Αρχική » Η «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού (B΄ μέρος)

Η «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού (B΄ μέρος)

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά – απόσπασμα από το βιβλίο του, Το Δημοτικό Τραγούδι, Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού.

Η πρώτη απόπειρα συγκρότησης συλλογής υπήρξε εκείνη του J.C.L. de Sismondi, γαλλόφωνου Ελβετού, οικονομολόγου, ιστορικού και φιλολόγου· το 1804, ανέθεσε στην Κερκυραία Ισαβέλλα Θεοτόκη–Albrizzi και τον νεαρό (γεννημένο το 1785) Ανδρέα Μουστοξύδη, στη Βενετία, τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε και δεν εκδόθηκε ποτέ[1]

Ο Βαρθολομαίος Κόπιταρ (1780-1844), ο εκδότης των σερβικών δημοτικών τραγουδιών, και ο μεγάλος ρομαντικός Ιάκωβος Γκριμ (1785-1863) ήταν οι πρώτοι, στον γερμανικό κόσμο, που έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δημοτική ποίηση της Ελλάδας[2], παρακινώντας και τους πρώτους συλλογείς δημοτικών τραγουδιών, τον Χαξτχάουζεν αλλά και τον Φωριέλ, που συναντήθηκε με τον Γκριμ το 1814[3].

Τον Οκτώβριο του 1814, στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, ο βαρόνος Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν (Haxthausen), ο αδελφός του οποίου, Άουγκουστ, είχε ήδη πραγματοποιήσει μια έκδοση «Λαϊκών Γερμανικών Τραγουδιών», γνώρισε τη συλλογή των σερβικών δημοτικών τραγουδιών του Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζις, που μόλις είχε εκδώσει ο σλοβενικής καταγωγής λογοκριτής και έφορος της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης, Βαρθολομαίος Κόπιταρ. Ο Χαξτχάουζεν, που είχε σπουδάσει περσικά και αραβικά και συνδεόταν με τους λογοτεχνικούς κύκλους του γερμανικού ρομαντισμού –τους αδελφούς Γκριμ, τον Γκαίτε–, γνωρίστηκε με τους Έλληνες της Βιέννης, έγινε μέλος της «Εταιρείας των Φιλομούσων» και συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Σιατιστινό Θεόδωρο Μανούση· ο τελευταίος του δίδασκε ελληνικά και του προμήθευσε περίπου πενήντα δημοτικά τραγούδια που είχε συλλέξει από τη γιαγιά του, Αλεξάνδρα, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του, στη Βιέννη[4]. Αυτά θα τα δείξει ο Χαξτχάουζεν στον Γκαίτε ο οποίος τον ενθάρρυνε να τα εκδώσει[5]. Έτσι πραγματοποιήθηκε η πρώτη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, η οποία όμως έμεινε ανέκδοτη, και μόλις το 1935 θα εκδοθεί στη Γερμανία[6]. Ο Μανούσης έστειλε αντίγραφο της συλλογής στον Κοραή, μέσω του Αλεξάνδρου Βασιλείου, το οποίο και απετέλεσε τον αρχικό πυρήνα της συλλογής του Φωριέλ.

Ο Χαξτχάουζεν, στην παρουσίαση δύο ελληνικών μοιρολογιών, το 1818, σε γερμανικό περιοδικό, αναφέρεται ήδη στη «μανία του Διαφωτισμού» που υπονομεύει τη λαϊκή παράδοση: «Εδώ και τριάντα χρόνια με τη μανία του Διαφωτισμού άρχισαν να εξαφανίζονται από τους Έλληνες, ιδίως του Αρχιπελάγους, πολλές παλιές συνήθειες και έθιμα.[ ] Τα δύο τραγούδια που δημοσιεύονται εδώ είναι μοιρολόγια παιδιών, με τέτοιο θαυμαστό βάθος, που τίποτε παρόμοιο δεν μπορεί να σταθεί πλάι τους»[7]. Και όμως, ο Κοραής, αρκετά χρόνια μετά, το 1829, αφού είχε ήδη εμφανιστεί ο Φωριέλ, συμμεριζόμενος αυτή τη «μανία του Διαφωτισμού», διαμαρτύρεται διότι «τὸ μωρὸν ἔθος τοῦτο (δηλ. τα μοιρολόγια) δὲν ἠφανίσθη ἀκόμη διόλου ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα»[8]. Κατ’ εξοχήν στα Επτάνησα θα εμφανιστεί μια πρώτη θετική αποτίμηση του δημοτικού τραγουδιού, ίσως και ως συνέπεια της στενής επαφής με την Ιταλία και τον δυτικό ρομαντισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στον Ανδρέα Μουστοξύδη, ενώ γνωρίζουμε πλέον, χωρίς αμφιβολία, ότι και ο νεαρός Σολωμός, τουλάχιστον[9] μετά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο, το 1818, αρχίζει να συγκεντρώνει δημοτικά τραγούδια, τόσο της Ζακύνθου όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας και της μακρινής Κύπρου[10].

