Του Γιάννη Ξένου από το αφιέρωμα του Άρδην (τ. 123) στην Ουκρανία
Η Ουκρανία οφείλει το όνομά της στη λέξη «κράι», δηλαδή σύνορο ή άκρη. Στη μακραίωνη ιστορία της, έχει ως κύριο γνώρισμα την πίεση –πολλές φορές ασφυκτική– που υφίσταται από τους γείτονές της.
Η γεωγραφία δεν συμπεριφέρθηκε καλά στην Ουκρανία. Ο Νικολάι Γκόγκολ, κοζακικής καταγωγής, αλλά μάλλον με ρωσική εθνική συνείδηση, έγραφε χαρακτηριστικά: «Ο ποταμός (Δνείπερος) διακλαδώνεται από το κέντρο και ούτε ένα ποτάμι δεν ρέει κατά μήκος των συνόρων, ούτε αποτελεί φυσικό σύνορο µε τα γειτονικά έθνη… Αν υπήρχε κάποιο φυσικό σύνορο βουνών ή θάλασσας από τη µια πλευρά, ο λαός που εγκαταστάθηκε εκεί θα είχε ακολουθήσει τον δικό του πολιτικό τρόπο ζωής και θα είχε αποτελέσει ξεχωριστό έθνος». Στα δυτικά, οι Ουκρανοί αντιμετώπιζαν Πολωνούς και Ούγγρους, από βορρά τα έθνη της Βαλτικής (κυρίως Λιθουανία), αλλά και τους Σουηδούς, από τον νότο τους Μογγόλους κατακτητές και άλλα τουρκογενή έθνη και φυσικά από την ανατολή τους «ξάδερφους» Ρώσους. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, η πίεση από δυτικά, ανατολικά και βόρεια περιορίζεται, αλλά έκτοτε αντιμετωπίζει, όπως και ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη, την πίεση της τσαρικής Ρωσίας, που επιδιώκει την αέναη επέκτασή της[1].
Ρωσία του Κιέβου
Από τη Ρωσία του Κιέβου κατάγονται τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι, μιας και περιλάμβανε τη σημερινή Λευκορωσία, το βόρειο μισό της Ουκρανίας και το κεντρικό και βορειοδυτικό τμήμα της ευρωπαϊκής Ρωσίας. Οι κάτοικοί της ήταν οι Ανατολικοί Σλάβοι και ο πυρήνας της εκτεινόταν από το βόρειο Νόβγκοροντ έως το Κίεβο. Ο Βλαδίμηρος Σβιατοσλάβ (972-1015 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος βασιλιάς της που ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Στα χρόνια της βασιλείας του γιού του, του Γιαροσλάβου (1016-1054 μ.Χ.), η Ρωσία του Κιέβου γνώρισε μια πρώτη ακμή και το Κίεβο ήταν μια σημαντική πόλη. Ενώ αρχικά οι Ρως επιχείρησαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη (τη δεκαετία του 860 και το 907), γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι ήταν προς το συμφέρον τους η συνεργασία με το Βυζάντιο. Για περίπου δύο αιώνες, η Ρωσία του Κιέβου στήριξε την ακμή της στις εμπορικές σχέσεις που ανέπτυξε με το Βυζάντιο, ενώ και το Βυζάντιο την ενσωμάτωσε στο σύστημα ασφαλείας του. Το 1051 ιδρύθηκε στο Κίεβο η Μονή των Σπηλαίων, ένα μοναστήρι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση της Ορθοδοξίας στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά είναι και σύμβολο της επιρροής που άσκησε ο ορθόδοξος ελληνισμός.
Από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, η ποτάμια εμπορική δίοδος του Δνείπερου, που μετέφερε μεγάλο όγκο εμπορευμάτων από το Κίεβο ως τη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, έγινε δυσκολοδιάβατη εξαιτίας επιδρομών νομαδικών λαών στη νότια Ουκρανία. Στα τέλη του 11ου αιώνα, Βενετοί και Γενουάτες ήλεγξαν τη Μαύρη Θάλασσα, εκτοπίζοντας τους Ρως. Από τα μέσα του 12ου αιώνα, η κυριαρχία του Κιέβου άρχισε να αμφισβητείται από μικρότερα, έως τότε, πριγκιπάτα. Βορειοανατολικά, το πριγκιπάτο του Βλαντίμιρ διεκδικούσε να έχει τα πρωτεία μεταξύ των Ρώσων. Το 1169, ο πρίγκιπας Ανδρέας Μπογκολιούμπσκι λεηλάτησε το Κίεβο και έλαβε τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα του Κιέβου. Το Νόβγκοροντ, βορειότερα, αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της Ρωσίας του Κιέβου﮲ μέχρι τον 12ο αιώνα οι πρίγκιπες του Κιέβου έστελναν τους γιούς τους για να το κυβερνήσουν, αλλά το 1136 οι κάτοικοι έδιωξαν τον κυβερνήτη του Κιέβου και εξέλεξαν τον δικό τους ηγεμόνα. Το Νόβγκοροντ αργότερα εντάχθηκε στην Χανσεατική Ένωση και συνέδεσε τα οικονομικά του συμφέροντα με τις εμπορικές πόλεις της Βαλτικής και της Γερμανίας. Στα δυτικά, το πριγκιπάτο Γαλικίας-Βολυνίας άρχισε να έχει στενότερες σχέσεις με τους Ούγγρους. Τέλος, το πριγκιπάτο του Πολότσκ αποτέλεσε τον πυρήνα της σημερινής Λευκορωσίας.
Το 1223, οι Μογγόλοι εμφανίζονται στην περιοχή, συντρίβουν τον στρατό των Ρως και λεηλατούν το Κίεβο. Το 1236, ένας τεράστιος στρατός 100 χιλ. Μογγόλων, με αρχηγό τον Μπατού, εγγονό του Τζένγκις Χαν, ισοπέδωσε το Κίεβο σκοτώνοντας ή σκλαβώνοντας όλους τους κατοίκους του, συνέτριψε το Βλαντιμίρ, αλλά και άλλες βορειοανατολικές πόλεις. Η Ρωσία του Κιέβου διαλύθηκε και πρωτοεμφανίστηκε η διαίρεσή της σε τρία έθνη: ρωσικό, ουκρανικό και λευκορωσικό.
Μόσχα, Χρυσή Ορδή και Λιθουανο-Πολωνική Ένωση
Οι Μογγόλοι δημιούργησαν το δικό τους νομαδικό κράτος στα εδάφη που κατέκτησαν (Βουλγαρία του Βόλγα και Ρωσία του Κιέβου) με το κέντρο του να βρίσκεται στον Κάτω Βόλγα, στην πόλη Σαράι (κοντά στο μεταγενέστερο Στάλινγκραντ). Η Μόσχα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές πηγές το 1147. Έως τα μέσα του 14ου αιώνα, έχει εδραιωθεί ως το ισχυρότερο ρωσικό πριγκιπάτο και μόνο το Νόβγκοροντ δεν βρισκόταν ακόμα υπό την επιρροή της. Στα πλεονεκτήματά της ήταν ότι βρισκόταν μακριά από το κέντρο της Χρυσής Ορδής, οι χάνοι της οποίας σπάνια μετακινούνταν τόσο βόρεια για να πραγματοποιήσουν επιδρομές εναντίον της. Στις αρχές του 15ου αιώνα, η Κριμαία αποσχίστηκε από τη Χρυσή Ορδή, το Καζάν δημιούργησε ανεξάρτητο χανάτο στον κεντρικό Βόλγα και, σταδιακά, τα υπολείμματα της Χρυσής Ορδής μετατράπηκαν σε υποτελείς του μοσχοβίτικου κράτους.
