Άγγελος Ραζής, “Καφενείο”, λάδι σε καμβά (1986)
Ξεκινάμε σήμερα πολιτικό διάλογο ενόψει των εκλογών. Σκοπός μας είναι να παραθέσουμε απόψεις από διαφορετικές οπτικές. Κάνουμε την αρχή με το κείμενο του Γιώργου Κουτσαντώνη από το respublica.gr
Ο άριστος πολιτικός στοχασμός είναι μια αδύνατη προσπάθεια, γιατί ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από το επίπεδο της μόρφωσής του, παραμένει πάντα ένα ον περιορισμένο και ατελές. Είναι όμως μια προσπάθεια απαραίτητη προκειμένου: α) να πλοηγηθεί κανείς στον κόσμο της πολιτικής σκέψης, β) να αξιολογήσει λογικά την πολιτική πράξη και γ) να συμβάλει, με την στάση και τη ψήφο του, στη συλλογική ευημερία και καλή λειτουργία της Πολιτείας.
Κάθε φορά που προσπαθούμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί κάτι, και στη συνέχεια να κρίνουμε μια πολιτική ή ένα φαινόμενο, ενεργοποιούμε τουλάχιστον τρία επίπεδα στοχασμού. Το πρώτο επίπεδο είναι συνδεδεμένο κυρίως με το παρελθόν, δηλαδή με τις εμπειρίες, τις προϋπάρχουσες γνώσεις και τις προϊδεάσεις μας (βλ. Παραμορφωτικές προϊδεάσεις και αντικειμενικότερη γνώση). Το παρελθόν καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τα πολιτικά συμπεράσματά μας, τις συμπάθειες απέναντι σε πρόσωπα και κόμματα και τις πολιτικές μας προτιμήσεις. Η εμπειρία και η μνήμη είναι πολύτιμες, αλλά δεν εξασφαλίζουν την επαφή με την πραγματικότητα και την αλήθεια. Ενίοτε οι προϊδεάσεις συγκρούονται με την αντίληψη του παρόντος και την παρεμποδίζουν. Στην Ελλάδα λ.χ. ένα νοσταλγικό τμήμα του πληθυσμού μοιάζει βυθισμένο σε μια λούπα του παρελθόντος· σε αφηγήματα, συχνά κατασκευασμένα στα κομματικά εργαστήρια, κυρίως της Αριστεράς, που σχετίζονται με τη Χούντα και τον Εμφύλιο, τις εξορίες και την αντίσταση στον Β’ΠΠ – λες και η τεράστια ιστορία του ελληνισμού περιορίζεται σε λίγα μόνο χρόνια. Για αρκετούς η πληγή της ήττας, η αναπόληση των χρόνων της νεότητάς τους και/ή της αδηφάγας, δίχως αύριο, πασοκικής περιόδου, είναι τόσο ισχυρές που δεν τους επιτρέπουν να συγχρονιστούν με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, εντός και εκτός Ελλάδας. Μια πραγματικότητα που δείχνει την Ευρώπη να συντηρητικοποιείται, για υπαρξιακούς λόγους, και μια Ελλάδα που μπορεί να βελτιώνεται στα σημεία, αλλά ακόμη δεν έχει βρει έναν σταθερό εθνικό βηματισμό, εκτός των άλλων και ως ακρίτας της Ευρώπης, σε ένα πολύ ρευστό και ανασφαλές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Μια Ελλάδα που, ταυτοχρόνως, έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στην καθημερινότητα του πολίτη και καθυστέρησης στην απόδοση Δικαιοσύνης.
