Αρχική » Γ. Μανιάτης: «Πράσινη Μετάβαση με Πατριωτισμό και Συμπεριληπτικότητα»

Γ. Μανιάτης: «Πράσινη Μετάβαση με Πατριωτισμό και Συμπεριληπτικότητα»

από Άρδην - Ρήξη

Συνέντευξη του τ. υπουργού Περιβάλλοντος και υποψήφιου ευρωβουλευτή στον Αναστάση Μπαλτατζή για το Άρδην τ. 129

Καλησπέρα σας, κύριε Μανιάτη. Σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά, κυκλοφορήσατε πρόσφατα ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Επειδή δεν υπάρχει Planet B». Με τι στόχο ξεκινήσατε τη συγγραφή του; Τι δεδομένα προέκυψαν στην πορεία; Τι άλλαξε στο τελικό αποτέλεσμα;
όπως γράφω στον πρόλογο του βιβλίου, η πρώτη μας συζήτηση με τον Μάκη Προβατά έγινε το καλοκαίρι του 2020. Είχαμε μόλις περάσει την πρώτη, την πιο δύσκολη, φάση της πανδημίας. Μια κρίση που μας έκανε να ξανασκεφτούμε βασικές παραμέτρους της ζωής μας σήμερα. Από το πώς μπορούμε να συνυπάρχουμε με ασφάλεια σε μια εποχή αυξημένης διακινδύνευσης, μέχρι τα προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν αιφνιδιαστικά στην προμήθεια βασικών αγαθών.
Η αρχική μας ιδέα ήταν να οργανώσουμε μια συζήτηση, απλή, αλλά όχι απλοϊκή, για την Κλιματική Κρίση. Στο μεταξύ όμως ανέκυψαν και άλλες κρίσεις. Τον Φεβρουάριο του 2022 ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μια δραματική αποσταθεροποίηση, που έθετε ξανά θέματα ζωτικής σημασίας για τις κοινωνίες μας, τόσο γεωπολιτικά όσο και ενεργειακά, με το κρίσιμο θέμα της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και μετά, ήρθαμε αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στη χώρα μας, στην πιο απτή και δραματική μορφή τους: πυρκαγιές, πλημμύρες, χιονοπτώσεις, με κορύφωση το περασμένο καλοκαίρι, με τις καταστροφικές φωτιές στη Ρόδο, στη Δαδιά και στην Πάρνηθα, και αμέσως μετά με τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.
Όσο λοιπόν γίνονταν εμφανείς οι επιπτώσεις αυτού που λέμε «πολυκρίση» της εποχής μας, τόσο περισσότερο επείγον έμοιαζε να αναδείξουμε τα μεγάλα διακυβεύματα της εποχής μας: ανανεώσιμη ενέργεια, μείωση των ορυκτών καυσίμων, αναβάθμιση της ανθεκτικότητας των υποδομών μας, προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας – τελικά, δηλαδή, τους όρους προστασίας της ανθρώπινης ζωής και της ζωής στον πλανήτη. Και να αναδείξουμε το όραμα για μια Πράσινη Μετάβαση προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα. Εάν το καταφέραμε, είναι στην κρίση των αναγνωστών μας.


Η ΕΕ και οι κύριες βιομηχανίες της θέλουν να πρωταγωνιστήσουν στην ενεργειακή μετάβαση θέτοντας τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Σας φαίνεται εφικτός ο στόχος; Σε ποιους τομείς εκτιμάτε ότι θα είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί η μετάβαση και ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν;

