Αρχική » Το Ευρωπαϊκό στρατηγικό περιβάλλον και ο πόλεμος κατά της Σερβίας

Το Ευρωπαϊκό στρατηγικό περιβάλλον και ο πόλεμος κατά της Σερβίας

από Άρδην - Ρήξη

του Η. Ηλιόπουλου, από το Άρδην τ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1999

1. Ανάγνωση στρατηγικού περιβάλλοντος

Η μεταδιπολική περίοδος, την οποία διανύουμε μετά την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζεται από την παρουσία στο διεθνές σύστημα μιας και μόνης Παγκοσμίου Δυνάμεως, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ΗΠΑ είναι, πρώτον, η μόνη Δύναμη η οποία διατηρεί ίδιον ολοκληρωμένο Γεωοικονομικό και Στρατηγικό Χώρο (GroBraum), τον οποίο και είναι σε θέση να υπερασπίζεται αποτελεσματικούς έναντι έξωθεν επιβουλών. Δεύτερον, πέραν αυτού, είναι η μόνη Δύναμη που διαθέτει δυνατότητες αναπτύξεως δράσεως επί πλανητικού επίπεδου, τις οποίες και δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να δει να συρρικνούνται ή να παρεμποδίζονται απο άλλες Δυνάμεις.1

Ωστόσο, οι εγκυρότεροι στρατηγικοί αναλυτές των υπερατλαντικών δεξαμενών σκέψεως συμφωνούν στη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ είναι μεν η μόνη Παγκόσμιος Δύναμη (World Power/Weltmacht), πλην όχι και η μόνη Μεγάλη Δύναμη (Great Power/Grotmacht), πλην όχι καιόγου αυτού χαρακτηρίζουν το επί του παρόντος υφιστάμενο διεθνές σύστημα ως «μονο-πολυπολικό» (uni-multipolar system), συμπίπτουν δε στην εκτίμηση ότι πρόκειται για μεταβατικό φαινόμενο περιορισμένης χρονικής διάρκειας μερικών δεκαετιών, μέχρι την ολοκληρωτική διαμόρφωση του νέου πολυπολικού (multipolar) συστήματος του 21ου αιώνος. Κατά την ανάλυσή τους, το αυριανό διεθνές σύστημα θα σύγκειται από πέντε ή έξι ισχυρούς πόλους ισχύος, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ θα κατέχουν -στην πλέον ευνοϊκή γι’ αυτές περίπτωση- τη θέση του «primus inter pares», ενώ στη χειρότερη για τις ίδιες περίπτωση θα υπερκερασθούν από μία Ευρασιατική Δύναμη.2

Επί μακρό χρονικό διάστημα φαινόταν ότι αυτή η Ευρασιατική Δύναμη που θα διεκδικούσε αξιόπιστα τη στρατηγική πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ θα ήταν μία ένωση των Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, κυρίως εξαιτίας της οικονομικής της ισχύος. Τρεις ισχυροί λόγοι, εν τούτοις, παρεμπόδισαν την εξέλιξη αυτή:

α) Η υφιστάμενη -πίσω από τους υπέρ της Ευρώπης πανηγυρικούς των επισήμων- ισχυρή αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των σημαντικών Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων.

β) Η αντιφατική στάση τους έναντι της Παγκοσμίου Δυνάμεως, υπό την προστασία της οποίας οικοδομούν επί δεκαετίες ένα δικό τους Γεωοικονομικό Χώρο, του οποίου όμως η ενδεχόμενη στρατηγική και πολιτικοστρατιωτική αυτονόμηση θα οδηγούσε νομοτελειακώς σε σύγκρουση ακριβώς με αυτήν την Προστάτιδα Παγκόσμιο Δύναμη.

γ) Οι εκτεταμενες δυνατότητες ασκήσεως επιρροής, εκ μέρους της τελευταίας, σε κάθε μια από τις υποδεέστερες Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις, και χάρις στις οποίες δυνατότητες η Παγκόσμια Δύναμη έχει την άνεση, επί παραδείγματι, πότε να αποδίδει στην άλφα Δύναμη το προνομιακό status της «special relationship» (η σχέση ΗΠΑ-Μ. Βρεταννίας καθ’ όλην τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), πότε πάλι να κολακεύει την βήτα Δύναμη, αναγορεύοντάς την, άμα τη αποκτήσει της εθνικής κυριαρχίας της, σε «partner in leadership» (αυτή είναι η επανενωθείσα Γερμανία, κατά την περίφημη διακήρυξη του Προέδρου George Bush, την οποία επανέλαβε αργότερα και ο Πρόεδρος Bill Clinton).

Η πραγματικότης έμελλε να διαψεύσει τα όνειρα των νεοφιλελεύθερων και αριστερών ευρωπαϊστών/διεθνιστών. Κατά ιστορική ειρωνεία, η αρχή του τέλους των υπέρμετρων ευρωπαίστικών προσδοκιών των παρελθουσών δεκαετιών συνέπεσε με τη στιγμή του θριάμβου: την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1991). Ειδικά από τότε και στο εξής έμελλε να καταδειχθεί στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση στάδια απείχε μιας όντως ενωμένης Ευρώπης. Και τούτο, διότι η ενοποιητική διαδικασία, την οποία είχαν ακολουθήσει επί τέσσερεις συναπτές δεκαετίες, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, η Γαλλία και η Ο.Δ. της Γερμανίας, υπό την επίνευση αλλά και με την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ (παρά τα περί του εναντίου μυθεύματα), εξυπηρετούσε συγκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις για κάθε δρώντα, εν μέρει μεν συγκλίνουσες (αντιμετώπιση της -πραγματικής ή εικαζομένης- σοβιετικής απειλής, σταθεροποίηση και ενδυνάμωση του υφισταμένου κοινωνικοοικονομικού και πολιτειακού καθεστώτος), εν μέρει όμως όλως διάφορες μεταξύ τους.

Η μεν Γαλλία εκτιμούσε ότι δι’ αυτού του τρόπου θα απαντούσε επι τέλους στο κρίσιμο, υπαρξιακό για την ίδια, Γερμανικό Ζήτημα (για να το διατυπώσουμε απλοελληνιστί: «πώς δένω τη Γερμανία, για να μην έχω για τέταρτη φορά από το 1871 προβλήματα»). Η δε Γερμανία θεωρούσε ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος ήταν γι’ αυτήν, υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες, ο καταλληλότερος, λυσιτελέστερος και ασφαλέστερος, προκειμένου να υπερβεί την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει μετά την στρατιωτική ήττα της και να ανακτήσει ευχέρεια διπλωματικών χειρισμών, Γεωοικονομικό Χώρο (ΕΟΚ), στρατιωτική ισχύ (επανεξοπλισμος, ίδρυση Bundeswehr), πλήρη Εθνική Κυριαρχία (Συνθήκη τέσσερα συν δύο του 1990) και αποκατάσταση της πληγείσης εδαφικής ακεραιότητος (επανένωση των δύο Γερμανιών).

Την ουσία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας συνιστούσε, κατά τον Henry Kissinger, η ακόλουθη «σιωπηρά συμφωνία» μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων: «Η ΟΔΓ απεδέχετο τον ηγετικό ρόλο της Γαλλίας επί πολιτικών ζητημάτων εντός της ΕΟΚ, λαμβάνουσα εις αντάλλαγμα το δικαίωμα βαρύνοντος λόγου επί οικονομικών υποθέσεων». Αυτό το δόγμα ετέθη εν αμφιβάλω από την Επανένωση και εξής, εξ αιτίας της άρδην μεταβολής του στρατηγικού τοπίου.3

Συνεπεία των ανωτέρω παρατηρούμε κατά την διάρκεια της τρεχούσης δεκαετίας την ακόλουθη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο ευρωπαϊκό στρατηγικό τοπίο: Αντί της προσδοκώμενης, μέχρι τη δεκαετία του ’80. ισχυρής και πράγματι ενιαίας και ανεξάρτητης Δυνάμεως «Ευρώπη» εμφανίζονται -ακριβέστερα: επανεμφανίζονται- ολοένα και περισσότερο ενισχυόμενες Μεσαίες (οι παραδοσιακά καλούμενες «Μεγάλες») Δυνάμεις που, αξιοποιούσες τους υφιστάμενους κοινοτικούς θεσμούς, αλλά και εκτός αυτών, διεκδικούν, εκάστη για λογαριασμό της, την περιφερειακή ηγεμονία.

Η ιστορική μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι δυνητικά Περιφερειακές Δυνάμεις (Regional Power/Regionalmacht) επιχειρούν πάντοτε να καλύψουν το περιφερειακό κενό ισχύος, το οποίο προκύπτει ειδικά σε περιόδους διασαλεύσεως της ισορροπίας δυνάμεων και, συνακόλουθα, διαταράξεως της σταθερότητος του διεθνούς συστήματος. Συνήθως δε επιχειρούν να το πράξουν υπό το αδιάφορο βλέμμα της εκάστοτε Παγκοσμίου Δυνάμεως, η οποία έχει εκείνη την ώρα άλλες πολιτικές προτεραιότητες. Ρεαλιστικές δυνατότητες πραγματοποιήσεως των επιδιώξεων της αποκτά μία Μέση Δύναμη όταν και εφ ‘ όσον η ηγεμονεύουσα Δύναμη αποφασίσει να την χρίσει Περιφερειακή Δύναμη, αφ’ ενός επειδή κρίνει ότι τούτο ανταποκρίνεται στα συμφέροντά της και αφ’ ετέρου επειδή η ίδια η Παγκόσμιος Δύναμη, για ποικίλους λόγους (εσωπολιτικούς, οικονομικούς κ.λπ.) δεν μπορεί ή δεν θέλει, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να επωμίζεται αυτό το βάρος.4

Εν τούτοις, η διαταραχθείσα διεθνής σταθερότητα κάθε άλλο παρά αποκαθίσταται με την – κατα κανόνα ορμητική – εμφάνιση του φιλόδοξου «αναπληρωτού» (της ανερχόμενης δηλαδή Περιφερειακής Δυνάμεως). Απ’ εναντίας, το ούτως ή άλλως ασταθές στρατηγικό τοπίο επιδεινούται. ακριβώς επειδή πρόκειται για μία μεταβατική φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αναδιανομή ισχύος (power redistribution/-Machtumverteilung), με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κίνδυνοι για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια. Η εξέλιξη αυτή, όμως, υποχρεώνει τώρα την Παγκόσμιο Δύναμη να επέμβει πλέον, παρά τις αρχικές της προθέσεις, αφ’ ενός μεν για να σταθεροποιήσει το φίλιο στρατόπεδο

Konsolidierung des eigenen Lagers) και να επαναβεβαιώσει την συμφωνία όλων των στρατηγικών δρώντων της θιγομένης περιφέρειας στον κοινό ρόλο, όπως αυτός φυσικά καθορίζεται από την ίδια, αφ’ ετέρου δε για να διαδηλώσει προς τα έξω, προς τους τρίτους, το αδιαμφισβήτητον του ρόλου αυτού (Machtprojektion).

