Αρχική » Ο Χρήστος Γιανναράς, η γενιά του ’60 και η «Ελευθερία του ήθους»

Ο Χρήστος Γιανναράς, η γενιά του ’60 και η «Ελευθερία του ήθους»

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά

Ο Χρήστος Γιανναράς, δεν βρίσκεται πλέον μαζί μας. Σε αυτό το μικρό σημείωμα, εις μνήμην του, θα προσπαθήσω να αναδείξω μια πλευρά της διαμόρφωσής του έργου του, που συχνά μας διαφεύγει.

Ο Χ. Γιανναράς, γεννημένος το 1935, υπήρξε και αυτός, κατά κάποιον τρόπο, παιδί της γενιάς του 1960, και των ιδεών που, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αν όχι και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ανασκάπτουν τις δυτικές κοινωνίες –και όχι μόνο– και υπερβαίνουν την κυρίαρχη ψυχροπολεμική  ιδεολογία. Η δεκαετία του ’60 αποτέλεσε μια μεγάλη Άνοιξη, ίσως την τελευταία του δυτικού κόσμου.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ελλάδα, με όλες τις ιδιαιτερότητές της, και προπαντός τη βαριά κληρονομιά της Κατοχής και του Εμφυλίου. Και αν όλοι επικεντρώνουμε αυτόν τον μεγάλο αναβρασμό κατ’ εξοχήν στον χώρο της Αριστεράς, που θα γεννήσει την «ποίηση της ήττας», τον Αγγελόπουλο, ή τον Σαββόπουλο, ο αναβρασμός δεν περιορίζεται μόνο σε αυτόν.

Ο αναβρασμός αγκαλιάζει το σύνολο της κοινωνίας. Προπαντός δε τον μεγάλο και μαζικό «αντίπαλο» της παλιάς Αριστεράς, την Εκκλησία και τον ορθόδοξο χώρο, που, στη διάρκεια του Εμφυλίου και τα αμέσως μετεμφυλιακά χρόνια, είχε ταυτιστεί με το καθεστώς και θα τείνει προς τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό ενώ η χριστιανική νεολαία, με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, θα λειτουργεί ως το μαζικό αντίβαρο της ΕΠΟΝ.

Και όμως, στη δεκαετία του ’60, μέσα από οδούς σκολιές και περίπλοκες, ακόμα και στην οργάνωση «Ζωή», θα μπουν τα πρώτα σπέρματα των κινημάτων της αμφισβήτησης του θρησκευτικού ευσεβισμού. Και ο Χρήστος Γιανναράς, που θα ζήσει στα πρώιμα νεανικά του χρόνια, επί μια δεκαετία, τις λεγόμενες παραθρησκευτικές οργανώσεις, υπήρξε ένας από τους πρώτους που θα αμφισβητήσουν έμπρακτα, στο πεδίο της θεωρίας, αυτή την αρτηριοσκληρωτική δομή.

Εκ των υστέρων,  στο βιβλίο του Καταφύγιο Ιδεών (Δόμος, Αθήνα 1987), θα περιγράψει αυτή την πορεία της απελευθέρωσης  από τον κάθε είδους ολοκληρωτισμό:

«…αποδεικνύεται πάντα μάταιη κάθε προσπάθεια, έστω και αν γίνεται με την πιο γνήσια ανθρώπινη συμπάθεια, να υποδείξεις λάθη, νευρωτικές μονομέρειες ή μικρονοϊκές αφέλειες σε ανθρώπους στρατευμένους και εγκλωβισμένους ψυχολογικά σε οποιοδήποτε ιδεολογικό καταφύγιο – είτε Ζωή λέγεται αυτό είτε Σωτήρας, είτε ΚΚΕ είτε Καντιώτης είτε Ψαρουδάκης ή όπως αλλιώς. Δεν υπάρχουν περιθώρια διαφωνίας, διαλόγου, κριτικής αντιπαράθεσης ή λογικής επιχειρηματολογίας όταν ο άλλος νιώθει έστω και ασυνείδητα ότι του αμφισβητείς τα ερείσματα που τον δικαιώνουν στα ίδια του τα μάτια» (Καταφύγιο Ιδεών, σελίδα 261).

Θεωρητικός καρπός της ρήξης του με τον ευσεβισμό, τον ηθικισμό και τον ολοκληρωτισμό υπήρξε και το πρώτο σημαντικό θεολογικό και φιλοσοφικό του έργο, Η Ελευθερία του ήθους,  που δημοσιεύτηκε το 1970 και στο οποίο, στην πραγματικότητα, διαγράφονται διαγραμματικά οι θεμελιώδεις κατευθύνσεις των έργων που θα ακολουθήσουν και διατυπώνονται οι βασικές θέσεις του «νεορθόδοξου ρεύματος».

Διαβάζουμε στον πρόλογο της έκδοσης του 1970 (το έργο αναθεωρήθηκε στη συνέχεια και ξανατυπώθηκε το 1979 και  εν συνεχεία σε τρίτη έκδοση το 2002):

Σύμφωνα με τον νεαρό Γιανναρά, «… αὐτὴ ἡ μελέτη, δὲν ἀποβλέπει νὰ προσδιορίσει, ἔστω καὶ διαγραμματικά, ἕνα “σύστημα” ἠθικῆς – ἀνύπαρκτο, ἐξάλλου, στὸν θεολογικὸ  χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὀρθοδοξίας …».

Ο Γιανναράς συνδέει μάλιστα αυτή τη διαπίστωση με το γενικότερο εξεγερσιακό και ανατρεπτικό πνεύμα της εποχής:  «Ὁ συγκεκριμένος ἱστορικὸς χρόνος στὸν ὁποῖο ζοῦμε σήμερα εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴ βαθύτατη κρίση κάθε συμβατικῆς θεσμοποιημένης Ἠθικῆς, ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν ἀφηρημένων ἐπιταγῶν καὶ τῶν συμβατικῶν “ἀξιῶν” τῆς κοινωνικῆς σκοπιμότητας».

Προτάσσει μάλιστα μια βασική σταθερά του εξηνταοκτάρικου επιτρεπτικού  πνεύματος, την «ἀμφισβήτηση τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας», την «προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἐνοχή», καθώς  «ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας μοιάζει ἀκατανόητη καὶ ἀπαράδεκτη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας», δεδομένου ότι έχει συνδεθεί «μὲ τὴν ἔννοια τῆς παράβασης ἑνὸς ἀπρόσωπου Νόμου».

Ο νεαρός θεωρητικός  βλέπει σε αυτήν την κρίση μια ευκαιρία «γιὰ τὸν λόγο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης», ώστε να πραγματοποιήσει την έξοδο «ἀπὸ τὰ σχήματα τῆς συμβατικῆς ἠθικῆς ποὺ καθιέρωσε, στὰ πολιτιστικὰ ὅρια τῆς Εὐρώπης, ἡ δυτικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ηθική που χαρακτήριζε και τον ευσεβισμό των ελληνικών Οργανώσεων μέσα στις οποίες είχε ζήσει  και «βασίζεται στὴν ἔννοια τῆς ἀτομικῆς παράβασης ἢ τῆς ἀτομικῆς ἀξιομισθίας, στὴ νομικὴ ἀντίληψη τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό».

Μάλιστα, θα δει το εικονοκλαστικό πνεύμα της εποχής, «ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», να σχετίζεται εν τέλει  «μὲ τὰ καίρια προβλήματα τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης γιὰ τὴ σωτηρία: τὴ δυναμικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τὴ διάσωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεών του».

Ο Χ. Γιανναράς γίνεται διαπρύσιος υποστηρικτής αυτής της νέας ηθικής:

«Μιὰ καινούργια ἠθικὴ μοιάζει νὰ κερδίζει καθημερινὰ τοὺς πιὸ ἀνήσυχους καὶ ζωντανοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας: Εἶναι ἡ δυναμικὴ ἀμφισβήτηση τῶν καθιερωμένων κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν σχημάτων ποὺ ἔχουν ἐξελιχθεῖ σὲ μορφὲς ὁλοκληρωτικῆς καταδυνάστευσης τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ἀπροκάλυπτες ἢ ἐξωραϊσμένες ἀρνήσεις τῆς ἀλήθειας τοῦ  ἀνθρώπινου προσώπου».

