Η φωτογραφία τραβήχτηκε από την καλαδερφή μου (πνευματική μου αδερφή) κ. Μάρω Τορνά.
(Σκέψεις με αφορμή μια κηδεία)
του Σάββα Π. Μαστραππά
Βρέθηκα στην Κύπρο στις αρχές Αυγούστου για λίγες μέρες.
Ένα μήνυμα στο κινητό του πατέρα μου ανήγγειλε τον θάνατο ενός συγγενή μας. Ένιωσα τα πρώτα δυσάρεστα συναισθήματα για την οριστική απώλεια ενός αγαπημένου ανθρώπου.
Βρέθηκα την επομένη μέρα σε κηδεία στην Κύπρο για πρώτη φορά μετά από 41 χρόνια που βρίσκομαι εκτός του νησιού μου, αν εξαιρέσουμε την κηδεία του αγνοούμενου (μέχρι πριν 13 χρόνια) Παππού μου Σοφοκλή Ιγνατίου που έγινε όταν ανευρέθηκαν τα οστά του στην Λάπηθο.
Οι απώλειες κοντινών μας ανθρώπων, μας υποβάλουν σε ενδοσκοπήσεις και φιλοσοφικές ενατενίσεις.
Καμιά κηδεία δεν εμπεριέχει τα ίδια συναισθήματα με μιάν άλλη.
Στην Αθήνα οι κηδείες φίλων ή γονέων φίλων, τολμώ να πω ότι δεν φέρουν τον ίδιο βαθμό συναισθηματικής φόρτισης που ένιωσα στην Πάνω Λακατάμια. Εμπεριέχουν μια τυπικότητα, μία συμβατική μάλλον υποχρέωση προς τον πενθούντα φίλο.
Άκουσα καθήμενος σε μια απόμερη γωνιά του Ιερού Ναού του Αγίου Χρυσοστόμου, τον λόγο του Δημάρχου Λαπήθου κ. Κότσαπα. Η εμφανής του συγκίνηση τον έκανε συχνά να κομπιάζει ειδικά όταν αναφέρθηκε σε περιστατικά από την κοινή τους αιχμαλωσία στα Άδανα το 1974.
Δυσκολεύτηκα ακόμα περισσότερο όταν άκουσα τις δύο θυγατέρες του να του μιλάνε εξομολογητικά, σκυμμένες πάνω από το φέρετρο. Ο λόγος τους διακοπτόταν από λυγμούς απόγνωσης. Ένιωσα να με διαπερνά ο βουβός πόνος της συζύγου του θανόντα.
Ακόμα νιώθω το πρόσωπό μου μουσκεμένο από τα ασυγκράτητα δάκρυά της όταν πήγα να τους συλλυπηθώ.
Θυμήθηκα όταν πριν από ενάμιση περίπου χρόνο καθόμασταν οι τρεις μας στην πλατεία του Αγίου Θωμά στο Γουδί. Μιλούσαμε για την Λάπηθό μας. Όταν τον παρακάλεσα να μου διηγηθεί αυτά που έζησε την πρώτη μέρα της εισβολής στο πέντε μίλι η ατμόσφαιρα ξαφνικά βάρυνε. Επέβαινε στο ίδιο όχημα με τον αγνοούμενο θείο μου τον Αντρέα, όταν έπεσαν σε τουρκική ενέδρα.
Κάθομαι στην γωνία μου και περιμένω να συλλυπηθώ τις τρεις πενθούσες. Παρατηρώ επίμονα, παραβάση των κανόνων της αστικής ευγενείας τους συναθροισμένους Λαπηθιώτες.
Δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν, προφανώς και κανένας τους δεν με γνωρίζει. Προσπαθώ μόνο να υποψιαστώ ποίοι είναι .
Διαπιστώνω ότι οι μορφές των μεγαλυτέρων σε ηλικία είναι οι ίδιες με των προγόνων τους. Είναι οι ίδιες μ’ αυτές που έβλεπα να κινούνται πριν από πενήντα χρόνια στο τόπο μου. Οι μορφές, οι κινήσεις των σωμάτων, οι χειρονομίες τους, ήταν οι ίδιες. Αναπαρίχθησαν στον συγκεκριμένο τόπο για αιώνες.