Το τυπικώτερο παράδειγμα του ανωτέρω εκτεθέντος στρατηγικού συσχετισμού είναι, στην μεταδιπολική περίοδο, ο από το 1991 εκδηλούμενος ανταγωνισμός ισχύος ΗΠΑ-Γερμανίας/Αμερικής-Ευρώπης στη ΝΑ. Ευρώπη, με επίκεντρο τον χώρο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας. Διότι για τον στρατηγικό αναλυτή είναι αυτονόητο ότι τα τεκταινόμενα, από δυτικής πλευράς, στον χώρο αυτό ελάχιστα και μόνον κατ’ επίφασιν έχουν να κάνουν με την μοίρα των Αλβανών ή των Σέρβων, των Κροατών ή των Μουσουλμάνων, ενώ πολλαπλώς σχετίζονται απ’ εναντίας με την περαιτέρω εξέλιξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και την μελλοντική θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, αλλά και με την τύχη του δολαρίου ή του ευρώ.

Από της Επανενώσεως και εξής, οι γερμανικές ιθύνουσες ελίτ, αξιοποιώντας στο έπακρον τους υφιστάμενους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς αλλά και οικοδομώντας νέους, διεκδικούν για την χώρα τους τον ρόλο της ηγετικής Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη και επιδιώκουν να καλύψουν το κενό ισχύος το οποίο προέκυψε εκ της αποχωρήσεως της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Παγκοσμίου Δυνάμεως από την Μεσευρώπη (Mitteleuropa) και την ΝΑ. Ευρώπη (Sodosteuropa), Εν προκειμένω η Γερμανία δεν εκμεταλλεύεται μόνον την οικονομική ισχύ της, αλλά καταφεύγει και στην παραδοσιακή της στρατηγική εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης των Εθνών-Κρατών δια της χρησιμοποιήσεως των λεγομένων μειονοτήτων και εθνοτικών ομάδων -σημειωτέον: η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής ουδόλως περιορίζεται στην περίοδο 1933-45, όπως συχνά εσφαλμένα νομίζεται, αλλά ανάγεται στην εποχή της δημοκρατικής Γερμανίας του Μεσοπολέμου.5

Από τότε που η Ομοσπονδιακή Γερμανική Κυβέρνηση έλαβε μόνη της την ιστορική απόφαση να προβεί στην διπλωματική αναγνώριση της απο-οχισεως των επί μέρους Δημοκρατιών της Ο.Σ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, επιβάλλουσα εν συνεχεία την επιλογή της αυτή στους εταίρους της Ε.Κ.-ενέργεια που στην διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται ο καταλύτης της γιουγκοσλαβικής τραγωδίας – από τον Δεκέμβριο του 1991, λοιπόν, δεν έλειψαν οι ενδείξεις ότι η Γερμανική Εξωτερική Πολιτική ευνοεί την εμφάνιση πολλών, σχετικής μόνον βιωσψότητος, κρατικών μορφωμάτων στην Βαλκανική, ενώ απ’ εναντίας αντιμετωπίζει αρνητικώς την ανάδειξη μεσαίου μεγέθους Περιφερειακών Δυνάμεων στην περιοχή ή την ενδυνάμωση των δυνητικών Περιφερειακών Δυνάμεων που συνιστούν τα ιστορικά Έθνη-Κράτη της περιοχής.6

Η Παγκόσμιος Δύναμη (ΗΠΑ), από την πλευρά της, σαφώς ενθαρρύνει, από της Επανενώσεως και εξής, την Γερμανία στην ανάληψη «μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης», κατά την τρέχουσα ορολογία, και αναβαθμίζει τη Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης σε εταίρο εν ηγεμονία. Από των αρχών ήδη της δεκαετίας του ’90 διεφάνη μία αμερικανική επιθυμία να αναλάβει η επανενωθείσα Γερμανία τον ρόλο της ηγέτιδος Περιφερειακής Δυνάμεως στη γηραιά ήπειρο. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, θα ήσαν οι Γερμανοί, όχι οι Αμερικανοί, εκείνοι που θα επωμίζονταν τα οικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων οικονομιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και δεύτερον, δεν θα επιβαρύνονταν πλέον οι Αμερικανοί με την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην περιοχή, αφού ο ρόλος αυτός επεφυλάσσετο στους Γερμανούς. Όπως το έθεσε και ο έγκυρος Αμερικανός στρατηγικός αναλυτής Samuel Huntington, «δεν υπάρχει κανείς λόγος γιατί θα έπρεπε να αναλάβουν οι Αμερικανοί την ευθύνη για την διατήρηση της τάξεως, εάν τούτο μπορεί να συμβεί τοπικώς».7

Και ο καλύτερος τρόπος να συμβεί αυτό τοπικώς -σε αυτό συμπίπτουν οι σπουδαιότεροι στρατηγικοί εγκέφαλοι των ΗΠΑ από τον Kissinger ως τον Brzezinski – είναι να επωμισθεί την αποστολή μία Γερμανία, η οποία θα διαθέτει μεν ευχέρεια τακτικών χειρισμών, της οποίας όμως τον στρατηγικό έλεγχο θα εγγυάται η θεσμοθετημένη, και

εξασφαλιζόμενη μέσω NATO, Πρόσδεσή της στο άρμα της Δύσεως, δηλαδή των ΗΠΑ (Westbindung) -λακωνικώς και σαφώς το εξέφρασε ο πρώτος Γ. Γ. του NATO Λόρδος Ismay, όταν προσδιόρισε τον σκοπό της Συμμαχίας «to keep the Americans in (Europe), the Russians out and the Germans down». Διότι ο άλλοτε προνομιακός στρατηγικός εταίρος της Παγκοσμίου Δυνάμεως, η Αγγλία, δεν μπορεί να φέρει εις πέρας τον ρόλο αυτό (ο Brzezinski δεν την συγκαταλέγει καν στους πέντε κρίσιμους για την αμερικανική πλανητική ηγεμονία «γεωστρατηγικούς δρών-τες» της «ευρασιατικής σκακιέρας», κατά την ορολογία του). Εξ άλλου, για την έτερη Δύναμη που διεκδικεί πεισμόνως ρόλο Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη, την Γάλλία, δεν τίθεται ζήτημα ούτως ή άλλως, αφού -πέραν του ότι επίσης δεν μπορεί («postimperial Δύναμη μέσου βεληνεκούς» την χαρακτηρίζει ο Brzezinski) – και αν ακόμη μπορούσε, θα επιθυμουσε μία Ευρώπη ανεξάρτητη των ΗΠΑ.8 Όθεν οι Αμερικανοί καταλήγουν στην Γερμανία, ως την καταλληλότερη λύση, ή ακριβέστερα: μία υπό γερμανική, λίγο-πολύ, ηγεμονία Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ανάγνωση του στρατηγικού τοπίου δεν παύει όμως εδώ, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά συνεχίζεται, παρουσιάζοντας μας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρώς υπ’ όψιν μας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα διεθνή (και βαλκανικά) δρώμενα, ένα στοιχείο που εκ πρώτης όψεως ενέχει οξύμωρο χαρακτήρα. Παραλλήλως προς την ενθάρρυνση των Γερμανών να επιδείξουν «ισχυρότερη διεθνοπολιτική αυτοπεποίθηση» και να επωμισθούν «αυξημένη διεθνή ευθύνη», οι ΗΠΑ εφαρμόζουν, το αργότερο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, μία ευκρινή Στρατηγική Προληπτικής Ανασχέσεως. Ορμώμενοι από την επιτυχία της Containment Policy που είχαν ακολουθήσει την εποχή του Διπολισμού έναντι του τότε στρατηγικού αντιπάλου τους (ΕΣΣΔ), οι ΗΠΑ εφαρμόζουν, στη σημερινή μεταδιπολική μεταβατική φάση, μία εκσυγχρονισμένη προληπτική εκδοχή αυτής της Στρατηγικής, στρεφόμενη:

•             τόσο προς την πλευρά της μετασσβιετικής Ρωσίας, για την περίπτωση που η τελευταία ήθελε αναρρώσει και επανέλθει ακμαία στο διεθνές σύστημα, πράγμα για το οποίο είναι απολύτως βέβαιος ο Kissinger, που διατύπωσε για τον λόγο αυτό στο ογκώδες σύγγραμμα του «Διπλωματία»το δόγμα «ιό κρατηθεί η Ρωσία σε θέση ρουά-ματ»9,

•             όσο και προς την πλευρά του πρώην συμμάχου αλλά νυν δυνητικού στρατηγικού αντιπάλου υπ’ αριθμόν ένα μιας, εν πολλοίς υπό γερμανική ηγεσία, ενοποιημένης Ευρώπης η οποία, παρά πάσαν προσδοκίαν, θα επιχειρούσε να αυτονομηθεί από την Αμερική.10

Για την κατανόηση της προβληματικής αυτής ενδείκνυται η μελέτη των γραπτών των Αμερικανών στρατηγικών αναλυτών, ιδίως δε των δύο πρώην Συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας Henry Kissinger και Zbigniew Brzezinski. Ας υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι. όταν ο τελευταίος ετάχθη με ένα βαρυσήμαντο άρθρο του στην έγκριτη διεθνολογική επιθεώρηση «Foreign Affairs», στις αρχές του 1995, ανοικτά υπέρ της επεκτάσεως του NATO προς Ανατολάς (θέση τότε ακόμη διόλου αυτονόητη εντός της αμερικανικής «security community»), αιτιολόγησε την επιλογή του με την ανάγκη να αντιμετωπισθεί «μια επέκταση της Ε.Ε. (ορολογία του ιδίου) υποστηριζόμενη από μια ισχυρή Γερμανία».’ Αλλά και ο μέντωρ της αμερικανικής διπλωματίας Kissinger δικαιολόγησε την επέκταση των ορίων ευθύνης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας επικαλούμενος την ανάγκη της Ευρώπης για προστασία έναντι πιθανής νέας στρατιωτικής απειλής «οποθενδήποτε προερχομένης», οπως χαρακτηριστικά τόνισε, και κατονόμασε ως τις «μεγάλες προκλήσεις του καιρού μας» (με αυτήν τη σειρά ακολουθίας) «την Πρόσδεση της επανενωθείσης Γερμανίας στη Δύση καθώς και τις σχέσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας με την Ρωσία».12

Τους αντικειμενικούς σκοπούς της Στρατηγικής Προληπτικής Ανασχέσεως αποκαλύπτει με εκπλήσσουσα ειλικρίνεια ο προαναφερθείς Brzezinski. Ως εναπομείνασα Παγκόσμιος Δύναμη, οι ΗΠΑ οφείλουν να επαγρυπνούν, ώστε να μην υπάρξει έμπρακτη και επιτυχής αμφισβήτηση της ηγεμονίας τους από καμμία Περιφερειακή Δύναμη. Οι πιθανοί στρατηγικοί ανταγωνιστές εντοπίζονται στον Ευρασιατικό Χώρο. Οπότε τα τρία ζητούμενα για την Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας είναι, κατά τον κορυφαίο αναλυτή (που χρησιμοποιεί σκοπίμως ορολογία παραπέμπουσα στο Imperium Romanum και στον Φεουδαλικό Μεσαίωνα): «Να παρεμποδισθούν συμφωνίες μεταξύ των vasalles και να διατηρηθεί η εξάρτησή τομς από την Αυτοκρατορία σε ζητήματα ασφαλείας, να κρατηθούν υποταγμένα τα φόρου υποτελή κράτη και να ληφθεί μέριμνα ότι οι βαρβαρικοί λαοί δεν θα συμπήξουν μέτωπο».13 (Επεξήγηση: Ακολουθώντας το φεουδαλικό σύστημα, ονομάζει «vassales» τις μεγαλύτερες σχετικά Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις, που, όπως οι μεσαιωνικοί Ιππότες, χαίρουν ελευθεριών και προνομίων, πλην είναι αφοσιωμένες στον υπερατλαντικό Ηγεμόνα διά των δεσμών της fidiliti, δηλαδή του NATO. Φόρου υποτελή κράτη είναι, κατά τα συμφραζόμενα, τα λοιπά μέλη του NATO και, γενικώς, οι μικρότερης σημασίας σύμμαχοι των ΗΠΑ. Βαρβαρικοί λαοί, που δεν επιτρέπεται να συνασπισθούν εναντίον της Αυτοκρατορίας, είναι οι Ρώσσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί κ.λ.π.).

