του Γιάννη Ξένου από το Άρδην τ. 127
Ενώ τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης η δημόσια συζήτηση ήταν αποκλειστικά επικεντρωμένη στην οικονομία, ακόμα και με υστερικό τρόπο, μετά την ψήφιση και την υλοποίηση του τρίτου μνημονίου, σταδιακά, η συζήτηση μετατοπίστηκε. Πια έχουμε επιστρέψει σε μια προ μνημονιακή «κανονικότητα», όπου ελάχιστα συζητιούνται για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και η συζήτηση έχει εν πολλοίς περιοριστεί στους ειδικούς του χώρου, στα οικονομικά ινστιτούτα, τις ομάδες αναλύσεων των τραπεζών κ.λπ.
Πέρα από την εκ διαμέτρου αντίθετη συνθηματολογία, από τη μια ότι η ελληνική οικονομία επέστρεψε δριμύτερη ή, από την άλλη πλευρά, ότι επίκειται νέα οικονομική καταστροφή, η αλήθεια μάλλον βρίσκεται σε μια περιγραφή του τύπου ότι μετά το βαθύ τραύμα της περιόδου 2009-2013 και την ακατάλληλη θεραπεία της περιόδου 2015-2019, το τραύμα επουλώθηκε, τώρα βιώνουμε το μετατραυματικό σοκ που θα κρατήσει πολλά χρόνια ακόμα, ίσως και δεκαετίες.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα από τα 239,7 δισ. € το 2007 μειώθηκε στα 175,9 δισ. € το 2013, δηλαδή μείωση 63,8 δισ. €, ή αλλιώς μείωση 26,6%. Το 2019 έληξε η πενταετία της στασιμότητας, μια χρονική περίοδο που η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία γνώρισε σημαντική ανάπτυξη. Χάθηκε για την Ελλάδα αυτή η καλή περίοδος και εν συνεχεία η ανάκαμψη διακόπηκε το 2020 από την πανδημία, ενώ και το σοκ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και το πληθωριστικό κύμα που ακολούθησε θέτουν νέα εμπόδια στην ελληνική οικονομία.
Χαρακτηριστικό –για το πόσο αργή θα είναι η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας–, είναι το ότι, για να επιστρέψουμε στα επίπεδα του 2007, υπάρχουν τρία σενάρια. Το καλό σενάριο, που προβλέπει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, εκτιμά ότι ελληνική οικονομία σε δέκα χρόνια θα βρίσκεται στα επίπεδα του 2007. Το μετριοπαθές σενάριο, προβλέπει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% και εκτιμά ότι θα απαιτηθούν 15 χρόνια και με το κακό σενάριο, μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης το 1,1%, θα απαιτηθούν 20 χρόνια, δηλαδή με το κακό σενάριο θα επιστρέψουμε στα επίπεδα του 2007 του 2043!
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε πρόσφατα το 2024 η κυβέρνηση εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί κατά 3% και υποστηρίζει ότι θα προέλθει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, τις επενδύσεις παγίων και από την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που θα ξεπεράσει την αύξηση των εισαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες. Η ανεργία εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 10,6% από 11,2% το 2023 και 12,4% το 2022 και ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα αποκλιμακωθεί στο 4% το 2023 (από 9,3% το 2022) και το 2024 θα πέσει στο 2,4%.
Η συγκρατημένη αισιοδοξία που αναδίδει το κείμενο του προϋπολογισμού, π.χ. ότι θα αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, σκοντάφτει στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παγιώνεται σε μια οικονομία έντασης εργασίας, δηλαδή έχει σταθερά χαμηλούς μισθούς, με αποτέλεσμα να διώχνει το εξειδικευμένο προσωπικό που αναζητά εργασία σε άλλες χώρες με απολαβές ανάλογες προς τα προσόντα του. Είναι αποκαλυπτική άλλη μελέτη της Eurobank για τη διακύμανση των αμοιβών των εργαζομένων.
Αναφέρει η μελέτη: «Το 2022, ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (21,0 χιλ.), έτος κατά το οποίο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους. Στην ευρωπαϊκή κατάταξη η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση στην ΕΕ των 27 χωρών (32,3 χιλ. € ο μέσος όρος) και στην 20η θέση στην Ευρωζώνη (35,2 χιλ. €).
Στον πίνακα βλέπουμε ότι ενώ ο μέσος ονομαστικός μισθός από το 2019 έχει σταθεροποιηθεί και παρουσιάζει και μια μικρή άνοδο από το 2021, ο μέσος πραγματικός μισθός, δηλαδή αφού εκτιμηθεί και πώς επηρεάζει το εισόδημα ο Δείκτης Τιμών, εκτός από μια μικρή ανάκαμψη το 2021, συνεχίζει να βρίσκεται σε καθοδική πορεία. Το 2021 ο μέσος μισθός είχε φτάσει στο 68,4% του μέσου μισθού με τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά το 2022 η κατακόρυφη άνοδος του πληθωρισμού (9%) συρρίκνωσε τους πραγματικούς μισθούς κατά 5,1%. Οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν από τα πάνω το 2023 περιόρισαν μερικώς το φαινόμενο, μιας και το πρώτο εξάμηνο του 2023, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2022, ο πραγματικός μισθός είχε αύξηση 1,4% (ονομαστική αύξηση 6,6%).
Συγκρινόμενος ο μέσος μισθός στην Ελλάδα με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που ανήκουν στην Ευρωζώνη, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος, που και αυτές αντιμετώπισαν οικονομικά θέματα την ίδια περίοδο με την Ελλάδα, διαπιστώνουμε το άνοιγμα της ψαλίδας που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Σε Πορτογαλία και Κύπρο οι εργαζόμενοι προσεγγίζουν τις 70 μονάδες αγοραστικής δύναμης από τις 100 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, ενώ η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει στις 56-57 μονάδες αγοραστικής δύναμης, όταν προ κρίσης η Ελλάδα είχε φτάσει τις 85 μονάδες και η Πορτογαλία βρισκόταν λίγο πάνω από τις 70.
Η συμπίεση των μισθών, αφού σε μια καθημαγμένη οικονομία, στα όρια της χρεοκοπίας, ήταν αδύνατο να γίνουν επενδύσεις, ήταν η μόνη συνταγή που ακολουθήθηκε για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ενώ ανήκουμε στον στενό πυρήνα της Ευρωζώνης, οι ανταγωνιστές μας βρίσκονται ένα σκαλί πιο κάτω, στις βαλκανικές χώρες όπου και αυτές με χαμηλούς μισθούς, παλεύουν να γίνουν ανταγωνιστικές. Οι χαμηλοί μισθοί βοήθησαν στην αύξηση των εξαγωγών που καταγράφεται την τελευταία δεκαετία, αλλά και στην προσέλκυση επενδύσεων που έλκονται από τα, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, φτηνά εργατικά χέρια. Αλλά μακροπρόθεσμα, όπως σημειώνει και η μελέτη της Eurobank, συνεχίζεται η αιμορραγία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα μπορούσε να ανεβάσει σκάλα την ελληνική οικονομία. Η οικονομία περιορίζεται, δίχως αυτούς, στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας και προσελκύεται κεφάλαιο ευκαιριακό, που αναζητά να κάνει «αρπαχτές», επωφελούμενο από τα χαμηλά μεροκάματα.
Επειδή διαχρονικά οι μισθοί στην Ελλάδα ήταν χαμηλοί, εκτός από την πρώτη δεκαετία του 2000 και εξαιτίας της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας (π.χ. αποβιομηχάνιση από τα τέλη της δεκαετίας του ’70) αποτελούσαν και αποτελούν ένα χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ, μόλις 27% το 2022 (προτελευταία θέση στην ΕΕ-27, αλλά και στην Ευρωζώνη). Αυτή η ιδιαιτερότητα ανέκαθεν ωθούσε την πλειοψηφία των Ελλήνων να δημιουργούν μικρές επιχειρήσεις ή να είναι αυτοαπασχολούμενοι. Το εισόδημα αυτών των δύο ομάδων αποτέλεσε το 52,2% του ΑΕΠ το 2022, τρίτη υψηλότερη επίδοση στην ΕΕ-27 (μ.ό. 37,2%) και η δεύτερη στην Ευρωζώνη (μ.ό. 37,4%).
Οι χαμηλοί μισθοί λοιπόν ωθούν σημαντικό μέρος των εργαζομένων στη λύση της ετεροαπασχόλησης ή της δημιουργίας ατομικής επιχείρησης (27,6% του εργατικού δυναμικού, όταν σε ΕΕ-27 και Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν το μισό, 14%). Λόγω των χαμηλών μισθών και του γεγονότος ότι τα εισοδήματα από τη μισθωτή εργασία δεν είναι εύκολο να τα αποκρύψουν (αν και στη μισθωτή εργασία υπάρχει το φαινόμενο να δίνεται ο νόμιμος μισθός και ένα επιπλέον ποσό «μαύρα»), επιλέγεται η εναλλακτική της αυτοαπασχόλησης που σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα δεν δηλώνονται. Το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών προσπαθεί να δώσει μια εικόνα φορολογικής ισότητας, δηλαδή να πληρώνουν φόρους και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και όχι μόνο αυτοί που δεν μπορούν να το αποφύγουν, δηλαδή μισθωτοί και συνταξιούχοι, αλλά δεν απαντά στο κεντρικό πρόβλημα, δηλαδή πώς η μισθωτή εργασία θα γίνει ελκυστική.
Το κεντρικό ζήτημα που καλείται να απαντηθεί είναι πώς η εργασία, και ιδιαιτέρως η εξειδικευμένη εργασία, θα ανταμείβεται ικανοποιητικά και έτσι θα συγκρατηθεί το εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό που αποφοιτά από τα ελληνικά πανεπιστήμια και ίσως επιστρέψει και ένα μέρος αυτού που αναχώρησε τα προηγούμενα χρόνια. Διαφορετικά η οικονομική και δημογραφική αιμορραγία θα συνεχιστεί και θα συνεχίσουμε να είμαστε σε ένα καθοδικό σπιράλ, όπου η συζήτηση θα περιορίζεται στο να φέρει το υπουργείο Μετανάστευσης φτηνά εργατικά χέρια από μουσουλμανικές χώρες για να αντικαταστήσουν τους εργάτες από τα Βαλκάνια των προηγούμενων δεκαετιών. Με τέτοιες μυωπικές λύσεις όμως και η οικονομία κινείται σε λάθος κατεύθυνση και θα δημιουργηθούν νέες κοινωνικές εντάσεις από τη φιλοξενία ενός πληθυσμού δύσκολα εντάξιμου.