Ο στόχος αυτός είναι φιλόδοξος και σίγουρα επιτακτικός, εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν βιώσιμο πλανήτη. Έχει όμως ορισμένες προϋποθέσεις. Σήμερα επενδύονται παγκοσμίως περίπου $1,2 τρις σε θέματα καθαρής ενέργειας. Σύμφωνα όμως με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, για να πετύχουμε τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, θα πρέπει να φτάσουμε στα $4,5 τρις έως το 2030. Αυτό σημαίνει ότι, στην επόμενη δεκαετία, πρέπει να τετραπλασιάσουμε τα κονδύλια για πράσινη ενέργεια, και να πολλαπλασιάσουμε τις δράσεις προσαρμογής, μετριασμού και ανθεκτικότητας των κοινωνιών απέναντι στις συνέπειες της Κλιματικής Κρίσης.
Όλα αυτά προϋποθέτουν να ορίσουμε τις προτεραιότητες. Όλοι θεωρούμε ότι η Κλιματική Κρίση είναι μείζων απειλή για τον πλανήτη, αλλά πιο δύσκολα μεταφράζουμε αυτή την απειλή στην καθημερινή μας ζωή. Και, βέβαια, είμαστε πιο επιφυλακτικοί στο να διοχετευθούν σημαντικοί πόροι στην αντιμετώπισή της – ειδικά τη στιγμή που η ακρίβεια υπονομεύει την αγοραστική μας δύναμη και τελικά την ποιότητα ζωής.
Η πολιτική όμως είναι ζήτημα επιλογών και προτεραιοτήτων. Οι πολιτικοί οφείλουν να λειτουργήσουν παιδαγωγικά, να πείσουν τους ανθρώπους για το επείγον του πράγματος. Και μια άλλη πρόκληση είναι να βρούμε τους κατάλληλους μηχανισμούς εφαρμογής των αποφάσεων. Ένα παράδειγμα: στο COP28, που έγινε τον Νοέμβριο 2023 στο Ντουμπάι, έγιναν ορισμένα βήματα. Το κείμενο που εγκρίθηκε ελπίζουμε ότι θα επιταχύνει τη δράση προς μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050. Έχουμε όμως τους μηχανισμούς να επιβάλουμε και να εφαρμόσουμε αυτές τις αποφάσεις; Εδώ η ΕΕ θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να βρεθεί στην πρωτοπορία παγκοσμίως.


Προς αυτή την κατεύθυνση βλέπουμε ότι, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρώπη καταβάλλει προσπάθειες να επαναφέρει την αλυσίδα παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελ στο έδαφός της. Μιλάμε για μία αλυσίδα παραγωγής, στην οποία η Κίνα αυτή τη στιγμή κατέχει πάνω από το 75% του παγκόσμιου μεριδίου σε κάθε στάδιό της. Από την άλλη πλευρά, οι υπάρχουσες ευρωπαϊκές εταιρείες είτε κλείνουν λόγω ανταγωνισμού είτε μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στις ΗΠΑ. Μήπως η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία έρχεται λίγο αργά; Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μία κατάσταση εξάρτησης παρόμοια με αυτή από το ρωσικό αέριο;
Πράγματι, η Κίνα παράγει το 85% της παγκόσμιας παραγωγής φωτοβολταϊκών, το 60% των αιολικών και το 90% των μπαταριών. Το 2023 εγκατέστησε υπερδιπλάσιες μονάδες φωτοβολταϊκών από ό,τι οι ΗΠΑ και η ΕΕ μαζί. Επενδύει αδιανόητους πόρους σε αυτό τον τομέα, ρίχνει το κόστος και έτσι καθιστά πολύ δύσκολο να την ανταγωνιστούν οι χώρες της Δύσης. Ταυτόχρονα, υπάρχει και η διάσταση της εξάρτησής μας από πρώτες ύλες που προέρχονται από την Κίνα. Σπάνιες γαίες, λίθιο, κοβάλτιο, όλες αυτές οι πρώτες ύλες από τις οποίες κατασκευάζονται τα φωτοβολταϊκά, τα αιολικά, οι μπαταρίες, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ελέγχονται από 40% έως 90% από την Κίνα.
Η Ευρώπη άργησε δυστυχώς να αντιληφθεί ότι χάνει έδαφος. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι δεν έχει τη δυνατότητα να απαντήσει. Η απάντηση όμως περνάει αναγκαστικά μέσα από τη συνένωση δυνάμεων. Όπως το τόλμησε, και το πέτυχε, στον τομέα της αεροναυπηγικής, με τη δημιουργία της Airbus. Αντίστοιχα, επείγει σήμερα μια συμμαχία ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και επιχειρήσεων, που θα πιστεύουν στο Green Deal και στη δυνατότητά μας να «επαναπατρίσουμε» την παραγωγή υψηλής πράσινης τεχνολογίας σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτό σημαίνει, όμως, και σημαντική επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D). Σημαίνει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην καινοτομία. Γιατί ο διεθνής ανταγωνισμός δεν αφορά μόνο το χαμηλό κόστος. Αφορά και την υψηλή ποιότητα.


Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες επενδύουν όλο και περισσότερο στις ΑΠΕ και κλείνουν το μάτι και στις μελλοντικές εξαγωγές πράσινου υδρογόνου προς την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ηγεσία άλλωστε αναζητά ανοιχτά εταίρους στην Αφρική και την Ασία από τους οποίους θα προμηθεύεται μεσοπρόθεσμα πράσινη ενέργεια. Αυτό θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή σε αγωγούς όπως τον EastMed, αλλά και υποθαλάσσια καλώδια. Πώς θα οραματιζόσασταν τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στο νέο αναδυόμενο τοπίο;

Η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. είναι μεγάλη και τεκμηριωμένη. Τα κράτη-μέλη χρησιμοποιούν πετρέλαιο και φυσικό αέριο που είναι κατά 75-80% εισαγόμενα. Άρα είναι ζωτικής σημασίας για την Ε.Ε. τόσο το να εκμεταλλευθεί τις δικές της ενεργειακές πηγές όσο και να εκπονήσει μια ενεργειακή στρατηγική με διαφοροποίηση των πηγών προέλευσης αλλά και των διαδρομών διέλευσης. Σε αυτό το σύνθετο πρόβλημα, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να έχει κομβικό ρόλο.
Η ενεργειακή στρατηγική της Ε.Ε. συνδέεται οργανικά και με την περιφερειακή σταθερότητα. Σημαντικοί αγωγοί διέρχονται από τη χώρα μας και συμμετέχουμε στην υλοποίησή τους: TAP (Κασπία), IGB (προς Βουλγαρία-Ρουμανία), EastMed (Ανατολική Μεσόγειος). Τον EastMed τον εντάξαμε μάλιστα από το 2013 για χρηματοδότηση στα Προγράμματα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCIs), και λειτούργησε καταλυτικά για συμφωνίες της Ελλάδας με το Ισραήλ, την Κύπρο, την Αίγυπτο, ενώ συνέβαλε στη δημιουργία του EastMed Gas Forum, που αποτελεί σημαντικό οργανισμό συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης, η γεωπολιτική αναβάθμιση και ισχυροποίηση της χώρας μας περνάει και από το ηλεκτρικό καλώδιο που σχεδιάζεται να συνδέσει Ελλάδα και Αίγυπτο με στόχο τη μεταφορά πράσινης ενέργειας από τη Βόρεια Αφρική προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Όπως και από το καλώδιο σύνδεσης Ισραήλ-Κύπρου-Κρήτης, το οποίο επίσης εντάξαμε από το 2013 στα έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος. Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να γίνει βασικός κόμβος σε ενεργειακές λεωφόρους, προς τα Βαλκάνια και προς τη Βόρεια Ευρώπη. Είναι αυτό που αποκαλώ Εθνική Διπλωματία Καλωδίων και Αγωγών.


Ακούμε χρόνια ότι οι υδρογονάνθρακες αποτελούν πλούτο της χώρας μας. Καθώς όμως προχωράμε προς ένα απανθρακοποιημένο μέλλον, πιστεύετε ότι θα είχε νόημα να εγκαταλειφθεί το σενάριο εξόρυξής τους και να δοθεί από νωρίς βάση στην παραγωγή νέων πράσινων καυσίμων;

Ασφαλώς η χώρα μας έχει πλούσια κοιτάσματα. Σύμφωνα με την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων, νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο, τα εκτιμώμενα αποθέματα είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ. Δυστυχώς όμως έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο. Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από το 2014 που αναθέσαμε τις πρώτες τρεις συμβάσεις και προκηρύξαμε διεθνή διαγωνισμό για τα θαλάσσια οικόπεδα σε Ιόνιο και νότια Κρήτη. Για να απαντήσω όμως και στην ερώτησή σας, είναι βέβαιο ότι, μέχρι το 2050 τουλάχιστον, το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο και στην Ευρώπη. Οι ανάγκες της χώρας μας θα διπλασιαστούν την επόμενη δεκαετία. Και παρά τις προσπάθειες απεξάρτησης από τη Ρωσία, η Ελλάδα τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό με φυσικό αέριο που διέρχεται μέσω Τουρκίας. Σκεφτείτε τις γεωπολιτικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι η χώρα μας πρέπει να ακολουθήσει τη στρατηγική που ονομάζω «Και ανανεώσιμα Και φυσικό αέριο», αντί για «Είτε ανανεώσιμα Είτε φυσικό αέριο». Και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι. Καθώς το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό, ενεργειακό και γεωπολιτικό, πρέπει ως Ευρώπη και ως Ελλάδα να επενδύσουμε μαζικά και σε έρευνα και δράση για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και σε έρευνα για εντοπισμό και αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου εν είδει μεταβατικού καυσίμου, μαζί με την επένδυση σε αγωγούς και δίκτυα μεταφοράς. Και εδώ έρχεται η πρόκληση που συζητούσαμε προηγουμένως: η Ελλάδα να αξιοποιήσει τα κοιτάσματά της αλλά και να γίνει διαμετακομιστικός κόμβος φυσικού αερίου και πράσινου ηλεκτρισμού ανάμεσα σε Ανατολική Μεσόγειο, Βόρεια Αφρική και Κεντρική-Βόρεια Ευρώπη.


