Μπορεί όλες οι μέχρι τώρα ενδείξεις να συνηγορούν ότι οι Δημοκρατικοί αναμένεται να υποστούν ένα ισχυρό ράπισμα στις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου του 2022, χάνοντας την πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων, και ίσως, στην Γερουσία. Όμως η εικόνα των συντριπτικών εκλογικών απωλειών δεν επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Πολιτείας του Οχάιο. Εκεί η μάχη αναμεταξύ του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών για την Γερουσία αναμένεται να κριθεί στα σημεία.
Το Οχάιο δεν είναι μια οποιαδήποτε πολιτεία. Μέχρι τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2016-2020, ήταν από εκείνες τις ‘διαμφισβητούμενες πολιτείες’, οι οποίες έκριναν εν πολλοίς την έκβαση των Προεδρικών Εκλογών· χαρακτηριστικά, από το 1960, μόνο ο Μπάιντεν το 2022 θα καταφέρει να ανέλθει στην αμερικανική προεδρία δίχως να έχει κερδίσει στην συγκεκριμένη πολιτεία. Ο εμβληματικός της άλλωστε χαρακτήρας, οφείλεται και στο ότι ανήκει στην ευρύτερη βιομηχανική ενδοχώρα που με το τελευταίο κύμα της αποβιομηχάνισης το οποίο σοβεί από την δεκαετία του 1990 κι έπειτα, βίωσε αυτήν την συντριπτική μεταστροφή από τους Δημοκρατικούς στους Ρεπουμπλικάνους.
Ο Τραμπ, λοιπόν, συγκεντρώνοντας την μερίδα του λέοντος από τις ψήφους των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων –που άλλοτε αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της ‘ευρύχωρης’ και συμπεριληπτικής κοινωνίας’ (big society) του New Deal– θα πετύχει συντριπτικές νίκες με διαφορά άνω των 8 μονάδων τόσο το 2016, όσο και το 2022.
Εντούτοις, στις φετινές ενδιάμεσες εκλογές η εικόνα φαίνεται να έχει αλλάξει. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τιμ Ράιαν, παρουσιάζει ιδιαίτερη δυναμική στις δημοσκοπήσεις και φαίνεται να αμφισβητεί την υπεροχή των Ρεπουμπλικάνων στην ψήφο των εργαζόμενων στρωμάτων, προσεγγίζοντας επικίνδυνα τον Τζέι Ντι Βανς, που κατεβαίνει με την στήριξη του Ντόναλτ Τραμπ.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο Ράιαν προτάσσει μια ατζέντα πολιτικών και αιτημάτων που βρίσκεται στον αντίποδα της κυρίαρχης μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα: αποστρέφεται τις φυλετιστικές εμμονές της πολυπολιτισμικής αριστεράς, καταγγέλλει ότι οι παγκοσμιοποιητικές επιλογές της ηγεσίας του έπληξαν τον κορμό της αμερικανικής κοινωνίας, και αγωνίζεται για τον επαναπατρισμό της παραγωγής και την θέσπιση αυστηρότερων περιορισμών στα προϊόντα της Κίνας. Σε μια στιγμή ακραίου διχασμού, ο Ράιαν, τολμάει να ομολογήσει δημοσίως ότι ο Τραμπ ορθώς έπραξε και έβαλε φρένο στην εξάρτηση των αμερικανικών επιχειρήσεων από την κινέζικη παραγωγή.
Ενώ, λοιπόν, οι ταυτοτικές συγκρούσεις έχουν διχάσει ακραία την αμερικανική κοινωνία, με τις ‘μπλε’ και τις ‘κόκκινες’ πολιτείες να αποκλίνουν και νομοθετικά (από τις αμβλώσεις μέχρι το περιβάλλον, τα πολιτιστικά δικαιώματα και την μετανάστευση) και την συνοχή των ΗΠΑ να δοκιμάζεται, ένας υποψήφιος των Δημοκρατικών βγαίνει ανοιχτά στα προεκλογικά σποτ και λέει «αν γυρεύετε πολιτιστικούς πολέμους, δεν είμαι ο άνθρωπός σας».
Αντί γι’ αυτούς, η ατζέντα του αναζητά την επαναδιατύπωση ενός κοινού παρονομαστή, που θα ενώσει ξανά την βάση της αμερικανικής κοινωνίας γύρω από αιτήματα απομείωσης των οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών ανισοτήτων.
Το κατεστημένο του Αμερικανικού δημοκρατικού κόμματος, επιμένει να αποστασιοποιείται από την υποψηφιότητά του. Ακόμα και τώρα, που αυτή κοντεύει να το βγάλει ασπροπρόσωπο, σε μια Πολιτεία χαμένη εδώ και 8 χρόνια, εν μέσω μιας εκλογικής αναμέτρησης που αναμένεται να εξελιχθεί σε συντριβή για το κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, για τις ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος, που ζουν στη γυάλα των παράκτιων μητροπόλεων, ο Ράιαν παραμένει «ο γιός του Ρεπουμπλικάνου», εκπρόσωπος ενός ‘σινοφοβικού’ οικονομικού λαϊκισμού που δεν συμβαδίζει καθόλου με το πολιτιστικό κλίμα της Δυτικής και Ανατολικής ακτής. Εξ άλλου, έχει μπει εδώ και καιρό στο στόχαστρο, από την στιγμή που έθεσε υποψηφιότητα εναντίον της Νάνσι Πελόσι για την προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που τα μεγάλα ονόματα του κόμματος αποφεύγουν να ταξιδέψουν στο Οχάιο και να τον στηρίξουν εμφανώς. Ούτε και το ότι, η υποψηφιότητά του δεν λαμβάνει παρά ελάχιστα από τις κεντρικά ταμεία του κόμματος, και των συνδεδεμένων με αυτό δωρητών, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τον αντίπαλό του.
Από την άλλη βέβαια, δεν είναι σίγουρο για τον Ράιαν ότι επιθυμεί να τονίσει αυτήν την σχέση: Ήδη, τα ποσοστά της αποδοχής του υπερβαίνουν κατά πολύ τόσο εκείνα του Μπάιντεν, όσο και του υποψηφίου των Δημοκρατικών για την πολιτειακή κυβέρνηση, Ναν Γουάλεϊ. Εξ άλλου, θα καταφέρει μόνος του να συγκεντρώσει το τεράστιο για τις συνθήκες μιας ‘χρηματοδότησης από τη βάση’ ποσό των 48 εκ. $, που προήλθαν ως επί το πλείστον από μικρούς δωρητές σε πανεθνικό επίπεδο.
Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, ο Τζέι Ντι Βανς είχε ως σημείο αφετηρίας της δημόσιας ζωής του, το προφίλ και τις θέσεις που σήμερα εκφράζει ο αντίπαλός του. Συγγραφέας της Ελεγείας του Χίλιμπιλι (Το Τραγούδι του Χίλιμπίλι, εκδόσεις Δώμα) ο Βανς έγινε γνωστός σε ΗΠΑ και Ευρώπη καθώς έφερε στο προσκήνιο την περιθωριοποίηση που βιώνουν τα αμερικάνικα λαϊκά στρώματα τις τελευταίες δεκαετίες. Το βιβλίο του είναι μια αυτοβιογραφία, το χρονικό της προσπάθειάς του να ξεφύγει από τους σκοτεινούς ορίζοντες μιας διαλυμένης μονογονεϊκής οικογένειας, βουτηγμένης στην ανέχεια και τα ναρκωτικά.
Ο Βανς, βέβαια, ξέφυγε, και εν τέλει κατάφερε μέσω της κατάταξής του στον Αμερικανικό στρατό, να εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Γέηλ, και να πάρει το εισιτήριό του για την ‘τάξη των άξιων’: τους απόφοιτους των καλών κολλεγίων με τα υψηλά τυπικά προσόντα και την πετυχημένη δικτύωση, που συναπαρτίζουν τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια της κοινωνικής ιεραρχίας.
Από τότε, μεσολάβησαν πολλά. Και το σημερινό προφίλ του Βανς, θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα δεύτερο βιβλίο, την ‘μεταμόρφωση του Χίλιμπιλι’. Ο Βανς το 2016 ισχυριζόταν δημοσίως ότι δεν πρόκειται να στηρίξει ποτέ τον Τραμπ, ενώ, σε κάποιον φίλο του αναρωτιόταν εάν«είναι ένας κυνικός μαλ… όπως ο Νίξον ή αν πρόκειται για τον Χίτλερ της Αμερικής». Σήμερα, όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο ίδιος ο Τραμπ με τον χαρακτηριστικό χονδροειδή του τρόπο του Ο Βανς «μου φυλάει τον κ…, καθώς χρειάζεται απελπισμένα την υποστήριξή μου».
Δεν είναι, όμως, μόνο οι απόψεις για τον Τραμπ που έχουν αλλάξει στον Βανς. Εκείνος που άλλοτε διεκδικούσε να είναι η φωνή των καταφρονημένων, έλαβε για την εκστρατεία του 15 εκ. $ από τον μεγιστάνα των διαδικτυακών επιχειρήσεων Πίτερ Θηλ. Και ο Θηλ, δεν ήταν ο μόνος που συνεισέφερε στο ταμείο του Βανς. Μεγάλη στήριξη δέχεται τόσο από την τραμπική συνιστώσα μέσα στο κόμμα –για παράδειγμα από τον γερουσιαστή της Φλόριντα, Ρικ Σκότ– όσο και από μετριοπαθέστερες τάσεις, όπως εκείνη που αντιπροσωπεύεται από τον νυν επικεφαλής της μειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς Μακ Κόνελ. Σε αντίθεση, όμως, με τον Ράιαν η βάση του μέσα στην Πολιτεία, και ιδίως στα φτωχότερα στρώματα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ισχνή.
Στην περίπτωση, λοιπόν, του Οχάιο το γενικό κλίμα των ενδιάμεσων εκλογών φαίνεται να αντιστρέφεται με πολύ χαρακτηριστικό, μάλιστα, τρόπο: Εκείνος που έφερε στο προσκήνιο την κοινωνική τραγωδία των ‘χίλιμπιλι’ στηρίζεται σήμερα από το μεγάλο πολιτικό κατεστημένο, καθώς και από τους μεγιστάνες του ψηφιακού κόσμου. Ενώ ο εκπρόσωπος του Κόμματος που συνδέθηκε κατ’ εξοχήν με τις άρχουσες τάξεις τα τελευταία χρόνια, κατεβαίνει με κεντρικό σύνθημα «πρώτα οι εργαζόμενοι», και επιδιώκει να αντιστρέψει την εικόνα του Δημοκρατικού Κόμματος, ως κόμματος των ελίτ που εδρεύουν στις παράκτιες μητροπόλεις των ΗΠΑ.
Φυσικά, ακόμα και υπό την θετικότερη για τους Δημοκρατικούς έκβαση των εξελίξεων το Οχάιο δεν θα πάψει να αποτελεί μια παρέκκλιση σε μια εκλογική αναμέτρηση που οι ίδιοι προαναγγέλλουν πως θα είναι εξαιρετικά κακή για το κόμμα τους. Κι όμως από την επιτυχία του Ράιαν κρίνονται πολλά. Αυτήν την στιγμή η ατζέντα που προκρίνει εμφανίζεται να ασκεί σημαντική επιρροή και σε κόλπους μετριοπαθέστερων Ρεπουμπλικανών, που δεν συμφωνούν με το κλίμα ακραίου διχασμού το οποίο έχει επιβάλει η σύγκρουση Woke δικαιωματιστών και Τραμπιστών. Ακόμα και η Λιζ Τσένεϊ, κόρη του νεοσυντηρητικού Ντικ Τσένει, δήλωσε πως θα υποστηρίξει αυτόν, και όχι τον Βανς.
Ενδεχόμενη νίκη του, λοιπόν, θα λειτουργήσει ως μέγιστη πίεση προς κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος να ‘στρίψει το τιμόνι’. Εξ άλλου, ενόψει της αναμέτρησης του 2024 φαίνεται να στερεύει από επιλογές. Ο Μπάιντεν, έχει εμφανώς και σε πολλές περιστάσεις δείξει ότι η ηλικία του τον καταβάλει. Κι όμως, οι Δημοκρατικοί στερούνται εναλλακτικών λύσεων σε υποψηφιότητες με κεντρώο προφίλ, εξαιτίας του πογκρόμ που έχουν εξαπολύσει οι υπερδικαιωματιστές στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος. Κι έτσι, ένας υπέργηρος Μπάιντεν, παραμένει να είναι ‘γέφυρα’ ανάμεσα στο παρόν και την παλιά, πιο λαϊκότροπη εκδοχή των Δημοκρατικών.
Υπό αυτήν την έννοια, ο Ράιαν, με την ατζέντα του, αντιπροσωπεύει μια ρωγμή στο κατεστημένο. Το αν θα βαθύνει, θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της 8ης Νοεμβρίου στο Οχάιο. Δικαίως, επομένως, τα βλέμματα των αναλυτών στρέφονται εκεί.
Γ.Ρ.