Ένα δίκτυο κοιτασμάτων φυσικού αερίου και αγωγών που αναπτύχθηκε με κόστος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων πετάχτηκε ουσιαστικά στα σκουπίδια.
Του Τζούλιαν Λι, από το Bloomberg, 29/01/2023
Η Ρωσία ξόδεψε σχεδόν 50 χρόνια χτίζοντας την ενεργειακή της αγορά στην Ευρώπη. Ο πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν την κατέστρεψε σε λιγότερο από 50 εβδομάδες. Η εύρεση αντικαταστάτη θα είναι σχεδόν αδύνατη.
Ενώ η Ρωσία έχει βρει εναλλακτικές αγορές για το αργό της πετρέλαιό, κυρίως στην Ινδία, η ανακατεύθυνση των πωλήσεων διυλισμένων προϊόντων και -ίσως ακόμη περισσότερο- του φυσικού αερίου θα πάρει χρόνια και θα έχει τεράστιο κόστος. Κι αυτό αν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν αγορές καθώς ο κόσμος απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα.
Όταν τα στρατεύματα της Μόσχας εισέβαλαν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, οι Ευρωπαίοι αγοραστές ενέργειας τρομοκρατήθηκαν. Μια αγορά που απορροφούσε σχεδόν 2,5 εκατομμύρια βαρέλια αργού την ημέρα, άλλα 1 εκατομμύριο βαρέλια διυλισμένων προϊόντων και 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως σχεδόν εξαφανίστηκε.
Οι ροές αργού πετρελαίου από τη Ρωσία προς μέρη της Ευρώπης άρχισαν να μειώνονται μόλις τα στρατεύματα του Πούτιν πέρασαν τα σύνορα. Μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου, όταν τέθηκε σε ισχύ η απαγόρευση της ΕΕ για τις θαλάσσιες εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου, οι ποσότητες είχαν ήδη περιοριστεί, με τη Βουλγαρία, η οποία εξασφάλισε προσωρινή εξαίρεση, να αποτελεί τη μόνη εναπομείνασα αγορά. Η ροή διυλισμένων προϊόντων ακολουθεί την ίδια πορεία ενόψει παρόμοιων κυρώσεων που τίθενται σε ισχύ στις 5 Φεβρουαρίου.
Η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου χάθηκε κι αυτή για την Ρωσία. Ένα τεράστιο δίκτυο κοιτασμάτων φυσικού αερίου και αγωγών, που αναπτύχθηκε με κόστος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων από όταν το ρωσικό φυσικό αέριο πέρασε για πρώτη φορά τα σύνορα με την Αυστρία, το 1968, πετάχτηκε στα σκουπίδια.
Το 2017 εκτιμήθηκε ότι 100 δις. $ είχαν ήδη επενδυθεί στην αξιοποίηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη ρωσική χερσόνησο Γιαμάλ, τα περισσότερα από τα οποία συνδέονται με την Ευρώπη μέσω αγωγών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διέρχονται κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα και συνδέουν τη Ρωσία με τη Γερμανία. Το ποσό αυτό αναμενόταν να διπλασιαστεί μέχρι το 2025. Η επένδυση αυτή φαίνεται τώρα άχρηστη.
Παρότι η Ρωσία μπορεί να είναι σε θέση να διασώσει κάποιου είδους ενεργειακή σχέση με την Ευρώπη μετά το τέλος του πολέμου, πράγμα που αναπόφευκτα θα συμβεί, είναι απίθανο οι χώρες της ΕΕ είτε να επιτρέψουν στον εαυτό τους να εξαρτηθούν από το ρωσικό φυσικό αέριο τόσο πολύ όσο πριν από ένα χρόνο.
Οι κυβερνήσεις και οι καταναλωτές στην Ευρώπη αρχίζουν επιτέλους να ασχολούνται σοβαρά με τον περιορισμό της ζήτησης και την ενεργειακή απόδοση, ενώ τα ποσά ρεκόρ που καταβάλλονται για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια έχουν ωθήσει τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να αλλάξει ο τρόπος διαμόρφωσης των λιανικών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη το φθίνον μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας κατάφεραν να ανακατευθύνουν τις εξαγωγές αργού πετρελαίου που αποφεύγουν οι παραδοσιακοί ευρωπαίοι αγοραστές, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη δίψα των ινδικών διυλιστηρίων για φθηνή πρώτη ύλη. Αλλά η αλλαγή κατεύθυνσης είχε τεράστιο κόστος για τη Ρωσία και την πετρελαϊκή της βιομηχανία. Για να γίνει η διείσδυση στην ινδική αγορά χρειάστηκαν μεγάλες μειώσεις στην τιμή, οι οποίες φαίνεται ότι έφτασαν τα 35 $ το βαρέλι, και ισοδυναμούν με το 40% της.
Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, το ρωσικό πετρέλαιο αντιπροσώπευαν περίπου το 1/4 των εισαγωγών αργού της Ινδίας, εκτοπίζοντας στις παραδόσεις τους παραδοσιακούς προμηθευτές της υποηπείρου από τη Μέση Ανατολή –τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ.
Η ανακατεύθυνση των ροών αργού σε μια διψασμένη αγορά με μεγάλο τομέα διύλισης ικανό να επεξεργάζεται το σχετικά υψηλής περιεκτικότητας σε θείο αργό που εξάγεται από τη Ρωσία είναι ένα πράγμα- η ανακατεύθυνση των διυλισμένων προϊόντων σε αυτή την αγορά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν κάποιες χώρες πρόθυμες να αγοράσουν φθηνό ρωσικό πετρέλαιο ενώ θα εξάγουν τα δικά τους τοπικά παραγόμενα καύσιμα πίσω στην Ευρώπη, αλλά θα χρειαστούν εκπτώσεις αρκετά μεγάλες ώστε να καταστεί το εμπόριο κερδοφόρο – άλλο ένα κόστος που θα επωμιστεί το Κρεμλίνο και οι πετρελαϊκές του εταιρείες.
Το πετρέλαιο όμως, είτε αργό είτε διυλισμένο έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με το φυσικό αέριο: Μπορεί να μεταφερθεί εύκολα μέσω θαλάσσης.
Για τα περισσότερα από τα τελευταία 55 χρόνια, η Ρωσία αναζητούσε αγοραστές φυσικού αερίου στη Δύση. Τεράστιοι αγωγοί, μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, συνέδεαν τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, πρώτα από τη Σιβηρία και πιο πρόσφατα τη χερσόνησο Γιαμάλ, με αγοραστές στην Ευρώπη.
Την τελευταία δεκαετία, η Ρωσία άρχισε να αναζητά νέες αγορές για το φυσικό της αέριο προς τα ανατολικά και ο αγωγός φυσικού αερίου Power of Siberia μεταφέρει πλέον το αέριο στην Κίνα. Όμως το αέριο αυτό προέρχεται από νέα κοιτάσματα, περισσότερα από 1.300 μίλια ανατολικά και 600 μίλια νότια των κοιτασμάτων Γιαμάλ, που τροφοδοτούσαν την Ευρώπη, αλλά τώρα υπολειτουργούν. Ο κρατικός ρωσικός κολοσσός φυσικού αερίου της Ρωσίας, η Gazprom PJSC, προσδιόρισε το επίσημο κόστος του Power of Siberia και των παρακείμενων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στα 55 δισ.$. Μια ανεξάρτητη αξιολόγηση κατέληξε σε ένα ποσό σχεδόν διπλάσιο –μια επένδυση, όπως υποστηρίζει, που δεν θα αποδώσει ποτέ.
Θα υπάρξουν όρια στο πόσο επιπλέον ρωσικό αέριο θα αγοράσει το Πεκίνο. Ενώ οι ενεργειακές του ανάγκες είναι τεράστιες, θα είναι επιφυλακτικό να επαναλάβει τα λάθη που έκαναν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, εξαρτώμενες υπερβολικά από τη Μόσχα. Έτσι, η Ρωσία θα πρέπει να ψάξει αλλού για να αντικαταστήσει τις χαμένες ευρωπαϊκές της αγορές.
Θα επιθυμούσε να προμηθεύει την Ινδία, μια άλλη ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα με τεράστιες και αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες. Αλλά η παροχή φυσικού αερίου στην Ινδία θα είναι ακόμη πιο δύσκολη από ότι η παροχή του στην Κίνα. Η διαδρομή θα πρέπει είτε να διασχίσει μερικά από τα υψηλότερα βουνά του κόσμου είτε να περάσει από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Και οι δύο διαδρομές διέρχονται από πολλές άλλες χώρες, καθιστώντας την κατασκευή και τη λειτουργία των αγωγών πιο δαπανηρή από ότι μια σύνδεση μεταξύ δύο χωρών με κοινά σύνορα.
Ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία κόστισε στη Ρωσία την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Δεν θα είναι εύκολο να την αντικαταστήσει. Όποια και αν είναι τελικά η προσέγγιση μεταξύ Μόσχας και Ευρώπης, οι Ρώσοι θα πρέπει να υπολογίζουν το κόστος του πολέμου για τις επόμενες γενιές.
Μετάφραση: Αναστάσης Μπαλτατζής