Ας αφήσουμε όμως τα μακροπολιτικά. Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην πράσινη μετάβαση;
Κατ’ αρχάς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις δυνατότητές μας. Η Ελλάδα, το 2014, ήταν η 3η καλύτερη χώρα στον κόσμο στην κατά κεφαλήν παραγωγή ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά και 8η καλύτερη στην Ε.Ε. σε παραγωγή ηλεκτρισμού από αιολικά πάρκα. Τον Αύγουστο του 2023 είχαμε τη μεγαλύτερη μηνιαία παραγωγή ΑΠΕ στην ιστορία μας. Αν και μικρή χώρα, συμμετέχουμε με σημαντική επιτυχία στην Πράσινη Μετάβαση.
Την περίοδο 2010-2014 χαράξαμε μια εθνική ενεργειακή στρατηγική που ακολουθείται εν πολλοίς από όλες τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Οι προτεραιότητές της συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας: Ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια, με μοχλό τις ΑΠΕ και τα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας σε κατοικίες και δημόσια κτήρια· ενεργειακή και γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας μέσω της Διπλωματίας των Αγωγών και των Καλωδίων, μαζί με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων που διαθέτουμε· συνεργασία με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και οριοθέτηση της ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο.
Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαία η εθνική επένδυση στην καινοτομία στον τομέα της ενέργειας. Εκτός από τους αγωγούς και τα καλώδια, όπου διαθέτουμε κορυφαίες ελληνικές εταιρείες, εξίσου σημαντικοί και δυναμικοί τομείς στην οικονομία μας είναι οι ηλιακοί θερμοσίφωνες, οι τεχνολογίες αποθήκευσης (βιομηχανικές μπαταρίες), τα ελληνικά όργανα μέτρησης ενέργειας (έξυπνοι μετρητές), η εξοικονόμηση ενέργειας με μερικές από τις καλύτερες εταιρείες στην παραγωγή κουφωμάτων αλουμινίου και υλικών θερμομόνωσης. Η Πράσινη Μετάβαση μπορεί και πρέπει να πάει μαζί με την ανάπτυξη δυναμικών τομέων της εθνικής μας οικονομίας. Είναι εθνικό και πατριωτικό μας καθήκον να διασφαλίσουμε ότι θα παράγουμε καινοτομία αντί να την εισάγουμε, και ότι τα οφέλη αυτής της παραγωγής θα διαχέονται στην ελληνική κοινωνία, με δημιουργία θέσεων εργασίας και ένα αυτοδύναμο, πράσινο αναπτυξιακό μοντέλο. Είναι αυτό που ονομάζω «Συμπεριληπτικός Κλιματικός Πατριωτισμός».


Στο ζήτημα μιας πράσινης θέρμανσης. Οι αντλίες θερμότητας και η καύση υδρογόνου εμφανίζονται ως τεχνολογίες του μέλλοντος σε αυτό τον τομέα. Πώς όμως θα μπορούσαν να γίνουν μεσοπρόθεσμα προσβάσιμες στην πλειονότητα του πληθυσμού; Θα πρέπει το κράτος να ασκήσει επιδοματική πολιτική;

Η ψύξη και η θέρμανση είναι από τις δραστηριότητες που καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα και εκπέμπουν τους περισσότερους ρύπους, τόσο στο οικιακό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της βιομηχανίας. Αντίστοιχα, η λύση που διαθέτουμε είναι η αντικατάσταση διαφόρων συσκευών ψύξης-θέρμανσης (air condition) στα σπίτια από αντλίες θερμότητας, και στη βιομηχανία το υδρογόνο. Το σκεπτικό είναι είτε να χρησιμοποιούμε λιγότερη ενέργεια, είτε να καταναλώνουμε πράσινη ενέργεια που συνεπάγεται λιγότερους ρύπους. Εξάλλου, η μείωση των εκπομπών ρύπων είναι βασική παράμετρος και του στόχου για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Εδώ όμως χρειάζεται όχι μια εμβαλωματική «επιδοματική» πολιτική, αλλά μια συστηματική πολιτική ώστε να ενθαρρύνουμε τους πολίτες και τις βιομηχανίες να προχωρήσουν σε τέτοιες παρεμβάσεις. Διαφορετικά ούτε τους στόχους θα πετύχουμε, αλλά και θα ενισχύσουμε τις κοινωνικές ανισότητες. Ας ακολουθήσουμε τις πετυχημένες πρακτικές της ενεργειακής θωράκισης των σπιτιών μας. Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», που σχεδιάσαμε και αρχίσαμε να υλοποιούμε το 2011, είναι το πιο φιλοπεριβαλλοντικό, αλλά και το πιο κοινωνικά επωφελές πρόγραμμα για τα μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά. Επομένως, χρειάζεται ένα ευρύ πρόγραμμα παρέμβασης, που θα συνδυάζει τη συστηματική ενίσχυση ιδίως των χαμηλότερων στρωμάτων με την προϋπόθεση οι πρώτες ύλες και η καινοτομία να προέρχονται από ελληνικές επιχειρήσεις. Να ένα καλό παράδειγμα Συμπεριληπτικού Κλιματικού Πατριωτισμού που σας έλεγα προηγουμένως.


Ποια είναι η γνώμη σας για το μοντέλο παραγωγής ενέργειας στην επαρχία και κατανάλωσής της στις πόλεις και στη βιομηχανία; Φαίνεται αυτό να επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια, καθώς τα μεγάλα πάρκα ΑΠΕ εγκαθίστανται σε αραιοκατοικημένες περιοχές, σε καλλιεργήσιμες γαίες και σε φυσικά τοπία. Τι κοινωνικές επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει αυτό το μοντέλο;
Εάν συμφωνούμε ότι επείγει η Πράσινη Μετάβαση για τη σωτηρία των βασικών όρων της ζωής μας, αυτό σημαίνει ότι βάζουμε και ορισμένες προτεραιότητες, ότι κάνουμε επιλογές. Πράσινη πολιτική χωρίς ΑΠΕ δεν γίνεται. Από εκεί και πέρα, ωστόσο, αρχίζει το πεδίο της συζήτησης, ακόμη και της διαφωνίας και της αντίδρασης, που είναι φυσικά απαραίτητο σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Υπάρχουν πολλών ειδών αντιδράσεις. Η πρώτη είναι θα έλεγα αισθητική: οι ανεμογεννήτριες διαταράσσουν την ομορφιά του φυσικού τοπίου. Μπορεί βέβαια τα αιολικά σε μια γυμνή κορυφογραμμή να είναι και αισθητικά ωραία, αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι άλλος πρέπει να είναι ο χειρισμός σε μια δασωμένη βουνοκορφή και άλλος σε μια εντελώς απογυμνωμένη.
Άλλες αντιδράσεις αφορούν την προσβολή του φυσικού περιβάλλοντος. Εδώ θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Δεν μπορεί να κάνουμε πράσινη πολιτική εις βάρος του πρασίνου. Δεν μπορεί όμως και να εργαλειοποιείται η οικολογική ευαισθησία στη λογική τελικά του Not In My Backyard. Ειδικά στις περιοχές Natura, δεν μπορεί να επιτρέπονται οποιεσδήποτε παρεμβάσεις χωρίς τουλάχιστον τη σύμφωνη γνώμη του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Δεν μπορεί από την άλλη και να ξεχνάμε ότι τα αιολικά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα εξοικονόμησαν τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο απορροφούν 510.000.000 δένδρα.
Τέλος, υπάρχουν και οι κοινωνικού τύπου αντιδράσεις. Η εγκατάσταση ΑΠΕ δεν δημιουργεί τόσες θέσεις εργασίας όσο, ας πούμε, ένα εργοστάσιο της ΔΕΗ. Ωστόσο, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι αντιδράσεις κάθε είδους, πιστεύω ότι θα πρέπει να κινητοποιούμε κάθε φορά δύο πολύ βασικά εργαλεία που διαθέτουμε. Το πρώτο είναι τα ανταποδοτικά οφέλη. Όπου υπάρχει αιολικό πάρκο, αντί για 3% του τζίρου (όπως θεσμοθετήσαμε την περίοδο 2011-2014), να πηγαίνει στην τοπική κοινωνία το 6%. Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και απευθείας στους πολίτες που επηρεάζονται. Το δεύτερο είναι η εκτεταμένη δημόσια διαβούλευση προτού γίνει μια τέτοια παρέμβαση. Είναι καθήκον ημών των πολιτικών να εξηγούμε στους πολίτες τη σημασία που έχουν τέτοια έργα και τα οφέλη όχι μόνο για την τοπική κοινωνία, αλλά και για το περιβάλλον και για ολόκληρη τη χώρα. Για τις τωρινές και τις μελλοντικές γενιές. Αν η Πράσινη Μετάβαση δεν γίνει κτήμα όλων, συνειδητά και συναινετικά, δεν θα γίνει και πραγματικότητα.