Από τα μέσα του 14ου αιώνα, η άλλοτε Ρωσία του Κιέβου συνδέει την τύχη της με τη Λιθουανία. Αυτή πρόσθεσε στην επικράτειά της τη Βολυνία (βορειοδυτική Ουκρανία), το Κίεβο, το Τσερνικόφ (βορειοανατολική Ουκρανία), δηλαδή σχεδόν ολόκληρη τη σημερινή βόρεια Ουκρανία, αλλά και το Σμολένσκ, το δυτικό άκρο της σημερινής Ρωσίας. Η Λιθουανία, τότε, ίσως ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό ευρωπαϊκή χώρα. Ο Λιθουανός βασιλιάς Αλγκίντρας διατήρησε την αυτονομία Ουκρανών και Λευκορώσων πριγκίπων, τους συμπεριέλαβε στο Συμβούλιο της Αριστοκρατίας (Πάνυ-Ράντα) ενώ, αν και ο ίδιος παγανιστής, σεβάστηκε την ορθόδοξη Εκκλησία, παντρεύτηκε την ορθόδοξη πριγκίπισσα Γιουλιάνα και οι δέκα από τους δώδεκα γιους του ασπάστηκαν την ορθοδοξία. Η δυτική Ουκρανία βρέθηκε υπό πολωνικό έλεγχο από τα μέσα του 14ου αιώνα· έτσι, όταν το 1385 Λιθουανία και Πολωνία δημιούργησαν την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Ένωση του Λιούμπλιν), το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ουκρανίας επανενώθηκε. Το νέο βασίλειο είχε επίσημη θρησκεία τον καθολικισμό, μετά τον προσηλυτισμό των Λιθουανών, που μέχρι τότε παρέμεναν παγανιστές, αλλά εισήγαγε στην Ουκρανία τη δουλοπαροικία. Το ότι οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί παρέμεναν πιστοί στην ορθοδοξία συνέβαλε στη μη αφομοίωσή τους από τους ισχυρότερους γείτονές τους, αλλά και στη διαμόρφωση της ξεχωριστής εθνικής τους συνείδησης. Σταδιακά, το Κίεβο και η Μονή του Σπηλαίου ξαναζωντάνεψαν.
Το 1475, μετά τη σύμπραξη Τούρκων και Τατάρων στην Κριμαία, τα νότια εδάφη της Ουκρανίας έγιναν πεδίο σχεδόν ετήσιων ληστρικών επιδρομών, ενώ οι Πολωνο-λιθουανοί ήταν ανίκανοι να υπερασπιστούν αυτές τις περιοχές. Ως αντίδραση στη συμμαχία Τούρκων-Τατάρων, αλλά και εξαιτίας της καταπίεσης που ασκούσαν οι Πολωνοί-Λιθουανοί επικυρίαρχοι, σταδιακά, στα τέλη του 15ου αιώνα, εμφανίστηκαν στις νότιες ουκρανικές στέπες οι «Κοζάκοι»: Πολεμικό σώμα αντίστοιχο των δικών μας Αρματολών και Κλεφτών, που ενίοτε συνεργαζόταν με τους Πολωνο-Λιθουανούς αλλά και συχνά επαναστατούσε, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σφυρηλάτηση της ουκρανικής ταυτότητας.
Το πάθημα του Ιβάν του Τρομερού και η Ένωση του Λιούμπλιν
Ο Ιβάν ο Τρομερός, σε ηλικία μόλις 22 ετών (1552 χ.Χ.), κατέλαβε το χανάτο του Καζάν επεκτείνοντας στα ανατολικά το κράτος του και απέκτησε τον έλεγχο της κοιλάδας του Βόλγα. Εν συνεχεία, το 1558, θέλησε να στραφεί στα δυτικά για να καταλάβει τη Λιβονία (σημερινή Λετονία και Εσθονία), να έχει έξοδο στη Βαλτική Θάλασσα και να ενισχύσει το εμπόριό του με την Ευρώπη. Μετά από κάποιες πρώτες επιτυχίες, η επιχείρηση περιπλέχτηκε γιατί η Πολωνο-λιθουανία έσπευσε να υπερασπιστεί τη Λιβονία, νικώντας σε αρκετές μάχες τους Ρώσους. Το 1561, στη διαμάχη ενεπλάκησαν και οι Σουηδοί. Η εξωτερική περιπέτεια γρήγορα μετατράπηκε σε εσωτερική αναταραχή, οι βογιάροι (αριστοκράτες) άρχισαν να δυσανασχετούν από την εξέλιξη των πραγμάτων και κάποιοι μεταπήδησαν στο πολωνικό στρατόπεδο. Ο Ιβάν αντιμετώπισε με εξαιρετική σκληρότητα τους βογιάρους· μόνο στο Νόβγκοροντ, το 1570, εκτέλεσε σχεδόν 2.000 άτομα (η κινηματογραφική απεικόνιση του Ιβάν από τον Αϊζενστάιν είναι χαρακτηριστική).
