Ένας χρόνος μετά την αδιανόητη εθνική τραγωδία στα Τέμπη τίποτα δεν μπορεί να απαλύνει κατ’ ελάχιστο το δυσβάσταχτο πόνο στις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και το βαρύτατο συλλογικό πένθος στην ελληνική κοινωνία. Το σοκ από την νεκρική σιγή του θανάτου, που έχει κατακαθίσει πάνω από τη χώρα έχει μετατραπεί σε οργή εξαιτίας των προσπαθειών συγκάλυψης των πραγματικών και ολιστικών αιτίων της από το ελλιποβαρές πολιτικό προσωπικό εξουσίας και τους διαπλεκόμενους κρατικούς αρμούς που εμπλέκονται σε αυτήν. Από την εσπευσμένη διακοπή των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή (και όχι της προανακριτικής, όπως θα ήταν το ορθό) το μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος λίγες ημέρες μετά , η δραματική καθυστέρηση της διερεύνησης των υλικών που μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία (πιθανότατα ποσότητες ευφλέκτων ειδών για το εκτεταμένο λαθρεμπόριο καυσίμων που πραγματοποιείται στην Ελλάδα) ως την κυνική στάση των πολιτικών προσώπων, που είχαν την ευθύνη και την εποπτεία για τον σιδηροδρομο, συνθέτουν κατ’ ελάχιστον το παζλ της εντεινόμενης απαξίας των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήματος. Σε σχετική πρόσφατη δημοσκόπηση είναι χαρακτηριστικό ότι το 75% των ερωτηθέντων εξεδήλωσαν πλήρως την απαξία τους για την εξεταστική επιτροπή.
Χωρίς αμφιβολία η ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών αποτυπώνει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καταστροφή κατά τη Μεταπολίτευση (Μάτι, Μάνδρα, Τέμπη, Μαλιακός Κόλπος, Σάμινα κ.λπ.), τις διαχρονικές στρεβλώσεις και τις «χαίνουσες πληγές» του νόθου πολιτικού-οικονομικού συστήματος, που γιγαντώθηκε κατά την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, του μνημονιακού οδοστρωτήρα και της σημερινής μεταμνημονιακής κηδεμονίας. Πίσω από την επιτηδευμένα ιλουστρασιόν ευρωπαϊκή προθήκη κρύβονται σκελετοί και τεράστιες παθογένειες, που ανά πάσα στιγμή παραμονεύουν να ακυρώσουν αυτήν την επίπλαστη εικόνα και να μας επαναφέρουν στην οδυνηρή πραγματικότητα της βαθιάς παρακμής της χώρας μας.
Ο ελληνικός σιδηρόδρομος αναμφισβήτητα αποτελεί την επιτομή των διαχρονικών παραλυτικών πολιτικών της νοσηρής κομματοκρατίας, που λειτουργεί ως «θεραπαινίδα» της παρασιτικής και μαυραγοριτικής οικονομικής ολιγαρχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, που αποτελεί την πρώτη επιλογή για την κίνηση των πολιτών με σύγχρονα και γρήγορα τρένα, αλλά και τη μεταφορά εμπορευμάτων, που ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 20%, στην Ελλάδα υπήρξε πάντα ένας παραμελημένος τομέας τόσο ως προς την μετακίνηση των πολιτών όσο και ως προς την μεταφορά εμπορευμάτων, που ανέρχονται μόνο στο 2%. Αυτό όμως δεν εμπόδισε στο να γίνει ο ΟΣΕ ένα διαπλεκόμενο πεδίο «καταβρόχθισης» τεράστιων πόρων από το 1995 ως σήμερα που ανέρχονται σε 15 δις ευρώ, χωρίς ποτέ να ολοκληρωθούν τα προβλεπόμενα έργα που ήταν η δεύτερη γραμμή Πάτρας – Αθηνών – Θεσσαλονίκης, η ηλεκτροκίνηση των τρένων και παράλληλα η τοποθέτηση των στοιχειωδών συστημάτων ασφαλείας για την ασφαλή κίνηση των τρένων, όπως το ΕΤCS (European Transport Safety Council), που προβλέπει την αυτόματη πέδηση των τρένων όταν είναι σε κίνδυνο, ζητήματα αυτονόητα για οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ισπανία και η Πορτογαλία, με αντίστοιχα χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, έχουν πραγματοποιήσει τεράστιες επενδύσεις στον χώρο του σιδηροδρομικού δικτύου και συγκαταλέγονται σήμερα στην ελίτ στον τομέα αυτό. Η αιτία αυτής της καταβρόχθισης των τεράστιων πόρων, χωρίς μάλιστα να έχουν ολοκληρωθεί οι υποδομές και τα συστήματα ασφαλείας, που σημειωτέον έχουν αγοραστεί από το 2000 (24 χρόνια πριν και ενόψει των Ολυμπιακών αγώνων) και που αν υπήρχαν, θα αποτρέπονταν η οδυνηρή εθνική τραγωδία στα Τέμπη, είναι ο εσμός διαφόρων κερδοσκοπικών συμφερόντων εντός και εκτός του ΟΣΕ, με τις πολλές και ανεξέλεγκτες εργολαβίες και την απουσία οποιαδήποτε διαφάνειας, που τον μετέτρεψαν σε μεγάλο πιθάρι χωρίς πάτο. Οι λεγόμενοι εθνικοί εργολάβοι και οι διάφορες ανάδοχες εταιρείες που λυμαίνονται επί χρόνια τον ΟΣΕ μέσω της διαπλοκής, έχουν στην κυριολεξία δημιουργήσει ασφυκτικό κλίμα γύρω από αυτόν με συνέπεια την οδυνηρή σημερινή πραγματικότητα της απουσίας των στοιχειωδών συστημάτων ασφαλείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2011 υπήρχε σύστημα τηλεδιοίκησης, που λόγω της ένταξης της χώρας στα μνημόνια εγκαταλείφθηκε σταδιακά εξαιτίας της δραματικής μείωσης των κονδυλίων, του έμπειρου προσωπικού του ΟΣΕ που μετατάχθηκε σε άσχετες υπηρεσίες του Δημοσίου, αλλά και του «πλιάτσικου» του υλικού του ΟΣΕ. Ακολούθησε η διάσπαση του ΟΣΕ σε επιμέρους εταιρείες με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό του, που το μόνο αποτέλεσμα που έφεραν ήταν η σύγχυση των αρμοδιοτήτων, η έλλειψη συντονισμού, η αδυναμία ολοκληρώσεως στοιχειωδών έργων και η επαύξηση του αριθμού των golden boys στις διοικήσεις αυτών των εταιρειών.
Το «κερασάκι στην τούρτα» αυτής της διαλυτικής πορείας ήταν η πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην κρατική ιταλική εταιρεία Ferrovie Dello Stato Italiane αντί πινακίου φακής 47 εκ. ευρώ, με βαρύγδουπες εκατέρωθεν υποσχέσεις περί εκσυγχρονισμού του ελληνικού σιδηροδρόμου. Πλην όμως αυτή, σε αντίθεση με την πατρίδα της, δεδομένου ότι η Ιταλία είναι πρωτοπόρος στο σιδηροδρομικό δίκτυο και στη λειτουργία των τρένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στη χώρα μας για λόγους καθαρά κέρδους επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την ολοκλήρωση των απαραίτητων υποδομών που αφορούσαν την ασφάλεια των τρένων και την οποία διαφήμιζε, ακόμα και αν αποδειχθεί ότι οι εξαρτημένες ελληνικές κυβερνήσεις δεν της επέβαλαν τέτοιους όρους στις συμβάσεις πωλήσεων. Χαρακτηριστικό για το πώς αντιμετωπίζει τη χώρα μας είναι το γεγονός, ότι ενώ διαφήμιζε και έβαλε σε δοκιμαστική γραμμή το λεγόμενο «ασημένιο βέλος» (ETR 475), που ήταν τρένο κατασκευής του 2003, στη συνέχεια έφερε στη χώρα μας τα ΕΤΡ 470 που είναι τρένα κατασκευής του 1993-1996 και τα οποία, λόγω σοβαρών προβλημάτων στη συντήρηση, εγκαταλείφθηκαν από την Ελβετία, η οποία τα έστειλε σε διαλυτήριο τρένων και ουσιαστικά δεν λειτουργούν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, πλην της Ιταλίας σε δευτερεύουσες και μικρής σημασίας γραμμές.
Βρισκόμαστε ως κοινωνία χωρίς αναισθητικό μπροστά στο φαινόμενο των πολλαπλών και εφαπτόμενων ευθυνών των εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας, της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και όλων των διορισμένων από τις Κυβερνήσεις των τελευταίων ετών διοικήσεων του ΟΣΕ και των ομοειδών εταιρειών, που καταδεικνύει το εύρος της παρακμιακής τροχιάς της χώρας μας. Το μέγεθος της ανυποληψίας της πολιτικής εξουσίας και ειδικότερα της κυβέρνησης της ΝΔ, αποτυπώνεται από το γεγονός ότι ένα χρόνο μετά τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε στο σιδηροδρομικό δίκτυο ως προς την απαιτούμενη ασφάλεια παρά τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις ότι από τον περασμένο Σεπτέμβριο σε όλη τη γραμμή θα λειτουργούσε σύστημα σύγχρονης τηλεδιοίκησης και θα είχε ολοκληρωθεί παράλληλα και η εγκατάσταση του συστήματος αυτόματης πέδησης.
Έτσι, το πένθος για τους αδικοχαμένους νέους στα Τέμπη δεν αφορά μόνο τους οικείους τους και την κοινωνία συναισθηματικά, αλλά συνολικά τη χώρα, η οποία βρίσκεται σε πρόδηλη παρακμή χωρίς να υπάρχει καμία σοβαρή εναλλακτική πολιτική ανατροπής αυτής της κατάστασης από ένα πολιτικό σύστημα, που κυριαρχεί η φενάκη της εξουσίας και η νοσηρή κομματοκρατία και μια κοινωνία όπου κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις και η ατομικιστική αντίληψη. Ένας θανατηφόρος δηλαδή συνδυασμός που οδηγεί την Ελλάδα στο τέλμα και στον πάτο του βαρελιού.