Του Γιάννη Σαΐνη από το Άρδην τ. 132
Γυμνή, χωρίς τον δωρικό της χιτώνα. Τραχιά, σκληρή, ακατέργαστη, πρωτεϊκή. Εδώ που οι τόποι δεν έχουν ακόμη ονόματα. Εδώ που το βουνό λέγεται απλώς «Όλυμπος», που δεν σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από βουνό. Εδώ που η κοιλάδα λέγεται απλώς «Αυλώνα», που δεν σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από κοιλάδα.

Από την Κοιλάδα του Βουνού, την Αυλώνα της Ολύμπου δηλαδή, ανοίγεται ένα μονοπάτι τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων που οδηγεί στη θάλασσα. Το ακολουθήσαμε. Στα αριστερά μας ένα βουνό με το «όνομα» «Όρος», στα δεξιά μας ένα άλλο όρος, γυμνά και τα δύο, ή, για να ακριβολογούμε, σκεπασμένα με τούφες ξηρών ασπαλάθων. Ο ήλιος ανελέητος. Ο αέρας που σφυροκοπά καθημερινά όλη την Κάρπαθο, εδώ έχει καταλαγιάσει. Ο προσανατολισμός του μονοπατιού και τα όρη προστατεύουν το μονοπάτι, που γρήγορα, μετά την έξοδο από την Αυλώνα και την αρχή της κατάβασης, στο στενότερο πλέον πέρασμα, ακολουθεί το αρχαίο μονοπάτι της εγκαταλελειμμένης πλέον αρχαίας δωρικής πόλης, της Βρυκούντας, που παρεμπιπτόντως δεν σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από «χωράφι με ακρίδες». Πατώντας πάνω σε πέτρες γλιστερές από τα πατήματα των πρόσφατων και απώτερων προγόνων και από τις οπλές των ζώων, διασχίζουμε το πέρασμα συναντώντας μόνο μερικά μουλάρια που έβοσκαν αμέριμνα και παρατηρώντας τα γεράκια να διαγράφουν τέλειους κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας. Η ησυχία απόλυτη, τα τζιτζίκια απόντα. Μόνο οι ανάσες μας, κοφτές και γρήγορες, να δίνουν τον ρυθμό.

Ξαφνικά, σε μία στροφή, το μεγαλείο της καρπαθικής αυτής γωνιάς αποκαλύφθηκε ατόφιο μπροστά στα μάτια μας. Ένας κόλπος, μία αντρίκια αγκαλιά σκληρού εδάφους να περισφίγγει την πάντοτε ανήσυχη θάλασσα στο βάθος. Στα αριστερά, ένα ψηλό βραχώδες ακρωτήρι, η θέση της αρχαίας δωρικής Βρυκούντας. Στα δεξιά, η χθαμαλή ακτή δίνει τη θέση της, μερικές εκατοντάδες μέτρα στο εσωτερικό, σε ένα μεγαλειώδες τείχος απότομων βράχων, που οι επίπεδες κορφές τους στεφανώνονται από ξερολιθιές, έργα ανθρώπινα, που, μετά την εγκατάλειψή τους, απομένουν σαν γρατζουνιές πάνω στο κορμί των αιωνίων βράχων και τίποτε παραπάνω.
Μετά από μία πορεία μίας και μισής ώρας, πατούσαμε τα χώματα της αρχαίας Βρυκούντας. Δωρική αποικία στη ΒΔ εσχατιά της Καρπάθου και μία από τις τέσσερις πόλεις της Καρπάθου κατά την αρχαιότητα. Και ίσως και η πιο εντυπωσιακή.
Προϊστορικά ευρήματα, όπως τάφοι της Μυκηναϊκής Εποχής, μαρτυρούν την αρχαιότητα του οικισμού, από τον οποίο σήμερα σώζεται κυρίως η ελληνιστική και ρωμαϊκή φάση, με λείψανα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Τα επιβλητικά τείχη, χτισμένα κατά το ισόδομο ή ψευδοϊσόδομο σύστημα, διατηρούνται σε σημαντικό μήκος και ύψος. Στη νεκρόπολη υπάρχουν πολλοί μνημειώδεις λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι.
Από τις σωζόμενες επιγραφές που αναφέρονται στον αρχαίο δήμο των Βρυκουντίων σημαντική είναι αυτή με το ψήφισμα του δήμου για τον Μηνόκριτο Μητροδώρου από τη Σάμο, που είχε διατελέσει γιατρός επί είκοσι χρόνια στη Βρυκούντα. Η επιγραφή βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, αντίγραφό της όμως έχει τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση πάνω σε ένα βράχο δίπλα στο μονοπάτι, μέσα στον χώρο της αρχαίας πόλης. Το εντυπωσιακό δεν είναι η εύρεση της επιγραφής, αλλά το περιεχόμενό της που υποδεικνύει μια πολιτισμική συνέχεια χιλιάδων χρόνων. Ο γιατρός από τη Σάμο επαινείται από τον Δήμο για τις υπηρεσίες που αφιλοκερδώς προσέφερε επί είκοσι χρόνια. Για να του ανταποδώσουν το καλό που έκανε αυτός ο «ξένος» στην πόλιν της Βρυκούντος, ο Δήμος, δηλαδή ο Λαός αυτοπροσώπως, αποφάσισε να του επιτρέψει να συμμετέχει στα δρώμενα, δηλαδή στα πανηγύρια της πόλεως ως ισότιμος με τους Βρυκούντιους. Η δωρική αντίληψη του «οικείου» και του «ξένου» που απέχει πολύ από την ιωνική αντίληψη του διαχωρισμού μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων. Ξένος είναι ο καθένας (Έλληνας ή Βάρβαρος) που δεν έχει γεννηθεί στην Πόλιν, από γονείς επίσης της ίδιας πόλεως. Μία αντίληψη η οποία ίσχυε μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες στην Κάρπαθο, όπου οι «ξένοι» μπορούσαν μεν να παρευρίσκονται στα πανηγύρια, όχι όμως να συμμετέχουν ενεργά σε αυτά.

Στην άκρη της χερσονήσου, μία σειρά από σκαλοπάτια λαξευμένα στον βράχο και προσφάτως επενδεδυμένα με τσιμέντο, οδηγούν στα ίσαλα του βράχου, όπου αποκαλύπτεται ένα σπήλαιο σε σχήμα τέλειου ημιθολίου. Το σπήλαιο ευρύχωρο, υγρό ως όφειλε και σκοτεινό. Λατρευτικός τόπος αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, στις Νύμφες ή στη Λινδία Αθηνά; Κανείς δεν ξέρει. Εδώ και αιώνες όμως έχει καθαγιασθεί και έχει αφιερωθεί στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Πράγμα διόλου παράξενο βέβαια. Ο τόπος προσφέρεται για ένα πλήθος συμβολισμών, που στους παλαιότερους θα ήταν περισσότερο κατανοητοί, καθώς δεν είχαν ακόμη προσαρμοσθεί στη λογική του τουρίστα που αφειδώς καταναλώνει εικόνες και τοπία για να στρέψει, αμέσως μετά, το βλέμμα του σε νέα τοπία και εικόνες χωρίς σταματημό.
Το σπήλαιο, Μήτρα ή Τάφος, αδιάφορο για τη χριστιανική κοσμοθεωρία, γεννά πάντα τη Νέα Ζωή. Ο Τάφος γίνεται Μήτρα που οδηγεί στην Ανάσταση, στο Φως. Διόλου τυχαία, το Ιερό, η Αγία Τράπεζα, έχει προσανατολισθεί προς την έξοδο του σπηλαίου απ’ όπου εισέρχεται το Φως, υπενθυμίζοντας πως σημασία δεν έχει η είσοδος στον Τάφο ή στη Μήτρα, αλλά η έξοδος από αυτή. Και σε ποιον θα μπορούσε να αφιερωθεί αυτό το Σπήλαιο-Εκκλησία εκτός από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, εκτός από αυτόν που γνώριζε το Φως που έρχεται, προετοιμάζοντας τον δρόμο Του;
Βγαίνοντας από το Σκοτάδι στο Φως, πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, ενώ ο ήλιος μεσουρανούσε. Απομακρυνόμενοι από το ακρωτήρι και την ευεργετική επήρεια της θαλάσσιας αύρας και εισερχόμενοι ξανά στην κοιλάδα ανάβασης, η ζέστη γίνεται αποπνικτική. Τα βήματά μας σταδιακά άρχισαν να χάνουν τον ρυθμό τους. Χονδρές σταγόνες ιδρώτα πότιζαν τις ξασπρισμένες πέτρες. Στο GPS μετρούσα αντίστροφα τα χιλιόμετρα, τα μέτρα, τα εκατοστά που μας χώριζαν από την Αυλώνα, ενώ οι ακτίνες του ήλιου περόνιαζαν τη φαλάκρα κάτω από το καπέλο. Τότε με τράβηξε η Κατερίνα κάτω από τη μοναδική ελιά που υπήρχε στη διαδρομή. Πιο παρατηρητική από εμένα, είχε εντοπίσει την ελιά καθώς κατεβαίναμε και είχε προϋπολογίσει τι θα μπορούσε να συμβεί στην επιστροφή. Χωθήκαμε κάτω από τη σκιά της και βρέξαμε τα κεφάλια μας με παγωμένο νερό, που από τότε που έπαθα πρώτη φορά ηλίαση, στο Ταίναρο, κουβαλώ πάντα σε απίστευτες ποσότητες μαζί μου. Ανάψαμε τσιγάρο και αστειευτήκαμε με ένα ζευγάρι κοράκια που κρώζανε στον βράχο ακριβώς πίσω μας. Μας περίμεναν υπομονετικά να ενδώσουμε στη ζέστη και στην κούραση; Παρόλο που σηκώθηκα και προσπάθησα να τα τρομάξω δεν απομακρύνθηκαν. Όταν με το καλό ανακτήσαμε τις δυνάμεις μας και δροσισθήκαμε αρκετά, σηκωθήκαμε για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε λίγα μέτρα από τη σωτήρια ελιά και τα κοράκια, με ένα κρώξιμο χαράς, γρήγορα γρήγορα εισέβαλαν στη φυλλωσιά της. Πού να φανταστούμε πως τα κοράκια απλώς περίμεναν να φύγουμε, για να δροσιστούν και αυτά λίγο, από την κάψα του ήλιου;

Στα 1,8 χιλιόμετρα, φτάσαμε τελικά εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο και ξαπλώσαμε πάνω στο τσιμέντο, που παλαιότερα σίγουρα θα ήταν η πίστα των οργάνων του παραδοσιακού πανηγυριού, κάτω από τη σκιά ενός θηριώδους ξενικού ευκαλύπτου.
Λίγες ώρες αργότερα, καθώς διηγούμασταν τη διαδρομή σε φίλους προτρέποντάς τους να την κάνουν οπωσδήποτε, αυτοί μας δήλωσαν πως δεν θα ήθελαν «να τα δούνε όλα». Εγώ, απλώς σκέφτομαι πως τώρα μόνο είμαι σίγουρος πως οίδα την Κάρπαθο. Γυμνή, τραχιά, σκληρή, ακατέργαστη, πρωτεϊκή. Με μια λέξη, Ευλογημένη.
