του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 145
Το καλοκαίρι δε, που είναι για όλους, ίσως να είναι ποτιμότρερες οι επανεκδόσεις ταινιών, σαν κι αυτή του Ταχυδρόμου (1994), με την ιστορία του ταχυδρόμου του Πάμπλο Νερούντα, όταν εκείνος ζούσε εξόριστος σ’ ένα ψαρονήσι της Ιταλίας. Η ταινία, σκηνοθετημένη από τον Μάικλ Ράντφορντ, είχε κάνει αίσθηση στον καιρό της, κερδίζοντας μάλιστα και το Όσκαρ μουσικής, ιδιαίτερα λόγω της ερμηνείας του Μάσιμο Τρόιζι, που πέθανε λίγο πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Ο Τρόιζι συνέβαλε και στο σενάριο, που προέρχεται από το βιβλίο του Αντόνιο Σκαρμέτα, και στη σκηνοθεσία. Εκείνη όμως που θα μείνει αξέχαστη είναι η πραγματικά έξοχη ερμηνεία του στον ρόλο του ντροπαλού και διστακτικού χωρικού Μάριο Ρουόπολο, ενός φτωχού ψαρά, που δεν είναι ικανός στο ψάρεμα και που γι’ αυτό βρήκε μια προσωρινή δουλειά, να πηγαίνει δηλαδή την αλληλογραφία του Νερούντα. Ο Πάμπλο και ο Μάριο γίνονται φίλοι και κουμπάροι, αφού ο Χιλιανός νομπελίστας ποιητής τον βοηθά να κατακτήσει την αγαπημένη της καρδιάς του Μπεατρίτσε Ρούσο. Ο ποιητής φεύγει από το χωριό και όταν στο τέλος ξαναγυρίζει, μαθαίνει ότι ο φίλος του ο Μάριο έχει ήδη πεθάνει.
Δεν είναι σπάνιο πράγμα να μιμείται η ζωή την τέχνη. Ο Τρόιζι, που ήταν θαυμαστής του Παζολίνι, πέθανε όπως ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, ξαφνικά και νέος, σαν τον ήρωα της ταινίας, τον ντροπαλό Μάριο, τον αποτυχημένο ψαρά με την ποιητική φύση. Πώς μπορεί να τα βρει ένας διανοούμενος ποιητής και πολιτικός διεθνούς εμβέλειας, όπως ο Νερούντα, με έναν απλό χωρικό, που ίσα ίσα ξέρει να συλλαβίζει; Ο Νερούντα, βέβαια, ανήκει στο είδος εκείνο των λογίων που τείνει πλέον να εκλείψει. Γιατί κάποτε υπήρχαν και αληθινοί ποιητές που έγιναν από ανάγκη πολιτικοί. Έχοντας βαθύ ψυχικό σύνδεσμο με τον φτωχό λαό της χώρας του, παρ’ ό,τι ο ίδιος ήταν αριστοκράτης και γερουσιαστής, ικανοποίησε την έκκληση ενός ανθρακωρύχου στην Τάμπα, να (περι)γράψει τη ζωή των πάμφτωχων συμπολιτών του, των κολασμένων στο ατελείωτο κάτεργο της σκληρής δουλειάς, που λίγο διέφεραν από αρχαίους δούλους: «Εκείνος μου ’πε:», όπως το λέει ο Νερούντα, «Όπου πας, μίλα εσύ για τα μαρτύρια, / μίλησε αδέρφι για τον αδερφό σου / που ζει εδώ μες στη βαθειά την κόλαση.» Κι ο ποιητής έγραψε το «Κάντο Χενεράλ», την «Ωδή των όλων» ή το «Τραγούδι όλων», ή κάπως έτσι. Το έργο του, τραγουδώντας τα πάθη και τη ζωή των απλών ανθρώπων, έγινε η σημαία του λαού του για ελευθερία και ζωή άξια να τη ζει κανείς. Πόσο μας λείπουν σήμερα τέτοιοι καλλιτέχνες!
Στην ταινία τον Νερούντα τον υποδύεται ο Φιλίπ Νουαρέ και αλήθεια δεν ξέρω ποιος είναι πιο κοντά στην πραγματική φιγούρα του ποιητή: ο καλόκαρδος πρωταγωνιστής του Ταχυδρόμου του Ράντφορντ –μοιάζει λίγο με τον Σεφέρη;– ή ο μποέμ-αριστοκράτης-κομμουνιστής στην ταινία Νερούντα (2016), του Πάμπλο Λαρέν, που τον υποδύεται ο Λουίς Γκνέκο – ένας τύπος Σικελιανού και Μπάιρον ταυτόχρονα. Η ταινία πάντως του Ράντφορντ είναι ένα τυπικό μεσογειακό (ιταλικό) μελόδραμα, αν και ο σκηνοθέτης είναι βρετανικής καταγωγής, και ίσως σε αυτό τον τύπο να συναντά την επίσης μελοδραματική λατινική ψυχή της Νότιας Αμερικής. Το ίδιο με το Mamma mia ο Ταχυδρόμος είναι κι αυτός γεμάτος γοητευτική μουσική, κατάλληλη για ρομαντικές συνευρέσεις – «ρομάνς» ονομάζεται ο έρωτας στο μιούζικαλ του Ολ Πάρκερ– αν και το συνεχές μουσικό μοτίβο κάνει υπερβολικά μελιστάλακτη τη δόση του μελοδράματος. Τη μελίρρυτη κατάσταση τη σώζει, κακά τα ψέματα, ο Μάσιμο Τρόιζι, με την αξεπέραστη ερμηνεία του. Μαζί του η δροσερή Μαρία Γκράτσια Κουζινότα και άλλοι σε μικρότερους ρόλους, όπως ο Ρενάτο Σκάρπα, στον ρόλο του κομμουνιστή ταχυδρομικού και η Λίντα Μορέτι, στον ρόλο της Ντόνα Ρόζα.
Αντί άλλου σχολίου για την ταινία, που νομίζω δεν σας χρειάζεται για να την απολαύσετε, αντιγράφω λίγους στίχους από το «Κάντο Χενεράλ», ιδιαίτερα αφιερωμένους στους σημερινούς άμουσους υπηρέτες της εξουσίας:
«Με διαπεράσανε οι συφορές
του λαού μου, μού τυλιχτήκανε
σα συρματένιο δίχτυ στην ψυχή,
μου συσπούνε την καρδιά.
Βγήκα να σκούξω στους δρόμους,
βγήκα να κλάψω τυλιγμένος κάπνα,
άγγιξα τις πόρτες και με πληγώσανε,
σαν πριονομάχαιρα,
κάλεσα τις απαθείς μορφές
που άλλοτε είχε λατρέψει σαν αστέρια και μου δείξαν το κενό τους.[…]
Για χάρη τούτων των νεκρών,
για χάρη των νεκρών μας,
ζητάω την τιμωρία.
Για εκείνους που ραντίσανε
μ’ αίματα την πατρίδα,
ζητάω την τιμωρία.»
Άλλοι άνθρωποι, άλλες εποχές… Μας τους θυμίζει καλοκαιριάτικα ο Ταχυδρόμος των Μάικλ Ράντφορντ και Μάσιμο Τρόιζι, έστω και με μια πιο ελαφρά διάθεση από την «Ωδή» του ποιητή. Καλό καλοκαίρι!