Πάνω στο ίδιο θέμα. Άμεση συσχέτιση με την εξάπλωση μεγαλύτερων πάρκων ΑΠΕ έχει και η κατάσταση του ηλεκτρικού δικτύου. Επαρκεί το υπάρχον ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας (κυρίως αυτό της υψηλής τάσης) για να καλύψει τη μελλοντική μεταβλητή παραγωγή ενέργειας από τις ΑΠΕ; Είναι βιώσιμη οικονομικά η ενίσχυσή του; Ή θεωρείτε ότι θα πρέπει να κινηθούμε σε ένα μοντέλο τοπικής παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας με μικρότερα πάρκα και με φωτοβολταϊκά και μπαταρίες στις στέγες σπιτιών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών;
Μιλώ συχνά για Ενεργειακή Δημοκρατία. Πιστεύω ότι είναι μια κατεύθυνση που μπορεί να εμπλουτίσει την Πράσινη Μετάβαση, να την εκδημοκρατίσει και να την ενισχύσει ακόμη περισσότερο.
Παλαιότερα υπήρχαν στα συστήματα ενέργειας μονοπωλιακοί ή ολιγοπωλιακοί παίκτες, κυρίως το κράτος ή και μερικοί μεγάλοι πάροχοι. Σήμερα, χάρη στις προόδους της τεχνολογίας και χάρη στην καινοτομία, δεν χρειάζεται να δεσμευόμαστε σε κάποιο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα παραγωγής ενέργειας. Χάρη στα μικρά και αποκεντρωμένα φωτοβολταϊκά έχουμε μπει στην εποχή των prosumers (producers+consumers), δηλαδή των παραγωγών που είναι ταυτόχρονα καταναλωτές – ή το ανάποδο!
Κάθε νοικοκυριό μπορεί να παράγει την ενέργεια που χρειάζεται να καταναλώνει. Τοποθετώντας ένα φωτοβολταϊκό στη στέγη, για παράδειγμα, μπορεί να παίρνει όση ενέργεια έχει ανάγκη, και όση περισσεύει να την αποθηκεύει ή να τη διοχετεύει πίσω στο δίκτυο ενέργειας. Αυτό σημαίνει εκδημοκρατισμός της παραγωγής ενέργειας. Και πλέον δεν είναι ουτοπικό. Στη Γερμανία, το 31% της πράσινης ενέργειας το παράγουν πολίτες και Ενεργειακές Κοινότητες και άλλο ένα 11% παράγεται από αγρότες. Εκατομμύρια μικροπαραγωγοί, δηλαδή, συμβάλλουν σε ένα πιο ισορροπημένο, πράσινο και δίκαιο μοντέλο παραγωγής ενέργειας.
Μπορεί όμως να συστήνονται και Ενεργειακές Κοινότητες, συνεταιρισμοί παραγωγής ενέργειας – για παράδειγμα, ένας δήμος με τους δημότες του εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά στις στέγες των σχολείων ή των δημοτικών κτηρίων. Ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας, που έχει ανάγκη να ενισχύσει τους συνεργατικούς θεσμούς και την κοινωνική αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη, αυτό είναι ένα εργαλείο όχι μόνο με περιβαλλοντικές, αλλά και με ευρύτερες δημοκρατικές διαστάσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