Οι μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ βρίσκονται σε πορεία παρακμής
Του Τζόελ Κότκιν, 9 Μαρτίου 2023, unherd.com
Ο θάνατος της Αρχαίας Ρώμης δεν προκλήθηκε από κατάρρευση, όσο από μια αργή, και ατελείωτη παρακμή: μεταξύ του 2ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. ο πληθυσμός της μειώθηκε από ένα 1 εκ. ανθρώπους σε μόλις 30.000. Από τότε πέρασαν 15 αιώνες και χτίστηκαν χιλιάδες πόλεις. Και όμως, όπως προειδοποίησε το 1776 ο μεγαλύτερος χρονογράφος της Ρώμης, Εδουάρδος Γίββωνας, μια παρόμοια μοίρα περιμένει τις σύγχρονες μητροπόλεις μας. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η παρακμή τους θα αλλάξει ριζικά την αντίληψή μας για το τι πραγματικά σημαίνει ‘αστικότητα’.
Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Σικάγο, Λος Άντζελες –αυτά τα αστικά κέντρα αποτελούν την επιτομή αυτού που ο Τζην Γκότμαν περιέγραψε το 1983 ως «πόλεις της συναλλαγής». Βασισμένες στα χρηματοοικονομικά, τις κορυφαίες επιχειρήσεις και τις υπηρεσίες πληροφορικής, δεν καθορίζονταν από την παραγωγή και το εμπόριο υλικών αγαθών, αλλά από άυλα προϊόντα που επινοούνταν σε πανύψηλους ουρανοξύστες.
Για χρόνια ακαδημαϊκοί ερευνητές τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς οραματίζονταν ένα οικονομικό μέλλον υψηλής τεχνολογίας που θα κυριαρχούνταν από πυκνές αστικές περιοχές. Όπως παρατήρησε το 2018 ο Νηλ Ίρβιν των Τάιμς της Νέας Υόρκης: «Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ένας μικρός αριθμός σούπερ σταρ εταιρειών επιλέγει να εγκατασταθεί σε μια χούφτα σούπερ σταρ πόλεων, όπου έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να προσλάβουν σούπερ σταρ υπαλλήλους».
Ωστόσο, ακόμη και πριν από την τρέχουσα ύφεση, τα δεδομένα αψηφούσαν τέτοιους κομπασμούς. Εδώ και δεκαετίες, οι ουρανοξύστες –κάποτε σύμβολα του αστικού μεγαλείου– φάνταζαν τόσο αναχρονιστικοί όσο και οι καθεδρικοί του Μεσαίωνα. Η πληρότητα των γραφείων μειώνεται από τις αρχές του αιώνα, μαζί με την κατασκευή νέων χώρων. Το 2019, πριν την πανδημία, η ανάπτυξη των κατασκευών ήταν στο 1/3 του ρυθμού του 1985, και στο 1/2 του 2000.
[ ] Η μετανάστευση προς τις πυκνές πόλεις άρχισε να μειώνεται το 2015, όταν στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές άρχισε να παρατηρείται έξοδος προς μικρότερες περιοχές. Μέχρι το 2022, οι αγροτικές περιοχές κέρδιζαν επίσης πληθυσμό σε βάρος των πόλεων. Η πανδημία επιτάχυνε σαφώς αυτή τη διαδικασία, μαζί με μια καταστροφική αύξηση της εγκληματικότητας και της ανομίας: κυρίως στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ουάσιγκτον, τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, τη Φιλαδέλφεια και το Σικάγο. Σε ορισμένες περιοχές του Σικάγο και της Φιλαδέλφειας, οι νεαροί άνδρες έχουν τώρα περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθούν από πυροβόλα όπλα από ό,τι ένας Αμερικανός στρατιώτης που υπηρετεί στους πολέμους του Αφγανιστάν ή του Ιράκ.
Η φθίνουσα έλξη των μεγάλων πόλεων –που επιταχύνεται περαιτέρω από τη μετα-πανδημική στροφή προς την εξ αποστάσεως εργασία σε πολλούς τομείς– λαμβάνει επίσης χώρα στο πλαίσιο μιας αστικής οικονομίας που ανταμείβει όλο και περισσότερο τους λίγους. Βέβαια, ορισμένες συνοικίες, όπως η βόρεια πλευρά του Σικάγο, έχουν γνωρίσει εντυπωσιακή ανάπτυξη, αλλά συχνά περιβάλλονται από άλλες που υποφέρουν από σοβαρή υποβάθμιση. Και παρ’ όλα τα θαύματα του εξευγενισμού, σχεδόν το 1/5 των κατοίκων στις 50 μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ιστορικό ρόλο των πόλεων ως κινητήρια δύναμη της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Ακόμη και η έλευση μερικών χιλιάδων μεταναστών πέρυσι ανάγκασε τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Έρικ Άνταμς, να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η Νέα Υόρκη, δηλαδή, μια πόλη που χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εργασία των νεοφερμένων, φαίνεται τώρα πολύ αδύναμη να στεγάσει και να απασχολήσει σημαντικό αριθμό μεταναστών. Εν μέσω αυτής της αποτυχίας, ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι μετανάστες και οι μειονότητες κατευθύνονται προς τα προάστια της Αμερικής, τις διάσπαρτες πόλεις της ‘ζώνης του Ήλιου’ [το νότιο τμήμα των ΗΠΑ σ.τ.μ] και τις μικρότερες πόλεις.
Ποιο θα είναι λοιπόν το αστικό μας μέλλον; Η απάντηση δεν βρίσκεται τόσο στις περιοχές υψηλής επιχειρηματικότητας του κέντρου, όσο και στα εγγύτερα και τα πιο απομακρυσμένα προάστια. Κάτι που συνιστά εφιάλτη για τον παραδοσιακό πολεοδόμο. Σε αντίθεση με τις επιχειρηματικές συνοικίες του κέντρου, τα γραφεία των προαστίων επέδειξαν πολύ καλύτερες επιδόσεις, ενώ περιοχές όπως η Τάμπα, το Φόρντ Λότερντειλ, το Όστιν και το Νάσβιλ έχουν μεταβληθεί στις πιο δυναμικές αγορές για την εγκατάσταση γραφείων όλης της χώρας. Με τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων των μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών να βρίσκεται ήδη εκτός των αστικών πυρήνων, οι πιο δελεαστικές οικονομικές ευκαιρίες μπορεί να βρίσκονται στις σύγχρονες εκδοχές των «κηπουπόλεων» του Εμπένιζερ Χάουαρντ, όπως το Τσίνκο Ράντς έξω από το Χιούστον ή το Νιού Άλμπανι κοντά στο Κολόμπους.
Αυτές οι εξελίξεις στην περιφέρεια έχουν εδώ και καιρό προκαλέσει την δυσφορία των πολεοδόμων και των περιβαλλοντολόγων –ο Αλ Γκορ, για παράδειγμα, διεξάγει έναν επίμονο πόλεμο εναντίον της «εξάπλωσης» ήδη από το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Αλλά στην πραγματικότητα, οι περιφερειακές αυτές πόλεις δεν είναι οι «υπερενεργοβόρες δυστοπίες» που περιγράφουν πολλοί πολεοδόμοι. Μακριά από το να είναι «κοινότητες υπνωτηρίων», για τους εργαζόμενους που μετακινούνται προς τον πυρήνα των πόλεων, αποτελούν ολοένα και περισσότερο περιοχές με τα δικά τους ακμάζοντα κέντρα και πολιτιστικούς χώρους. Προσαρμόζονται στις συνθήκες της απομακρυσμένης εργασίας, στις συντομότερες μετακινήσεις και αποδεικνύονται ιδανικές από την άποψη της ενεργειακής απόδοσης και της μείωσης των εκπομπών του άνθρακα.
Παρά την μακραίωνη κυριαρχία τους, οι παραδοσιακές πόλεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές τις περιοχές. Και αν θέλουν να έχουν ένα αξιοπρεπές μέλλον, πρέπει να ξεπεράσουν τη μεγαλοπρέπειά τους και να στρέψουν την προσοχή τους στον μεγαλύτερο πόρο τους: τις ισχυρές γειτονιές και τους δημιουργικούς ανθρώπους που τις κατοικούν. Μπορεί τα κέντρα των πόλεων να βρίσκονται παντού σε πτώση, αλλά οι γειτονιές σε πόλεις όπως η Βοστώνη και ακόμη και ένα μεγάλο μέρος του Σαν Φρανσίσκο έχουν διατηρήσει τη ζωτικότητά τους.
