του Νίκου Μελέτη από το liberal.gr
Ο Ταγίπ Ερντογάν εδώ και εβδομάδες γνώριζε ότι δεν θα μπορεί να φύγει από το Βίλνιους με το βέτο του στην ένταξη της Σουηδίας σε ισχύ, χωρίς δραματικές συνέπειες που δεν θα αφορούσαν μόνο τη σχέση συνολικά της Τουρκίας με τη Δύση αλλά και την οικονομία της χώρας του που βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.
Ένα ακόμη αδιέξοδο σε μια Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην πιο κρίσιμη στιγμή της μετά Ψυχροπολεμικής περιόδου θα ήταν πολύ βαρύ φορτίο ακόμη και για τον «Σουλτάνο» που ήδη αμφισβητείται ως πραγματικός σύμμαχος λόγω της αυτόνομης πολιτικής που ακολουθεί και της στενής σχέσης του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο κ.Ερντογάν μετά και την εντατική διπλωματία που άσκησαν οι Αμερικανοί ήταν προφανές ότι αναζητούσε οδό διαφυγής από το αδιέξοδο το οποίο είχε ο ίδιος προκαλέσει. Και έπρεπε να βρεθεί με κάποιο τρόπο το «αντάλλαγμα» το οποίο θα εξασφάλιζε προκειμένου να δικαιολογήσει στο εσωτερικό της χώρας την κολοτούμπα στο θέμα της Σουηδίας. Με το βλέμμα του όμως στραμμένο στην Ουάσιγκτον και στο θέμα των F16 όπου ο ίδιος μεν δήλωνε ότι δεν συνδέεται με τη Σουηδία ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι χωρίς την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εγκριθεί μια τέτοια συμφωνία από το Κογκρέσο.
Ήταν αναγκαίο ένα βήμα που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση Μπάιντεν να διασκεδάσει τις ανησυχίες των γερουσιαστών και βουλευτών και να διαπραγματευθεί με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ την άρση των επιφυλάξεων του για το πακέτο των F-16. Ο κ. Μενέντεζ δήλωσε ήδη ότι συζητά την άρση του προσωπικού βέτο του με τον όρο να βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστεί ότι η επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι των γειτόνων της θα διακοπεί και αυτή η κάμψη της επιθετικότητας του τελευταίου διαστήματος θα είναι μόνιμη.
Έτσι επιχειρήθηκε μια σύνθετη διπλωματική κίνηση: ο ίδιος αναχωρώντας από την Κωνσταντινούπολη έθεσε ξαφνικά έναν νέο όρο, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας του, κάτι που δεν έχει σχέση βεβαίως με το ΝΑΤΟ και είναι μια διαδικασία που ακολουθεί άλλους κανόνες και Αρχές. Όμως αρκούσε μια θετική δήλωση ώστε να προβληθεί ως «κέρδος» στην διαπραγμάτευση
Χρειάστηκε μια συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Σουηδίας υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς τόλτενμπεργκ για να επαναληφθούν οι δεσμεύσεις της Στοκχόλμης ότι δεν θα υποστηρίζει το ΠΚΚ και τους οπαδούς του Φ. Γκιουλεν (ξεχνώντας το κάψιμο του Κορανίου) και μια συνάντηση με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ.Μισέλ που υποσχέθηκε αναθέρμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων, προκειμένου ο κ. Ερντογάν να κάνει την υποχώρηση στο θέμα της Σουηδίας και να δεσμευθεί ότι θα στείλει προς έγκριση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση το σχετικό πρωτόκολλο (αν και δεν αποσαφήνισε το χρονοδιάγραμμα κάτι που του επιτρέπει μερικούς ακόμη εκβιασμούς.
Βεβαίως, η αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας που όπως την προσδιόρισαν Τούρκοι αξιωματούχοι αφορά την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης και την κατάργηση της βίζας είναι θέματα που απαιτούν την ομοφωνία των κρατών μελών της Ένωσης (συνεπώς και της Κύπρου) ενώ συγχρόνως διχάζουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δεν είναι πρόθυμες να ανοίξουν τις πόρτες στους Τούρκους πολίτες σε μια περίοδο που θα τροφοδοτούσαν τα αντιμεταναστευτικά και ισλαμοφοβικά αντανακλαστικά στην Ευρώπη. Και κυρίως είναι διαδικασίες που δεν μπορεί να προχωρήσουν χωρίς να υπάρξουν σοβαρές κινήσεις της Τουρκίας για συμμόρφωση προς τις Ευρωπαϊκές Αρχές και Αξίες.
Η απόκτηση της ιδιότητας μέλους της Ε.Ε. δεν είναι ούτε «λάφυρο» ούτε «βραβείο» όπως ίσως το φαντάζεται ο Τούρκος ηγέτης.
Ο Τ. Ερντογάν είχε φροντίσει τις προηγούμενες ημέρες να στείλει «θετικά» μηνύματα προς τη Δύση όπως η παράδοση των αιχμαλώτων πολέμου ηγετών των μονάδων του Αζόφ στην Ουκρανία και η ανανέωση των συμφωνιών προμήθειας αμυντικού υλικού στην Ουκρανία (που εξόργισαν τη Μόσχα) ταυτόχρονα βεβαίως με την ανακοίνωση ότι τον Αύγουστο ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα επισκεφθεί την Άγκυρα.
Είναι προφανές ότι και οι αμερικανικές παρεμβάσεις προς την Αθήνα τις τελευταίες ημέρες (τηλεφωνήματα Μπάιντεν, Μπλίνκεν και Ώστιν) αποσκοπούσαν στη διασφάλιση ότι και η Αθήνα θα υποστηρίξει την αναζωογόνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η Αθήνα και αυτό αποτελεί κοινή θέση όλων των μεγάλων κομμάτων αποδέχεται ότι ο «ευρωπαϊκός» είναι ίσως ο ισχυρότερος μοχλός διαχείρισης και των ελληνοτουρκικών προβλημάτων καθώς «μνήμη» του Ελσίνκι παραμένει ζωντανή περισσότερο βεβαίως ως προσδοκία. Ότι η Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θα είναι το δέλεαρ για να μπουν και τα ελληνοτουρκικά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο που θα διέπεται από τη διεθνή νομιμότητα. Κάτι που στην παρούσα συγκυρία πάντως μάλλον δεν ταιριάζει με το προφίλ που καλλιεργεί ο ίδιος ο Ερντογάν για τον εαυτό του αλλά και με την εικόνα της «Μεγάλης Τουρκίας» την οποία ευαγγελίζεται.
Στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας υπάρχει και ένα μεγάλο εμπόδιο που κανείς και κυρίως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει: το Κυπριακό. Κανένα βήμα ουσιαστικό δεν μπορεί να γίνει όσο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ένα μέλος του «κλειστού κλαμπ» στο οποίο θέλει να γίνει μέλος. Και φυσικά η αναθεώρηση και αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης δεν μπορεί να προχωρήσει όταν η Τουρκία δεν έχει εκπληρώσει τη βασική και ουσιαστική δέσμευση που είχε αναλάβει ήδη από το 2004 για την επέκταση του πρωτοκόλλου σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε., κάτι που σημαίνει την υποχρέωση της να επιτρέπει την πρόσβαση των κυπριακών πλοίων και αεροπλάνων σε τουρκικά λιμάνια και αεροδρόμια.
Ένα νέο δύσκολο παιχνίδι ξεκινά και ας μην ξεχνάμε ότι και μετά την λήξη της Συνόδου Κορυφής του Βίλνιους η Σουηδία δεν θα έχει γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Απλώς ο κ. Ερντογάν δεσμεύθηκε να στείλει το Πρωτόκολλο ένταξης προς επικύρωση στην…«κυρίαρχη και Ανεξάρτητη» Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση.