84 χρόνια μετ’ εμποδίων
του Δημήτρη Μπούσμπουρα από το ιστολόγιο Κουτσομύλι
Η πρόσφατη προκήρυξη διαγωνισμού «για την υποστήριξη του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) στις διαδικασίες αξιολόγησης και περιβαλλοντικής αδειοδότησης για έργα και δραστηριότητες εντός του δικτύου Natura» δείχνει το αδιέξοδο του συστήματος διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών. Ο ΟΦΥΠΕΚΑ έχει αναλάβει την διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών αλλά ο τρόπος που έχει οργανωθεί τον οδηγεί σε δυσκολία υλοποίησης των αρμοδιοτήτων του και απευθύνεται στον ιδιωτικό τομέα ή ίσως προβαίνει σε μια προκήρυξη που υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία. Αντί δηλαδή να προσλάβει προσωπικό ζητάει να κάνουν την δουλειά κάποιοι με μπλοκάκι.
Αλλά τι δουλειά; Από τις πιο ουσιώδεις καθώς η γνωμοδότηση του ΟΦΥΠΕΚΑ είναι από τις πιο σημαντικές κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης αφού, υποτίθεται, αυτός ο οργανισμός γνωρίζει καλύτερα από όλους την κατάσταση διατήρησης των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους στις προστατευόμενες περιοχές. Όμως λόγω έλλειψης προσωπικού, η οποία αναμένεται να ενταθεί στο μέλλον καθώς πολλοί εργαζόμενοι παραιτούνται, και μεγάλου όγκου εργασίας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει.
Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε ως εδώ. Πως οργανώθηκε ιστορικά το σύστημα των προστατευόμενων περιοχών και ιδιαίτερα τι έγινε τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι Εθνικοί Δρυμοί από τον Μεταξά μέχρι και την μεταπολίτευση
Οι πρώτες προστατευόμενες περιοχές στην Ελλάδα ήταν ο Εθνικός Δρυμός Ολύμπου και ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού, με Βασιλικό Διάταγμα του 1938 και ακολούθησαν στην συνέχεια μερικές ακόμα περιοχές για να φτάσουμε μέχρι το 1974 τους 10 Εθνικούς Δρυμούς[1]. Την αρμοδιότητα διαχείρισης ανέλαβαν οι Διευθύνσεις Δασών στις αντίστοιχες νομαρχίες. Η δασική υπηρεσία όμως, με το «Τμήμα Αισθητικών Δασών, Δρυμών και Θήρας», έκανε ελάχιστα πράγματα. Κυρίως στάθηκε σε απαγορεύσεις βόσκησης και σε τμηματικές μόνο απαγορεύσεις του κυνηγίου καθώς συνδέονταν στενά με τα πιο παλαιολιθικά όργανα των κυνηγών. Εκπόνησε κάποιες υποτυπώδες μελέτες μόνο και δεν έλαβε μέτρα για την διατήρηση των σπάνιων και απειλούμενων ειδών.
Κατά κάποιο τρόπο οι προστατευόμενες περιοχές ήταν ένα πάρεργο που ανατίθετο στο Τμήμα Θήρας των δασαρχείων. Ως αποτέλεσμα είχαμε την εξαφάνιση του γυπαετού από τον Όλυμπο και τον Παρνασσό και συνολικά από όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στον Όλυμπο μάλιστα έχουν εξαφανιστεί από την εποχή ίδρυσης του Εθνικού Δρυμού 8 είδη σπάνιων πουλιών[2]. Αν και είναι πιθανόν ένα ή δύο από αυτά να έχουν καταγραφεί λάθος παλαιότερα, το πρόβλημα της εξαφάνισης των ειδών, και μάλιστα του γυπαετού, είδους συμβόλου του βουνού, είναι πολύ σοβαρό και δείχνει λάθη ή έλλειψη διαχείρισης για την διατήρηση των ειδών, παρά το ότι ο Όλυμπος ήταν ο πρώτος και ο πιο προβεβλημένος διεθνώς Εθνικός Δρυμός της χώρας.
Αυτή η έννοια «διαχείριση για την διατήρηση» – conservation management προκαλούσε απέχθεια στους περισσότερους δασικούς μέχρι πρόσφατα καθώς θεωρούσαν ότι η δασοκομική διαχείριση που έκαναν ήταν άριστη, ακόμα κι αν δεν έλεγχαν αν στα δέντρα που έκοβαν υπήρχαν πάνω φωλιάς αρπακτικών. Αν και στις δασικές διαχειριστικές μελέτες προβλέπεται η αποτύπωση στοιχείων και για την χλωρίδα και την πανίδα, αυτά τις περισσότερες φορές απουσίαζαν.
