέφειας στήν διαλογικότητα, μιά σύνδεση τῆς δύναμης μέ τήν σχεσιακότητα, τῆς διάνοιας μέ τήν ἔνσωμάτωση ἤ τῆς ἀποτελεσματικότητας μέ τήν περιχώρηση”[7].
Τά ἑπόμενα κεφάλαια ἀποτελοῦν ἀνάλυση τῶν παραπάνω ἐξαιρετικά πυκνῶν καί πολύπλευρων συμπερασμάτων. Στόν περιορισμένο χῶρο πού διαθέτουμε θά ἀρκεστοῦμε νά παραθέσουμε κάποιες πολύ χαρακτηριστικές παραγράφους πού βρίσκονται στόν πυρήνα τῆς θεματολογίας τοῦ βιβλίου.
Ἀναφερόμενος ὁ συγγραφέας στήν ἀνθρωπολογική κατάληξη τῆς μετανεωτερικότητας, σέ ἕναν ἄνθρωπο χωρίς δεσμούς θρησκευτικούς, πολιτιστικούς ἤ κοινοτικούς, τονίζει: “..ἡ ἀνθρώπινη φύση θεωρεῖται τελικά ὡς ἐγγενῶς ἀνεπαρκής καί πρέπει νά ξεπεραστεῖ.. (μιά τέτοια κοινωνία) θά εἶναι ἡ κοινωνία αὐτῶν πού δέν ξέρουν τίποτα (ἤ καλύτερα, ὀφείλουν νά μήν ξέρουν τίποτα) γιά οἱεσδήποτε πηγές κοινῆς ἀλήθειας…Πάντοτε ὁ αὐτονόητος σκοπός (τῆς μετανεωτερικότητας, Α.Π.) εἶναι ἡ ἀπόλαυση τοῦ ἑαυτοῦ καί βεβαίως ἡ κοινωνία ὑπηρετεῖ πάντοτε.. τό ἄτομο..οἱ πηγές νοήματος θεωροῦνται αὐτονόητα ἰδιωτικές, δέν ἀφοροῦν σέ καμμιά γενική ἀλήθεια. Καί ἐδῶ διαφαίνεται ἀκριβῶς τό ἐπιθετικό στοιχεῖο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ..: στή Δύση σήμερα εἶσαι στήν κυριολεξία νομικά καταναγκασμένος νά ἀποδεχτεῖς τήν ἀδυναμία καθορισμοῦ ἀντικειμενικῶν..πηγῶν ἀλήθειας, ὀντολογικῆς ἤ ἠθικῆς, καθολικά ἰσχύουσας”[8]. Ἐδῶ ἔχουμε μιά ἀπό τίς κύριες διαστάσεις τοῦ νέου-βελούδινου μεταμοντέρνου ὁλοκληρωτισμοῦ τῆς “πολιτικῆς ὀρθότητας”, ἡ ὁποία διάσταση ἀποτελεῖ συγχρόνως αἴτιο καί ἀποτέλεσμα τοῦ φαινομένου αὐτοῦ.
Ὁ συγγραφέας ἀσχολεῖται ἐκτενῶς μέ τό πρόβλημα τῆς ὀντολογίας τοῦ κοινωνικοῦ, πού συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν θεματολογία του. “Στή Δύση ὁ θεσμός ἔχει μεγάλη σημασία, ὄχι μόνον ἀντικειμενική ἀλλά καί ὑπαρξιακή,…διότι εἶναι ὁ κύριος τρόπος προκειμένου νά ἔλθουμε σέ ἐπικοινωνία μεταξύ μας, χωρίς νά καταστρέψουμε τήν ὑπαρκτικήν αὐτοτέλεια τῶν ἐγώ μας…Ὁ συμφωνημένος ἀπό τήν κοινωνία θεσμός…ἐπιτρέπει νά εἴμαστε ἀπρόσβλητοι καί κυρίαρχοι στό περίκλειστο ἐγώ μας καί ταυτόχρονα νά ἔχουμε μιά μορφή σχέσεων μεταξύ μας ἐλεγχόμενη”[9]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ θεσμοί εἶναι ἐξαιρετικά κρίσιμοι στίς δυτικές κοινωνίες, διότι εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος νά ἐξασφαλιστεῖ μιά κάποια ἰσορροπία φόβου μεταξύ τῶν ἀκοινώνητων ἐγώ πού συναποτελοῦν τόν…συνεταιρισμό (αὐτή εἶναι ἡ πρωταρχική ἔννοια τοῦ society!), ἀλλά καί γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ μέγιστη οἰκονομική ἀποτελεσματικότητα.
“Ὁ παγκόσμιος καπιταλισμός χρειάζεται σήμερα ἀνθρώπους πού νά μήν ἔχουν κἄν οἰκογένεια, ἀνθρώπους πού νά μήν ἔχουν, εἰ δυνατόν, ἐθνική συνείδηση, ἀνθρώπους πού νά εἶναι χαλαρά συνδεδεμένοι μέ τήν τοπική θρησκεία. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πάρα πολύ χρήσιμοι. Ἔχουν μόνο τό ἐγώ τους στή διάθεσή τους”[10]. Αὐτό τό μοναξιασμένο ἐγώ χωρίς στέρεη ταυτότητα ἀποτελεῖ εὔκολη λεία τοῦ συστήματος, πού χειραγωγεῖ τήν ἐπιθυμία του καί τό φαντασιακό του μέσω τῆς πανίσχυρης προπαγάνδας τῆς ἠλεκτρονικῆς εἰκόνας, πετυχαίνοντας τούς στόχους του καί προβάλλοντας μιάν ἐπίφαση δημοκρατίας.
Ποιές ὅμως εἶναι οἱ πολιτιστικές συνέπειες τῆς ἐργαλειακῆς ἀντίληψης τῆς ζωῆς καί αὐτοῦ τοῦ τύπου κοινωνίας χωρίς κανένα ὑπερβατικό νόημα καί σκοπό; “Πρῶτον, κυριαρχία τῆς ἀπόλυτης προσαρμοστικότητας[11], δεύτερον, θεώρηση τῆς πραγματικότητας ὡς αὐταπάτης[12], τρίτον, ὑποταγή στήν τεχνητή ἀναγκαιότητα, τέταρτον, ἡ παρακμή τοῦ ἀτόμου, πέμπτον, τό ἦθος συμβιβασμοῦ καί μίμησης καί ἕκτον, ἡ… ἐπανάσταση τοῦ ὁτιδήποτε”[13]. Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στήν παρακμή τοῦ ἀτόμου, ὁ π.Ν. διαπιστώνει ὅτι “ἡ ἀποθέωση τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης ὑπηρετεῖ ἀκριβῶς μιά ψευδῆ δῆθεν οἰκειότητα χωρίς ὅρους καί ὅρια, ἡ ὁποία μπορεῖ νά λειτουργήσει ἄψογα πρός τήν κατεύθυνση μιᾶς μιμητικῆς καθοδήγησης τῶν πολλῶν. Ἐνῶ ἡ αὐθεντική οἰκειότητα προϋποθέτει προσωπική ἱστορία καί ἰδιοπροσωπία…Χωρίς αὐτά τά τελευταῖα οἱ ἄνθρωποι, παντελῶς ἐξομοιωμένοι, δέν (θά) ἔχουν σέ λίγο κανένα μυστικό νά ἀποκαλύψουν, καμμιά ἐμπιστοσύνη νά ἀνταλλάξουν, καμμιά ἐνδοχώρα νά ἀνακαλύψουν καί, ἐν συνεχείᾳ, κανέναν ἀδιάσειστο σύνδεσμο πού νά δημιουργεῖ κόσμο καί ἱστορία… Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ παράδοση, ὡς ὁ τρόπος τοῦ νά ἔχω ἕναν ἑαυτό πρίν τή συνάντηση μέ τόν Ἄλλον.. Ἡ παράδοση εἶναι ἡ κλίση τοῦ Ἀπολύτου μέσα στήν Ἱστορία”[14]. Πρόκειται γιά ἐξαιρετικό διττό ὁρισμό τῆς παραδόσεως, ἀνθρωπολογικό καί μακρο-ἱστορικό.
Τό κεφάλαιο, “Τά χαρακτηριστικά τοῦ Βελούδινου Ὁλοκληρωτισμοῦ” παραθέτει 24 θεμελιώδη στοιχεῖα του μέ πυκνή ἀνάλυση καί τέτοια ποιότητα σύνθεσης, πού νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ συμβολή στή διεθνῆ βιβλιογραφία, ὄχι μόνο στήν ἑλληνική.
Τό κεφάλαιο περί τοῦ νεοελληνικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἀνατέμνει τίς ἐσωτερικές ἐξελίξεις ἀποφεύγοντας καί τήν “πολιτική ὀρθότητα” καί τόν φονταμενταλισμό τῆς πλήρους ἀπόρριψης τῆς μετανεωτερικότητας.
Τέλος τά παραρτήματα τοῦ βιβλίου ἀποτελοῦν μελέτες ἐπίμαχων περιπτώσεων πού βρίσκονται στό ἐπίκεντρο τοῦ πολιτισμικοῦ γίγνεσθαι τοῦ ἑλληνο-δυτικοῦ κόσμου καί ὅπου χρησιμοποιοῦνται τά κριτήρια τῆς προηγηθείσας ἀνάλυσης.
Συνολικά, τό παρουσιαζόμενο βιβλίο νομίζω πώς ἀνήκει σέ ἐκείνη τήν δυσεύρετη κατηγορία ρηξικέλευθων ἔργων, τά ὁποῖα συνδυάζουν ἐρευνητικό ταλέντο, θέαση ἐξαιρετικά πολύπλευρη καί κατάθεση ψυχῆς. Ἐνδεχομένως θά μποροῦσε νά συγκαταλεχθεῖ μεταξύ τῶν σημαντικότερων ἔργων τῆς δεκαετίας.
Σημειώσεις
[1] σ. 14. Οἱ πλάγιοι χαρακτῆρες προέρχονται ἀπό τό κείμενο.
[2] σ. 29 & 30.
[3] Βλ. τό κείμενό μου, “Ποιόν ρόλο ἐπιφυλάσσει γιά τήν θρησκεία ἡ μετανεωτερική συνθήκη;”, Νέος Λόγιος Ἑρμῆς, τεῦχος 18, 2019, ὅπου παρουσιάζοντας τήν σύγχρονη ψυχαναλυτική ἐπιστημολογία καταδεικνύουμε σαφῶς ὅτι ὁ μόνος ἀποδεκτός ρόλος τῶν θρησκειῶν στό μετανεωτερικό περιβάλλον εἶναι νά στηρίζουν καί νά βελτιώνουν τήν ψυχική εὐεξία τῶν ἀνθρώπων καί εἰδικότερα τήν αὐτοεκτίμησή τους.
[4] σσ. 34, 35 & 37.
[5] σσ. 38 & 39.
[6] σ. 48.
[7] σσ. 48, 49 & 50.
[8] σσ. 69, 70 & 71.
[9] σ. 96. Οἱ πλάγιοι χαρακτῆρες προστέθηκαν.
[10] σσ. 96 & 97. Οἱ πλάγιοι χαρακτῆρες προστέθηκαν.
[11] Αὐτό τό χωρίς στέρεη ταυτότητα Ἐγώ πού ἐξωθεῖται ἀπό τό σύστημα στή μέγιστη προσαρμοστικότητα, δέν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι τείνει διαρκῶς περισσότερο στή σοβαρή καί δυσίατη “μεθοριακή διαταραχή τῆς προσωπικότητας”, ψυχική ἀσθένεια πού χαρακτηρίζεται ἀπό βαρειά δυσλειτουργία τῆς ψυχικῆς ταυτότητας καί μέ ραγδαία αὔξηση στόν δυτικό κόσμο. Βλ. τό κειμενό μου, Ἡ κρίση τοῦ μετανεωτερικοῦ Ἑαυτοῦ: ὁρισμένα ψυχοδυναμικά καί θεολογικά κριτήρια, στό βιβλίο μου, Οἱ ψυχές τῶν ἄλλων. Ἀναζητώντας τόν μεταμοντέρνο ἑαυτό, Ἁρμός, Ἀθήνα 2010, σσ. 133-152.
[12] Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τίς ἀσίγαστες διεκδικήσεις οἰκονομικῆς καί γεωπολιτικῆς ἰσχύος τοῦ διεθνοῦς συστήματος, αὐτές δέν θεωροῦνται ποτέ αὐταπάτη….
[13] σσ. 121-124.
[14] σ. 123, 124 & 125. Οἱ πλάγιοι χαρακτῆρες προστέθηκαν. Ἰδιαίτερα σχετικό μέ τό θέμα μας εἶναι τό μικρό ἀλλά πυκνό ἔργο τοῦ George Steiner, Νοσταλγία τοῦ Ἀπολύτου, Ἄγρας, Ἀθήνα 2007.