Η καλή επαφή με το παρόν, δεν είναι πάντα κάτι το δεδομένο. Συχνά μια πολιτική, που αφορά στο τώρα, κρίνεται με κριτήρια του χθες ή και του αύριο ή ακόμη και με καθαρά ιδεολογικούς ή μηδενιστικούς όρους. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που φαντάζονται έναν μελλοντικό κόσμο χωρίς σύνορα και φυλακές. Αν και δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, σε τεχνικό επίπεδο, και κυρίως ποιες θα είναι οι συνέπειές του, υποστηρίζουν με σθένος το ιδεολόγημά τους, σε σημείο να παραβλέπουν τα τρομακτικά προβλήματα ενός ασύνορου, ανεξέλεγκτου και ανασφαλούς κόσμου που εν μέρει είναι ήδη ορατός. Το φαινόμενο είναι χαρακτηριστικό: άνθρωποι που έχουν φυλακίσει το νου στην ιδεολογία, αδυνατούν να αντιληφθούν ή να παραδεχτούν όσα συμβαίνουν μπροστά στη μύτη τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μελλοντική ιδεολογική υπόσχεση είναι πολύ πιο ισχυρή από την πραγματικότητα ή το ατομικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή, η βολεμένη άποψη από απόσταση ασφαλείας, το οικοφοβικό μίσος, η κουλτούρα της ακύρωσης και της αφύπνισης (Cancel & Woke Culture), είναι φαινόμενα τόσο έντονα στις μέρες μας, που τα συλλογικά προβλήματα, η ανασφάλεια ή ακόμη και το γενικευμένο χάος, σε κάποιους, προκαλούν τέρψη, ικανοποιώντας, εκ του ασφαλούς φυσικά, τα πιο χαμηλά ένστικτά τους. Δεν είναι λίγοι/ες εκείνοι που μιλούν, και δρουν πολιτικά, με γνώμονα τη μνησικακία τους και την (αυτο)καταστροφική και μηδενιστική τους τάση. Αξίζει να σκεφτούμε όσους/ες θεωρούν γενικά τον λευκό άνδρα σεξιστή και οπαδό της πατριαρχίας ή υπεύθυνο για τα όλα κρίματα ενός αποικιακού παρελθόντος που έχει παρέλθει και που για να στηρίξουν αυτή την αόριστη «ενοχή» κάνουν αμέτρητες διανοητικές ακροβασίες, ενώ χρησιμοποιούν λογικά σφάλματα και ιστορικές παραχαράξεις, όπως η πρόσφατη αστεία επινόηση που έκανε πολύ θόρυβο με την Κλεοπάτρα του Netflix. Στην Ελλάδα μάλιστα, με αφορμή την Αφρο-Κλεοπάτρα, δεν έλειψαν οι αρλεκίνοι ινφλουένσερς/αθηνολογούντες – με πιασάρα άποψη σε αστοιχείωτους (δυστυχώς όχι μόνο νέους ηλικιακά) – που άδραξαν την ευκαιρία να πιθηκίσουν καταγγέλλοντας την ελληνική αποικιοκρατία!
Στην πολιτική σκέψη, το μέλλον και το παρελθόν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι παντού και με τρόπο αόριστο. Το μέλλον μπορεί να συνδέεται με την έκβαση ενός ιδεολογήματος, όπως λ.χ. ο κομμουνισμός, που παρά τις αιματηρές και θλιβερές αποτυχίες του συνεχίζει να εμπνέει μυαλά – ευτυχώς όχι πολλά – απαίδευτα, νοσταλγικά και αμετανόητα, κολλημένα σε ιστορικές διαστρεβλώσεις, στη σκληρή προπαγάνδα και σε κούφιες/αόριστες υποσχέσεις, εκτός πραγματικότητας. Όπως και να έχει, το μέλλον βρίσκεται πάντα στη θέση του, παρά την αδυναμία, καθενός μας, να το προβλέψει με ακρίβεια. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι λεγόμενοι «ριζοσπάστες» και οι προοδευτικοί υπερφιλελεύθεροι που το επικαλούνται συνεχώς, αν και πολύ συχνά οι ίδιοι ενδιαφέρονται μόνο για την αλλαγή της βιτρίνας και για να ακουστούν πιο δυνατά οι κραυγές τους που συχνά τούς προσφέρουν πολιτικές θέσεις, χρήμα και καριέρες. Άλλωστε η πολιτική ιστορία, όχι μόνο της Ελλάδας, έχει δείξει ότι όσοι μιλάνε μανιωδώς για «πρόοδο» και ριζική αλλαγή του συστήματος, συνήθως αποτελούν, οι ίδιοι, το πιο ενσωματωμένο κομμάτι του, που απλώς θέλει να αλλάξει η βιτρίνα και οι χειριστές του. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται η δόλια λογική του «Γατόπαρδου», διότι ο πιο εύκολος τρόπος να μην αλλάξει τίποτα, είναι μέσα από τις αντισυστημικές τσιρίδες που τα αλλάζουν όλα.
Τα επίπεδα στοχασμού που προαναφέρθηκαν δεν είναι δεδομένο ότι ενεργοποιούνται κάθε φορά, και τα τρία ή ότι αυτό γίνεται πάντα με τρόπο ξεκάθαρο και συνειδητό. Εξίσου σημαντικό είναι ότι, στην πολιτική σκέψη, ο άριστος συνδυασμός του ατομικού συμφέροντος με το συλλογικό, είναι μια επίσης αδύνατη προσπάθεια. Αντιθέτως η βελτιόδοξη οπτική, δηλαδή η συντηρητική, που λαμβάνει υπόψη το παρελθόν χωρίς να αγκιστρώνεται εντός του, αλλάζει περισσότερα προς το καλύτερο, και ανοίγεται στην καινοτομία – που είναι απολύτως απαραίτητη για να σταθεί μια χώρα στον αιώνα της 4η Βιομηχανικής Επανάστασης – χωρίς όμως φούρια ή θόρυβο, εξετάζοντας κάθε φορά με υπομονή τι λειτουργεί και τι όχι και για τους περισσότερους.
– ◊ –
Οι μηχανισμοί της σκέψης, που μας κάνουν να επικροτούμε πολιτικές ή να τις απορρίπτουμε, είναι πολλοί και σύνθετοι, σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν στην τριαδικότητα που περιγράφεται εδώ σε συντομία. Δεν αρκεί η συνάρτηση με το χρόνο για να εξηγηθούν οι ανθρώπινες καταστάσεις. Μπορεί όμως μια διάκριση, έστω απλουστευτική, να βοηθήσει τον πολιτικό στοχασμό και κυρίως να τον απελευθερώσει από την κομματική περιχαράκωση, τον ιδεολογικό εγκλωβισμό (που χαρακτηρίζει έντονα τη ελληνική σεχταριστική Αριστερά και Ακροδεξιά που συνήθως «διαπρέπουν» παράλληλα) και το προσωπικό μίσος που, πολύ συχνά, οδηγούν σε μορφές διανοητικής αναπηρίας.
Τα πιο σημαντικά βήματα που πρέπει να κάνει κάποιος, προκειμένου να απελευθερώσει την πολιτική του σκέψη είναι: α) να αποκτήσει επίγνωση του ατελούς και ανθρωπίνως αδύνατου, β) να εξετάζει τις θέσεις του και το συμφέρον, ατομικό και συλλογικό, σε συνάρτηση με το χρόνο και γ) να σκέφτεται, όσο γίνεται, έξω και πέρα από τους κομματικούς μηχανισμούς που βασικό στόχο έχουν τον ψηφοθηρικό προσηλυτισμό και όχι πάντα το καλό της Πολιτείας. Άλλωστε, τα προσωπικά γούστα στην πολιτική, σπάνια είναι πράγματι «προσωπικά», ενώ ένας ελεύθερος νους εξελίσσεται μόνον όταν μπορεί να αναθεωρεί με τόλμη και σύνεση. Κάτι που οφείλει να κάνει κάθε φορά που οι πεποιθήσεις του συγκρούονται με την πραγματικότητα η οποία είναι αυθύπαρκτη και δεν έρχεται με το ζόρι στα προσωπικά μέτρα και γούστα.
Η ανεντιμότητα στη σκέψη, και στην πράξη, είναι ένα ακόμη αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής καθώς αφορά στον άνθρωπο, με την καλή και κακή φύση του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Έτσι, η διανοητική εντιμότητα και η φιλαλήθεια δεν είναι δεδομένα, ούτε αφορούν του πάντες – δύσκολα μπορεί να υπάρξουν άγιοι άνθρωποι στην πολιτική. Άλλωστε, υπάρχει και η αφέλεια, όπως και η υποκρισία και η εξαπάτηση – εαυτού και των άλλων· υπάρχει ο πολίτης και ο πολιτικός, αλλά και οι ενδιάμεσοι και οι πληρωμένοι να επευφημούν, οι κλακαδόροι. Οι πόζες άνευ ουσίας ή με χρηματικά και άλλα ανταλλάγματα, δυστυχώς δεν σπανίζουν στην πολιτική, σε όλους τους χώρους, ειδικά σε αυτούς του «ηθικού πλεονεκτήματος» και του «αντισυστημικού κινηματισμού» από τους οποίους χορτάσαμε στη χώρα τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την ατυχέστατη πολιτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Μια άνοδο που κανονικοποίησε την αριστερή υποκρισία, το ναρκισσισμό και την αλαζονεία, επικαλύπτοντας τον καιροσκοπισμό και την πολιτική ανικανότητα με κραυγές, χυδαιότητα, καταγγελίες και υποσχέσεις που θυμίζουν τις βρώμικες εποχές της πασοκικής διαφθοράς και του χυδαίου αυριανισμού (βλ. και Σκέψεις για τον τσαπατσούλικο εκσυγχρονισμό).
Σε λίγες ημέρες θα κληθούμε να ψηφίσουμε, δυστυχώς όχι σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας και δημοκρατικού διαλόγου, αλλά σε ένα όλο και πιο τοξικό και πολωμένο κλίμα. Εδώ, για μια ακόμη φορά, η ζιραρική θεωρία της μιμητικής αντιπαλότητας αποδεικνύεται εύστοχη. Όσο ανεβαίνει η ένταση της σύγκρουσης – κυρίως των δυο βασικών πολιτικών αντιπάλων και με κύρια ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ – τόσο περισσότερο μοιάζουν και αντιγράφουν ο ένας τον άλλον. Και επειδή σε ορισμένα επικοινωνιακά σημεία ομοιάζουν όλο και περισσότερο, με τρόπο σχεδόν αντανακλαστικό κάνουν τα πάντα ώστε να (απο)δείξουν ότι διαφέρουν. Ασφαλώς, σε πολλά όντως διαφέρουν και μάλιστα δομικά, ειδικά ως προς τον εκχυδαϊσμό του πολιτικού λόγου και τη σοβαρότητα, ωστόσο, στο επίπεδο της μαζικής επικοινωνίας, οι διαφορές συχνά δεν είναι ξεκάθαρες. Αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: η σημερινή Αριστερά αποτελείται κατά βάση από καλοαναθρεμμένους βουτυρομπεμπέδες που καταγγέλλουν χούντες και καθεστώτα, ακριβώς επειδή γνωρίζουν ότι είναι βολεμένοι αστοί και μεγαλοαστοί με σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, ακίνητα και κινητά, καταθέσεις και αποκούμπια στο εξωτερικό, που δεν θα άντεχαν ούτε μια μέρα χωρίς τις ανέσεις που τους προσφέρει ο καπιταλισμός. Οι παλαιότεροι αριστερόστροφοι ήταν πολύ πιο σεμνοί και με ψύχραιμο λόγο, διότι είχαν ζήσει στο πετσί τους τις συνέπειες της ιδεολογίας τους, ήξεραν ποιοι ήταν και δεν ήθελαν ή δεν είχαν την ανάγκη να αποδείξουν τίποτε και σε κανένα. Οι υποκριτές βουτυρομπεμπέδες και μπεμπέκες του σήμερα, αντιθέτως, βιώνουν μια παρατεταμένη μορφή διανοητικής/ιδεολογικής «παραπληγίας» και πασχίζουν να επιδείξουν – συχνά φωνασκώντας σε αγέλη – την αριστεροσύνη, την αντισυστημικότητα και τον ριζοσπαστισμό τους, συντασσόμενοι φανατικά με οτιδήποτε το προκλητικό διασαλεύει, έστω και στο ελάχιστο, την όποια κανονικότητα. Από την άλλη, δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό, κάτι παρόμοιο ισχύει και για αρκετούς του λεγόμενου «κεντροδεξιού, δεξιού και πατριωτικού χώρου», οι οποίοι, εδώ και πολύ καιρό, έχουν ενδώσει στον πασοκικό λαϊκισμό και στην κομματοκρατία. Ασφαλώς και αυτοί οι χώροι έχουν το δικό τους, διαχρονικό μερίδιο ευθύνης σε ό,τι αφορά στη διαφθορά. Μάλιστα, ακούγονται φήμες, ανεπιβεβαίωτες από τον γράφοντα, ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δεν εγκρίνει ορισμένα κονδύλια εξαιτίας των τρόπων, απευθείας ανάθεσης των έργων στην Ελλάδα. Η Κεντροδεξιά έχει συμβάλει επίσης στους, αλά ΠΑΣΟΚ, διορισμούς με τη σέσουλα (βλ. περίοδο Κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή του νεότερου), στην ευνοιοκρατία, όπως και στην προώθηση της Πολιτικής Ορθότητας. Αρκετές φορές η δεξιόστροφη πτέρυγα έχει επιδείξει μικροελλαδική οπτική, ατολμία σε ζητήματα όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία και η αλλαγή του κατάπτυστου Ν. Παρασκευόπουλου, αλλά και αδράνεια σε μεγάλα προβλήματα, όπως το Δημογραφικό που μαστίζει τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση – αν εξαιρέσει κανείς την Ελληνική Λύση και τη Χρυσή Αυγή – αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, της Κεντροδεξιάς κυρίως, προς το παρόν, παραμένουν κατά πολύ προτιμότερες από την αφηνιασμένη ελληνική Αριστερά που έχει κατακλύσει την πολιτική σκηνή με φαιδρές, χυδαίες και φανατικές περσόνες.
Επομένως, κατά την επιλογή της ψήφου μας, μαζί με την προσεκτική ιεράρχηση των προβλημάτων που θα θέλαμε να λυθούν πολιτικά, καλό θα ήταν να διακρίνουμε το ενδεχομένως νοσταλγικό χθες από το σήμερα, όπως και τις εντυπωμένες ιδεολογίες, τις πεποιθήσεις, την παρατεταμένη αγανάκτηση, τα προσωπικά μίση και τις προσωπολατρίες, από τη λογική, την ευπρέπεια, τον πραγματισμό και την πολιτική σύνεση. Ειδικότερα, ο πραγματισμός και η λογική, σήμερα λένε τουλάχιστον τα ακόλουθα δυο «Όχι» και δυο «Ναι»: α) Όχι δεύτερη φορά Αριστερά, διότι δεν μας αξίζουν νέες περιπέτειες οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές· η χώρα δεν διαθέτει την εθνική πολυτέλεια να πειραματίζεται με εμμονές και αποτυχημένες θεωρίες, β) Ναι στην επιλογή προσώπων που διαθέτουν τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά προσόντα, ενώ έχουν αποδείξει την ικανότητά τους, γ) Όχι ψήφο σε άτομα, ειδικά από το καλλιτεχνικό στερέωμα και τις σόου μπίζνες, απλά και μόνο επειδή διαθέτουν κάποια δημοφιλία και δ) Ναι σε πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να καταθέσουν κεφάλαια λογικής και εντιμότητας, νέες ή παλαιότερες – μια από αυτές, πέρα από την ΝΔ, είναι καί η Εθνική Δημιουργία.
Η παρούσα ανάλυση δεν εξέτασε μετεκλογικά σενάρια ενδεχόμενων συνεργασιών ή τα κυβερνητικά «κουκιά» που θα καθοριστούν, ως ένα βαθμό, και από το αναλογικό εκλογικό σύστημα, καθώς δεν ήταν εξαρχής αυτή η πρόθεσή της. Βασικός γνώμονάς της υπήρξε η αναγκαία αλλαγή σύνθεσης του Κοινοβουλίου και η πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα, με τις τεράστιες προκλήσεις του. Μια πορεία που για να είναι βιώσιμη απαιτείται σοβαρότητα, πραγματικές ικανότητες, επίγνωση της πολιτικής συγκυρίας – καί σε ευρωπαϊκό επίπεδο – εθνικός προσανατολισμός και συντηρητικά αντανακλαστικά, δηλαδή γνωρίσματα που η εγχώρια «παραπληγική» Αριστερά, γνωστή και ως «προοδευτική παράταξη», δεν διαθέτει, ούτε κατ’ ελάχιστο. Καταλήγοντας, η ελληνική κοινωνία, ελπίζω και νομίζω, έχει πλέον αντιληφθεί ότι η αποχή και η ψήφος διαμαρτυρίας-αγανάκτησης, δεν έχουν φέρει τίποτα το καλό στη χώρα.