Από την διερεύνηση του ευρωπαϊκού και ευρασιατικού στρατηγικού περιβάλλοντος των τελευταίων ετών συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ εφαρμόζουν πράγματι το μοντέλλο της Προληπτικής Ανασχέσεως. Ενώ, από την δημοσίευση, το 1993, της περίφημης μελέτης της Rand-Corporation και εξής14, έγκυροι αναλυτές τους κυριολεκτικά ωθούν τους (αρχικά λίαν αβέβαιους και αμφιταλαντευόμενους μεταξύ εν θερμω αντιδράσεων και άκρας εφεκτικότητος) Γερμανούς σε ανάληψη περισσοτέρων ευθυνών και πρωτοβουλιών, από την άλλη πλευρά, το Πεντάγωνο μεταβάλλει ολόκληρη την ΝΑ. Ευρώπη σε μία τεράστια στρατιωτική βάση του. Η δημιουργία μιας αλυσίδας αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη Βαλκανική, η επέκταση του NATO προς Ανατολάς και ο Άξονας Τουρκίας-Ισραήλ υπηρετούν εξ αντικειμένου ένα και τον αυτό στρατηγικό στόχο: την ανάσχεση της επεκτάσεως της (ηυξημένης μετά το 1991) γερμανικής-ευρωπαϊκής επιρροής καθώς και τη διασφάλιση, για τις ΗΠΑ, της γεωπολιτικώς κρίσιμης Βαλκανικής Περιοχής του Ευρασιατικού Χώρου ως δυνητικού στρατηγικού και επιχειρησιακού προγεφυρώματος, προς πάσαν κατευθυνσιν.

Από στρατηγικής απόψεως συνεπώς, ο πόλεμος εναντίον της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας εστρέφετο εναντίον τόσον της Ρωσίας όσον και κυρίως της Ευρώπης. Αμφότεροι, τοσον ο προηγούμενος όσον, και πρωτίστως, ο αυριανός δυνητικός στρατηγικός αντίπαλος, πρέπει από αμερικανικής σκοπιάς, να περικυκλωθούν προληπτικώς και να εξουδετερωθούν. Το Κοσσυφοπέδιο, η Γιουγκοσλαβία εν γένει, είναι μόνον η αρχή. Ο καθηγητής August Pradetto από το Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής του Στρατιωτικού Πανεπιστημίου του Αμβούργου έγραφε σχετικώς ήδη από το περασμένο καλοκαίρι:

«Ως προς την θεματική της ενταθείσης συνεργασίας του NATO με την Αλβανία και την Μακεδονία (εννοεί τη FYROM), της ιδρύσεως ενός ‘Γραφείου Συνδέσμου’, της εκμεταλλεύσεως στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις χώρες αυτές και της από κοινού με το NATO διεξαγωγής στρατιωτικών γυμνασίων, εξεφράσθη η επιφύλαξη ότι, υπό το πρόσχημα της ανασχέσεως της κρίσεως του Κοσσυφοπεδίου, το NATO οικοδομεί την παρουσία του στην ΝΑ. Ευρώπη και δημιουργεί για τον εαυτόν του νέες επιχερησιακές επιλογές και στρατηγικές θέσεις στην ΝΑ. Ευρώπη -είτε ένεκα προετοιμασίας ενός νέου γύρου διευρύνσεως (του NATO) είτε διά της δημιουργίας ενός άξονος από Ουγγαρίας, μέσω της Κροατοβοσνιακής Ομοσπονδίας [επιτευχθείσης χάρις στις ΗΠΑ, το 1994), του Κοσσυφοπεδίου, της Αλβανίας και της Μακεδονίας, μέχρι την Τουρκία». Και ο καθηγητής του Bundeswetir-Universiftt Hamburg συνέχιζε:

«Η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων του NATO στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς νομιμοποίηση από το Σ.Α. του ΟΗΕ και επί τη βάσει μιας εντολής την οποία το ίδιο το NATO θα έδιδε στον εαυτόν του, εκτιμώντας μία κατασταση ως απειλούσα την ασφάλεια και χρήζουσα στρατιωτικών μέτρων, εκτιμάται ως προηγούμενο για ενδεχόμενες μελλοντικές επεμβάσεις στην άμεσο προθάλαμο της Ρωσίας, π.χ. στον Καύκασο, διά της αξιοποιήσεως εθνοτικών διενέξεων και διακρατικών ερίδων. Εκεί όπου έχει ξεσπάσει μία δριμύτατη μάχη ανταγωνισμού μεταξύ δυτικών και ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών -και μεταξύ στρατηγικών συμφερόντων Ουάσιγκτον και Μόσχας -περί τα κοιτάσματα πετρελαίου της Κασπίας και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τους… Υπό την έννοια αυτή, είναι πράγματι οράτες οι απαρχές ενός νέου ‘μίνι Ψυχρού Πολέμου’, στον οποίο όμως π Ρωσία ξεκινά από θέσεις αφετηρίας πολύ χειρότερες απ’ ότι το 1945».’6

Για τις ΗΠΑ, η διασφάλιση της προσβάσεώς τους στα ενεργεια<α αποθέματα της Κασπίας αποτελεί σήμερα μείζονα στρατηγικό στοχο. Για τον λόγο αυτό, ισχυροί αμερικανικοί κύκλοι συνέπραξαν προκειμένου, αρχικώς, να καταστήσουν δυνατό τον λεγόμενο «τούρκικο αγωγό* (Turk Pipeline: ο αγωγός πετρελαίου που θα οδηγεί από το Μπακου στο τούρκικο λιμάνι του Τσεϋχάν στα νότια της Μ. Ασίας), εν συνεχεία δε να τον επιβάλουν αντί του «ρωσικού αγωγού» (Russian Pipeline: ο -τμηματικώς εξ αρχής υφιστάμενος- αγωγός που θα οδηγεί από το Τεγκιί στο Νοβοροσίσκ και εκείθεν στον βουλγαρικό Πύργο για να καταλήγει στην Αλεξανδρούπολη).17

Την μείζονα σημασία του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας ως κρίσιμης γεωπολιτικής Περιοχής για τον έλεγχο του Ανατολικού Ευρασιατικού Χώρου εξαίρουν οι αναλυτές, ο Brzezinski μαλιστα την ονομάζει «Ευραοιατικά Βαλκάνια» -κατ’ αντιδιαστολή προς Τα Νοτιοευρωπαϊκά Βαλκάνια που επιτρέπουν στον επικυρίαρχο τους τον έλεγχο του Δυτικού Ευρασιατικού Χώρου. Από την περιοχή πρεπει, κατά τον Αμερικανό ειδήμονα, να κρατηθούν οπωσδήποτε μακραν οι Ρώσοι Δοθέντος όμως ότι η μετασοβιετική Ρωσία, ακριβώς εξ αιτίας της απώλειας του status της Παγκοσμίου Δυνάμεως, έχει έντονο ενδιαφερον στην διασφάλιση του status της ως Περιφερειακής Δυνάμεως στην περιοχή που αποκαλεί «Εγγύς Εξωτερικό», οι εντάσεις Δύσεως-Ρωσιας φαίνονται προγραμματισμένες’9-ίσως γι’ αυτό και ο προαναφερθεic Pradetto να ομιλεί για νέο Ψυχρό Πόλεμο.

2. Ανάλυση

Μετά την ανωτέρω ανάγνωση του ευρωπαϊκού στρατηγικού περιβάλλοντος, τίθεται το διττό ερώτημα, εάν οι Δυτικοευρωπαϊκέ: Δυνάμεις έχουν συμφέρον και εάν είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν την Παγκόσμιο Δύναμη σε μία πολιτική εμφανώς εμπεριέχουσα όλα τα χαρακτηριστικά μιας «self-fulfilling prophecy». Η προσφορά τω» ΗΠΑ είναι δεδομένη και έλαβε σάρκα και οστά υπό την μορφή του Νέου Στρατηγικού Σχεδιασμού του NATO, ενώ όλο το προηγούμενο διαστημα Αμερικανοί επίσημοι, γνωμηγήτορες και αναλυτές δεν είχαν παυσε. να απευθύνουν στους Ευρωπαίους Συμμάχους τους το δελεαστικό μήνυμα «Join us in order to lead the post-cold world», πάντοτε συνοδευόμενο, ωστόσο, και από μία ευσχήμως διατυπωμένη προειδοποίηση ότι το NATO είναι για τις ΗΠΑ απλώς και μόνον ένα εργαλείο. Ότι δηλαδή αν οι συμπολεμιστές «vassales» απορρίψουν την γενναιόδωρη προσφορά του Ηγεμόνα, ο τελευταίος μπορεί και μόνος του (ισχυρισμός, πάντως, μη ανταποκρινόμενος πλήρως στην πραγματικότητα, η οποία αναδείκνυε; στην πράξη τα πεπερασμένα όρια της Παγκοσμίου Δυνάμεως και το ότι ακόμη και αυτή εξαρτάται έν τινι μέτρω από τις άλλες Δυνάμεις).

Η στρατηγική ανάλυση δεν είναι αρμόδια να απαντήσει στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος -τούτο, ως απτόμενο της πολιτικής βουλήσεως, εμπίπτει στην σφαίρα της εκτιμήσεως- είναι όμως υποχρεωμένη να απαντήσει στο πρώτο: Από στρατηγικής απόψεως, η Αμερικάνικη Πολιτική έρχεται σε διαμετρική αντίθεση προς το πραγματικό συμφέρον μιας δυνητικής Περιφερειακής Δυνάμεως «Ευρώπη». Και τούτο, όχι μόνον εξ αιτίας των τακτικών απωλειών της τελευταίας (ναρκοθέτηση γεωπολιτικού περιγύρου, οικονομική επιβάρυνση συνεπεία διαρκώς νέων εστιών κρίσεων στις παρυφές της κ.λπ.) αλλά και κυρίως επειδή υπονομεύει το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης ως πραγματικής Δυνάμεως.

οτον βαθμό που ακυρώνει εκ των προτέρων την αδήριτη συνθήκη χειραφετήσεων της από τις ΗΠΑ την στρατηγική σύμπραξη με την Ρωσία προς σταδιακή μελλοντική οικοδόμηση του Ευρασιατικού Πόλου Ισχύος, του μόνου που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί αξιόπιστα την υφιστάμενη Παγκόσμιο Δύναμη.