Πάντως, το 1824, κάνει την εμφάνισή του, στην πόλη των Φώτων, ο πρώτος τόμος της συλλογής του Κλωντ Φωριέλ (Claude Fauriel, 1772-1844), με τον τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος», ενώ τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε και ο δεύτερος τόμος. Ο Φωριέλ προλόγιζε κάθε τραγούδι με λεπτομερή ενίοτε –όπως για το Σούλι– ιστορική ανάλυση, ενώ τα εκτενή προλεγόμενά του θεωρούνται από τις πλέον εμβριθείς αναλύσεις που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Το βιβλίο εκπλήσσει ακόμα για την πιστή απόδοση των τραγουδιών που παρέθετε ο συγγραφέας, χωρίς καν να έχει έλθει στην Ελλάδα, ενώ διέγνωσε τόσο πρώιμα την αξία και τη σημασία τους για τον ελληνικό πολιτισμό[11]. Η συλλογή, που έκανε πάταγο στη Γαλλία, μεταφράστηκε στα γερμανικά –από τον Müller, το 1826–, στα αγγλικά, τα ρωσικά και τα ιταλικά. Στο Παρίσι, ο Φωριέλ είχε έρθει σε επαφή με τον Αλέξανδρο Βασιλείου, από το 1800, και μέσω αυτού με τον Κοραή, ενώ το 1809 σχετίστηκε στενά με τον Κερκυραίο Ανδρέα Μουστοξύδη μέσω του Μαντσόνι (Allessandro Manzoni)· αργότερα και με τους Νικόλαο Μαυρομάτη –που χρημάτισε γραμματέας του Καποδίστρια–, Χριστόδουλο Κλωνάρη –που είχε προμηθευτεί από τον Κοραή τη συλλογή των Μανούση-Χαξτχάουζεν–, Τριαντάφυλλο Πατσούρη και Νικόλαο Πίκολο – που ανέλαβε γύρω στο 1821 να του διδάξει τα νέα ελληνικά. Αυτοί έστειλαν επιστολές σε Έλληνες στην Ελλάδα να τους προμηθεύσουν δημοτικά από την περιοχή τους και του έδωσαν τα χειρόγραφα. Ο ίδιος ο Φωριέλ αναφέρει πως, στην προσπάθειά του να έλθει σε επαφή με Έλληνες, κατέβηκε στη Βενετία και την Τεργέστη. Αλλά οι λόγιοι δεν τα γνώριζαν ενώ οι απαίδευτοι πίστευαν πως τους κορόιδευε και τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία.

Ο Φωριέλ στηλιτεύει την περιφρόνηση των Ευρωπαίων λογίων για τη νεώτερη Ελλάδα και την υποτίμηση για τον λαϊκό πολιτισμό της – την οποία συμμερίζονταν και οι Έλληνες λόγιοι:

Πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, οι λόγιοι της Ευρώπης δεν μιλούν για την Ελλάδα παρά για να θρηνήσουν τον χαμό του αρχαίου της πολιτισμού[ ]. Όσο για τα επτά ή οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους, κατάλοιπα ζωντανά του αρχαίου λαού της πολυαγαπημένης αυτής γης, [ ] οι λόγιοι δεν τους λογάριασαν καθόλου, ή αν μίλησαν γι’ αυτούς, το έκαμαν στα πεταχτά μονάχα, και για να τους χαρακτηρίσουν φυλή τιποτένια, ξεπεσμένη σε σημείο που να αξίζει μόνο την περιφρόνηση ή τη λύπηση των καλλιεργημένων ανθρώπων (σ. 17).

Συνεχίζοντας, επισημαίνει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός διαχρονικού ευρωπαϊκού μισελληνισμού, που θεωρεί «τους σημερινούς Έλληνες σαν κάτι το παράταιρο και ανίερο, ριγμένο άκαιρα ανάμεσα στα ιερά ερείπια της παλιάς Ελλάδας, για να χαλάσει το θέαμα και την εντύπωση στους ελλόγιμους θαυμαστές που τα επισκέπτονται πότε-πότε»! (σ. 17). Επειδή δε, μετά τη φραγκική κατάκτηση, το λιγότερο πολιτισμένο μέρος της Ευρώπης, η Δύση, κυριάρχησε και πολιτισμικά έναντι του πιο προχωρημένου Βυζαντίου (σ. 20), η υψηλή ελληνική παράδοση υποχρεώθηκε να καταδυθεί στη λαϊκή δημιουργία. Ίσως ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που προέβαινε σε μια διαπίστωση για την αξία του Βυζαντίου, που δεν συμμεριζόταν κανείς εκτός ίσως από τους… Κολυβάδες, οι οποίοι, δυστυχώς, υποτιμούσαν, με τη σειρά τους, τη κοσμική λαϊκή παράδοση προβάλλοντας αποκλειστικά την ορθοδοξία έναντι των δυτικών. Ο Φωριέλ είχε ήδη διαγνώσει στοιχεία που θα χρειαστούν τουλάχιστον έναν αιώνα για να αρχίσουν να αναδεικνύονται με έμφαση.

Κλείνοντας, επισημαίνει τη σημασία των δημοτικών τραγουδιών για την επιστήμη, ανοίγοντας τον δρόμο που θα ακολουθήσει στη συνέχεια η λαογραφία και η συγκριτική φιλολογία, τον οποίο δεν είχαν τολμήσει να διερευνήσουν ο Κοραής ή ο Βηλαράς, που θα μείνουν κατ’ εξοχήν στη μελέτη της λόγιας παράδοσης, της αρχαίας ή της κρητικής, αντίστοιχα.

Ώστε λοιπόν, κι αν αφαιρέσουμε τις ποιητικές τους ομορφιές, κι αν τα θεωρή­σουμε σαν απλό μνημείο των σημερινών ελληνικών, καθώς τα μιλά, τα αισθάνε­ται, τα αγαπά ο λαός, τα τραγούδια [ ] πρέπει να έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον φιλόλογο, στον οποίο προσφέρουν ένα πλούσιο θέμα για συσχετίσεις, για σκέψεις και για έρευνες (σσ. 75-76).

Οι Έλληνες λόγιοι μόνο μετά τον Σισμοντί, τον Γκριμ, τον Γκαίτε, τον Χαξτχάουζεν και, προφανώς, τον Φωριέλ, θα αρχίσουν να μεταστρέφονται, και μάλιστα πολύ αργά και σταδιακά. Ακόμα και το 1817, ο φανατικός κοραϊκός, Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, αναφέρεται στον Λόγιο Ερμή στα «ἄ­θλια καὶ χα­μερ­πῆ ἀ­σμά­τια, τὰ σαφέστατατα τεκμήρια τῆς κοινῆς ἡμῶν δυστυχίας»[12]. Ωστόσο, πλέον υπάρχει αντίλογος και ο Νικόλαος Σκούφος θα απαντήσει καυστικά: «Αἴ, τὶς ἤ­θε­λε πιστεύσει ὅτι τὰ ἄθλια ταῦτα καὶ χαμερπῆ ἀσμάτια κρίνον­ται τὴν σή­με­ρον ὡς τὰ ἀξιολογώτερα ὅλων σχε­δὸν τῶν πεφωτισμένων ἐ­θνῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης. Τοια­ύτη εἶ­ναι ἡ κρί­σις τοῦ πε­ρι­φη­μο­τέ­ρου τῶν ζών­των ποι­η­τῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ τοῦ κλέ­ους τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ Παρνασσοῦ, κυρίου Γέτε (Goethe)»[13]. Αλλά και η Σύνταξη του Λόγιου Ερμή, σε ανυπόγραφο κείμενο, είχε ήδη ταχθεί υπέρ του νέου ρεύματος, απορρίπτοντας τον στυγνό και στεγνό «Διαφωτισμό» του Κοραή και του Νικολόπουλου: 

Εἴθε νὰ φιλοτιμηθῶσι καὶ ἄλλοι λόγιοι γραικοί, ἐν τῆ Ἑλλάδι ζῶντες, ἀπὸ τὸ πα­ράδειγμα τοῦ ἐν Βιέννη διατρίβοντος (Μανούση)…, καὶ νὰ κάμωσι συλ­λο­γήν, ὅσον τὸ δυνατὸν πλήρη τῶν τοιούτων τραγουδίων καὶ νὰ τὰ ἐκ­δό­σω­σιν. Ἴσως τοῦτο φανῆ εἰς τινας τῶν ἡμετέρων λογίων γελοῖον, ἀλλ’ ἐξ ἀγνω­σίας βέβαια. Μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ πολυειδῶν συγγραμμάτων τοῦ… περι­φή­μου Γερμανού Ἑρδέρου (Herder) εὑρίσκεται καὶ μία συλλογὴ τραγουδίων διαφόρων παλαιῶν καὶ νέων ἐθνῶν: Stimmen der Völker in Liedern, ἐπι­γρα­φομένη. Φιλόσοφος ἀνήρ, φιλόσοφα φρονῶν, δὲν ἐντράπη παντελῶς συλλέγων τοιαῦτα τραγούδια, χαρακτηριστικὰ ὄχι μόνον τῆς ποιήσεως ἀλλὰ καὶ τῶν φρονημάτων τῶν ἐθνῶν, καὶ μεταφράζων ἐμμέτρως εἰς τὴν γλῶσσαν του![14]

Αυτή η καθυστερημένη αποδοχή, δυστυχώς, δεν είχε ως αφετηρία μια αυτόφωτη και αυτοφυή κίνηση των Ελλήνων λογίων προς το δημοτικό τραγούδι και τον λαϊκό πολιτισμό αλλά επηρεάστηκε άμεσα από τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Το δημοτικό τραγούδι θα αποτελέσει, κυριολεκτικώς, «ανακάλυψη» του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και όχι της ελληνικής λογιοσύνης. Μόνο ο Κωνσταντίνος Οικονόμος θα μιλήσει με θετική διάθεση για το δημοτικό τραγούδι, την οποία δεν στήριζε στην αποδοχή του από τη «φωτισμένη Ευρώπη»[15].

Δι­ϊ­σχυ­ρί­ζο­μαι δὲ μό­νον πρὸς τοὺς ἀλ­λο­φύ­λους ἐ­χθροὺς τῆς Ἑλ­λά­δος, ὅ­τι καὶ αὐ­τὰ τὰ δη­μώ­δη καὶ κοι­νὰ τρα­γῴ­δια τοῦ ἔ­θνους μας καὶ ἐ­λε­γεῖ­α καὶ πο­λε­μι­στή­ρια καὶ ἐ­ρω­τι­κά, μαρ­τυ­ροῦσι καὶ τὴν σή­με­ρον τὴν εὐ­φυΐ­αν τῶν ἀ­πο­γό­νων του Καλ­λι­μά­χου, καὶ Ἀλ­καί­ου καὶ Ἀ­να­κρέ­ον­τος. 

Θα πρέπει να έλθει ένας ποιητής όπως ο Σολωμός για να αλλάξει ριζικά η στάση της ελληνικής λογιοσύνης απέναντι στο δημοτικό τραγούδι. Ο Σολωμός όχι μόνο θα το μελετήσει σε βάθος και θα εμπνευστεί από αυτό, αλλά θα το θεωρήσει ως την απαρχή του νεώτερου ελληνικού λόγου, σε αντίθεση με τους λογίους που θεωρούσαν ως «απαρχή» την επιστροφή στην αρχαιότητα[16].

Για τις γλώσσες μπορεί να πει κανείς αυτό που λέει ο Μακιαβέλλης για όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, πως δεν υπάρχει δηλαδή σωτηρία, όταν υπάρχει διαφθορά, παρά μόνο αν ξαναγυρίσουμε στις αρχές. Οι δάσκαλοι της Ελλάδας γυρίζουν πίσω, αυτό δεν είναι ξαναγύρισμα στις αρχές. Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια… 

Με τον Σολωμό μοιάζει ως εάν το δημοτικό τραγούδι να έχει βρει τον δρόμο του και να αρχίσει να αποκαθίσταται στη συνείδηση του νέου ελληνισμού· ως εάν, επιτέλους, να έχει αρχίσει η ανασύνδεση ανάμεσα στη λόγια και τη λαϊκή παράδοση, που ακολουθούσαν ξέχωρους δρόμους. Και όμως, αυτή θα καθυστερήσει και πάλι μετά τον περιορισμό της μεγάλης Επανάστασης στα όρια του Σπερχειού και την εδραίωση του λογιωτατισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι λόγιοι, στα πλαίσια του «ευπρεπισμού» των δημοτικών τραγουδιών, θα μετατρέψουν ακόμα και τους στίχους τους σε καθαρολογικό ανοσιούργημα: Από το «Τοῦ Κίτσου ἡ μάνα κάθονταν στὴν ἄκρη στὸ ποτάμι /μὲ τὸ ποτάμι μάλωνε καὶ τὸ πετροβολοῦσε…» θα περάσουμε στο «Του Κίτσου η μήτηρ κάθητο επ’ όχθης ποταμίου, /ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει…»

Πάντως, το 1842 θα κυκλοφορήσει στην Ιταλία η συλλογή του φιλέλληνα Nicolo Tommaseo (Θωμαζέου), Ἑλληνικὰ λαϊκὰ τραγούδια, ενώ το 1850 θα τυπωθεί η πρώτη πλήρης συλλογή δημοτικών τραγουδιών από έναν Έλληνα, τον «μαθητή» του Σολωμού, τον Κερκυραίο Αντώνιο Μανούσο (1828-1903), τα Τραγούδια εθνικά. Αμέσως μετά, στα 1852, ο φίλος του Ανδρέα Μουστοξύδη, ο Λευκάδιος Σπυρίδων Ζαμπέλιος, θα κυκλοφορήσει, τα Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού.

Παρότι ο Ζαμπέλιος θα διαπράξει σφάλματα στην καταγραφή των τραγουδιών, το βιβλίο του θα αποτελέσει σταθμό για την αυτοσυνειδησία του νέου ελληνισμού: αναζητώντας τις πηγές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, αναβαθμίζει την υποτιμημένη ιστορία του Βυζαντίου και άγεται στην ενότητα αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου ελληνισμού, διατυπώνοντας για πρώτη φορά το τριμερές σχήμα της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Και θα ακολουθήσουν οι Παπαρρηγόπουλος, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Πολίτης. Με τον Νικόλαο Πολίτη θα αρχίσει η επιστημονική προσπάθεια καταγραφής του δημοτικού τραγουδιού αλλά και γενικότερα της λαϊκής παράδοσης, και ο Πολίτης θα γίνει ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης. Το δημοτικό τραγούδι θα έχει κερδίσει τους τίτλους ευγενείας του στην ελληνική γραμματεία, αφού πρώτα είχε αναθρέψει –κυριολεκτικώς– τον ελληνικό λαό, υποτιμημένο και περιφρονημένο από τα λόγια παιδιά του· στο εξής, εκατοντάδες συλλογές θα δουν το φως σε όλη της Ελλάδα, μια και εξάλλου τα δημοτικά τραγούδια είχαν μια όντως πανελλήνια διάδοση, ακόμα και πέρα από τα κρατικά σύνορα[17].


[1] Μ. Imbrovac, ό.π., σσ. 69-77· Αλ. Πολίτης, Η ανακάλυψη, ό.π., σσ. 87-106.

[2] Μ. Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π., σσ. 69-77.

[3] Μ. Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π., σ. 77.

[4] Ο Θεόδωρος Μανούσης, εικοσιενός ετών το 1814, συνδιευθυντής του Λόγιου Ερμή από το 1813, μετέπειτα καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχε δημοσιεύσει ήδη ένα κείμενο «περὶ Καθολικῆς Ἱστορίας», επηρεασμένο προφανώς από τον Χέρντερ. Βλ. Ιουλία Πεντάζου, «0 Θεόδωρος Μανούσης καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1858)», Μνήμων, τχ. 17, Αθήνα 1995, σσ. 69-106·. Αλέξ. Πολίτης, Η ανακάλυψη…, ό.π., σ. 115.

[5] Μ. Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π., σσ. 69-77.

[6] Neugriechische Volkslieder gesammelt von W. von Haxthausen, Mynster I.W. 1935.

[7] Πρτθ. από τον Αλ. Πολίτη, Η ανακάλυψη…, ό.π., σ. 111.

[8] Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, τ. Β΄, Παρίσι 1829, λήμμα «μυρολόγιον», σ. 255.

[9] Πράγματι, ο Ντ. Κονόμος υποστηρίζει ότι «είναι πιθανώτατο να επλησίασε τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια πριν ακόμα γυρίσει στο νησί του» (Ντ. Κονόμος, Σολωμικά, Ζακυνθινή Βιβλιοθήκη 3, Αθήνα 1963, σ. 11), απόφανση την οποία όμως δεν τεκμηριώνει αδιαμφισβήτητα.

[10]  Βλ. Εμμανουήλ Χατζηγιακουμής, Νεοελληνικαί πηγαί του Σολωμού: κρητική λογοτεχνία, δημώδη μεσαιωνικά κείμενα, δημοτική ποίησις, ΕΚΠΑ, Βιβλιοθήκη Σοφίας Σαριπόλου 1, Αθήνα 1968, σσ. 125-134, 145-154.

[11] Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, 2 τ., επιμ. Αλέξης Πολίτης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2007. Για τον Φωριέλ, βλ. αναλυτικά, Μ. Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π.· Αλ. Πολίτης, Η ανακάλυψη…, ό.π., σσ. 199-405· J. B. Galley, Claude Fauriel, membre de l’Institut (1772-1844), Σεντ Ετιέν 1909.

[12] Ερμής ο Λόγιος 1816, σσ. 399-401.

[13] Φιλολογικός Τηλέγραφος, 28 Ιανουαρίου 1818, βλ. Αλ. Πολίτης, ό.π., σ. 145.

[14] Ερμής ο Λόγιος 1816, σ. 401.

[15] Κ. Οικονόμος, Γραμματικών ή εγκυκλίων παιδευμάτων βιβλία, Δ΄, Βιέννη 1817, σ. κθ΄.

[16] Διονύσιος Σολωμός, «Επιστολή προς Γεώργιο Τερτσέτη», Άπαντα, τ. 3, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 254.

[17] Βλ. Nicolo Tommaseo, Canti popolari toscani, corsi, illirici, greci, Βενετία 1842· Αντώνιος Μανούσος, Τραγούδια εθνικά, Κέρκυρα 1850· Arnold Passow, Τραγούδια ρωμαίικα, Teubner, Λειψία 1860· Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Εστία, Αθήνα 1914, ανατ. Γράμματα 1998· Γιάννης Αποστολάκης, Τα Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1929· Γιάννης Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι: το πνεύμα και η τέχνη του, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1950· Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1958, τ. Α΄-Β΄, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1958· Γ.Κ. Σπυριδάκης (Γ. Μέγας, Δ.Α. Πετρόπουλος κ.ά., επιμ.) Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, ΚΕΕΛ, ΑΑ, Αθήνα 1962· Γιώργος Ιωάννου (επιμ.), Τα δημοτικά μας τραγούδια, Έκδοση Ταχυδρόμου, Αθήνα 1966· Στίλπων Π. Κυριακίδης, Το δημοτικό τραγούδι, Συναγωγή μελετών, Ερμής, Αθήνα 1990· Samuel Baud-Bovy, Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ΠΛΙ, Αθήνα 1984· G. Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: συναγωγή μελετών (1968-2000), IKEO, Αθήνα 2001· Παν. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα, 1880· Γεωργία Ταρσούλη, Μωραΐτικα τραγούδια: Κορώνης και Μεθώνης, Αθήνα 1944· Δ. Πετρόπουλος, Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια, ΛΑΑΑ, Αθήνα 1959· Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, Δημώδη Κυπριακά Άσματα εξ Ανεκδότων Συλλογών του ΙΘ΄ Αιώνος, ΚΕΕ, Λευκωσία 1975· Στάθης Ι. Ευσταθιάδης, Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, πολύτιμο κεφάλαιο της λαογραφίας μας, Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1986· Νίκος Βασιλάκης, Δημοτικά Τραγούδια Χαλκιδικής, Διαγώνιος, Θεσ/νίκη χ.χ.· Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, Αρβανίτικα Τραγούδια, Α΄, Β΄, Καστανιώτης, Αθήνα 1978, 1981· Σταμ. Αποστολάκης, Ριζίτικα. Τα Δημοτικά Τραγούδια της Κρήτης, Γνώση 1993· Ι. Μπάρμπας, Τραγούδια Ανατολικής Θράκης, Βάνιας, Θεσ/νίκη 1998· Θεόδωρος Νημάς, Δημοτικά Τραγούδια της Θεσσαλίας, τ. 2, Κυριακίδης, Θεσ/νίκη 1983· Γιάννης Παυλάκης, Ριζίτικα. Κρητική Δημοτική ποίηση, εκδ. Αναστασάκης 1997.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