Μια ιστορία που έζησα και ο ίδιος που δείχνει αυτό το πνεύμα είναι η εξής: Υλοποιούσαμε, το 1998, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, μαζί με τα δασικά ινστιτούτα ένα έργο για την βελτίωση των συνθηκών σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ – τόποι Natura για την διατήρηση της ορνιθοπανίδας). Στην μετάφραση του τίτλου του έργου που έκαναν οι συνεργάτες μας αφαίρεσαν τον όρο conservation και παρέμεινε μόνο η λέξη διαχείριση. Αρνήθηκαν επίσης αλλαγές στον τρόπο διαχείρισης των δασών επ’ ωφελεία των ειδών. Οι φωτεινές εξαιρέσεις που υπήρχαν, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Ντούρος, δασάρχης Πάρνηθας και μετέπειτα διευθυντής Εθνικών Δρυμών, δεν μπόρεσαν να περάσουν ένα άλλο πνεύμα. Η δασική υπηρεσία έμεινε προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην διαχείριση – εκμετάλλευση των δασών και στην προστασία του δάσους ως έκτασης και δεν προχώρησε ποτέ στα ζητήματα διατήρησης της βιοποικιλότητας. Παρ’ όλα αυτά ορισμένα από τα μέτρα που προτείναμε, για διαφορετική διαχείριση των δασών στις προστατευόμενες περιοχές με τρόπο που να ευνοεί τα είδη, ενσωματώθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση στην περιβαλλοντική νομοθεσία[3], χωρίς όμως να υλοποιούνται στην πράξη.
Το ΠΑΣΟΚ και οι ανεπαρκείς βάσεις
Το 1986, θεσμοθετήθηκε ο νόμος πλαίσιο «για την προστασία του περιβάλλοντος» που αποτελεί ακόμα και σήμερα την βάση της νομοθεσίας για τις προστατευόμενες περιοχές, την διατήρηση της βιοποικιλότητας και την διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων. Αυτός προέβλεπε την δημιουργία Εθνικών Πάρκων και Περιοχών Οικοανάπτυξης, όπως ονόμασε μια άλλη κατηγορία περιοχών, σε όλη την Ελλάδα. Εκπονήθηκαν πολλές μελέτες, οι περισσότερες με σημαντική συγχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση που από το 1992 ανακοίνωσε την δημιουργία του ευρωπαϊκού δικτύου NATURA 2000.
Η συντριπτική πλειοψηφία όμως αυτών των μελετών έμεναν στα συρτάρια και ο κάθε υπουργός περιβάλλοντος που αναλάμβανε δήλωνε ότι θα επανεξετάσει το ζήτημα. Καθώς όμως υπήρχε πίεση από την Ε.E., δεδομένου ότι είχαν δαπανηθεί πολλά χρήματα σε μελέτες αλλά το ελληνικό κράτος δεν προχωρούσε σε θεσμοθέτηση προστατευόμενων περιοχών με προεδρικά διατάγματα, οι κυβερνήσεις εξέδιδαν κοινές υπουργικές αποφάσεις διάρκειας 2 ετών με δικαίωμα παράτασης ενός έτους.
Ένα ζήτημα που απασχόλησε το υπουργείο περιβάλλοντος ήταν ο τρόπος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών. Ήταν πλέον σαφές ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει η δασική υπηρεσία καθώς εκτός των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν οι μισές τουλάχιστον εκτάσεις είχαν μη δασικό χαρακτήρα, ήταν υγρότοποι, νησιά και νησίδες αλλά και θαλάσσιες περιοχές. Θα έπρεπε συνεπώς να υπάρξουν φορείς διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών. Αυτοί συνήθως στις περισσότερες χώρες είναι δύο ειδών: τα Εθνικά Πάρκα, που την ευθύνη την έχει το κεντρικό κράτος και τα περιφερειακά πάρκα την ευθύνη των οποίων έχουν κυρίως οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με το κεντρικό κράτος. Σε ένα οργανωμένο σύστημα διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών η κάθε περιοχή έχει σαφείς στόχους διατήρησης συγκεκριμένων σπάνιων και απειλούμενων ειδών, τύπων οικοτόπων και του τοπίου σε καλή κατάσταση εσαεί. Σε ένα περιφερειακό πάρκο αυτά αποτυπώνονται στο σχέδιο διαχείρισης της περιοχής, το οποίο έχει συνταχθεί με τους κανόνες της επιστήμης και στο οποίο συμφωνούν οι εμπλεκόμενοι φορείς μετά από διαβουλεύσεις. Στην συνέχεια όλοι δεσμεύονται για την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων διατήρησης. Οι τοπική παράγοντες μετέχουν διότι μέσω των δράσεων και της προβολής αναδεικνύεται η περιοχή τους.