Η προαναφερθείσα διαπίστωση δεν ισχύει μόνον για την Ευρώπη ως σύνολο ισχύος και δυνητική Περιφερειακή Δύναμη, αλλά και για τις δύο εκείνες Ηπειρωτικές Μεσαίες Περιφερειακές Δυνάμεις που διεκδικούν, η κάθε μια για λογαριασμό της, ηγετικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση αυτή ενοποιημένη Δύναμη: την Γερμανία και την Γαλλία. Εις ό,τι αφορά την Γαλλία, δεν είναι τυχαίο ότι ο συντηρητικός και παλαιός συμπολεμιστής των Αμερικανών Στρατηγός Κάρολος Ντε Γκωλ, όταν έκρινε πως ήλθε η ώρα της αποδεσμεύσεως της χώρας του από την αμερικανική επικυριαρχία, επισκέφθηκε την (κομμουνιστική τότε) Μόσχα. Για την Γερμανία, εξ άλλου, οι άτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες αλλά και η μελέτη της Ιστορίας μας δείχνουν ότι τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της υπαγορεύουν στην χώρα αυτή να διατηρεί σχέση συνεργασίας με την Ρωσία. Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας, ο πρώτος Καγκελάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Οθων φον Βίσμαρκ, αλλά και ο πρώτος Καγκελάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Helmut Kohl επέτυχαν εθνικούς άθλους. Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά. Ετι μάλλον: Η πραγματική διεθνοπολιτική χειραφέτηση της Γερμανίας από την αμερικανική επικυριαρχία θα επιτευχθεί μόνον όταν και εφ’όσον επέλθει στρατηγική συνεννόηση της με την Ρωσία.

Δεν είναι, επομένως, διόλου παράξενο που η Αμερικανική Στρατηγική έχει αναγάγει σε ύψιστη προτεραιότητά της το να αποτρέψει εκ προοιμίου αυτήν ακριβώς την συνεννόηση. Μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι τόσο ο νυν Εθνικός Σύμβουλος Ασφαλείας Berger, που θεωρείται, πλην της κυρίας Albright, ο μοιραίος άνθρωπος’ στην πρόσφατη γιουγκοσλαβική υπόθεση, όσο και ο πρώην Εθνικός Σύμβουλος Ασφαλείας (επί Προεδρίας Carter) Brzezinski, που φέρεται να ασκεί λίαν σημαντική επιρροή παρασκηνιακώς, θεωρούμενος ως ένα είδος «Kissinger των Δημοκρατικών», εξέλαβαν την πολεμική επιχείρηση του NATO στην Βαλκανική ως ένα ευφυή και πολλά υποσχόμενο τακτικό χειρισμό στα πλαίσια της προαναπτυχθείσης Στρατηγικής (άλλο ζήτημα εάν η εξίσω-σή τους δεν επαληθεύθηκε λόγω του αγνώστου Χ, που συνιστούσε η μη αναμενόμενη, σε αυτήν την ένταση, σερβική αντίσταση, με αποτέλεσμα τώρα και η Ρωσία να επανέρχεται ως διεθνούς περιωπής μεσολαβητής και εγγυητής της ειρήνης, αλλά και το NATO να δοκιμάζεται από έντονη εσωτερική κρίση, καθώς οι Ευρωπαίοι ολοένα και πιο φανερά δυσανασχετούν με την αμερικανική ηγεμονία και αποτολμούν, εκόντες άκοντες, κάποιες δικές τους κινήσεις).

Εάν οι ανωτέρω διαπιστώσεις ευσταθούν, εγείρεται ευλόγως το ερώτημα για ποιον λόγο συνέπραξαν οι δυο Ηπειρωτικές, δυνητικά Περιφερειακές Δυνάμεις σε ένα πόλεμο που, από στρατηγικής σκοπιάς τουλάχιστον, στρέφεται εναντίον των μακροπροθέσμων εθνικών συμφερόντων τους.

Η σύμπραξη, τουναντίον, της Ναυτικής Δυνάμεως (Μ. Βρετανία) ήταν απολύτως λογική και αναμενόμενη: Κατά το υπόδειγμα στρατηγικής αναλύσεως του (καταξιωμένου από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου αναλυτή της CIA) Huntington, ειδικά η δευτερεύουσα Περιφερειακή Δύναμη (secondary Regional Power/sekundare Regionalmacht) είναι εκείνη που επιθυμεί διακαώς και προσπαθεί να προσελκύσει την παρουσία της Παγκοσμίου Δυνάμεως στον Γεωπολιτικό Χώρο της, προκειμένου να αποτρέψει την κατοχύρωση της ηγεμονίας της υπ’ αριθμόν ένα Περιφερειακής Δυνάμεως. Η στάση της Αγγλίας στο Γιουγκοσλαβικό, η οποία όχι απλώς συνέπραξε αλλά κατέστη βασιλικώτερη του βασιλέως, πασχίζοντας ενίοτε να σύρει και την αμερικανική ηγεσία, οσάκις η τελευταία φαινόταν προβληματισμένη για την φορά των πραγμάτων, συνιστά τυπικό παράδειγμα συμπεριφοράς που επιδεικνύει μία εκπεσούσα δευτερεύουσα Δύναμη, όταν, εξ αιτίας της εμφανίσεως μιας ανερχόμενης Περιφερειακής Δυνάμεως, αντιμετωπίζει ορατό πλέον τον κίνδυνο να τεθεί οριστικώς και αμετακλήτως στον κατάλογο των πρώην Μεγάλων Δυνάμεων – και η Αγγλία δεν κρύβει από την εποχή της Σιδηράς Λαίδης, ότι έτσι αντιμετωπίζει την προοπτική ενός ηπειρωτικού ευρωπαϊκού «Reich», απλώς ο νυν Πρωθυπουργός Tony Blair αντελήφθη ότι η υπόθεση δεν αντιμετωπίζεται με κραυγές και επιστροφή στην «splendid isolation», αλλά χρήζει λεπτών και ευφυών χειρισμών.

Η άκρως ευανάγνωστη, από στρατηγικής σκοπιάς, αγγλική στάση μας βοηθεί να κατανοήσουμε και την αρκετά πολυπλοκότερη γαλλική θέση. Η Γαλλία ευρίσκεται ενώπιον ενός σοβαρού και δισεπίλυτου διλήμματος: Οι Γκωλικές στρατηγικές/πολιτικές παρακαταθήκες, αλλά και η αντίληψη που η ίδια έχει περί του εαυτού της και του ρόλου της στον κόσμο, της υπαγορεύουν μία πορεία έμπρακτης αμφισβητήσεως της αμερικανικής ηγεμονίας, και δη σε όλα τα επίπεδα: στρατηγικό, γεωοικονομικό και πολιτισμικό. Για να είναι όμως συνεπής η αμφισβήτηση αυτή -και κυρίως: για να έχει προοπτικήν, έστω, αποτελέσματος- οφείλει να μετουσιωθεί σε συγκεκριμένη πρόταση για την συγκρότηση μιας ενωμένης και ισχυρής Δυνάμεως «Ευρώπη». Όπερ και εγένετο κατά τις παρελθούσες δεκαετίες, υπό την αδιαφιλονίκητη όμως πολιτική πρωτοκαθεδρία της «Grande Nation» έναντι της συμπαθούς μεν, πλην πολιτικώς εξαρτημένης, Παραρρηνείου Δημοκρατίας του Αντενάουερ (βάσει της «σιωπηρής συμφωνίας» περί της οποίας έκαμε λόγο ο Kissinger, όπως είδαμε).

Σήμερα όμως, και στο μέτρο που η περαιτέρω ενοποιητική διαδικασία αναδεικνύει μία δυνητική Περιφερειακή Δύναμη Ευρώπη, της οποίας το κέντρο βάρους έχει μετατοπισθεί ανατολικότερα, προς την πλευρά της Βόννης (ακριβέστερα: του Βερολίνου), η Γαλλία αρχίζει να διακατέχεται εκ νέου, παρ’ όλους τους καθιερωμένους δημόσιους όρκους αφοσιώσεως στο ιδεώδες της Μεγάλης Ευρώπης, από το παραδοσιακό της «furor teutonicus». Αυτή είναι η στρατηγική αιτία της εξαιρετικά δυσχερούς θέσεως στην οποία έχει περιέλθει η Γιλλία. Διότι, αν, επί παραδείγματι, για την Αγγλία το ζήτημα είναι απλούστατο και η συνταγή επί αιώνες δοκιμασμένη (ωθούμε την Ρωσία κατά του Ναπολέοντος, την Αμερική κατά του Κάιζερ ή του Χίτλερ, και, ξανά, την Αμερική κατά του Στάλιν, με τον ίδιο πάντοτε στρατηγικό στόχο: να αποτρέψουμε την ηγεμονία μιας και μόνης Δυνάμεως στο απέναντι ηπειρωτικό συγκρότημα), η Γαλλία, αντιθέτως, έχει περιέλθει σε στρατηγικό αδιέξοδο. Το αργότερο με την εμφάνιση μιας ανερχόμενης ισχυρής Γερμανίας, που διαλαλεί με στόμφο ότι δεν αρκείται πλέον στο να πληρώνει, αλλά απαιτεί να έχει λόγο επί παπός, κυρίως δε επί της Haute Politique, η Γκωλική Στρατηγική ήγγισε τα όρια της.

Εδώ έγκειται το κλειδί της ερμηνείας της επιφανειακά ανεξήγητης συμπεριφοράς του Προέδρου Jacques Chirac, που κάνει τα τελευταία χρόνια την Κοινή Γνώμη να διερωτάται πώς αυτός ο «γκωλικός» πολιτικός εφαρμόζει από την πρώτη στιγμή της Προεδρίας του μία τόσο «αντι-γκωλική» πολιτική, επαναφέρει βήμα προς βήμα την Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του NATO, νεκρανασταίνει κυριολεκτικώς την λησμονημένη στρατιωτική Entente με την μισητή επί μισόν αιώνα Αγγλία και φθάνει μέχρι του σημείου να συμμετάσχει και σ’ ένα νατοϊκό πόλεμο εναντίον ενός ιστορικά συμμάχου Εθνους. Η απάντηση της στρατηγικής αναλύσεως στα εύλογα αυτά ερωτήματα είναι ότι ακόμη και μία Γαλλία, η πολιτική ελίτ της οποίας εξακολουθεί, σε πείσμα των πραγματικών μεγεθών, να διακατέχεται από την «ψυχωτική obsession ότι η χώρα της είναι Παγκόσμιος Δύναμη» (Brzezinski) και η οποία θεωρεί κατά βάθος έγκλημα καθοσιώσεως την παρουσία οποιουδήποτε Αμερικανού στρατιώτη ή προσηλυτιστή στην γηραιά ήπειρο (έστω και υπό μορφήν της Disneyland), αναγκάζεται να αποδεχθεί τον επικυριαρχικό ρόλο της Παγκοσμίου Δυνάμεως, αφού όχι μόνον δεν μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο αυτόν η ίδια, αλλά οι πενιχρές της δυνατότητες δεν επαρκούν ούτε καν για να αποτελέσει -μόνη της- το αναγκαίο αντίβαρο στη γερμανική ισχύ.

Μετά ταύτα, ερχόμαστε να εξετάσουμε τον κρισιμότερο στρατηγικό δρώντα του ευρωπαϊκού στρατηγικού τοπίου, δηλαδή την Γερμανία, για

να διερευνήσουμε τους λόγους, ένεκα των οποίων η Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης συνέπραξε ενεργώς σε μία πολιτική όχι απλώς μη συνάδουσα προς τα εθνικά συμφέροντα της, από στρατηγικής απόψεως, αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετη προς αυτά. Το ζήτημα, άλλωστε, καθ’ α λέγονται, προβλημάτισε και τους Έλληνες ιθύνοντες.

Εν πρώτοις, επιβάλλεται, στο σημείο αυτό, μία διευκρίνιση: Αποτελεί θεμελιώδη αρχή της επιστήμης της Διεθνούς Πολιτικής ότι όλοι οι κύριοι στρατηγικοί δρώντες του διεθνούς συστήματος, δηλαδή τα Κράτη, δρουν με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντά τους. Βασική αρχή της επιστήμης αυτής (ή τουλάχιστον: εκείνης της σημαντικής μερίδος της που ακολουθεί το ιστορικο-αναλυτικό υπόδειγμα του Πολιτικού Ρεαλισμού, από τον Θουκυδίδη μέχρι σήμερα) αποτελεί επίσης η παραδοχή ότι η στρατηγική ανάλυση, η οποία εστιάζει την προσοχή της στους γεωπολιτικούς, οικονομικούς. στρατιωτικούς κ.λπ. συσχετισμούς ισχύος, μας οδηγεί στην κατανόηση της συμπεριφοράς των Κρατών. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η στρατηγική ανάλυση ορίζει τα εθνικά συμφέροντα μιας χώρας, απλώς αποκαλύπτει τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που, δίκην σταθερών του διεθνούς συστήματος, προσδιορίζουν την κατεύθυνση προς την οποία οφείλουν να αναζητηθούν τα εθνικά συμφέροντα. 0 προσδιορισμός των τελευταίων όμως είναι έργο των ιθυνόντων. Και δεν είναι άγνωστες στον ιστορικό οι περιπτώσεις όπου οι ιθύνοντες, είτε εντός των μηχανισμών παραγωγής πολιτικής είτε εντός των μηχανισμών λήψεως αποφάσεων, εκλαμβάνουν το εθνικό συμφέρον της χώρας τους κατά τρόπον διάφορο από εκείνον που αβίαστα θα υπαγόρευαν τα πορίσματα της στρατηγικής αναλύσεως, καθώς εν προκειμένω υπεισέρχονται και άλλοι (π.χ. ενδοσυστημικοί) λόγοι.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση (της Γερμανίας) διαπιστώσαμε ότι η στρατηγική ανάλυση υποδεικνύει προς τους ιθύνοντες την οδό της διατηρήσεως καλών σχέσεων με την Ρωσία ως αναγκαία συνθήκη για την ασφάλεια της χώρας, αλλά και, πέραν αυτής, την κατεύθυνση της στρατηγικής συνεννοήσεως με την Ρωσία ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για μία πραγματική διεθνοπολιτική χειραφέτηση της Γερμανίας. Και αν μεν για το πρώτο σημείο ουδείς λογικός άνθρωπος στην Γερμανία διαφωνεί, δεν ισχύει το ίδιο και επί του δευτέρου. Τούτο δε, διότι οι αρμόδιοι για τον προσδιορισμό ή την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας εμφορούνται (παρά τις οιεσδήποτε, ήσσονος σημασίας άλλωστε, πολιτικές διαφορές) από τις θεμελιώδεις αρχές της συστημικής ιδεολογίας και είναι διαποτισμένοι από μία δεδομένη ηγεμονική πολιτική κουλτούρα -η φύση άλλωστε των θεσμών είναι τέτοια, ώστε, ακόμη και όταν οι ιθύνοντες δεν προέρχονται από τις καθεστωτικές ελίτ, προσαποκτούν την ενδεδειγμένη συμπεριφορά τους ως κρατικών λειτουργών.

Αυτά πρακτικώς μεταφράζονται στην γνωστή σε κάθε προσεκτικό πολιτικό παρατηρητή διαπίστωση ότι σε μία Γερμανία, στην οποία η «Westbindung» έχει αναχθεί επί πενήντα χρόνια σε ιερό αξίωμα πολιτικής σκέψεως και πρακτικής, εγγύηση της ασφάλειας και ευημερίας, προτυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και πολιτιστικής παραγωγής, είναι περίπου αδιανόητος ο προσδιορισμός των εθνικών συμφερόντων έξω από τα πλαίσια αυτής της προσδέσεως στο αμερικανικό άρμα, όταν μάλιστα η τελευταία έχει ήδη από τη δεκαετία του ’50 καταστεί κτήμα κοινόν αμφοτέρων των μεγάλων Λαϊκών Κομμάτων, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών.

Έχοντες κατά νουν αυτήν την βασική παρατήρηση, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την γερμανική σύμπραξη στην πρόσφατη αμερικανική πολεμική επιχείρηση εναντίον της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας ως τεκμήριο της στρατηγικής επιλογής των γερμανικών ιθυνουσών ελίτ υπέρ μιας ενεργού (άρα και στρατιωτικής) συμπορεύσεως με τις ΗΠΑ σε ζητήματα Πολιτικής Ασφαλείας, με ζητούμενο την αναβάθμιση του status της Γερμανίας σε προνομιακό εταίρο των ΗΠΑ στην μεταδιπολική περίοδο (κατά το προηγούμενο της «special relationship» ΗΠΑ-Βρεταννίας την εποχή του Διπολισμού), με πλήρη και στο έπακρον αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που προσφέρει η συμμετοχή στο NATO αλλά και πρόθυμη ανταπόκριση στις μελλοντικές εκκλήσεις της Παγκοσμίου Δυνάμεως προς ανάληψιν δράσεως με σκοπό την «power projection».

Η μείζονος σημασίας για τα πεπρωμένα του Γερμανικού Έθνους αυτή απόφαση δεν ελήφθη εν μια νυκτί. Είχε ήδη κατ’ αρχήν ληφθεί την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι γερμανικές κοινωνικές ελίτ ανέλαβαν την βαρύτατη ευθύνη να προβούν στην ίδρυση της Ο.Δ. της Γερμανίας στο έδαφος της τότε Δυτικής Ζώνης Κατοχής, στην επιλεκτική ενσωμάτωση αυτής της Δυτικής Ζώνης στους δυτικούς οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς θεσμούς -ει^ γνώσει τους ότι. υπό τις τότε κρατούσες συνθήκες ψυχροπολεμικής πολώσεως, εγκατέλειπαν, τουλάχιστον επί δεκαετίες, τον (διακηρυκτικά) ύψιστο εθνικό στόχο «πρώτα η Επανένωση και η ανάκτηση της Εθνικής Κυριαρχίας».

Η απόφαση αυτή επαναβεβαιώθηκε το θέρος του 1990, όταν – αντιθέτως προς όσα εκτιμούσαν ή εφοβούντο επί χρόνια οι Δυτικοί πολιτικοί και αναλυτές – η Γερμανική Επανένωση δεν επέφερε αυτόχρημα και αποδέσμευση της Γερμανίας από τα ατλαντικά δεσμά, καθώς οι Αμερικανοί επέμειναν και οι Σοβιετικοί την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι απεδέχθησαν, να εξακολουθήσει να είναι και η επανενωθείσα Γερμανία μέλος του NATO. Από της επανενώσεως και εντεύθεν, αρχίζει για τους Γερμανούς ιθύνοντες μια μεταβατική περίοδος χαρακτηριζόμενη από την αμφιταλάντευαη μεταξύ της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής της εφεκτικότητος, που ακολουθούσε επί δεκαετίες η παλαιά Δημοκρατία της Βόννης, και του διαρκώς αυξανόμενου άγχους να καταδείξουν έναντι των Αμερικανών, αλλά και έναντι του εαυτού τους, την «διεθνοπολιτική ωριμότητα τους» και την «ετοιμότητα τους» να μην παραμένουν άλλο στα ασφαλή αγκυροβόλια, αλλά να ξανοιχθούν στα τρικυμιώδη διεθνή πελάγη (ή, όπως το διατύπωσε ο τότε ΥΠΕΞ Klaus Kinkel, «να ανέβουμε απο το μηχανοστάσιο στην γέφυρα του πλοίου»).

Τεράστιος υπήρξε, εξ άλλου, ο ρόλος του ψυχολογικού παράγοντος, δηλαδή η έντονη ανάγκη των Γερμανών να καθαρθούν από το άγος του Άουσβιτς και να ανήκουν επιτέλους, για μια φορά και αυτοί, στην πλευρά των «καλών» ενός πολέμου. Όποιος παρηκολούθηοε -ή είχε και την ατυχία να βιώσει – το ασύλληπτο όργιο παραπληροφόρησης των γερμανικών ΜΜΕ και την υστερική εκστρατεία των πολιτικών ηγετών εναντίον του «νέου Αουσβιτς», του «νέου Χίτλερ» (Μιλόσεβιτς!), του «νέου Φασισμού» (Σερβικός Εθνικισμός συν Ορθοδοξία!) αντεληφθη ότι, ουσιαστικά, ενα ολόκληρο έθνος, το γερμανικό, με προεξάρχουσες τις πολιτικές και ακαδημαϊκές ελίτ, ασκήθηκε σε συλλογική ψυχοθεραπεία –εις βάρος των Σέρβων.

Αν, λοιπόν, η 3η Οκτωβρίου 1990 σήμανε την Επανένωση και την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, η 24η Μαρτίου 1999 ηταν για τις γερμανικές ελίτ το εναγωνίως αναμενόμενο πιστοποιητικό κατα-λληλότητος για την θέση της δυνητικής Περιφερειακής Δυνάμεως και οιονεί αναπληρώτριας της Παγκοσμίου Δυνάμεως στον Ευρωπαϊκό Χώρο – και ως τέτοιο κατανοήθηκε από το σύνολον του πολιτικού κόσμου, που έλαβε, ενέκρινε ή επιδοκίμασε την απόφαση αυτή, αλλά και από σύμπαντα τον Τύπο της επομένης, που εστίασε την προσοχή του στο ιστορικής σημασίας γεγονός ότι «αεροσκάφη της Luftwaffe πετούν από την πρώτη στιγμή δίπλα στα Συμμαχικά».

Αλλωστε, καλύτερα παντός άλλου ερμήνευσε την σημασία του πολιτικού συμβολισμού εκείνη η Δύναμη που, ως δευτερεύουσα Περιφερειακή Δύναμη, δεν επιθυμεί σε καμμία περίπτωση να αποδεχθεί την γερμανική πρωτοκαθεδρία, δηλαδή η Αγγλία, η οποία και επεχείρησε, εξ αυτού του λόγου, να σύρει την Γερμανία ο’ ένα ανταγωνισμό προσφορών προς την Παγκόσμιο Δύναμη (του τύπου: «αν εσείς διαθέτετε αεροσκάφη, εμείς αποστέλλουμε και χερσαία στρατεύματα») -γνωρίζουσα εκ των προτέρων τα όρια αντοχής της γερμανικής κυβερνήσεως και κοινής γνώμης -προκειμένου να πείσει τους Αμερικανούς ότι η περιθρύλητη «special relationship» όχι μόνον δεν απεβίωσε αλλά παραμένει αναντικατάστατη (αφού αποδεικνύεται για άλλη μία φορά ότι, για τα δύσκολα, μόνον στους Βρετανούς εξαδέλφους τους μπορούν να υπολογίζουν).

Συμπερασματικώς, λοιπόν, τον Μάρτιο του 1999 διαδηλώθηκε «urbi et orbi» η ισχύς μιας θεμελιώδους αποφάσεως των γερμανικών ιθυνουσών ελίτ, η λήψη της οποίας ανάγεται στα πρώτα μεταπολεμικά χρονιά και η κύρωση της οποίας έλαβε χώρα το 1990. Ιστορικός σταθμός

στην πορεία αυτή, μετά το 1990, υπήρξε η απόφαση της Ομοσπονδιακής Βουλής της 30ής Ιουνίου 1995 περί αποστολής, για πρώτη φορά μετά το 1945, μαχίμων μονάδων των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στο εξωτερικό (Διεθνής Δύναμη Βοσνίας), ενώ είχαν προηγηθεί η αποστολή μοίρας ναρκαλιευτικών-στον Περσικό Κόλπο, στοιχείων υγειονομικού στην Καμπότζη, τάγματος μηχανικρύ στην Σομαλία, μοίρας ναυτικής επιτηρήσεως στην Αδριατική κ.λπ.

Ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο στην επαναστρατιωτικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και στην επιβολή, εντός των μηχανισμών παραγωγής πολιτικής και λήψεως αποφάσεων, της εκδοχής της Αμερικανογερμανικής Στρατηγικής Συνεργασίας διαδραμάτισε ένας στρατιωτικός ηγήτωρ και στρατηγικός εγκέφαλος, προικισμένος με εξαιρετικά χαρίσματα, ο στρατηγός Klaus Naumann. Ως Γενικός Επιθεωρητής της Bundeswehr εργάσθηκε αόκνως για να θέσει τις βάσεις της «deutsch-amerikanische Option»:

α) σε θεωρητικό επίπεδο, με την εκπόνηση των νέων Κατευθύνσεων Αμυντικής Πολιτικής των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων της 26ης Νοεμβρίου 1992 (Verteidigungspolitisch Richtlinien for den Geschafts-bereich des Bundesminister der erteidigung),

β) σε πρακτικό επίπεδο, με την κατάρτιση και έναρξη εφαρμογής ενος φιλόδοξου προγράμματος μεταρρυθμίσεων της δομής των ενόπλων δυνάμεων και μεταβολής τους από Στρατό Στατικής Αμύνης (Landes-verteidigungs) σε σύγχρονο στράτευμα δυνάμενο να επεμβαίνει διεθνώς, αιχμή του δόρατος του οποίου προορίζονται να αποτελέσουν οι Δυνάμεις Αντιμετωπίσεως Κρίσεων (Krisenreaktionskraft)

γ) σε εσωπολιτικό επίπεδο, με την συστηματική εκστρατεία προσεταιρισμού των πολιτικών δυνάμεων υπέρ του σχεδιασμού του (στις τηλεοπτικές και άλλες δημόσιες εμφανίσεις του, ο στρατηγός κέρδιζε πάντοτε τις εντυπώσεις χάρι στην ήρεμη βεβαιότητα του επαΐοντος που τον διέκρινε),

δ) σε διεθνές επίπεδο: Στο στρατηγό Naumann οφείλονται τα μέγιστα τόσον η αναβάθμιση της θέσεως των Γερμανών εντός του NATO οσον και η υποχώρηση της δυσπιστίας άλλων εταίρων απέναντι’ τους. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν έπαυσε να εργάζεται και από τη νευραλγική θέση του Προϊσταμένου της Στρατιωτικής Επιτροπής του NATO, την οποία κατέλαβε μετά την λήξη της θητείας του ως Γενικού Επιθεωρητού της Bundeswehr, και την οποία παραδίδει προσεχώς.

Με τις νέες Κατευθύνσεις Αμυντικής Πολιτικής, ο στρατηγός Naumann επέτυχε να επαναφέρει στον γερμανικό Σχεδιασμό Εθνικής Ασφαλείας την κλασική έννοια περί εθνικού συμφέροντος (προτιμώντας, αντί του παραδοσιακού βιλχελμινικού «Staatsinteressen», τον αγγλοσαξονικής προελεύσεως όρο «nationale Interessen»). Ως αποστολή των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων όρισε την υπεράσπιση όχι πλέον/όχι μόνον του Ομοσπονδιακού και Συμμαχικού Εδάφους (Verteidigung des Landes-und Bondnisgebiets), όπως ίσχυε μέχρι τότε, αλλά του εθνικού συμφέροντος. Δοθέντος όμως ότι η επανενωθείσα Γερμανία προσδιορίζεται. κατά τον στρατηγό, ως Μεσαία «.Ηπειρωτική Δύναμη παγκοσμίων συμφερόντων» (kontinentale Macht mit weltweiten Interessen), αποστολή των ενόπλων δυνάμεών της καθίσταται πλέον η «διατήρηση του ελευθέρου παγκοσμίου εμπορίου» (Aufrechterhaltung des freien Welthandels ) και της «ακώλυτης προσβάσεως σε αγορές και πρώτες ύλες ανά τον κόσμον» («ungehinderten Zugang(s) zu Markten und Rohstoffen in aller Welt»).

Εν τούτοις, η Αχίλλειος πτέρνα της γερμανικής στρατηγικής παραμένει: Όσο περισσότερο και όσο δυναμικότερα η Γερμανία θα επεμβαίνει σε ρόλο περιφερειακού τοποτηρητού της Παγκοσμίου Δυνάμεως (σε αποστολές «ειρηνοποιητικές», «ανθρωπιστικές» κ.λπ.) -και δη σε περιοχές όπως η Βαλκανική σήμερα ή τα «Ευρασιατικά Βαλκάνια» αύριο- τόσο περισσότερο θα απομακρύνεται η προοπτική μιας στρατηγικής συνεννοήσεως με την Ρωσία, με ορατό κίνδυνο να ακυρωθεί τελικώς αυτό ακριβώς που αποτελεί αδήριτη συνθήκη μιας πραγματικής διεθνοπολιτικής χειραφετήσεως της Γερμανίας (και της Ευρώπης) από την αμερικανική ηγεμονία. Οπότε η αμερικανική Στρατηγική Προληπτικής Ανασχέσεως θα έχει επιτύχει καθ’ ολοκληρίαν τον σκοπό της.

Στο σημείο αυτό, εξ άλλου, κρίνεται σκόπιμη η διευκρίνιση ότι η στρατηγική ανάλυση του Πολιτικού Ρεαλισμού ουδόλως απαγορεύει την χρησιμοποίηση και άλλων αναλυτικών εργαλείων, για την κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Τούτο ισχύει πρωτίστως για τον Μαρξισμό, πολλώ δε μάλλον καθ’ όσον ο καλύτερος μαθητής του θεωρητικού του πολέμου Klausewitz υπήρξε ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επαναστάσεως Lenin. Εν προκειμένω, η μαρξιστική ανάλυση μας προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στην ερμηνεία της στάσεως των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, καθώς αναδεικνύει αξιόπιστα σε ισχυρό κίνητρο της συγκεκριμένης συμπεριφοράς των αντιστοίχων αρχουσών ομάδων την ανάγκη αποτελεσματικής, από κοινού, προετοιμασίας εν όψει της μάχης για την αναδιανομή του παγκοσμίου πλούτου σε πλανητικό επίπεδο, η οποία θα διεξαχθεί στην μεταδιπολική εποχή, με ιδιαίτερη δριμύτητα.

3. Εκτίμηση

Αφ’ ης στιγμής συνάγεται από το πόρισμα της στρατηγικής αναλύσεως ότι η πολιτική των (Ηπειρωτικών) δυνητικών Περιφερειακών Δυνάμεων της Ευρώπης (και δη της Γερμανίας) αντίκειται προς εκείνο που η στρατηγική ανάλυση αναδεικνύει ως ζωτικό συμφέρον της Ευρώπης (πρωτίστως δε της Γερμανίας), διανοίγεται για τον αναλυτή το πεδί’ο των εκτιμήσεων περί της μελλοντικής συμπεριφοράς αυτών των στρατηγικών δρώντων, δοθέντος ότι οι εκάστοτε ιθύνουσες ελίτ ενός κράτους, οι επιφορτισμένες με τον προσδιορισμό των εθνικών συμφερόντων, μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τις άτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες επί χρόνια, επί δεκαετίες, πλην όχι για πάπα.

Επί του παρόντος υπάρχει, ως προελέχθη, απόλυτη συμφωνία των υπολογίσιμων γερμανικών πολιτικών δυνάμεων στην ατλαντική Πρόσδεση καθώς και στην μετάβαση «από την παθητική στην ενεργητική ερμηνεία του ρόλου της χώρας στους ατλαντικούς θεσμούς», κατά μία προσφιλή έκφραση των πολιτικών και των ΜΜΕ (όπερ έστι μεθερμηνευόμενον: ναι στην συμμετοχή γερμανικών στρατιωτικών μονάδων σε νατοϊκές πολεμικές αποστολές).

Ο μόνος αξιόλογος σε μέγεθος πολιτικός χώρος, ο οποίος απέρριπτε την Westbindung ήταν, κατά την ύστερη περίοδο της παλαιάς Δημοκρατίας της Βόννης, το Πράσινο Κίνημα. Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι η επίκληση της ανάγκης αποτροπής ενός ενδεχομένου πυρηνικού ολοκαυτώματος και η κατ’ αρχήν ειρηνιστική τοποθέτηση οδηγούσαν διακηρυκτικώς σε πλήρη αποδέσμευση από το NATO, ενώ συγχρόνως η οικολογική ιδεολογία, η εκστρατεία για την σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος και η καταγγελία του δυτικού πολιτισμικού προτύπου αμφισβητούσαν, τελικώς, την ιδεολογική και ανθρωπολογική νομιμοποίηση της Westbindung, επαναφέροντας -εμμέσως, με ριζοσπαστική φρασεολογία, πλην σαφώς – στην σύγχρονη γερμανική πολιτική κουλτούρα πολλά στοιχεία της προπολεμικής γερμανικής ιδεολογίας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι κήνσορες του Ατλαντισμου στον χώρο των ΜΜΕ και της διανόησης δεν έπαυσαν να χαρακτηρίζουν το τότε Πράσινο Κίνημα ως έκφραση/αφύπνιση του Γερμανικού Εθνικισμού με οικολογικό-ει-ρηνιστικό μανδύα, ως τον γνήσιο συνεχιστή των γερμανικών πολιτικών παραδόσεων Αντιαμερικανισμού/Αντιδυτικισμού (υπό μορφήν απορρίψεως της αστικής δυτικής «Zivilisation» υπέρ της κοινοτικής γερμανικής «Kultur») και Αντισημιτισμού (υπό τον μανδύα του Αντισιωνισμού).