Είναι όμως οι τελευταίες στην «αλυσίδα της αναπαραγωγικής διαδικασίας». Τα τελευταία πενήντα χρόνια ανακατεύθηκαν με μορφές από άλλους τόπους. Τα τελευταία δέκα χρόνια αναμείχθηκαν και με εξωελληνικούς πληθυσμούς.
Θα μπορούσαν βέβαια να αναπαραχθούν για ακόμα μερικά κρίσιμα χρόνια αυτές οι μορφές.
Μα αυτό ακριβώς ήταν που θα έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Ο κρατικός σχεδιασμός τότε αλλού στόχευε.
Οι μορφές εκείνες έφεραν συγκεκριμένες μνήμες και αισθήματα για τους τόπους μας τις οποίες θα μπορούσαν να τις μεταφέρουν, και να τις αναπαράγουν στην επόμενη γενιά … όμως αυτό δεν θα έπετρεπε να μετατραπούν αυτές σε άμορφες μάζες.
Ανακάτεψαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς που έκτισαν περιμετρικά των πόλεων τους πληθυσμούς. Σ’ ένα συνοικισμό λίγων χιλιάδων, ανακάτεψαν ανθρώπους από πενήντα και περισσότερους διαφορετικούς τόπους.
Το έγκλημα που διέπραξαν οι τότε κυβερνώντες καθ’ υπόδειξιν των Βρεττανών «φίλων» μας στόχευε στην μνήμη. Διέπραξαν στην ουσία μια γενοκτονία μνήμης. Μ’ αυτό τον τρόπο αποσώβησαν τις αντιδράσεις των προσφύγων.
Αντί για τα ονόματα των σκλαβωμένων χωριών μας έδωσαν ονόματα Αγίων στους συνοικισμούς και αριθμούς στους δρόμους τους. Αν κάποιος αντιδρούσε του έλεγαν: «Τι δεν θέλεις να μένεις στον συνοικισμό του Αγίου Ιωάννου;». έβαλαν και τους Αγίους μας στο κόλπο οι θεομπαίχτες.
Απλοί άνθρωποι, θεοσεβούμενοι, που οι περισσότεροι έμειναν για χρόνια σε αντίσκηνα… Σταυροκοπιόντουσαν και παραλάμβαναν τα κλειδιά των σπιτιών.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου. Νιώθω ένα αίσθημα ερήμωσης να με καταλαμβάνει.
Δεν είναι μόνο το πένθος που με καταβάλλει από την απώλεια του ευγενούς αυτού ανθρώπου.
Οι τόποι μας ερημώνουν, διότι οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτούς, που έχουν βιωμένες εμπειρίες, που έχουν μνήμες, που θα μπορούσαν να διηγηθούν αυτές τις ιστορίες στους επόμενους, ένας-ένας φεύγουν.
Η ερήμωση επελαύνει.
Και όταν θα επιστρέψουμε ποιοι θα διηγηθούν τις προσωπικές τους ιστορίες περιδιαβάζοντας αντάμα με τους νεώτερους στα στενά καλντερίμια της πάνω γειτονιάς;
Και τα αισθήματα από την συνύπαρξή μας με τον αθέατο κόσμο των θρύλων και των παραδόσεων του κάθε μας τοπωνύμιου … πως θα αναπαραχθούν;
«Εδώ ο Άης Γιώρκης εσκότωσεν τον Δράκοντα, ετώ δαμαί», μου έλεγε η γιαγιά μου όταν περνούσαμε από κει.
Και εμένα που άκουγα τις οπλές του αλόγου του Αγίου να κτυπάνε αποφασιστικά το χώμα… με έκοβε κρύος ιδρώτας και ήθελα να ταχύνω το βήμα μου.
Αυτή είναι η πραγματική ερήμωση των τόπων μας.
ΣΗΜ.: Στην φωτογραφία φαίνεται ο ενοριακός μας ναός, του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στη Λάπηθο. Εκεί που υπό συνθήκες μη κατοχής θα γίνονταν οι κηδείες μας και μετά σε πομπή συνοδευόμενοι από τους ζώντες ενορίτες μας θα κατηφορίζαμε μαζί ζώντες και τεθνεόντες προς το παρακείμενο κοιμητήριο της Παναγίας της Αϊρκώτισσας.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube