Η πρώτη μεγάλη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Ευρώπη
Το σχέδιο ανατίναξης της γέφυρας
του Χρόνη Βάρσου δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμη τ. 14
Στο χωριό Μαυρολιθάρι της βόρειας Φωκίδας, έγινε στις 20 του μήνα κρίσιμη στρατιωτική σύσκεψη όπου ο Άρης, που είχε φτάσει την προηγουμένη κάτω από σφοδρή χιονόπτωση, μαζί με τους Ζέρβα και Μάγερς καθόρισαν τις λεπτομέρειες της επιχείρησης και όρισαν την 25η Νοεμβρίου ως τη βραδιά της ανατίναξης. Η διαταγή της επιχείρησης συντάχθηκε στις 22 Νοεμβρίου από τον ίδιο τον Άρη Βελουχιώτη και ως ώρα κρούσης συμφωνήθηκε η 23:00 το βράδυ.
Το εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Θα έπρεπε να τοποθετηθούν έξι κύριες γομώσεις στα τέσσερα πόδια των δύο σιδερένιων στηριγμάτων. Η γέφυρα είχε μήκος 210 μέτρα, το υψηλότερο στήριγμα είχε ύψος 23 μέτρα, και κάθε 30 μέτρα υψώνονταν οι πυλώνες που στήριζαν τη γέφυρα. Η ιταλική φρουρά βρισκόταν οχυρωμένη σε δύο βάθρα. Το βόρειο, προστατευμένο από διπλό συρματόπλεγμα και τσιμεντένιο πολυβολείο, ήταν επανδρωμένο με 30 στρατιώτες. Το νότιο βάθρο, με επίσης διπλό συρματόπλεγμα, 3 πολυβολεία και χαρακώματα, είχε φρουρά 80 ανδρών. Επιπλέον, υπήρχαν 2 αντιαεροπορικά πυροβόλα, που θα παρείχαν από τον διπλανό λοφίσκο προστασία με επίγειες βολές.
Τις δυνάμεις κρούσης αποτελούσαν περίπου 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ και 60 του ΕΔΕΣ, μαζί με 15 Βρετανούς σαμποτέρ (στους αρχικούς 12 προστέθηκαν στην αποστολή και άλλοι 3 Βρετανοί στρατιώτες). Το σχέδιο μάχης προέβλεπε επίθεση, στο νότιο βάθρο, 60 ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τον Κωστούλα (υπολοχαγό Κώστα Καβρέτζο, από το Νεοχώρι Υπάτης), με 4 ομάδες των 15 ανδρών, τις οποίες διοικούσαν οι Γκέκας (Νίκος Κωστορίζος, από τον Τυμφρηστό Φθιώτιδας, μόνιμος υπαξιωματικός της Αεροπορίας και ήρωας του αλβανικού μετώπου), Νικηταράς, Κεραυνός και Δήμος Καραλίβανος. Στο βόρειο βάθρο θα επιχειρούσαν 45 αντάρτες του ΕΔΕΣ υπό τους ανθυπολοχαγούς Παπαχρήστου και Πετροπουλάκη. Τους κεντρικούς πυλώνες θα υπονόμευαν με εκρηκτικά, μετά την εξουδετέρωση της ιταλικής φρουράς στα δύο βάθρα, οι 6 Βρετανοί (Μπάρνες, Έντμοντς, Γκιλ, Χάμσον, Φίλιπς και Τσίτις), συνεπικουρούμενοι από τους 3 Βρετανούς στρατιώτες, μαζί με 3 ΕΛΑΣίτες και 6 ΕΔΕΣίτες. Πίσω θα έμεναν οι Μάγερς και Κρις και ο ασυρματιστής Γουΐλμοτ.
Για την παρεμπόδιση ενισχύσεων από την πλευρά της Λαμίας μέσω του Λιανοκλαδίου, τοποθετήθηκε, 1 χλμ. βόρεια της γέφυρας, δύναμη 15 ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τον Λάμπρο (ανθυπασπιστή Σπύρο Μπέκιο, από το Μαυρίλο Φθιώτιδας), μαζί με τον ανθυπολοχαγό της βρετανικής αποστολής Θέμη Μαρίνο. Αποστολή τους ήταν να υπονομεύσουν σ’ εκείνο το σημείο τη σιδηροδρομική γραμμή, με στόχο να αναχαιτίσουν την όποια εχθρική δύναμη θα προσπαθούσε να προσεγγίσει τη γέφυρα. Ακριβώς την ίδια αποστολή είχε, 1 χλμ. νότια της γέφυρας, άλλη ομάδα 15 ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τον Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου, από την Κάτω Αγόριανη-Λιλαία Παρνασσίδας), μαζί με τους Βρετανούς Κουκ και Μπάρκερ, που θα απέτρεπαν πιθανές ενισχύσεις από τη μεριά του Μπράλου και τη γέφυρα της Παπαδιάς. Την ξύλινη γέφυρα του Σπερχειού, κοντά στο Φραντζή, θα προστάτευαν 15 αντάρτες του ΕΛΑΣ υπό τον Ηρακλή (Κώστα Σκαρμούτσο, από τα Βασιλικά Υπάτης), μαζί με 8 άνδρες του ΕΔΕΣ. Την εφεδρική δύναμη από 30 ΕΛΑΣίτες, που είχε ως κρίσιμη αποστολή να παρέμβει ανά πάσα στιγμή όπου απαιτείτο, διοικούσε ο Νικηφόρος.
Σε επιτελική θέση για τον συντονισμό της όλης κρούσης παρέμειναν ο Ζέρβας με τον Μυριδάκη, ο Μάγερς, καθώς και ο Άρης με τους Θάνο, Περικλή, Θωμά (Γιάννη Χατζηπαναγιώτου) και Πελοπίδα (Παντελή Λάσκα, από το Λουτράκι). Αρχηγός της επιχείρησης ορίστηκε ομόφωνα ο Ν. Ζέρβας, δεδομένης της ιδιότητας του συνταγματάρχη την οποία έφερε.
Η επίθεση και η ανατίναξη
Τη βραδιά της 24ης Νοεμβρίου, οι προκαθορισμένες δυνάμεις που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση μετακινήθηκαν τμηματικά στην τοποθεσία «Στου Χονδρογιάννη τα πριόνια», προσεγγίζοντας τη γέφυρα, και τέθηκαν σε αυξημένη επιφυλακή, λαμβάνοντας θέσεις μάχης.
Το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου, ενώ έφτανε η προκαθορισμένη ώρα (23:00) της επιχείρησης και η αγωνία είχε αγγίξει το κατακόρυφο, ξαφνικά ακούστηκε στις 22:57 να έρχεται μια αμαξοστοιχία από νότια (από την πλευρά της Αθήνας). Με χαρακτηριστική ψυχραιμία όλοι περίμεναν το τραίνο να προσπεράσει για να ξεκινήσει η επίθεση. Με 7 λεπτά καθυστέρηση οι Έλληνες αντάρτες όρμησαν στις 23:07 στα 2 βάθρα, αντιμετωπίζοντας όμως σοβαρές δυσκολίες με τα συρματοπλέγματα αλλά και την πεισματική άμυνα των Ιταλών, που, παρά τον αιφνιδιασμό, κρατούσαν σθεναρά τις θέσεις τους. Το νότιο βάθρο έπεσε μετά από 20 λεπτά, ενώ το βόρειο άντεχε και απειλούσε την έκβαση της όλης επιχείρησης, με δεδομένο τον κίνδυνο να φτάσουν άμεσα ενισχύσεις από τη Λαμία.
Η επίθεση των 45 ανταρτών του ΕΔΕΣ φαινόταν να αποτυγχάνει. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατο να προχωρήσει η υπονόμευση των κεντρικών πυλώνων από τους Άγγλους σαμποτέρ. Μετά από σύμφωνη γνώμη των Άρη και Ζέρβα, γύρω στις 23:40 ενεργοποιήθηκε η εφεδρεία των 30 ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τους Νικηφόρο, Θάνο, Πελοπίδα και Περικλή, που εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στο βόρειο βάθρο.
Ενώ οι μάχες στο σκοτάδι συνεχίζονταν και η έκβαση της επιχείρησης φαινόταν ακόμη αβέβαιη, πάρθηκε η απόφαση να ξεκινήσει η τοποθέτηση των εκρηκτικών στις 1 μετά τα μεσάνυχτα. Η προσπάθεια απαίτησε 45 πολύτιμα λεπτά, όταν ξαφνικά στις 01:45 ακούστηκε ένα θωρακισμένο τραίνο, γεμάτο Ιταλούς στρατιώτες, να πλησιάζει από τη μεριά της Λαμίας. Τι είχε συμβεί; Η ομάδα του Σπ. Μπέκιου και του Θ. Μαρίνου, που βρισκόταν 1 χλμ. βόρεια με αποστολή την υπονόμευση της σιδηροδρομικής γραμμής από τη μεριά του Λιανοκλαδίου, δεν μπόρεσε να σταματήσει το τραίνο, λόγω αποτυχίας της έκρηξης. Ο συρμός προσπέρασε το εμπόδιο και προσέγγιζε τη γέφυρα, ενώ οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν και μπήκαν στη μάχη του βόρειου βάθρου, διαταράσσοντας τη μέχρι τότε κατάσταση και δημιουργώντας νέα δεδομένα.
Ξαφνικά όμως, και ενώ η μάχη κορυφωνόταν, ακούστηκε στις 01:45 η πρώτη έκρηξη, που όμως έφερε πενιχρά αποτελέσματα. Οι ζημιές που προκάλεσε στους πυλώνες ήταν ελάχιστες και απαιτείτο επιπλέον υπονόμευση. Στις 02:25, ενώ συνεχίζονταν οι νυχτερινές ‒αμφίρροπες πλέον‒ συγκρούσεις, έγινε και η δεύτερη έκρηξη, εξαιρετικά επιτυχημένη, αφού αυτή τη φορά γκρέμισε επιτέλους τη γέφυρα. Τότε δόθηκε και το σύνθημα της αποχώρησης. Μέσα σε 50 λεπτά, από τις 02:30 έως τις 03:20, όλα τα αντάρτικα τμήματα αποχώρησαν συγκροτημένα προς τα ορεινά της Οίτης. Η επιχείρηση είχε λήξει με θριαμβευτικό τρόπο, μετά από 4 ώρες και 20 λεπτά. Ο δύσκολος στόχος είχε πλέον καταστραφεί.
Εκτιμήσεις – συμπεράσματα
Οι απώλειες των Ιταλών, παρά την ταπεινωτική ήττα, περιορίστηκαν σε μόλις 7 νεκρούς και 2 αιχμαλώτους, ενώ των Ελλήνων, σε λίγους τραυματίες. Το επίτευγμα όμως ήταν μοναδικό. Μπορεί η μάχη του Ελ Αλαμέιν να είχε τελειώσει ήδη από τις 5 Νοεμβρίου νικηφόρα γα τους συμμάχους, ημέρα που οι Γερμανο-Ιταλοί άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως δυτικά, 20 μέρες πριν την ανατίναξη στον Γοργοπόταμο, αλλά το πλήγμα για τα αξονικά στρατεύματα ήταν βαρύ. Η γέφυρα χρειάστηκε 6 εβδομάδες για να επισκευαστεί από τους Γερμανούς μηχανικούς (έως αρχές Ιανουαρίου 1943), χρόνο κρίσιμο για τον ανεφοδιασμό του ηττημένου, εξαντλημένου και υποχωρούντος Africa Korps. Η 8η βρετανική στρατιά, προελαύνοντας δυτικά, είχε ήδη ανακαταλάβει το Τομπρούκ στις 13 Νοεμβρίου, την Ντέρνα στις 15, τη Βεγγάζη στις 20, και πλέον βρισκόταν στις 23 του μήνα έξω από την Ελ Αγκέιλα, 300 χιλιόμετρα δυτικά της Βεγγάζης! Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την επιχείρηση «Torch», ήτοι την απόβαση των Αμερικανών στη γαλλική Βόρεια Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία) στις 8 Νοεμβρίου και την προέλαση μετά την 17η του μήνα ανατολικά, δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις περικύκλωσης των δυνάμεων του Άξονα στην περιοχή της Τυνησίας και, άρα, της νικηφόρας λήξης του πολέμου στη Μεσόγειο.
Την ίδια περίοδο, στο Ανατολικό Μέτωπο, ο σοβιετικός στρατάρχης Γκιόργκι Ζούκωφ εκτόξευσε από τις 19 Νοεμβρίου την περίφημη επιχείρηση «Ουρανός» στα άκρα της γερμανικής διάταξης στο μέτωπο Ντον – Βόλγα, που κατέληξε έως τις 23 του μήνα στην οριστική περικύκλωση της 6ης στρατιάς τού Φον Πάουλους εντός της πόλης του Στάλινγκραντ και οδήγησε στον θρίαμβο της 2ας Φεβρουαρίου 1943.
Το σαμποτάζ του Γοργοποτάμου θεωρήθηκε το μεγαλύτερο έως εκείνη τη στιγμή σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Μέχρι τότε, μόνον η οργάνωση της ΠΕΑΝ είχε πετύχει κάτι αντίστοιχα εντυπωσιακό, την 20ή Σεπτεμβρίου 1942: την ανατίναξη της έδρας της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, στην Αθήνα, με 43 Γερμανούς αξιωματικούς και 29 «Έλληνες» συνεργάτες τους νεκρούς.
Το αμέσως επόμενο μετά τον Γοργοπόταμο σαμποτάζ έγινε στις 31 Δεκεμβρίου 1942 στην περιοχή των Τεμπών, με το οποίο εγκαινιάστηκε μια σειρά από δεκάδες παρόμοια χτυπήματα, και αφορούσε στην ανατίναξη αμαξοστοιχίας στο Παπαπούλι (θέση Καραλή), μεταξύ Τεμπών και Πλαταμώνα, από τον θρυλικό Βρατσάνο (Αντώνη Aγγελούλη), διοικητή του Tάγματος Mηχανικού Oλύμπου του EΛAΣ, με 35 Γερμανούς νεκρούς. Ασφαλώς μετά ακολούθησαν και άλλες εντυπωσιακές ενέργειες: την 1η Ιουνίου 1943 η ανατίναξη της σήραγγας του Κουρνόβου (στο Τρίλοφο Φθιώτιδας), με 250-580 νεκρούς Ιταλούς, την 21η Ιουνίου 1943 η ανατίναξη της γέφυρας του Ασωπού από Άγγλους σαμποτέρ, την 23η Φεβρουαρίου 1944 η ανατίναξη γερμανικής αμαξοστοιχίας στη γραμμή Θεσσαλονίκης-Λάρισας, στη θέση «Γέφυρα Μπαμπά», με 450 νεκρούς, την 31η Μαρτίου 1944 η καταστροφή τραίνου κοντά στην Κραννώνα Λάρισας, στη θέση «Χασάν-Τατάρ», με 250 απώλειες των εχθρών, και την 4η Οκτωβρίου 1944 στα Στύρφακα Φθιώτιδας σαμποτάζ σε αμαξοστοιχία, με 500 νεκρούς υποχωρούντες Γερμανούς.
Όμως, ο Γοργοπόταμος ήταν το πρώτο μεγάλο, καλά οργανωμένο, σχεδιασμένο και εκτελεσμένο εγχείρημα στο οποίο συμμετείχαν και οι δύο ελληνικές αντάρτικες οργανώσεις, ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, σε μια περίοδο κατά την οποία η ένοπλη αντίσταση ήταν ακόμα εν τη γενέσει της και ενδεχόμενη αποτυχία της επιχείρησης θα σήμαινε και την αυτόματη καταστροφή των μοναδικών αντάρτικων πυρήνων στην ορεινή Κεντρική Ελλάδα.
Οι Ιταλοί, ταπεινωμένοι, ξέσπασαν στον άμαχο πληθυσμό και διενήργησαν σκληρά αντίποινα: Στις 28 Νοεμβρίου εκτέλεσαν 12 πατριώτες στο γκρεμισμένο βάθρο της γέφυρας του Γοργοποτάμου, την 1η Δεκεμβρίου άλλους 10 στην Ομβριακή Δομοκού, και στις 6 Δεκεμβρίου 14 αμάχους στα Καστέλλια Φωκίδας. Η δωσιλογική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Τσολάκογλου έπεσε σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκε στις 2 Δεκεμβρίου από αυτήν του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου.
Εξάλλου, και οι Γερμανοί θα άρχιζαν πλέον να εμπιστεύονται όλο και λιγότερο τους Ιταλούς συμμάχους τους αναφορικά με τη μαχητική τους αξία και τη δυνατότητά τους να ελέγξουν την ύπαιθρο και το αντιστασιακό κίνημα, που φούντωνε ολοένα και περισσότερο, εξαναγκάζοντάς τους να μεταφέρουν σταδιακά περισσότερες δυνάμεις στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Το κύρος της ελληνικής αντίστασης εκτοξεύτηκε κατακόρυφα, όπως και αυτό των αρχηγών της. Ο Ζέρβας, που 4 μέρες μετά έφυγε με τους Άγγλους για την Ήπειρο, επικηρύχθηκε από τους Ιταλούς για 100 εκατομμύρια δραχμές, ενώ το όνομα του Άρη έγινε σύντομα ‒ιδίως μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού (18 Δεκεμβρίου 1942)‒ τραγούδι και θρύλος στο στόμα των κατοίκων της ορεινής Ελλάδας. Σύμφωνα με τους Άγγλους, «ο Γοργοπόταμος χωρίς τον Ζέρβα δεν θα γινόταν, και χωρίς τον Άρη δεν θα πετύχαινε».
Στο εξής, χιλιάδες Έλληνες θα έβγαιναν στο βουνό μαζικά για να πολεμήσουν τον βάρβαρο κατακτητή με ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης και ελπίδας για το νικηφόρο αύριο που ερχόταν. Το έπος της Εθνικής Αντίστασης γεννιόταν με νέους όρους. Η συσχέτιση του τοπίου με τη μάχη της Αλαμάνας και τη θυσία του Αθανασίου Διάκου, αλλά και, κατ’ επέκταση, του αντιστασιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα που διεξαγόταν, με την επανάσταση του 1821, έγινε κοινή πίστη και τραγούδι: «Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό…».
Αλλά και ο βρετανικός παράγοντας, από εδώ και πέρα, στην προσπάθειά του να επιβληθεί εκ νέου μεταπολεμικά στην Ελλάδα, θα άλλαζε ριζικά τακτική, σπέρνοντας συστηματικά μέσω της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής το πνεύμα της διχόνοιας και της εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης, προβάλλοντας σε πρώτη φάση, μέσω του συμμαχικού ραδιοφώνου και του Τύπου, υπέρμετρα τη συμβολή του Ζέρβα στην επιχείρηση «Harling», έναντι του λιγότερο «υπάκουου» και «πειθαρχικού» Άρη. Η εμφυλιοπολεμική θρυαλλίδα αποτελούσε εξάλλου απαραίτητη προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το παλλαϊκό κίνημα αντίστασης, που γιγαντωνόταν, διεκδικώντας μεταπολεμικά μια ζωή σε μια πατρίδα πραγματικά ελεύθερη, ανεξάρτητη, κοινωνικά δίκαιη, και ένα λαό «νοικοκύρη στον τόπο του».
Ιδιαίτερη μνεία όμως πρέπει να γίνει και για τους πληθυσμούς των χωριών του ορεινού όγκου της Κεντρικής Ρούμελης, των ανώνυμων αυτών πρωταγωνιστών, που σε συντριπτικό ποσοστό ενίσχυσαν τα αντάρτικα σώματα από την άνοιξη του 1942. Με αφάνταστη αντοχή, καρτερικότητα, αποφασιστικότητα, ψυχικό μεγαλείο και αξιοπρέπεια, στήριξαν τις ένοπλες δυνάμεις της αντίστασης ποικιλοτρόπως, ιδίως σε επίπεδο επάνδρωσης και εφοδιασμού, αντιμετωπίζοντας έναν κατακτητή που όλη η Ευρώπη έτρεμε. Ρίχτηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα, αναβιώνοντας την επαναστατική παράδοση της κλεφτουριάς του 1821, και αποτέλεσαν τη βάση της εθνικής αντίστασης και την πρωτοπορία του αγώνα. Διατράνωσαν, έτσι, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη θέλησή τους να αντισταθούν και να κερδίσουν την ελευθερία τους, προσδοκώντας μεταπολεμικά ένα καλύτερο μέλλον. Ο αγώνας τους δυστυχώς κατασυκοφαντήθηκε, κυνηγήθηκε, ποινικοποιήθηκε για δεκαετίες και αποκαταστάθηκε πολύ πρόσφατα.
Φέτος, μάλιστα, που συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη της αλληλοσφαγής του εμφυλίου πολέμου, είναι ευκαιρία για μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση της δράσης και της προσφοράς της Εθνικής Αντίστασης ‒ διαδικασία επίπονη, που απαιτεί νηφαλιότητα, ψυχραιμία, αλλά και θάρρος στην προσέγγιση. Όσο όμως οι δεκαετίες περνούν, τόσο πιο ασφαλή συμπεράσματα θα βγαίνουν, και θα καθοδηγούν τις επόμενες γενιές, που καλούνται μέσα από τα λάθη μιας ταραγμένης αλλά ηρωικής περιόδου να αποκτούν αυτογνωσία και ιστορική επίγνωση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λεύκωμα από τα αρχεία της ΧΙΙΙης μεραρχίας Ρούμελης, Αθήνα 1995, επανέκδοση του 1944.
Χαριτόπουλου Διονύση, Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων, Α΄ και Β΄ τόμος, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1997.
Χατζηπαναγιώτου Γιάννη (καπετάν Θωμά), Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1975.
Φαράκου Γρηγόρη, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, Α΄ και Β΄ τόμος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
Σαράφη Στέφανου, Ο ΕΛΑΣ, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1980, επανέκδοση του 1946.
Χανδρινού Ιάσονα, ΕΛΑΣ, ο μεγαλύτερος στρατός της εθνικής αντίστασης, Α΄ και Β΄ τόμος, «Μονογραφίες», περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Γνώμων εκδοτική, Αθήνα 2011.
Παπαφλωράτου Ιωάννη, ΕΔΕΣ, άγνωστες πτυχές από την ιστορία της οργάνωσης, «Μονογραφίες», περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2007.
Γρηγοριάδη Σόλωνα, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Α΄ τόμος, εκδόσεις Polaris, Αθήνα 2009, επανέκδοση του 1973.
Γλέζου Μανώλη, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Α΄ και Β΄ τόμος, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2006.
Δημητρίου Μήτσου (Νικηφόρου), Το χρονικό του Γοργοποτάμου, Αθήνα 1954.
*φιλόλογος – ιστορικός ερευνητής

1 ΣΧΟΛΙΟ
Μερικές διευκρινήσεις – διορθώσεις επί του άρθρου:
– στη διαταγή επιχείρησης που θα ξεκινούσε στις 23:00 το βράδυ ετέθησαν ως μέγιστο χρονικό όριο για την εξουδετέρωση της ιταλικής φρουράς τα 15 λεπτά, που ασφαλώς δεν τηρήθηκε.
– στους αρχικούς 12 Βρετανούς που έπεσαν με τα αλεξίπτωτα προστέθηκαν στην αποστολή και άλλοι 3 στρατιώτες, δραπέτες στη Στρώμη, πρώην αιχμαλωτισθέντες την άνοιξη του 1941 στην Ελλάδα κατά τη βρετανική υποχώρηση: ο Παλαιστίνιος Michael Khoury ή Μιχάλης και οι Τουρκοκύπριοι από την Πάφο Τζελάλ Νααφί ή Γιάννης και ο Οσμάν Σουγκλί ή Παναγιώτης (ένας ακόμη Ελληνοκύπριος, ο Παύλος Φλούρος από το Ριζοκάρπασο υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ).
– στην τοποθεσία «στου Χονδρογιάννη τα πριόνια» υπήρχε ένα παλιό πριονιστήριο ξυλείας και μερικές παράγκες υλοτόμων.
– Οι Ιταλοί ως αντίποινα την 1η Δεκεμβρίου εκτέλεσαν 17 πατριώτες (7 Λαμιώτες ομήρους και 10 από την Υπάτη) στο γκρεμισμένο βάθρο της γέφυρας του Γοργοποτάμου, την 1η Δεκεμβρίου άλλους 10 αμάχους στην Ομβριακή Δομοκού και στις 6 του μήνα 12 ακόμα στα Καστέλλια Φωκίδας (ανάμεσά τους 6 κρατούμενοι από τη Λαμία και 6 κάτοικοι της Υπάτης).