Το 1582, οι Πολωνοί έδιωξαν από τη Λιβονία τους Ρώσους και τη μοιράστηκαν με τη Σουηδία. Αλλά αυτό δεν ήταν και το τέλος του ρωσικού δράματος. Μετά τον θάνατο του Ιβάν, 1584, η Ρωσία εισήλθε στην Περίοδο των Ταραχών: για τριάντα χρόνια, η Ρωσία συνταράχθηκε συθέμελα. Πολιτική αστάθεια, εξεγέρσεις αγροτών στον νότο και εξωτερική πίεση από την Πολωνία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Η Μόσχα καταλήφθηκε το 1610 από τους Πολωνούς (με τους οποίους πολεμούσαν και κοζακικά σώματα), αλλά γρήγορα απελευθερώθηκε από τον ρωσικό στρατό. Με τη συνθήκη του Στόλμποβο,το 1617, η Ρωσία απώλεσε το Σμολένσκ, που δόθηκε στην Πολωνία, και τη ρωσική ακτή του κόλπου της Φινλανδίας, που παραχωρήθηκε στη Σουηδία.
Το 1569, εν μέσω της επίθεσης του Ιβάν στη Λιβονία, η Λιθουανία, εξαντλημένη και φοβισμένη από την τσαρική επέκταση, αποφάσισε ουσιαστικά να υπαχθεί στην ισχυρότερη Πολωνία για να τύχει μεγαλύτερης βοήθειας. Οι δύο χώρες θα είχαν από δω και πέρα κοινό μονάρχη, κοινή εξωτερική πολιτική και νόμισμα. Με την Ένωση του Λιούμπλιν, οι Λιθουανοί αριστοκράτες διατήρησαν την αυτονομία τους και τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της Λευκορωσίας, αλλά απώλεσαν τα περισσότερα ουκρανικά εδάφη.
Για τους Ουκρανούς οι συνέπειες της Ένωσης του Λιούμπλιν υπήρξαν δραματικές. Η δουλοπαροικία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ουκρανία, Πολωνοί φεουδάρχες διείσδυσαν στην Ουκρανία για να καταλάβουν τις αχρησιμοποίητες γαίες, με αποτέλεσμα τεράστιες εκτάσεις με εκατοντάδες χωριά, ακόμα και πόλεις, να βρεθούν κάτω από τον ζυγό τους. Ουκρανοί γαιοκτήμονες στράφηκαν στον καθολικισμό προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ενώ η παιδεία πέρασε στα χέρια της καθολικής Εκκλησίας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν άργησε να εμφανιστεί η ουκρανική αντίσταση έναντι της πολωνικής καταπίεσης που είχε διττή έκφραση. Τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των πόλεων άρχισαν να δημιουργούν Αδελφότητες, δηλαδή εθνο-θρησκευτικές οργανώσεις με σκοπό την αντίσταση στον καθολικισμό και τη διατήρηση της ουκρανικής ταυτότητας. Αυτού του τύπου η αντίσταση ξεκίνησε από τη δυτική Ουκρανία, που είχε γνωρίσει πρώτη την πολωνική κατοχή· η πρώτη αδελφότητα δημιουργήθηκε στη Λβιβ ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα. Παράλληλα, στα αγροτικά στρώματα, η αντίσταση εκφράστηκε με τις εξεγέρσεις των Κοζάκων. Το 1591, ξέσπασε στη δυτική Ουκρανία η πρώτη εξέγερση που διήρκεσε μέχρι το 1593. Δυο χρόνια μετά, ξέσπασε νέα εξέγερση η οποία επεκτάθηκε από το Μπράτσλαβ, στη νοτιοδυτική Ουκρανία, έως τη Λευκορωσία, μέχρι που ηττήθηκε στη Σολονίτσια.
Ως απάντηση στις ουκρανικές εξεγέρσεις, η Πολωνία αποφάσισε να χτυπήσει τη ρίζα της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας, την ορθόδοξη πίστη, και το 1596, στο Μπρεστ της Λευκορωσίας, αποφάσισαν την ένωση της ορθόδοξης με την καθολική Εκκλησία· η ορθόδοξη Εκκλησία θα διατηρούσε το τελετουργικό, αλλά θα υπαγόταν στην καθολική Εκκλησία (η γνωστή Ουνία). Στη Λβιβ, ο μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας και πέντε φορές πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μια από τις σπουδαιότερες μορφές της Ορθοδοξίας, ο Κύριλλος Λούκαρις (1570-1638), εστάλη από την ορθόδοξη ιεραρχία για να αποτρέψει την Ένωση των Εκκλησιών. Παρέμεινε για έξι χρόνια (1595-1601), εργάστηκε σε σχολείο, εγκατέστησε τυπογραφείο και συμμάχησε με τους Κοζάκους στον αντικαθολικό αγώνα. Εκεί συνειδητοποίησε το μορφωτικό έλλειμμα της Ορθοδοξίας έναντι Καθολικών και Προτεσταντών. Φεύγοντας από τη Λβιβ και αναλαμβάνοντας την έδρα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (1601-1620), ξεκίνησε έναν πεισματικό αγώνα κατά της θανάσιμης επιρροής που ασκούσε ο Καθολικισμός στην Ορθοδοξία. Στο επίκεντρο της προσπάθειάς του βρέθηκε η μόρφωση κληρικών και λαϊκών. Έδωσε νέα πνοή στην Πατριαρχική Ακαδημία, δημιούργησε τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη (το κατέστρεψαν οι γενίτσαροι το 1628) κ.ά. Δολοφονήθηκε από τους Τούρκους ύστερα από συκοφαντίες των καθολικών ότι προετοίμαζε επανάσταση σε συνεργασία με τους Ρώσους και τους Κοζάκους. Το 1620, ο Κοζάκος αρχηγός Πέτερ Σαγκαϊντάτσνι, που τα προηγούμενα χρόνια είχε θριαμβεύσει κατά των Τούρκων και των Τατάρων της Κριμαίας, έθεσε τους Κοζάκους του στην υπηρεσία της ορθοδοξίας. Επανέφερε την ορθόδοξη ιεραρχία με τη χειροτονία ενός μητροπολίτη και πέντε επισκόπων και το Κίεβο έγινε πάλι το πνευματικό κέντρο της Ουκρανίας.
Πέτρος Μογίλα και Μπογκντάν Χμελνίτσκι
Η ουκρανική αντίσταση έναντι των Πολωνών κορυφώθηκε τα επόμενα είκοσι χρόνια. Μη αντέχοντας την πίεση των Κοζάκων και των αλλεπάλληλων αγροτικών εξεγέρσεων, ο βασιλιάς της Πολωνίας Βλαδίσλαος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία της ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρα για τον Καθησυχασμό των Πολιτών της Ελληνικής Πίστης). Οι Πολωνοί επέτρεπαν πια στους ορθόδοξους να κτίζουν εκκλησίες, σχολεία, τυπογραφεία, να ιδρύουν αδελφότητες και να εκλέγουν ιεράρχες, ενώ η εκκλησιαστική περιουσία μοιράστηκε μεταξύ ορθόδοξης και ενωτικής Εκκλησίας. Μητροπολίτης Κιέβου εκλέχθηκε ο Πέτρος Μογίλα, σημαντική μορφή ολόκληρης της Ορθοδοξίας. Ίδρυσε το Κολέγιο Μογίλα στο Κίεβο, που είχε σκοπό οι σπουδαστές του να μπορούν να αντικρούουν τα επιχειρήματα των άλλων χριστιανικών δογμάτων. Για τα δεδομένα της εποχής πρόσφερε πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση, με μαθήματα γραμματικής, ρητορικής, ποίησης, φιλοσοφίας, μαθηματικών, αστρονομίας, μουσικής και θεολογίας. Τα μαθήματα γίνονταν στα λατινικά, αλλά οι σπουδαστές μάθαιναν ουκρανικά, πολωνικά και ελληνικά. Αυτή η πνευματική προσπάθεια απέφερε γρήγορα καρπούς: ομάδα θεολόγων υπό τον πρύτανη του κολεγίου Ισάια Κοζλόβσκι συνέταξε την Ομολογία Ορθοδόξου Πίστεως, που το 1640 εγκρίθηκε από τους Ανατολικούς Πατριάρχες και αποτέλεσε βασικό εγχειρίδιο στην πάλη με καθολικούς και προτεστάντες. Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, η πνευματικά πιο ανεπτυγμένη ουκρανική Εκκλησία επηρέασε βαθιά τη ρωσική και το 1685 ιδρύθηκε στη Μόσχα Σλαβο-ελληνικο-λατινική Ακαδημία στο πρότυπο της Ακαδημίας του Μογίλα. Η σπορά του Κύριλλου Λούκαρη, σαράντα χρόνια πριν, απέδωσε μεγάλη σοδειά.
Η πνευματική ανάταση έδωσε νέα ώθηση στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για εκδίωξη των Πολωνών. Ο σότνικ (βαθμός αντίστοιχου του λοχαγού στους Κοζάκους) Μπογκντάν Χμελνίτσκι, το 1648, ενώθηκε με τους Κοζάκους της Ζαπορίζια. Συνήψε συμμαχία με τους Τατάρους της Κριμαίας και άρχισε να στρατολογεί στρατό σε ολόκληρη την Ουκρανία. Στις μάχες που έδωσε την ίδια χρονιά, κατατρόπωσε τα πολωνικά στρατεύματα και απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας ενώ, τον Ιανουάριο του 1649, απελευθέρωσε και το Κίεβο. Την ίδια χρονιά, ζήτησε τη συμπαράσταση της Ρωσίας, αλλά εκείνη δεν επιθυμούσε να εμπλακεί. Νίκησε για ακόμη μια φορά το πολωνικό εκστρατευτικό σώμα και ανάγκασε τους Πολωνούς να υπογράψουν συνθήκη που αναγνώριζε στην Ουκρανία καθεστώς αυτονομίας, γεγονός που δεν ικανοποίησε καθόλου τους αγρότες που παρέμεναν δουλοπάροικοι της πολωνικής και ουκρανικής φεουδαρχίας.
Το 1651, πολωνικά στρατεύματα από τα δυτικά, σε συντονισμό με λιθουανικά από τον βορρά και τη συνεπικουρία 20.000 Γερμανών μισθοφόρων, επιτέθηκαν εκ νέου στην Ουκρανία. Οι Ουκρανοί ζήτησαν εκ νέου τη βοήθεια της Ρωσίας, η οποία και πάλι την αρνήθηκε. Μη αντέχοντας τον συνδυασμό των επιθέσεων, αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη που επέστρεφε τη δυτική Ουκρανία στην Πολωνία. Ο Χμελνίτσκι δεν έμεινε άπραγος, στράφηκε στα παραδουνάβια πριγκιπάτα για να βρει νέους συμμάχους και να δημιουργήσει μια μεγάλη ομοσπονδία της Πολωνίας, Λιθουανίας και Ουκρανίας, στην οποία όμως θα ήταν ισότιμα μέλη. Αλλά και αυτό το σχέδιο ναυάγησε γιατί ο διάδοχος της Μολδαβίας, Τιμόθεος, που είχε νυμφευθεί την κόρη του, σκοτώθηκε σε μάχη με τους Πολωνούς.
Στα τέλη του 1653, η Ρωσία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην Πολωνία και ο Χμελνίτσκι, βλέποντας τα υπόλοιπα σχέδιά του να ναυαγούν, στράφηκε στην ένωση με τη Ρωσία ως τελευταία σανίδα σωτηρίας του κινήματός του. Στο Περεγιασλάβ της κεντρικής Ουκρανίας, τον Μάρτιο του 1654, Ρώσοι και Ουκρανοί συμφώνησαν η Ουκρανία να βρεθεί υπό την προστασία του τσάρου, αλλά ως ανεξάρτητο κράτος (χατμανάτο), που θα εκλέγει τον αρχηγό του και θα διατηρεί δικό του στρατό και νόμισμα.
Γρήγορα ο πόλεμος γενικεύτηκε με τη συμμετοχή τόσο της Ρωσίας όσο και της Σουηδίας. Το 1656, οι Ρώσοι υπέγραψαν χωριστή συμφωνία με την Πολωνία προκαλώντας την οργή του Χμελνίτσκι. Ο Χμελνίτσκι πέθανε τον επόμενο χρόνο με το κλίμα μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών να επιβαρύνεται διαρκώς. Εν τέλει, με τη συνθήκη του Αντρούσοβο, το 1667, Ρωσία και Πολωνία μοίρασαν την Ουκρανία, με τη Ρωσία να λαμβάνει υπό τον έλεγχό της τη χώρα δεξιά του Δνείπερου καθώς και το Κίεβο, που βρίσκεται αριστερά του ποταμού.
Μετά την επανάσταση του Μπογκντάν Χμελνίτσκι, η υποδούλωση της Ουκρανίας από την Πολωνία και τη Λιθουανία, μια περίοδος σχεδόν 350 χρόνων, λαμβάνει τέλος, αλλά πια η Ουκρανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τους «ξάδερφους» Ρώσους που σταδιακά περιορίζουν την αυτονομία της. Η ουκρανική ιστορία, ενώ θεωρεί τον Χμελνίτσκι εθνικό ήρωα και πατέρα του έθνους, παράλληλα όμως τον μέμφεται[2] για το γεγονός ότι έστρεψε την Ουκρανία προς τη Ρωσία και εγκαινίασε μια νέα εποχή βασάνων για τη χώρα, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
*Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, Εναλλακτικές Εκδόσεις 1992, που ταιριάζει και στην περίπτωση της Ουκρανίας.
[1] Στην Ελλάδα, ως παραδείγματα επεκτατικών αυτοκρατοριών, αναφερόμαστε πιο συχνά στην αγγλική αυτοκρατορία ή στις ΗΠΑ, μας διαφεύγει όμως ότι το μοσχοβίτικο κράτος, εκκινώντας από μια μικροσκοπική κοιτίδα, έφτασε μέσα σε μερικούς αιώνες να ελέγχει μια έκταση από το Βλαδιβοστόκ έως τα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα και τη Βαρσοβία. Αυτά ήταν τα σύνορα της τσαρικής Ρωσίας το 1913 και που σε μεγάλο βαθμό κληροδότησε στη Σοβιετική Ένωση και στη σύγχρονη Ρωσία.
[2] Ο Τάρας Σεφτσένκο δύο αιώνες μετά, σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο, του άσκησε δριμύτατη κριτική για το ότι εντέλει αντικατέστησε τους Πολωνούς επικυρίαρχους με τους Ρώσους.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Δημήτρης Γαϊτάνης, Συνοπτική Ιστορία της Ουκρανίας, εκδόσεις Γρηγόρη 2001.
Γιώργος Καραμπελιάς, 1821, Η Παλιγγενεσία, τ. β΄ Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2021.
Ιωάννης Παπαφλωράτος, Συνοπτική Ιστορία των σχέσεων μεταξύ Ρωσσίας και Ουκρανίας, Λειμών 2022.
Κώστας Παπαϊωάννου, Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2017.
Anne Applebaum, Ο Κόκκινος λιμός, ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας, Αλεξάνδρεια 2019.
Paul Bushkovitch, Ιστορία της Ρωσίας, Αιώρα 2016.