Στη Νέα Υόρκη, ακόμα και η τοπική ηγεσία συνειδητοποιεί ότι η εποχή των ουρανοξυστών φτάνει στο τέλος της, και σχεδιάζει να μετατρέψει πολλούς από αυτούς σε κατοικίες. Μια εξέλιξη, όμως, που μπορεί να έχει περιορισμένη χρηστικότητα καθώς –σύμφωνα με μια πρόσφατη εκτίμηση, μόλις 20 εκατ. από τα 420 εκατ. τ.μ. γραφείων της πόλης είναι κατάλληλα να μετατραπούν σε κατοικίες, παρά τις επιθυμίες των απελπισμένων ιδιοκτητών τους. Ταυτόχρονα, ορισμένοι εξακολουθούν να προωθούν νέα έργα γραφείων μεγάλης κλίμακας, ακόμη και όταν μεγάλοι κατασκευαστές, όπως η Related και η Vornado, αποσύρονται από μαζικές κατασκευές και τα ποσοστά κενών χώρων παραμένουν επίμονα υψηλά. Σε μια άλλη, λιγότερο ελπιδοφόρα εξέλιξη τόσο η Νέα Υόρκη όσο και το Σικάγο σχεδιάζουν να κατασκευάσουν μεγάλα καζίνο –κάτι που σπανίως έχει αποδώσει τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα.
Η αλλαγή στα πρότυπα δόμησης, όμως, δεν είναι αρκετή. Μια επιτυχημένη στρατηγική υπέρ των γειτονιών των μεγάλων πόλεων, που θα βασίζεται σε πραγματικές βελτιώσεις για τους κατοίκους, απαιτεί επίσης την εγκατάλειψη μιας προοδευτικού τύπου ατζέντας που έχει καταστήσει αβίωτες τόσες πολλές πόλεις: από τις απαγορεύσεις πηγών ενέργειας όπως το φυσικό αέριο, και την άρνηση να παταχθεί η εγκληματικότητα μέχρι τη συνήθως άθλια κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στις πόλεις. Οι κοινότητες μπορεί να εξακολουθούν να ζουν στις γειτονιές των πόλεων, αλλά πρέπει να έχουν και λόγο να θέλουν να παραμείνουν, ιδίως αν έχουν παιδιά.
Στο πιθανό ενδεχόμενο που η στρατηγική αυτή αποδειχθεί πολύ μακρόπνοη για να υλοποιηθεί, ακόμα και για πόλεις που βρίσκονται υπό προοδευτική διακυβέρνηση, ορισμένες από αυτές μπορεί να γίνουν μάρτυρες μιας ανάκαμψης που θα στηρίζεται στον τουρισμό. Ακόμα και αν οι κάτοικοι εγκαταλείπουν, οι πόλεις αυτές θα συνεχίσουν να προσελκύουν φοιτητές, νέους χωρίς παιδιά, και –τουλάχιστον προς παρόν– τη ζάμπλουτη τάξη της σχόλης. Αλλά αυτό δεν αποτελεί σοβαρό πρόγραμμα για την ανάκτηση της αστικής υπεροχής. Οι περιοχές αυτές θα καταλήξουν, όπως προέβλεψε ο Χ.Τζ. Γουέλς έναν αιώνα πριν «τόποι συνάντησης και ραντεβού», όπου θα κατοικούν κυρίως οι ελίτ, οι υπηρέτες τους και όσοι δεν έχουν παιδιά.
Κάτι τέτοιο μπορεί να αποτρέψει ορισμένες πόλεις από την πλήρη παρακμή, αλλά τότε θα διαδραματίσουν έναν πολύ διαφορετικό ρόλο από αυτόν που κάποτε εξυμνούσε η Τζέιν Τζέικομπς, η πρωτοπόρος της αστικής πολεοδομίας, και οι υπόλοιποι ρομαντικοί του αστικού βίου. Έτσι, ενώ οι αστικές περιοχές μπορεί να αναβιώσουν, δεν θα είναι πλέον τα απαράμιλλα κέντρα πληθυσμού, οικονομικής δύναμης και καινοτομίας. Το παιχνίδι έχει αλλάξει και οι πόλεις, για να επιβιώσουν, πρέπει να μάθουν να προσαρμόζονται. Γιατί αν δεν το κάνουν, τους περιμένει η μοίρα της Αρχαίας Ρώμης.
1 ΣΧΟΛΙΟ
ούτως ή άλλως η αναλογία με την Ρώμη πάει πέρα από τις πόλεις και τις αστικές περιοχές. Η αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία με κυρίαρχο τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό ήταν το ανάλογο της σημερινής παγκοσμιοποίησης με επικυριαρχία της Δύσης & των ΗΠΑ. Καθώς αυτή φθίνει οδεύουμε σε κάτι ανάλογο με τον μεσαίωνα όπου στην Ευρώπη δεν υπήρχαν ουσιαστικά πόλεις και αστικός χώρος.