Φυσικά, επρόκειτο για απηνή πολεμική (χωρίς τούτο να σημαίνει ότι πολλές θέσεις της δεν ευσταθούσαν) με προδήλως πολιτική επιδίωξη: να αποσοβήσει το ενδεχόμενο να καταστεί αυτής της μορφής η πράσινη κουλτούρα αντεξουσίας κάποτε ηγεμονική στην κοινωνία (υπό την Γκραμσιανή έννοια του όρου). Γι’ αυτό και η πολεμική αυτή απευθυνόταν κατά μεγάλο βαθμό και προς το ίδιο το Πράσινο Κίνημα, με στόχο να το εξαναγκάσει να εγκαταλείψει θεμελιώδεις ανθρωπολογικές και ιδεολογικές αρχές του και να μετεξελιχθεί σε ένα οικο-φιλελεύθερο κόμμα το οποίο δεν θα απορρίπτει την Πρόσδεση στην Δύση ούτε στο πολιτισμικό ούτε στο στρατηγικό/πολιτικό πεδίο. Όπερ και συνέβη, αργά αλλά σταθερά – και παραλλήλως προς την συστηματική εκδίωξη ή απομόνωση, ήδη από των αρχών της δεκαετίας του 1980, όλων εκείνων που είχαν τις ικανότητες και την βούληση να καταθέσουν μία πολιτική αντιπρόταση για την Γερμανία, ποιοτικώς διάφορη από την πολιτική, στρατηγική, οικονομική και πολιτισμική ζεύξη στο αμερικανικό άρμα. Ο εκφυλισμός του αρχικού κινήματος επήλθε με την μαζική είσοδο απολίτικων ή γραφικών πρώην αναρχοαυτόνομων, που είχαν ως μόνο κίνητρο την πρόσβαση στην εξουσία και την νομή της. Τυπικός εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής υπήρξε ο νυν ΥΠΕΞ, Joschka Fischer.

Έτσι εξηγείται το παρατηρούμενο σήμερα φαινόμενο να μην υπάρχει καμμία εκπροσωπούμενη στην Ομοσπονδιακή Βουλή πολιτική δύναμη (πλην των νέο-κομμουνιστών του PDS, εξαιρετικά δραστήριων στην Ανατολική Γερμανία, όπου διαθέτουν ισχυρά ερείσματα) η οποία να αμφισβητεί τον υφιστάμενο προσδιορισμό του εθνικού συμφέροντος ή να καταθέτει άλλον. Εκτός Βουλής και πέραν της πολιτικώς μη υπολογίσιμης Άκρας Αριστεράς, η κρατούσα αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος βάλλεται, σε αυξανόμενο βαθμό εσχάτως, και από την πλευρά της Ακρας Δεξιάς, που επίσης εθεωρείτο τα τελευταία χρόνια μη υπολογίσιμη, μέχρις ότου η DVU κατέπληξε τους πάντες με ένα 12% στην τοπική Βουλή της Σαξονίας-Άνχαλτ (Ανατολική Γερμανία). Εν τούτοις, η απουσία ηγετικής φυσιογνωμίας και ο κατακερματισμός των δυνάμεων μάλλον θα εξακολουθήσουν για πολύ ακόμη να παρεμποδίζουν την επιτυχία τους σε παγγερμανικό επίπεδο.

Μακροπροθέσμως, πιο σημαντική πολιτικά από την δράση κάποιων ακραίων στοιχείων, στερουμένων σοβαρότητος, μας φαίνεται η αμφισβήτηση επιλογών της Westbindung που αναπτύσσεται, κατά κανόνα μακράν της τρεχούσης πολιτικής και δημοσιογραφικής επικαιρότητος, στο πεδίο των πολιτικών ιδεών και σε εκδοτικό επίπεδο, με πρωτοβουλία διαφόρων συγγραφέων και διανοουμένων. Ενδεικτικό του σχετικού προβληματισμού είναι το προ ετών εκδοθέν βιβλίο του καθηγητού Heinz Brill περί Γεωπολιτικής.20 Κατά τον συγγραφέα, η Γερμανία διαθέτει θεωρητικώς τρεις στρατηγικές επιλογές: την ευρωπαϊκή (γαλλογερμανικός άξονας), την ατλαντιστική (αμερικανογερμανική στρατηγική συνεργασία) και μία τρίτη, την οποία αποκαλεί, ευραοιατική.

Ο συγγραφέας καθιστό σαφές ότι η πρώτη διαζευκτική εκδοχή ανήκει πλέον, μετά την επελθούσα αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων, στο παρελθόν (εδώ ο Brill συμπίπτει με τον Kissinger και τους λοιπούς) και συνηγορεί υπέρ της δεύτερης. Θεωρεί καταλληλότερη για την επα-νενωθείσα Γερμανία την «deutsch-amerikanische Option», σπεύδοντας όμως να προσθεσει ένα εύγλωττο «in absehbarer Zeit»: ήτοι για το ορατό χρονικό διάστημα. Από τα γραφόμενα συνάγεται ότι, εν τέλει και έστω και μετά από το ορατό μέλλον, η ενδεδειγμένη στρατηγική επιλογή της Γερμανίας δεν μπορεί παρά να είναι η ευραοιατική.

Ας μη βιασθούμε να χαρακτηρίσουμε αντιφατική την περίπτωση του Brill ή άλλων. Ο συγγραφέας (που δεν είναι τυχαίος, διετέλεσε υπεύθυνος προγράμματος διδασκαλίας σε Στρατιωτικό Πανεπιστήμιο) εκφράζει με τον τρόπο του το πάγιο στρατηγικό δίλημμα των γερμανικών ελίτ, που καλούνται εδώ και τρεις αιώνες να αποφασίσουν μεταξύ Δύσεως και Ρωσίας. Παρά τον μισόν αιώνα της πολυπλόκαμης αμερικανικής επικυριαρχίας, η οποία διαθέτει ισχυρά ερείσματα εντός της ίδιας της Γερμανίας (και δεν εννοούμε μόνον τα στρατιωτικά και οικονομικά, αλλά και τα εξ ίσου σημαντικά στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους, στα ΜΜΕ, στη διανόηση κ.λπ.), ο σχετικός προβληματισμός υπάρχει σε τμήματα της γερμανικής κοινωνίας, έστω και αν δεν μετουσιώνεται σε πολιτική πρόταση των Λαϊκών Κομμάτων, αλλά εκφράζεται ιδιωτικώς ή στον γραπτό λόγο, συνήθως ως κριτική στην πολιτιστική αμερικανοποίηση («Amerikanisierung unserer Kultur»), ως μεμψιμοιρία για την αλαζονεία ή την απαιδευσία των Αμερικανών («amerikanische Arroganz/Kulturlosigkeit»), ως υπενθύμιση ότι «εμείς, πάντως, πρέπει να τα έχουμε καλά και με τους Ρώσους γείτονές μας» ή, στην πιο προχωρημένη εκδοχή, ως άρνηση «να θυσιασθούμε εμείς οι Γερμανοί ξανά για τα συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών». Το τελευταίο ακούσθηκε κατά κόρον από το συντηρητικό στρατόπεδο, για πρώτη φορά με τέτοια συχνότητα και ένταση, μολονότι όχι επισήμως, κατά την διάρκεια του πρόσφατου γιουγκοσλαβικού πολέμου και κυρίως κατά τις τελευταίες εβδομάδες του.

Ο πόλεμος, εξάλλου, ανέδειξε και ένα άλλο ιδεολογικό έρεισμα της Westbindung: το Ολοκαύτωμα ή, ακριβέστερα, τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη του ναζιστικού εγκλήματος εναντίον τω . Εβραίων όχι απλώς εντάσσεται στην ηγεμονική ιδεολογία, επιτελώντας μία εθνοπαιδαγωγική (volkspadagogisch) λειτουργία (ως συνέβαινε μέχρι χθες), αλλά και χρησιμοποιείται προς οιονεί ηθική νομιμοποίηση μιας δυναμικότερης εμφανίσεως της Γερμανίας προς τα έξω, φυσικά παρα το πλευρόν και υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Η ιδεολογική χρήση της μνημτ: συνιστά, βεβαίως, ένα κεφάλαιο που δεν μπορούμε να εξετάσουμε στα στενά όρια της παρούσης αναλύσεως. Αρκούμεθα, επομένως, στην διαπίστωση ότι, με τον πόλεμο του NATO κατά της Σερβίας, η καταχρηση και εκμετάλλευση της μνήμης του Ολοκαυτώματος ήγγισε ένα ποιοτικά νέο όριο: από το στάδιο της νομιμοποιήσεως οικονομικών αιτήματα, διαφόρων, ισχυρής επιρροής, αμερικανικών και διεθνών εβραϊκών οργανώσεων ή οικονομικών και πολιτικών αξιωσεων του Ισραήλ, στο σταδιο της οιονεί ηθικής νομιμοποιήσεως της γερμανικής στρατιωτικής δράσεως («ακριβώς επειδή διεπράχθησαν τότε, επ’ ονόματι μας. τέτοια εγκλήματα, έχουμε υποχρέωση να παρεμποδίσουμε τον νέο Φασισμό του Μιλόσεβιτς, την νέα γενοκτονία και το νέο Άουσβιτς»),

Η επιχειρηματολογία αυτή κυριάρχησε στον έγκυρο και λαϊκό τύπο και στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, με ταυτόχρονη εντατικοποίηση της πολεμικής προπαγάνδας για «βαλκανικό Άουσβιτς», «γενοκτονία εις βάρος των Αλβανών από τον …σερβικό φασισμό» κ.λπ. -σε σημείο που οι σχετικές δηλώσεις Scharping και Fischer προκάλεσαν την δημόσιο έκφραση διαμαρτυρίας εκ μέρους των επιζώντων του Ολοκαυτώματος Γερμανοεβραίων, την ημέρα των εγκαινίων του Reichstag στο Βερολινο ότι σχετικοποιούν το αρχικό έγκλημα και ισοδυναμούν με ιστορικό Αναθεωρητισμό.

Εν συμπεράοματι: Το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον θα χαρακτηρίζεται, κατά το προσεχές χρονικό διάστημα, από εξαίρετα η . συγκρίσει προς το περιβάλλον της Διπολικής Εποχής) ρευστότητα αστάθεια. Η αστάθεια αυτή οφείλεται:

α) Σε λόγους αντικειμενικούς: Διασάλευση ισορροπίας δυναμεων συνεπεία της εκλείψεως του ενός εκ των δύο ισχυρών πόλων ισχύος του προηγουμένου διεθνούς συστήματος, συνακόλουθη απόπειρα μερ>·.-ς κατά γεωπολιτική περιοχή καλύψεως του προκύψαντος κενού ισχύος ε< μέρους διαφόρων δυνητικών Περιφερειακών Δυνάμεων.

β) Σε λόγους υποκειμενικούς: Επιλογή, από την εναπομείνασα Παγκόσμιο Δύναμη, εφαρμογής μιας Στρατηγικής Προληπτικής Ανασχέσεως των δυνητικών ανταγωνιστών της πλανητικής ηγεμονία; της – μιας Στρατηγικής, όμως, η οποία εμπεριέχει, εν πολλοίς, τον κίνδυνο να αποδειχθεί αυτοεκπληρουμένη προφητεία.

Επομένως, από στρατηγικής σκοπιάς, όχι μόνον δεν δικαιολογείται υπερβολική αισιοδοξία ότι θα αποκατασταθεί οσονούπω η διεθνής και ευρωπαϊκή σταθερότητα, αλλά, απ’ εναντίας, οφείλουν να αναμένονται ισχυρές τεκτονικές δονήσεις, με επίκεντρο, μάλιστα, το περίφημο Λ-Τόξο Αστάθειας, από την Βαλκανική μέχρι τον Καύκασο και την Κ. Ασια. δοθέντος ότι η Αμερικανική Στρατηγική έχει εντοπίσει – και ορθώς -τις δύο αυτές Γεωπολιτικές Περιοχές ως τις κατ’ εξοχήν κρίσιμες για τον έλεγχο ολοκλήρου του Δυτικού και του Ανατολικού Ευρασιατικου Χώρου αντιστοίχως.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τα Ευρωπαϊκά Έθνη, πρωτίστως δε οι Ηπειρωτικές Μεσαίες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις που συγκροτούν τον άξονα επί του οποίου ερείζεται μία ανερχόμενη δυνητική Περιφερειακή Δύναμη Ευρώπη, οφείλουν να απαντήσουν στο μείζονος σημασίας διττό ερώτημα, εάν διαθέτουν την πολιτική βούληση και την στρατηγική σύλληψη για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της καθεστηκυίας Παγκοσμίου Δυνάμεως, και -εάν, ναι- αν έχουν την πρόθεση να εξεύρουν ή να δημιουργήσουν τα προς τούτο αναγκαία μέσα.

Ασφαλώς, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν δίδεται εν μια νυκτι. ούτε ανέμενε κανείς να δοθεί κατά την πρόσφατη Σύνοδο της Κολωνίας.

και προς την πολιτισμική υπόσταση του Ελληνικού Έθνους. Οπότε είναι καιρός να συλλογισθούμε ποιόν Ελλάδα θέλουμε, άρα να επιλέξουμε Εθνική Στρατηγική και να ορίσουμε στρατηγικούς στόχους.

Συλλογιστική αφετηρία κατά την εκπόνηση της Εθνικής Στρατηγικής οφείλει να είναι η αναγνώριση των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων. Η Ευρασία θα υπάρξει, διότι είναι γεωπολιτική και ιστορική αναγκαιότης -τί χρείαν δε έχομεν άλλων μαρτυριών πέραν του (ακατανόητου για τους πολλούς) πανικού, στον οποίο έχει περιέλθει η νυν Παγκόσμιος Δύναμη, ακριβώς για να προλάβει το γεγονός αυτό; Πανικός -ειρήσθω εν παρόδω- παραπέμπων στην ύστερη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Ευρασία οφείλει να καταστεί ο στρατηγικός στόχος του Ελληνισμού, ούτως ώστε να υπερβούμε το πλασματικό δίλημμα <<Ατλαντισμός ή Ευρωπαϊσμός». Ο «Ευρωπαϊσμός» δεν είναι ανταγωνιστικός του Ατλαντισμού, αλλά παραπληρωματικός και υποβοηθητικός αυτού -και ουδεμίαν έχει προοπτικήν να καταστεί ανταγωνιστικός, στρατηγικώς και πολιτισμικώς, εάν δεν πραγματοποιήσει την αυτο-υπέρβασή του και δεν εξελιχθεί σε Ευρασιατισμό. Η πατρίδα μας ουδέν συμφέρον έχει να αυτοπαγιδευθεί στο επικίνδυνο αυτό δίλημμα και να καταστεί η «αιχμή του δόρατος» μιας υποτιθέμενης Ευρώπης έναντι της Αμερικής (η οποία έχει προδήλως επιλέξει ως Υποπεριφερειακή Δύναμη την Τουρκία) ή και αντιστρόφως (εάν και εφ’ όσον οι ΗΠΑ κρίνουν κάποτε ότι ήλθε η ώρα να διαλύσουν το εμβόλιμο κράτος των Στενών εις τα εξ ών συνετέθη). Ο Ελληνισμός ελάχιστα και μόνον στιγμιαίως κέρδισε, οσάκις εγένετο η «αιχμή του δόρατος», το «προκεχωρημένο φυλάκιο» και τα τοιαύτα -πέραν του ότι αντίστοιχες στάσεις δεν συνάδουν προς την καθόλου πολιτισμική φυσιογνωμία του. Αντιθέτως, Γεωπολιτική αλλά και Γζωπολιτισμική – το οικουμενικό ν και δισυπόστατον του Ελληνισμού (ανάγνωθι: δικέφαλος) και το ευρύχωρον της Ορθοδοξίας – συνηγορούν υπέρ μιας Ελλάδος η οποία θα μπορούσε να επιτελέσει αξιόλογο ρόλο στη συγκρότηση και αυτοσυνειδησία του Γεωπολιτικού Χώρου της Ευρασίας.

Μέχρι τότε, μέχρι επιτεύξεως του στρατηγικού στόχου, και ενόσω διαρκεί η παρούσα μεταβατική περίοδος διεθνούς αναδιανομής ισχύος, η Ελλάς καλείται να πορευθεί κατά τρόπον ωστε επιμελώς να αποφύγει την ρήξη με την ηγεμονεύουσα στο σημερινό μονο-πολυπολικό σύστημα Παγκόσμιο Δύναμη – αλλά και, συγχρόνως, να μην υπονομεύσει, σε καμία περίπτωση, την θέση της στον φυσικό της Γεωπολιτικό Χώρο και στην δεδομένη Γεωπολιτική Περιοχή της, ούτως ώστε να δύναται να διεκδικήσει επιτυχώς τον ρόλο της στο αυριανό πολυπολικό διεθνές σύστημα.

* Ιστορικός- ερευνητής

1 Λίαν σημαντικό για την κατανόηση της θέσεως των ΗΠΑ στην μεταδιπολική περίοδο και την ερμηνεία της στρατηγικής της: Brzezinski, Zbigniew, Die einzige Weltmacht; Amerikas Strategie der Vorherrschaft (τίτλος αμερικανικού πρωτοτύπου: The Grand Chessboard; American Primary and 1st Geostrategic Imperatives), Frankfurt a.M. 1999.

2 Βλέπε: Huntington, Samuel P., Die einsame Supermacht. στο BIStter for Deutsche und Internationale Politik, 5/99, σελ. 548 και εξής. Επίσης Kissinger, Henry Α., Die sechs S6ulen der Weltordnung, Berlin 1994, σελ. 17. Επίσης του ιδίου. Die Vernunft der Nationen (τίτλος αμερικανικού πρωτοτύπου: Diplomacy), Berlin 1996, σελ. 19. Επίσης Layne, Christopher, «The Unipolar Illusion: Why New Great Powers will Rise», στο International Security, Ανοιξη 1993, σελ. 16 κ. εξ.

3              Kissinger, Die Vernunft der Nationen, σελ. 914.

4              Βλέπε Huntington, ό.π., σελ. 559. Κλασικό παράδειγμα από την νεώτερη ιστορία συνιστά η σχέση Μ. Βρετανίας-Ιταλίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Η τότε ηγεμονική Παγκόσμιος Δύναμη αποδεχθηκε επί μακρόν την ανάληψη ρόλου Περιφερειακής Δυνάμεως εκ μέρους της δεύτερης, ου μην αλλα και την προέτρεψε, για τους λόγους που εξηγούμε.

5              Για την χρησιμοποίηση των μειονοτήτων από την δημοκρατική Γερμανία του Μεσοπολέμου προς ανατροπή του διεθνούς εδαφικού status quo, βλέπε Krekeler, Norbert, Revisionsanspruch und geheime Ostpolitik der Weimarer Republik. Stuttgart 1973. Για τη σημερινή γερμανική στρατηγική εθνοφυλετικοϋ κατακερματισμού της Ευρώπης με μοχλό τις μειονοτητες βλέπε Goldenbach, Walter von Minow, Hans. Ruediger; Rudig, Martin, Von Krieg zu Krieg. die deutsche Aussenpolitik und die eth- nische Parzellierung Europas, Berlin 1996. δε ιδία το κεφάλαιο: Ethnopolitische Polung und Recht auf Sezession; das Europaeische Zentrum fuer Minderheitenfragen. σελ. 77-94. Επίσης Papadatos, Andreas, «Albanische Minderheiten», στο Frankfurter Allgemeine Zeitung, 30/8/1996. Του ιδίου. «Wer stellt eigenlich die albanische Frage?», στο Junge Welt. 9/9/1996.

6              Βλέπε Newhouse.John, «Bonn, der Westen und die Aufloesung Jugoslawiens·· στο BIStter for Deutsche und Internationale Politik, 1 0/92. Επίσης Joxe. Alain. «Humanitarisme et empires», στην Le Monde Diplomatigue, 1/1993. Επίσης Glenny. Misha, Jugoslawien, Der Krleg, der nach Europa kam. Monchen 1993. Επίσης Glotz. Peter, «Rokoko-Saal-Polilik, Notizen zur deutschen Aussenpolitik nach 1989». στο Neue Gesellschaft-Frankfurter Hefte, 7/93. Βλέπε επίσης τη βαρυσήμαντη ομολογία του τότε προέδρου της Γαλλίας Francois Mitterrand, Le Monde, 21/1/1993.

7              Huntington, ό.π., σελ. 560.

8              Brzezinski, ό.π., σελ. 66  κ. εξ.

9              Kissinger, ό.π, σελ. 918. Βλέπε και σελ. 904 κ. εξ.

10           Βλέπε Ηλιόπουλου. Ηλία, Η Επέκταση του NATO προς /ΙνοΓοΑσς. Συμβολ’ cnrr, Διεθνή Ασφάλεια -και υπό ποίους όρους,. Αθήναι 1998, σελ. 23 κ. εξ.

” Brzezinski, «Α Plan for Europe», στο: Foreign Affairs, January/February 1995. σελ 26 κ. εξ.

12           Kissinger, ό.π., σελ. 916.

13           Brzezinski, Die einzige Weltmacht, σελ. 65 κ. εξ.

14           Βλέπε Kemp, Frederick. «Out of Area Or Out of Business», στη Wall Street Jourr* 11/8/1993.

16) Bundeswehr-Universifit Hamburg, Institut fiir Internationale Politik (εκδοσ- toc Pradetto, August, Konfliktmanagementdurchmilitarische Intervention?Dilemmata v,es licher Politik. Hamburg 1998. Βλέπε επίσης Weidenhiller. Marta. Kaschmir Oder TiOe: als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO-Angrjffen; neue Konstellationen a s Gegengewicht zu den USA gesucht.mo Die Welt, 10/5/1999.

15           Βλέπε Ηλιόπουλου, «Στόχος των ΗΠΑ είναι η προληπτική ανάσχεση μιας ισχυρό: Γερμανίας», στο Έθνος, 27/1/1999. Για τον Αξονα Τουρκίας-Ισραήλ. Βλεπε Zurcher Zeitung, 7/8/1996, 29/8/1996 και 11/6/1997.

16           Bundeswehr-Universitat Hamburg, Institut fur Internationale Politik (έκδοστ toc. Pradetto, August, Konfliktmanagement durch militarische Intervention? Dilemmata westlicher Politik. Hamburg 1998. Βλέπε επίσης Weidenhiller, Marta. Kascnmr Oder Tibet als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO-Angrjffen ieti Konstellationen als Gegengewicht zu den USA gesucht.mo Die Welt, 10/5/1999.

17           Περί του ζητήματος των ενεργειακών αγωγών βλέπε Forsythe, Rosemarie. The Politics of Oil in the Caucasus and Central Asia, Adelphi Paper 300, London 1996. Βλεπε επίσης τη μελέτη του γράφοντος «Η διείσδυση της Τουρκίας στις Μουσουλμανικές Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ”.

18           Βλέπε Brzezinski, ό.π.. σελ. 181 κ. εξ.

19           Βλέπε Ηλιόπουλου, Η Επέκταση του NATO προς Ανατολάς…, ιδία το κεφ. Στρατηγική συνεργασία ή αντιπαράθεση με την Ρωσία; Η ιστορική ευθύνη των ΗΠΑ.

20           Βλέπε Brill, Heinz, Geopolitikheute, Frankfurt a.M. / Berlin 1994.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