Στην Ελλάδα υπήρξε για πολλά χρόνια μια διαρκής μεγάλη συζήτηση για την αποκέντρωση του κράτους, καθώς μέχρι το 1994 δεν υπήρχε εκλεγμένος δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης και ο νομάρχης διορίζονταν από την κυβέρνηση. Η ισορροπία και η συμπληρωματικότητα μεταξύ του κεντρικού κράτους και των περιφερειών δεν έχει βρεθεί ακόμη στην χώρα μας. Έτσι φάνταζε εντελώς ανέφικτη μια πρόταση για περιφερειακά πάρκα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν υπήρχαν σαφή διαχειριστικά σχέδια που να καθόριζαν προτεραιότητες και να δημιουργούν δεσμεύσεις, αλλά υπήρχαν μόνο οι βασικές μελέτες θεσμοθέτησης.
Η προστασία του περιβάλλοντος παρέμενε κάτι νεφελώδες, ιδιαίτερα στα μυαλά των πολιτικών. Στην πραγματικότητα το δίκτυο τόπων Natura στην Ελλάδα διαμορφώθηκε με μεγάλη συνεισφορά εθελοντικής εργασίας περιβαλλοντικών οργανώσεων και επιστημόνων αλλά σε πολλές μελέτες απουσίαζε η διαχειριστική οπτική. Όπου υπήρξε δημιουργούσε έκπληξη: «με αυτά θα ασχολούμαστε τώρα;[4]» ή τρόμο «θα σταματήσει η ανάπτυξη;[5]» αν και ένα σωστό διαχειριστικό σχέδιο δίνει μεγάλες προοπτικές οικονομικής προώθησης μιας περιοχής. Το ίδιο το κράτος δεν πίστευε σε αυτά παρά το ότι υπήρχαν συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις από την Ε.Ε. Ο Υπουργός περιβάλλοντος Κώστας Λαλιώτης για να ξεμπερδεύει οδήγησε τα ¾ των κονδυλίων της Ε.Ε. που διατίθεντο για την διατήρηση της βιοποικιλότητας στην ανασύσταση της Κάρλας.
Στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκαν κρατικά εποπτευόμενα Εθνικά Πάρκα και Περιφερειακά πάρκα. Το 2003 επιλέχτηκε ένα υβριδικό μοντέλο που φαίνονταν ότι κάνει μία σύνθεση κράτους, τοπικής αυτοδιοίκησης και εμπλεκόμενων φορέων των πολιτών. Δημιουργήθηκαν οι Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου διοικούμενα από ΔΣ στην σύνθεση των οποίων μετείχαν εκπρόσωποι του κεντρικού κράτους, των περιφερειών, των Δήμων, περιβαλλοντικών οργανώσεων, ειδικών επιστημόνων και τοπικών παραγωγικών φορέων, χωρίς όμως καθοριστικές αρμοδιότητες όπως η φύλαξη. Ο κύριος στόχος του Υπουργείου Περιβάλλοντος ήταν να διασφαλίσει την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων για το φυσικό περιβάλλον και την βιοποικιλότητα και να αποφύγει κυρώσεις για έλλειψη διαχείρισης.
Δημιούργησε λοιπόν τους ΦΔΠΠ χωρίς να τους παρέχει όλα τα νομικά εφόδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Προεδρικά Διατάγματα με τις ρυθμίσεις των ζωνών εντός των Π.Π. δεν εκδόθηκαν στις περισσότερες περιοχές. Τα ΔΣ των ΦΔΠΠ ήταν ίσως τα μόνα μη αμειβόμενα ΔΣ στο ευρύτερο δημόσιο. Παρ’ όλα αυτά λειτούργησαν και σταδιακά στελεχώθηκαν κυρίως χάρις στις προσπάθειες των προέδρων και ορισμένων εκπρόσωπων των Περιβαλλοντικών Οργανώσεων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που πίστεψαν στον θεσμό. Το ενδιαφέρον στην προσπάθεια αυτή ήταν η σύγκλιση συμφερόντων για την διατήρηση της φύσης και την ανάδειξη των περιοχών. Σε κάθε περιοχή βέβαια, ανάλογα με τα πρόσωπα που υπήρχαν στα ΔΣ, διαμορφώθηκαν διαφορετικές καταστάσεις και κατευθύνσεις. Για το προσωπικό έγιναν πολύ λίγα σε σχέση με την επιμόρφωση και πολύ αργά, μέσα από την τριβή, έμαθαν το αντικείμενο της διατήρησης.
Η φύλαξη που αποτελεί διεθνώς μια από τις πιο σημαντικές αρμοδιότητες των μονάδων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, δεν προβλέφθηκε ή μάλλον, πάλι με ένα υβριδικό σύστημα, προσλήφθηκαν φύλακες οι οποίοι δεν είχαν αρμοδιότητες όπως όλα τα αντίστοιχα σώματα φύλαξης. Απλώς περιπολούσαν στις περιοχές και μόνο ορισμένοι εργαζόμενοι από αυτούς που ενδιαφέρονταν έμαθαν να κάνουν καταγραφές για την βιοποικιλότητα. Αν εντόπιζαν μια παράβαση θα έπρεπε να ειδοποιήσουν αστυνομικές αρχές ή την δασική υπηρεσία ή τους φύλακες των κυνηγετικών συνομοσπονδιών που, όλως περιέργως για μη κρατικό σώμα, έχει αρμοδιότητα ελέγχου.
Η γνωμοδότηση κατά την διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, που απορροφά περισσότερο από 50% του χρόνου του επιστημονικού προσωπικού, δεν εκφέρονταν υπακούοντας σε συγκεκριμένους κανόνες, όπως συμβαίνει και με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος ή των περιφερειών, καθώς δεν υπήρχαν, καθορισμένοι στόχοι διατήρησης και σχέδια διαχείρισης για τις περιοχές και τα είδη. Στην αρχική φάση λειτουργίας τους, σε ορισμένους Φορείς Διαχείρισης, το ΔΣ έπαιρνε την τελική απόφαση για την γνωμοδότηση και το προσωπικό είχε δευτερεύοντα ρόλο, κυρίως για να συντάξει κατ’ εντολή το έγγραφο. Η γνωμοδότηση συχνά δεν βασίζονταν στους στόχους διατήρησης της περιοχής αλλά ήταν περισσότερο μια «πολιτική» απόφαση. Αυτές οι αδυναμίες υποχώρησαν σιγά σιγά καθώς το επιστημονικό προσωπικό έμαθε τις περιοχές και μπορούσε να αξιολογήσει πιο σωστά και να εισηγηθεί στο ΔΣ. Ας έχουμε υπόψη ότι μια σωστή γνωμοδότηση δεν σημαίνει απόρριψη και μόνο ενός έργου αλλά και την υπόδειξη σωστών περιβαλλοντικών όρων για την υλοποίησή του.
Η παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ και η νέα κατάσταση με τον ΟΦΥΠΕΚΑ
Οι προστατευόμενες περιοχές που είχαν ΦΔΠΠ, όμως, ήταν πολύ λίγες σε σχέση με το σύνολο των τόπων Natura. Η Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα να καταδικαστεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για ελλιπή διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και η λύση που βρήκε το υπουργείο περιβάλλοντος, το 2018, ήταν να αναθέσει στους υφισταμένους ΦΔΠΠ και σε 8 ακόμη που δημιούργησε, όλους τους τόπους Natura υπό την εποπτεία τους. Έτσι ξαφνικά οι ΦΔΠΠ βρέθηκαν να έχουν στην ευθύνη τους δεκαπλάσιες ή και παραπάνω περιοχές, σε έκταση και αριθμό, χωρίς να αυξηθεί το προσωπικό.
Το σύστημα είχε φρακάρει και όσο και να αυταπατώταν η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι με ΔΣ, που απαρτίζονταν πλέον από μερικά στελέχη του κόμματος και από ανθρώπους με γνώσεις και θετική διάθεση στο περιβάλλον θα κατάφερε να λειτουργήσει, αυτό έφτασε στα όριά του. Νόμιζαν ότι οι φορείς διαχείρισης θα ήταν κάτι σαν κρατικές μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Η αντίφαση των πολιτικών της κυβέρνησης αυτής φάνηκε με την προκήρυξη ειδικών περιβαλλοντικών μελετών για την θεσμοθέτηση των τόπων NATURA και σύνταξης διαχειριστικών σχεδίων σε 11 μεγάλα πακέτα με τρόπο που μόνο μεγάλες μελετητικές εταιρείες μπορούσαν να τα αναλάβουν, από τις γνωστές που εκπονούν μόνο μελέτες για τεχνικά έργα ή πρόχειρες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η φιλοδοξία ήταν να ολοκληρωθούν σε δύο χρόνια αλλά πέντε χρόνια μετά αυτές οι μελέτες δεν έχουν ολοκληρωθεί, ενώ η έκδοση προεδρικών διαταγμάτων θεσμοθέτησης προστατευόμενων περιοχών αναμένεται ίσως για το επόμενο έτος.
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των μελετών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πρόχειρες αλλαγές που έκανε στην νομοθεσία η ΝΔ, με ευθύνη του αποπεμφθέντος καθ. Πολεοδομίας υφυπουργού περιβάλλοντος Δημήτρης Οικονόμου, και οι ανεπαρκείς προδιαγραφές των μελετών. Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι η καθυστέρηση έκδοσης των στόχων διατήρησης για τα είδη και τους τύπους οικοτόπων στους τόπους Natura, που έπρεπε να ληφθούν υπόψη στην εκπόνηση των μελετών, επιτρέποντας έτσι υποκειμενικότητες σε ανεπαρκείς μελετητές. Αυτοί οι στόχοι εκδόθηκαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, πάλι μετά από καταδίκη της χώρας στο ΔΕΕ, και έχουν σε πολλές χιλιάδες περιπτώσεις γραμμένη την έκφραση «ανεπαρκή δεδομένα». Αυτό συμβαίνει διότι το κράτος προχώρησε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση σε μελέτες καταγραφών των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και στην πραγματικότητα, μόλις το 2015, είχαμε τα πρώτα ολοκληρωμένα στοιχεία για την κατάσταση των ειδών και των τύπων οικοτόπων στη χώρα μας.
Τα οργανωτικά διοικητικά και διαχειριστικά προβλήματα έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν με την δημιουργία ενός νέου φορέα, του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ)[6] στον οποίο συμπεριλήφθηκαν όλοι οι φορείς διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών οι οποίοι ονομάστηκαν πλέον Μονάδες Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΜΔΠΠ). Το σύστημα πλέον ελέγχεται κεντρικά αν και παραμένουν οι τοπικές δομές με το προσωπικό κυρίως και ένα υποβαθμισμένο και μάλλον αδρανές συμβουλευτικό όργανο από τοπικούς, επιστημονικούς και περιβαλλοντικούς φορείς. Αν και ο ΟΦΥΠΕΚΑ είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου εποπτευόμενο από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως ήταν και οι ΦΔΠΠ, διοικείται από ΔΣ πλήρως εποπτευόμενο από την κυβέρνηση χωρίς εκπροσώπους από άλλους φορείς και καθετοποιημένη διοικητική δομή. Το κεντρικό κράτος έτσι παρεμβαίνει παντού χωρίς συμμετοχή άλλων φορέων. Η παρουσία στο ΔΣ των γενικών διευθυντών Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Δασών διασφαλίζει ότι υπάρχουν άμεσοι ιμάντες μεταφοράς εντολών στον ΟΦΥΠΕΚΑ και σε όλα τα τμήματα του υπουργείου περιβάλλοντος.
Τα βήματα οργάνωσης του ΟΦΥΠΕΚΑ είναι πολύ αργά π.χ. ανακοινώθηκε το προηγούμενο έτος ότι θα δοθούν πραγματικές αρμοδιότητες στους φύλακες των ΜΔΠΠ αλλά αυτό δεν έχει συμβεί. Είναι πιθανό να δούμε και αυτήν την φορά αυτό που βλέπουμε στην Ελλάδα σε κάθε δύσκολη περίπτωση. Κάθε κυβέρνηση ή κάθε υπουργός να αλλάζει τα δεδομένα και τα οργανωτικά σχήματα έτσι ώστε οι αποφάσεις να παραμένουν στην κεντρική κυβέρνηση. Μένουν όλα ανοιχτά, ώστε να απαιτείται για κάθε θέμα κεντρική πολιτική παρέμβαση. Είναι η γνωστή τακτική να επιτρέπονται και να απαγορεύονται όλα ταυτόχρονα ώστε μόνο οι πολιτικοί να βρίσκουν τις λύσεις και να αναγκάζονται να καταφεύγουν όλοι σε αυτούς.
Αν υπήρχε διάθεση να οργανωθεί κάτι μόνιμο και αποτελεσματικό ο ΟΦΥΠΕΚΑ θα στελεχώνονταν αποτελεσματικά, τόσο κεντρικά όσο και στις ΜΔΠΠ. Οι πρόχειρες προκηρύξεις που αναφέρθηκαν στην αρχή του άρθρου δείχνουν ότι δεν υπάρχει πραγματική διάθεση για δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος διατήρησης της βιοποικιλότητας και των προστατευόμενων περιοχών.
Δημήτρης Γ. Μπούσμπουρας
[1] Κατά σειρά θεσμοθέτησης: Ολύμπου(1938), Παρνασσού (1938), Πάρνηθας (1961), Αίνου Κεφαλονιάς (1962), Σαμαριάς (1962), Οίτης (1966), Πίνδου – Βάλια Κάλντα (1966), Βίκου – Αώου (1973), Πρεσπών (1974), Σουνίου (1974)
[2] μαυρόγυπας (Aegypius monachus), βουνοσφυριχτής (Charadrius {Eudromias} morinellus), χρυσογέρακο (Falco biarmicus), σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum), γυπαετός (Gypaetus barbatus), σπιζαετός (Aquila fasciata), τριδάκτυλος δρυοκολάπτης (Picoides tridactylus), κοκκινοκαλιακούδα, (Pyrrhocorax pyrrhocorax)
[3] Κυρίως στην KΥΑ οριζοντίων μέτρων για τις Ζώνες Ειδική Προστασίας, άρθρο 5 ΣΤ, ΦΕΚ 415/B/23-2-2012.
[4] Οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης στο ΔΣ του Οικολογικού Πάρκου Πάρνωνα κόντεψαν να πάθουν αποπληξία όταν ανακοινώθηκε από το προσωπικό ότι, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς για αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης και λήψης μέτρων διατήρησης στις προστατευόμενες περιοχές, σχεδιάζονται έργα για το τσακάλι και για το δασόκεδρο. Αυτοί ήθελαν να δαπανηθούν τα χρήματα για ένα Κέντρο Ενημέρωσης σε κάθε χωρίο – από αυτά που δεν μπαίνει κανείς μέσα.
[5] Αφιέρωσα 1,5 ώρα να πείσω, το 2002, την Υπουργό περιβάλλοντος Βάσω Παπανδρέου ότι η διατήρηση σε καλή κατάσταση των τόπων Natura δεν σημαίνει ότι τους βάζουμε στην γυάλα. Στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων συνομιλούσε κυρίως με μηχανικούς ή με χωροτάκτες που είχαν μια στατική αντίληψη για την διαχείριση του χώρου.
[6] Η σελίδα του ΟΦΥΠΕΚΑ https://necca.gov.gr/
Φωτογραφία κεφαλίδας: Γερακίνα (Buteo buteo) στο παρόχθιο δάσος του Πηνειού στην Καλαμπάκα.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Συγχαργτήρια για την σφαιρική ανάλυση του θέματος. Σχετικά με την αποστροφή της δασικής υπηρεσίας προς τον όρο conservation αλλά όχι management, έχω να παρατηρήσω ότι σαν κοινωνία κυριαρχούμαστε από ιδεοληψίες, οι οποίες πρόσκαιρα επικρατούν και μετά εξαφανίζονται για να πάρουν άλλεσ τη θέση τους….Ετσι συνέβη και με την οικολογία, η οποία θεωρήθηκε ότι ανήκει οργανικά στον λεγόμενο αριστερό, προοδευτικό πολιτικό χώρο και συνεπώς δεν ήταν διανοητή η απόδοση και χρήση του conservation σαν συντήρηση. Τον παραλείπουμε λοιπόν για να μην παρεξηγηθούμε αφού κατά το θέσθατο “η Οικολογία είναι αριστερή”, ενώ είναι απλούστατα σκέτη Οικολογία!
Υ.Γ. Κάποια παρόμοια τύχη είχαν και οι τυποποιημένες εκφράσεις “εθνομηδενισμός” και “κουνάς το δάκτυλο” που διαπιστώνω ότι εκλείπουν σταδιακά από το νεοελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο