Όσο πλησιάζουν οι κρίσιμες δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου στην Τουρκία, τόσο μεγαλύτερη νευρικότητα δείχνει να καταλαμβάνει τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο ίδιος απαντά στα ανησυχητικά για τους υποψήφιους του κυβερνώντος κόμματος μηνύματα, αμφισβητώντας την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων, πολλαπλασιάζοντας τις προεκλογικές του εμφανίσεις και ποντάροντας γιο άλλη μία φορά στην πόλωση και την εμπρηστική ρητορική. Όμως η διαπιστωμένη δεξιότητά του στις τακτικές κινήσεις μοιάζει να έχει αμβλυνθεί – με αποτέλεσμα να διαπράττονται σοβαρά λάθη.
Στο προσκήνιο έρχονται τα δύο ζητήματα τα οποία κατεξοχήν θα κρίνουν όχι μόνο την πολιτική μάχη στο τέλος του μηνός, αλλά το μέλλον της Τουρκίας μεσοπρόθεσμα: το Κουρδικό και η οικονομία.
Κατά μία έννοια, το πρώτο χρησιμοποιείται ως αντιπερισπασμός για το δεύτερο. Σε κάθε περίπτωση, ο Τούρκος πρόεδρος δεν χάνει την ευκαιρία να υψώνει τους τόνους, κρίνοντας προφανώς, με βάση και τα ρήγματα που παρατηρούνται στο εκλογικό μπλοκ της πλειοψηφίας, ότι προέχει η εξασφάλιση της ψήφου των συντηρητικών και εθνικιστών ψηφοφόρων.
Εξ ου και σε πρόσφατη ομιλία του απείλησε ότι εάν εκλεγούν δήμαρχοι φίλα προσκείμενοι στην “τρομοκρατία”, θα αντικατασταθούν με επιτρόπους διορισμένους από την κεντρική διοίκηση, όπως έχει ήδη συμβεί με την απερχόμενη δημοτική αρχή σε περίπου 100 δήμους της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Όμως, με τον τρόπο αυτό, απονομιμοποιεί ο ίδιος τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, ενώ ταυτόχρονα διευρύνει τον στόχο των ρητορικών του επιθέσεων, περιλαμβάνοντας πλέον στις φιλοτρομοκρατικές δυνάμεις όχι μόνο το ήδη διωκόμενο φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP), τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά και το κεντροαριστερό-κεμαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν είναι λίγοι όσοι αναρωτιούνται σκωπτικά ποιος ο λόγος να αναλάβει το τουρκικό κράτος τη δαπάνη διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών, όταν σειρά δήμων πρόκειται να καταλήξουν στα χέρια διορισμένων επιτρόπων.
Όπως και αν έχει, η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τις διαρκείς απειλές ανάληψης στρατιωτικής δράσης από πλευράς της Τουρκίας στις περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας που ελέγχονται από τους Κούρδους μαχητές του YPG (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ) και τους ντόπιους και Αμερικανούς συμμάχους τους, ενισχύουν την πολιτική αποξένωση των Κούρδων ψηφοφόρων εντός των συνόρων.
Χαρακτηριστική είναι η επιλογή του HDP να μην δώσει τη μάχη των δημοτικών στην δυτική Τουρκία (όπου σιωπηρά στηρίζει τους υποψηφίους του CHP), αλλά να επικεντρώσει στα νοτιοανατολικά, όπου συνάπτει εκλογικές συμμαχίες με άλλες κουρδικές πολιτικές δυνάμεις διαφορετικού προσανατολισμού.
Όμως η στήριξη του κυβερνώντος κόμματος από το συντηρητικό ήμισυ του κουρδικού εκλογικού σώματος ήταν ένα από τα μυστικά της μέχρι τώρα εκλογικής κυριαρχίας του. Και το κρισιμότερο: αυτή η συστράτευση, στη βάση της κοινής ισλαμικής ταυτότητας, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση πολιτικής ενσωμάτωσης του κουρδικού στοιχείου σε βάθος χρόνου και απόκρουσης των αυτονομιστικών ιδεών και πρακτικών.
Στο πεδίο της οικονομίας, η επικαιρότητα σημαδεύεται από τις προσπάθειες της κυβέρνησης να χαλιναγωγήσει την ανατίμηση των οπωροκηπευτικών, αποτέλεσμα μεν της συναλλαγματικής κρίσης που μαίνεται από πέρσι, αλλά και των διαρθρωτικών προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής που έχουν οδηγήσει στην εγκατάλειψη γαιών με έκταση ίση με του Βελγίου την τελευταία δεκαετία.
Κρισιμότερο παράγοντα, ωστόσο, αποτελεί η διαπλοκή των οικονομικών περιπετειών με την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική. Η απόφαση των ΗΠΑ να αφαιρέσουν την Τουρκία από τον κατάλογο χωρών με προτιμησιακή εμπορική σχέση, δικαιολογείται με όρους τεχνικούς (άνοδο του τουρκικού ΑΕΠ κτλ.), όμως δρομολογήθηκε ήδη από τον Αύγουστο – στο φόντο των διμερών εντάσεων που συμπύκνωνε τότε η κράτηση του Αμερικανού πάστρορα Μπράνσον και οι οποίες παραμένουν, λόγω του προσανατολισμού της Άγκυρας, στην προμήθεια ρωσικών συστημάτων S-400.
Λιγότερο προσέχτηκε, ωστόσο, η (όχι λιγότερο οδυνηρή για την Τουρκία) απόφαση της Κίνας να κλείσει το προξενείο της στην Σμύρνη – για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν επαρκώς, όμως αναμφίβολα σχετίζονται με τις καταγγελίες της Άγκυρας για την μεταχείριση της τουρκογενούς μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στο κινεζικό Σιντζιάνγκ.
Σε μία συγκυρία κατά την οποία ακόμη και παραδοσιακοί πάτρωνες των δικαίων των ανά τον κόσμο μουσουλμάνων, όπως το Ριάντ, επιλέγουν, χάριν της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα, τη σιωπή για το ζήτημα των Ουιγούρων (όπως έπραξε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Πεκίνο ο Σαουδάραβας διάδοχος Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν), η πρωτοβουλία της Τουρκίας να αναδείξει το ζήτημα, για προφανείς προεκλογικούς λόγους, λειτουργεί ως μπούμερανγκ.
Ακριβώς σε μια συγκυρία εντάσεων με τη Δύση και οικονομικών κλυδωνισμών όπως η τωρινή, η Κίνα αποτελεί κρίσιμο “αντίβαρο” για την Τουρκία – η δε Σμύρνη περιγραφόταν η φυσική έξοδος του κινεζικού “νέου δρόμου του μεταξιού” στα όρια της Ε.Ε.