/ Ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, ο μεγάλος Πελέ, πέρασε στην αιωνιότητα. Ο κορυφαίος των κορυφαίων έγραψε τη δική του ιστορία στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Για τον μεγάλο Βραζιλιάνο, ένας λάτρης του ποδοσφαίρου, ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, έγραψε στο βιβλίο Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου: «Συνέβη το 1969. Η Σάντος έπαιζε εναντίον της Βάσκο ντα Γκάμα στο Μαρακανά. Ο Πελέ διέσχισε σαν αστραπή το γήπεδο, αποφεύγοντας δυο αντιπάλους στον αέρα, χωρίς να αγγίξει το έδαφος, και, όταν έμπαινε στο τέρμα μαζί με την μπάλα, ανατράπηκε. Ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι. Ο Πελέ δεν θέλησε να το εκτελέσει. Εκατό χιλιάδες θεατές τον υποχρέωσαν να το κάνει φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του. Ο Πελέ είχε βάλει πολλά γκολ στο Μαρακανά. Γκολ υπέροχα, όπως εκείνο του 1961 εναντίον της Φλουμινένσε, όταν είχε τριπλάρει επτά παίκτες, συμπεριλαμβανομένου και του τερματοφύλακα. Αλλά το πέναλτι αυτό ήταν διαφορετικό: ο κόσμος αισθάνθηκε ότι είχε κάτι το ιερό και γι’ αυτό έκανε ησυχία ο πιο φασαριόζικος λαός του κόσμου.
/ Η οχλοβοή σταμάτησε ξαφνικά, σαν να είχε υπακούσει σε κάποια διαταγή: κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν ανάσαινε, κανείς δεν ήταν εκεί. Ξαφνικά, στις κερκίδες και στο γήπεδο δεν υπήρχε κανείς. Ο Πελέ και ο τερματοφύλακας, ο Αντράντα, ήταν μόνοι τους. Περίμεναν. Ο Πελέ στεκόταν δίπλα στην μπάλα στο λευκό σημείο του πέναλτι. Δώδεκα βήματα πιο πέρα ο Αντράντα παραμόνευε ανάμεσα στα δοκάρια του. Ο τερματοφύλακας κατόρθωσε να αγγίξει την μπάλα, αλλά ο Πελέ την κάρφωσε στα δίχτυα. Ήταν το χιλιοστό του γκολ. Κανείς άλλος παίκτης δεν είχε κατορθώσει να βάλει χίλια γκολ στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Και τότε το πλήθος ξανάρχισε να υπάρχει και πετάχτηκε, όπως ένα παιδί τρελό από τη χαρά του, φωτίζοντας τη νύχτα.
/ Εκατό τραγούδια αναφέρονται σε αυτόν. Σε ηλικία δεκαεπτά χρόνων ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής και βασιλιάς του ποδοσφαίρου. Δεν είχε κλείσει τα είκοσι του χρόνια, όταν η κυβέρνηση της Βραζιλίας τον ανακήρυξε «εθνικό θησαυρό» και απαγόρευσε την εξαγωγή του. Κέρδισε τρία παγκόσμια κύπελλα με την εθνική Βραζιλίας και δυο με τη Σάντος. Μετά από το χιλιοστό του γκολ, συνέχισε να σκοράρει. Έπαιξε σε περισσότερους από τριακόσιους αγώνες, σε ογδόντα χώρες, συμμετέχοντας στον έναν αγώνα μετά τον άλλο σε εξοντωτικό ρυθμό, και έβαλε σχεδόν χίλια τριακόσια γκολ.
/ Μια φορά σταμάτησε έναν πόλεμο: η Νιγηρία και η Μπιάφρα κήρυξαν ανακωχή για να τον δουν να παίζει. Άξιζε μια ανακωχή στον πόλεμο, και πολύ παραπάνω, για να τον δει κανείς να παίζει. Όταν ο Πελέ έτρεχε, διαπερνούσε τους αντιπάλους του σαν μαχαίρι. Όταν σταματούσε, οι αντίπαλοι χάνονταν μέσα στους λαβυρίνθους που ζωγράφιζαν τα πόδια του. Όταν πηδούσε, ανέβαινε στον αέρα, θαρρείς και ο αέρας ήταν σκάλα. Όταν εκτελούσε ένα ελεύθερο χτύπημα, οι αντίπαλοι που έκαναν τείχος ήθελαν να έχουν το πρόσωπο γυρισμένο προς την εστία τους, για να μη χάσουν το υπέροχο γκολ.
/ Γεννήθηκε σ’ ένα φτωχόσπιτο, σ’ ένα μακρινό χωριουδάκι, και έφτασε σε κορυφές εξουσίας και πλούτου, όπου η είσοδος είναι απαγορευμένη για τους μαύρους. Έξω από τα γήπεδα ποτέ δεν χάρισε έστω κι ένα λεπτό από τον χρόνο του, και ποτέ δεν έβγαλε έστω και ένα νόμισμα από το πορτοφόλι του. Αλλά όσοι είχαμε την τύχη να τον δούμε να παίζει δεχτήκαμε δωρεές σπάνιας ομορφιάς: στιγμές από αυτές που αξίζουν να μείνουν αθάνατες και που μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι η αθανασία υπάρχει».
Μικίων ο Βοιωτός