του Παναγιώτη Α. Καυγά
Βρισκόμαστε λοιπόν προ της αναβαθμίσεως της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΒΒΒ από τους οίκους αξιολόγησης, (κάποιοι νωρίς τον Σεπτέμβριο, η Standard & Poors μάλλον τον Οκτώβριο). Τι ακριβώς σηματοδοτεί η αναβάθμιση σε ανώτερη επενδυτική βαθμίδα; Την προσέλκυση επενδυτών, κυρίως ομολόγων μακράς διάρκειας, σε μία χώρα χαμηλού επενδυτικού ρίσκου.
Τι άλλο εστί η αναβάθμιση αυτή; Θεωρητικά ξαναβάζει την χώρα στον επενδυτικό χάρτη. Δημιουργεί ρευστότητα για το κράτος αλλά και για τους οργανισμούς, τις τράπεζες μέχρι και τις επιχειρήσεις. Φθηνότερο χρήμα. Στην θεωρία λοιπόν όλα δείχνουν να βαίνουν προς το καλύτερο. Είναι όμως έτσι;
Υποστηρίζεται από τα επιτελεία των τραπεζών και του υπουργείο οικονομικών ότι η χρηματοδοτήσεις θα είναι φθηνότερες άρα και πιο ελκυστικές. Πόσο όμως μπορεί να ωφεληθεί η πραγματική οικονομία όταν ο πληθωρισμός είναι σταθερά υψηλός, τα είδη βασικής ανάγκης με πρωτοφανείς αυξήσεις που είχαμε δεκαετίες να δούμε, το κόστος ενέργειας και καυσίμων σε άλλη διάσταση; Και όλα αυτά σε μία χώρα που ο τουρισμός και τα συναφή με αυτόν επαγγέλματα φέρνουν το ¼ του ΑΕΠ και η οικονομία να παραμένει σφιχτά αγκιστρωμένη σε ένα αποτυχημένο πλέον παρασιτικό μοντέλο;
Ήδη το κόστος του τραπεζικού δανεισμού έχει γίνει μία νέα θηλιά στο λαιμό των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών. Πόσο πιο φθηνά προσδοκούμε ότι θα γίνουν τα δάνεια; Μέχρι αυτό να συμβεί, θα έχουμε ένα νέο κύμα επιχειρήσεων και οικογενειών που δεν θα μπορούν να απευθυνθούν στις τραπεζικές χορηγήσεις και θα προστεθούν πολλές σελίδες στον Τειρεσία.
Θα εισέλθουμε σε ανώτερη επενδυτική βαθμίδα με το χρέος της χώρας να έχει εκτιναχθεί σχεδόν στα 405 δις ευρώ. Ισχυρίζονται πολλοί οικονομολόγοι και μη, ότι το ΑΕΠ έχει αυξηθεί μ κι έτσι αυξάνεται ο παρανομαστής της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ. Ισχύει σε ονομαστικές τιμές. Όμως δεν μπορούμε να μην βλέπουμε ότι το ΑΕΠ οφείλει μεγάλο μέρος της αύξησης του από τα δανεικά του Ταμείου Ανάκαμψης. Επανερχόμενοι στο χρέος βλέπουμε ότι τα 85 δις ευρώ αφορούν ομόλογα κυρίως προερχόμενα από την προηγούμενη 10ετία που είχαν κηρυχθεί ως junk bonds και γι’ αυτό η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τι γινόταν δηλαδή; Η ΕΚΤ με το πρόγραμμα αυτό αγόραζε ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης και δημιουργούσε την εικόνα της ασφαλούς επένδυσης. Θεωρείται το πρόγραμμα αυτό μία από τις σπουδαιότερες αιτίας της αύξησης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη.
Συνέβη όμως η πανδημία και η ΕΚΤ τοποθέτησε στο πρόγραμμα της και ελληνικά ομόλογα κατηγορίας «σκουπιδιού» αγοράζοντας περίπου 40 δις ευρώ από αυτά. Φυσικά οι αγορές το γνωρίζουν και γι’ αυτό δεν φαίνεται να επηρεάσει θετικά προς την ζήτηση των ελληνικών ομολόγων η αλλαγή προς το ευμενέστερο της επενδυτικής βαθμίδας.
Περιμένοντας τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού από την ΔΕΘ, προσπαθούμε να αντλήσουμε αισιοδοξία από οπουδήποτε είναι δυνατόν, αλλά ούτε το εσωτερικό περιβάλλον ούτε και το διεθνές μας το επιτρέπουν.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube