της Γιώτας Χουλιάρα*
Ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς αποτελεί παγίδα για την Τουρκία καθώς δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου που αρέσκεται να υιοθετεί προκειμένου να βγαίνει οφελειμένη. Όλοι θυμόμαστε πως η Τουρκία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, προσπάθησε να αναβαθμίσει το ρόλο της μέσα από την ουδετερότητα της και την προβολή της σχέσης της και με τις δυο χώρες, την ώρα που αποτελούσε διέξοδο για τους Ρώσους ολιγάρχες εν μέσω των δυτικών κυρώσεων.
Όμως, η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και η σύγκρουση που ακολούθησε, ανατρέπουν αυτή την τουρκική τακτική και πυρπολούν τις πρόσφατες προσπάθειες της Άγκυρας για μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της στη Μέση Ανατολή. Οι εξελίξεις ανάγκασαν τον Ερντογάν, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια αρωγός των εξτρεμιστών του Ισλάμ, στηρίζοντας τόσο την Μουσουλμανική Αδελφότητα όσο και το DAESH, να επιστρέψει στο βούρκο της περιφερειακής αρένας της Μέσης Ανατολής έτοιμος για μάχη.
Στις 25 Οκτωβρίου, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έδειξε την αντίθεσή του προς το Ισραήλ δηλώνοντας πως «Η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, είναι μια ομάδα μουτζαχεντίν που υπερασπίζονται τα εδάφη τους». Απευθυνόμενος σε συγκέντρωση βουλευτών από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι ακυρώνει τα σχέδιά του να επισκεφθεί το Ισραήλ, σχέδια που είχαν προκύψει μετά την πρόσφατη συνάντηση με τον Νετανιάχου στη Νέα Υόρκη, η οποία είχε σηματοδοτήσει την απαρχή μιας νέας πορείας στις σχέσεις των δυο χωρών. Μια πορεία που όμως δεν έμελλε να ευωδοθεί λόγω της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον ομόλογό του από το Κατάρ στη Ντόχα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν κατηγόρησε το Ισραήλ ότι διέπραξε «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» στην αντεπίθεσή του στη Γάζα. Νωρίτερα, ο Φιντάν βρισκόταν στο Άμπου Ντάμπι προκειμένου να συζητήσει με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων πώς θα μπορούσε να παραδοθεί ανθρωπιστική βοήθεια σε Παλαιστίνιους αμάχους στη Λωρίδα της Γάζας. Στην πραγματικότητα όμως η επίσκεψη Φιντάν λίγη σημασία είχε και δεν απέδωσε τους καρπούς που η Τουρκία θα ήθελε, καθώς οι προσπάθειες για την παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα συντονίστηκαν έπειτα από συμφωνίες που προέκυψαν με την Αίγυπτο.
Οι εξελίξεις στη σύγκρουση Ισραήλ Χαμάς και η πρόσφατη επίκεψη Μπλίνκεν στην Τουρκία στο τέλος της περιοδείας του στη Μέση Ανατολή, ταυτόχρονα με το παγωμένο κλίμα στη συνάντησή του με τον Φιντάν, καταδεικνύουν πως η Δύση δεν υπολογίζει την Τουρκία στις χώρες με τις οποίες προσπαθεί να συννενοηθεί είτε για να επιτευχθεί η απελεύθερωση των ομήρων είτε για να βρεθουν λύσεις προκειμένου να περιοριστεί ο πόλεμος.
Όσο κι αν κάποιοι αρνούνται να το αντιληφθούν, η Τουρκία δεν έχει πολλές επιλογές για να παίξει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς, ακόμη και ως χώρα που στάθηκε στο πλευρό της τρομοκρατικής οργάνωσης από την πρώτη στιγμή. Να τονίσουμε εδώ πως η Τουρκία έχει φιλοξενήσει ουκ ολίγες φορές τον αρχηγό της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια, ο οποίος προτιμάει να μένει είτε εντός της τουρκικής επικράτειας είτε στο Κατάρ αντί στην πυκνοκατοικημένη και φτωχή Γάζα. Όμως τη δεδομένη χρονική στιγμή και ενώ Αίγυπτος και Ιορδανία, έπειτα από συζητήσεις με τον επικεφαλής του State Department Άντονι Μπλίνκεν, συμφώνησαν να μην επιτρέψουν στην Χαμάς τον έλεγχο της Γάζας, οι σχέσεις της Τουρκίας με τον Χανίγια μοιάζουν αμελητέες. Οι περιορισμένες επιλογές της τουρκικής πλευράς θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο από τις ενέργειες του Ιράν, το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή στη Χαμάς και συνεπώς είναι κι εκείνο που θα καθορίσει την έκβαση αυτής της σύγκρουσης.
Για να κατανοήσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η τουρκική πλευρά, ας εξετάσουμε προσεκτικά το πλαίσιο στο οποίο βρισκόταν η τουρκική εξωτερική πολιτική λίγο πριν συμβεί η τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. Η Άγκυρα ήλπιζε να επωφεληθεί γεωπολιτικά από τη μεγάλη νίκη του συμμάχου της Αζερμπαϊτζάν επί της Αρμενίας στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Επίσης, διερευνούσε ευκαιρίες για να επεκτείνει την επιρροή της στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας υπό το φως της αποδυνάμωσης της Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Την ίδια ώρα στη Μέση Ανατολή γινόταν σημαντικές προσπάθειες να επιλυθούν προβλήματα με άλλες χώρες. Η Ρωσία είχε μεσολαβήσει για να βρεθεί η χρυσή τομή στις σχέσεις Άσαντ – Ερντογάν, ενώ ο ίδιος ο Ερντογάν συναντήθηκε με τον Νετανιάχου στις ΗΠΑ, αφού προηγουμένως οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν ξεπαγώσει έπειτα από διεργασίες των τελευταίων ετών τις οποίες είχε αναλάβει ο τότε αρχηγός της MIT κα σημερινό Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν.
Η απόφαση της συγκεκριμένης στροφής από την πλευρά της Άγκυρας ήταν μια συνειδητή επιλογή καθώς είχε αποτύχει στην προσπάθεια της να ενστερνιστεί τους φανατικούς μουσουλμάνους σε Συρία και Αίγυπτο. Οι Τούρκοι πληρεξούσιοι, κυρίως ισλαμιστικές δυνάμεις των Αδελφών Μουσουλμάνων (Αίγυπτος) και του DAESH (Συρία), δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης αρχικά και τον συριακό εμφύλιο στη συνέχεια. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από τη μια πλευρά, βοήθησαν τα αραβικά κράτη και τις αντι-ισλαμιστικές φατρίες να αντιστρέψουν την αρχική άνοδο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το Ιράν και η Ρωσία, από την άλλη, βοήθησαν τον Άσαντ να επιβιώσει και τελικά να επικρατήσει έναντι των ανταρτών που υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από την Τουρκία. Τέλος οι ΗΠΑ η υποστήριξη τους στις κουρδικές δυνάμεις στη βορειοανατολική Συρία χρησίμευσαν ως το πιο σημαντικό εμπόδιο απέναντι στις επιδιώξεις της Άγκυρας για μια ακόμη εισβολή επί του συριακού. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την εσωτερική οικονομική κρίση ανάγκασαν τον Ερντογάν να επενεξετάσει τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του.
Η επανεξέταση της στρατηγικής της Τουρκίας ξεκίνησε το 2021.Τότε η κυβέρνηση Ερντογάν προχώρησε στην εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ- θυμίζουμε πως είχαν επιδεινωθεί το 2010 όταν ένας τουρκικός στολίσκος προσπάθησε να σπάσει τον ισραηλινό αποκλεισμό της Γάζας, οδηγώντας σε σύγκρουση με τις ισραηλινές αμυντικές δυνάμεις στην οποία 10 Τούρκοι ακτιβιστές σκοτώθηκαν και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία, μαζί με τον μοναδικό σύμμαχό της στον αραβικό κόσμο, το Κατάρ, κινήθηκε για να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο μετά από χρόνια εντάσεων σχετικά με την τουρκική υποστήριξη στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη Χαμάς, ειδικά κατά τους πολέμους της Γάζας το 2009, το 2012 και το 2014. Για την Τουρκία, ήταν απαραίτητο να υπάρξουν καλύτερες σχέσεις για την οικονομική της ανάκαμψη, καθώς είχε ανάγκη από το ζεστό αραβικό χρήμα.
Την ίδια ώρα οι περιφερειακές συνθήκες φαινόταν να σταθεροποιούνται. Τα αραβικά κράτη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ και προχώρησαν σε διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ. Την ίδια περίοδο το Ιράν βρισκόταν σε άμυνα λόγω της κατάργησης της πυρηνικής συμφωνίας σε συνδυασμό με πρόσθετες κυρώσεις, τη στόχευση του πυρηνικού του προγράμματος από το Ισραήλ, την δολοφονία του αρχηγού της δύναμης Κουντς, Κασέμ Σουλεϊμανί και την αυξανόμενη εσωτερική αναταραχή. Με άλλα λόγια, η περιφερειακή κατάσταση έδωσε τη δυανότητα στην Τουρκία να επικεντρωθεί στην ανοικοδόμηση της πολιτικής της οικονομίας και της εξωτερικής της πολιτικής, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα σημαντικές καθώς προχωρούσε προς την εκλογική αναμέτρηση του 2023. Μια εκλογική αναμέτρηση από την οποία ο Ερντογάν βγήκε κερδισμένος και θα μπορούσε να συνεχίσει την στρατηγική των καλών σχέσεων στην περιοχή.
Όμως, την ίδια ακριβώς περίοδο αναπτυσόταν μια νέα περιφερειακή ρύθμιση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, καθώς με αρωγό τις ΗΠΑ αλλά και την Ινδία σημειωνόταν πρόοδος προς την εξομάλυνση των σχέσεων τους. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου σχεδιάστηκε για να ταρακουνήσει την περιοχή και να αναγκάσει τους βασικούς ενδιαφερόμενους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, ειδικά απέναντι στο Ισραήλ, υπονομεύοντας ταυτόχρονα την αμερικανική στρατηγική για τη διαχείριση της περιοχής. Αν δεχθούμε ότι η Χαμάς είχε υλική και ηθική υποστήριξη από κάποια πλευρά, αυτή σίγουρα ήταν η Τεχεράνη, η οποία αρέσκεται να χρησιμοποιεί τον πόλεμο δια αντιπροσώπων μέσω των παραστρατιωτικών οργανώσεων που ελέγχει. Θεωρείστε κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η Χαμάς ήξερε πως το τρομοκρατικό χτύπημα της 7η Οκτωβρίου θα έφερνε συνέπειες και, ενδεχομένως, καθολική αντίδραση. Ενδεχομένως και να επεδίωξαν μαζικά ισραηλινά αντίποινα, εικόνες βομβαρδισμών και πολλούς άμαχους νεκρούς τα οποία θα δυσκόλευαν τη Σαουδική Αραβία και τα υπόλοιπα αραβικά κράτη να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις με το Ισραήλ. Παράλληλα, θα δυσκόλευαν και τις ΗΠΑ που λειτουργούσαν συνεπικουρικά σ΄αυτές τις προσπάθειες, αφήνοντας την Κίνα ως τη μόνη χώρα που μπόρεσε να φέρει κοντά Ιράν και Σαουδική Αραβία. Ενώ θα έδιναν χρόνο και στη Ρωσία, η οποία ελπίζει στην κούραση της Δύσης στο ουκρανικό μέτωπο. Η Τουρκία όμως, η οποία βιάστηκε να σταθεί στο πλευρό της Χαμάς, μοιάζει να μην έχει κανένα όφελος, χαλώντας ταυτόχρονα τις σχέσεις με το Ισραήλ και μένοντας εκτός της συζήτησης για το παλαιστινιακό για το οποίο συζητούν Αίγυπτος, Ιορδανία, Κατάρ και Σαουδική Αραβία.
Και ενώ όλες οι παραπάνω χώρες αποστασιοποήθηκαν από το Ισραήλ -η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και η Ιορδανία έχουν ασκήσει έντονη κριτική στο Ισραήλ- κράτησαν και κάποια όρια στην προσπάθεια τους να βρεθεί λύση. Η Τουρκία, όμως, έδρασε χωρίς μέτρο λειτουργώντας ως άτυπος εκπρόσωπος της Χεζμπολάχ σε σκληρότητα δηλώσεων. Αναμενόμενο αν λάβουμε υπόψη την ιστορίας της και την στάσης της υπό το καθεστώς Ερντογάν, το οποίο έχει επιδιώξει έναν εξέχοντα ρόλο στον αραβικό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο προσεταιριζόμενο κάθε ακραίο στοιχείο.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν είχε άλλη επιλογή από το να λάβει μια σκληρή στάση για να διατηρήσει τα διαπιστευτήριά της ως υπέρμαχος της παλαιστινιακής υπόθεσης και να διατηρήσει τη θέση της στον αραβικό κόσμο, στους ισλαμιστικούς κύκλους και στο παγκόσμιο μουσουλμανικό περιβάλλον. Όμως δεν είχε δει την παγίδα ή την είδε και την αγνόησε, καθώς η κλίμακα αυτής της κρίσης είναι πέρα από τις διπλωματικές της ικανότητες. Η Τουρκία παρά την αυστηρή ρητορική της με δηλώσεις και μποϊκοτάζ άνευ ουσίας δεν μπορεί να αποτρέψει το Ισραήλ από τη διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης με στόχο την εκτόπιση του καθεστώτος της Χαμάς από τη Γάζα, κάτι που επιθυμεί Αίγυπτος και Ιορδανία. Ως εκ τούτου, θα αναγκαστεί να κρατήσει μια ακόμη πιο σκληρή στάση διπλωματικά κατά του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών, επιδεινόντας τη γεωπολιτική θέση της Άγκυρας. Αλλά αυτό το σενάριο λειτουργεί προς όφελος της Τεχεράνης, η οποία αποτελεί τον ρεβιζιονιστή παράγοντα της περιοχής που παραδοσιακά επωφελείται από τις αναταραχές με το Ισραήλ καθώς αυτό αποτελεί και τον λόγο ύπαρξή της. Μέσω των ενεργειών της Χαμάς, οι Ιρανοί έχουν ήδη αναγκάσει τους Τούρκους να πάρουν μια θέση που δεν σχεδίαζαν να αναλάβουν, πέφτοντας στην παγίδα του Ιράν από την οποία θα είναι δύσκολο να ελευθερωθούν την επόμενη μέρα.
*Διεύθυνση Σύνταξης Geopolitics & Daily News