Και όσο παράδοξο και εάν φαίνεται, νιώθει ο ίδιος κομμάτι των κινημάτων που ξεσπούν σε όλη τη Δύση, και στο Παρίσι όπου ο ίδιος ζει από κοντά τον μεγάλο αναβρασμό: «Ἰδεολογίες, κινήματα, φιλοσοφικὲς θέσεις καὶ κοινωνικὲς τάσεις ζητᾶνε νὰ ὀργανώσουν δυναμικὰ τὴν ἀντίσταση ἐνάντια στὶς δυνάμεις ποὺ ἀπεργάζονται τὸν ἐξανδραποδισμὸ τοῦ ἀνθρώπου».

Τελικώς,  απέναντι στη στενή και δικανική αντίληψη της ηθικής, «ἡ πιὸ ρεαλιστικὴ ἠθικὴ μοιάζει νὰ εἶναι ἡ ἄμεση κοινωνικὴ δράση γιὰ τὴν καταξίωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως καὶ ἀναζήτηση μιᾶς ἔσχατης γνησιότητας στὴν ἀνθρώπινη σχέση ποὺ ὁρίζει ὁ ἔρωτας».

Αυτή η εικονοκλαστική αντίληψη, την οποία συμμερίζονται πολλοί άλλοι νεαροί θεολόγοι και φιλόσοφοι, θα οδηγήσει, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, στο ρεύμα της νεο-ορθοδοξίας, καθώς και στη μεγάλη αναγέννηση του Αγίου Όρους.

Μετά τη δεκαετία του 1970 και το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’80, η μεταχρονολογημένη και καθυστερημένη «νίκη» της «Αριστεράς», που την μετέβαλε σε ηγεμονική ιδεολογική δύναμη της χώρας μετά το 1974, θα αρχίσει να εκφυλίζεται.

Σε συνθήκες συρρίκνωσης του ελληνισμού και παρασιτικής δυτικοκεντρικής μετεξέλιξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, θα ενισχυθεί το ρεύμα της νεο-ορθοδοξίας, βασικός εκφραστής της οποίας υπήρξε και ο Χ. Γιανναράς

Το πνευματικό γεγονός των δεκαετιών του 1980, και εν μέρει του 1990, υπήρξε η ανάδυση μιας ιδεολογικής συνιστώσας της γενιάς του ’60, της νεο-ορθοδοξίας, και γενικότερα του ορθόδοξου χριστιανικού ουμανισμού. Το έργο του Χρήστου Γιανναρά, του Παναγώτη Νέλλα, του Στέλιου Ράμφου, η δραστηριότητα του Βασίλειου Γοντικάκη (άλλοτε ηγουμένου της Μονής Ιβήρων) στο Άγιο Όρος, και πολλών άλλων ακόμα, θα επιβεβαιωθεί και θα γίνει ευρύτερα γνωστό κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών. Και η ελκτική ισχύς αυτού του ρεύματος θα καταδειχθεί και από την προσέλκυση σημαντικών δυνάμεων προερχόμενων από την Αριστερά (Κωστής Μοσκώφ, Κώστας Ζουράρις, Θεόδωρος Ζιάκας, Διονύσης Σαββόπουλος κ.ά.).  Παράλληλα, εκατοντάδες νεαροί, πρώην αριστεριστές και αναρχικοί, θα πάρουν τον δρόμο του Όρους.

Όπως αναγνωρίζει και ένας επικριτής του Γιανναρά, ο Γιώργος Στόγιας, στην Athens Voice, «στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, το νεορθόδοξο αίτημα του Γιανναρά είχε σοβαρό εκτόπισμα, και μάλιστα είχε αγγίξει και τις εναλλακτικές ροκ κοινότητες. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο ροκάδες που άκουγαν Leonard Cohen και Nick Cave να ξημεροβραδιάζονται στις εκκλησίες και να πηγαίνουν διακοπές στο Άγιο όρος για να “βρουν τον εαυτό τους”. Αν πάμε χρονικά λίγο πιο πίσω, θα βρούμε ότι γονιμοποίησε θετικά, εκφράζοντας μία υπάρχουσα ιδεολογική και διανοητική ανάγκη, την ελληνική κουλτούρα. Νομίζω ότι ούτε ο Σαββόπουλος του Τραπεζάκια έξω, ούτε η σκηνή της Θεσσαλονίκης με τον Παπάζογλου θα μπορούσαν να υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο, αν δεν είχε συμβεί το νεορθόδοξο κίνημα».

Καθώς, μετά τη μεταπολίτευση, η αντιστασιακή πολιτική και πολιτισμική μας παράδοση αρχίζει να κάμπτεται, η ολοκλήρωση της παρασιτικής ενσωμάτωσης της Ελλάδας στη Δύση ανέδειξε τη νεο-ορθοδοξία στο σημαντικότερο ρεύμα εμμονής στη νεο-ελληνική ιδιοπροσωπία. Και αυτό, ακριβώς γιατί η νεο-ορθοδοξία επιχειρούσε να συνδέσει τη νεώτερη ελληνική ταυτότητα όχι με την αρχαιότητα –εγχείρημα αποδεκτό από τον δυτικόστροφο κλασικισμό και την αρχαιολατρία– αλλά με το ζωντανό σώμα της πρόσφατης παράδοσής της, την ορθοδοξία και τις βυζαντινές ρίζες της νεοελληνικής ταυτότητας.

Πλέον, δεν ήταν αρκετή η αναφορά στη νεοελληνική παράδοση για να διασώσει μια δημιουργική πρόταση: ο Μακρυγιάννης, οι μνήμες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, ο «Χαμένος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας», ο «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», η «Ρωμιοσύνη», ήταν πλέον πολύ απόμακρα από τον «παγκοσμιοποιημένο» Έλληνα του 1980 και του 1990. Έπρεπε να σκάψομε πιο βαθιά, στις ρίζες της νεοελληνικής μας ταυτότητας, στον «ένδοξον μας βυζαντινισμό», στην Ορθοδοξία που μας «διαχωρίζει» από τη Δύση και το ισλάμ, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε στην παγκοσμιοποίηση, να επανανακαλύψουμε την ιδιοπροσωπία μας και, κατά συνέπεια, να την πάμε ακόμα βαθύτερα, στην προσπάθεια να θεμελιώσουμε έναν νέο λόγο, απέναντι στην κρίση της νεωτερικότητας.

Βέβαια, στη συνέχεια, ο Χρήστος Γιανναράς θα μεταβεί ο ίδιος σε μια μάλλον απαισιόδοξη εκδοχή της φιλοσοφίας του, απελπισμένος από τα καταθλιπτικά αδιέξοδα και τη γενικευμένη παρακμή της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Έτσι θα φτάσει κάποτε, όχι πάντοτε, να μηδενίζει κάθε πιθανότητα διεξόδου. Ήδη, το 1986, γράφει: ( «Finis Graeciae», Το Βήμα, 6 Ιουλίου 1986):

«Τὸν παραλογισμὸ τὸν συνειδητοποιοῦμε ὅταν ἡ καταστροφὴ ἔχει πιὰ συντελεστεῖ. Ἔτσι ἔγινε τὸ 1897, ἔτσι ἔγινε τὸ 1922, ἔτσι καὶ τὸ 1974 στὴν Κύπρο… Μόνο ποὺ τώρα οἱ προδιαγραφὲς τοῦ παραλογισμοῦ ὁδηγοῦν ὄχι ἁπλῶς σὲ ἐθνικὴ συμφορά, ἀλλὰ σὲ ὁριστικὸ τέλος. Finis Graeciae. Τὰ κοράκια στὰ δέντρα ἔχουν ἀλάθητο ἔνστικτο γιὰ τὸν ἐπικείμενο διαμελισμὸ τοῦ πτώματος… Δὲν μᾶς μένουν σὰν νόημα ζωῆς παρὰ μόνο οἱ νόμοι τῆς ἀγορᾶς. Δηλαδή τὸ σούπερ-μάρκετ».

Πάντως,  παρ’ όλες τις αντιρρήσεις και διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς –και οι οποίες θα πρέπει να εκτεθούν σε ευθετότερο χρόνο–, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Χρήστος Γιανναράς, με τη στιβαρή παρουσία του, σφράγισε την ελληνική πνευματική ζωή και σκέψη για πολλές δεκαετίες, αποτέλεσε αντίβαρο στον παρασιτισμό και συνέβαλε στον εμπλουτισμό της σκέψης και της ζωής μας, αναδεικνύοντας  μια άλλη, αποσιωπημένη, εκδοχή της «γενιάς του 30».

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