Αρχική » Η οικολογική κρίση – Κρίση του δυτικού πολιτισμού

Η οικολογική κρίση – Κρίση του δυτικού πολιτισμού

από Άρδην - Ρήξη
The Harvesters _f11, 3/23/05, 12:27 PM, 16C, 7782×10526 (216+132), 100%, Rona Copywork, 1/20 s, R84.2, G65.0, B88.4 Working Title/Artist: The HarvestersDepartment: European PaintingsCulture/Period/Location: HB/TOA Date Code: 08Working Date: 1565 photography by mma, Digital File DP119115.tif retouched by film and media (jnc) 9_22_10

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 66, Αύγουστος-Οκτώβριος 2007

Εισαγωγή

Η βιβλική καταστροφή της Πελοποννήσου και της Ευβοίας, το τέλος του ελατοδάσους της Πάρνηθας, ο παρατεταμένος, χωρίς γνωστό ιστορικό προηγούμενο, καύσωνας του θέρους του 2007 και προφανώς η πλανητική επιτάχυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου, ήρθαν να θέσουν εκ νέου όχι απλώς το ζήτημα της οικολογικής κρίσης, αλλά και των αναγκαίων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, φιλοσοφικών και πολιτισμικών ανατροπών που απαιτούνται για την αντιμετώπισή της.

Η ανθρωπότητα βρίσκεται ήδη στην ώρα μηδέν. Στο εξής είτε θα υπάρξουν ριζικές και θεμελιακές ανατροπές, είτε θα οδηγηθούμε σε εκατόμβες μεγάλης κλίμακας. Το παρόν σύστημα δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αξιόπιστο φορέα για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της ζωής, της φύσης και του ανθρώπου. Η οικολογική κρίση επιτάσσει να δράσουμε εδώ και τώρα για μια νέα κοινωνική δομή, που για πρώτη φορά καθίσταται προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου και της φύσης.
Κατά συνέπεια, το αίτημα της εκ βάθρων αλλαγής της κυρίαρχης λογικής καθίσταται, από ουτοπία και υποθετικό πρόταγμα, αναγκαιότητα.

Το Άρδην, λαμβάνοντας υπόψη την επιτάχυνση που έφερε η οικολογική κρίση, θα επιμείνει στην αναγκαία και άμεση πλέον διασύνδεση των αντιλήψεων που αφορούν στην εθνική ταυτότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη με την οικολογική διάσταση. Τα κείμενα που ακολουθούν, από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά «Στα μονοπάτια της Ουτοπίας – Για την υπέρβαση του δυτικού παραδείγματος» (Β΄ Έκδοση, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1995), επιχειρούν να διερευνήσουν τόσο τη φύση της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, όσο και τις αναγκαίες, κοινωνικές, παραγωγικές και φιλοσοφικές/ιδεολογικές αλλαγές που απαιτεί η σωτηρία του πλανήτη και η μετάβαση σε ένα φιλοσοφικό και κοινωνικό υπόδειγμα, που υπερβαίνει το δυτικό φαντασιακό.


Υπάρχουν οικολογικά όρια στην ανάπτυξη;

Ρινίσματα
Βωξίτες και άλλα μέταλλα. Αγενή.
Ρινίσματα που τα φυσούν μαγνήτες.
Σαν τα παιδιά σου
άλλα στα ξένα και άλλα στα Xenia.
Γιατί δεν έχει μέσα κι έξω πια
πάνω και κάτω.
Ο τόπος φεύγει
δίπλα στ’ ακίνητα τραίνα,
γαζωμένος από φωτογραφικές μηχανές.
Χειρολαβές μπήγονται στον εγκέφαλο,
μικρόφωνα, κεραίες τηλεοράσεως.
Χτίζουν το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας.
Πανύψηλο,
μας αφήνει απ’ έξω.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Ακάθιστος Δείπνος

Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Και δεν τίθεται για πρώτη φορά. Ήδη από τη στιγμή της εμφάνισης του ανθρώπου στην ιστορία, από την εμφάνιση του «αυστραλοπιθήκου», τη μετε­ξέλιξή του σε homo erectus και την επέκταση του homo sapiens, σε κάθε στιγμή εξάντλησης των φυσικών πόρων, ή σχετικού υπερπληθυσμού, σε ένα δεδομένο ιστορικά χώρο ή πλαίσιο, το ζήτημα ανέκυπτε με οξύτητα.

Η δε απάντηση δινόταν με ποικίλους τρόπους. Είτε άμεσα, με μετανάστευση ή λιμό, είτε, λιγότερο ή περισσότερο μακροπρόθεσμα, μέσω του βιολογικού ή του τεχνολογικού μετασχηματισμού: σταδιακή εξέλιξη προς περισσότερο προ­σαρμοσμένους γενετικά τύπους ανθρώπου, με κατάληξη τον homo sapiens με την «ανακάλυψη» της γεωργίας ή νέων τεχνολογικών μεθόδων –άροτρο, καλλιέργεια αρδευόμενων δημητριακών, όπως το ρύζι, περισσότερες φορές το χρόνο, κ.ο.κ.– μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση και την παγκόσμια επέκτασή της.

Η ιστορικότητα των οικολογικών ορίων

Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα έχει ιστορικό χαρακτήρα, ή τουλάχιστον με τέτοιο τρόπο ετίθετο μέχρι σήμερα. Κάθε μορφή ανθρώπινης εγκατάστασης, κάθε μορφή πολιτισμού, συναντούσε ή συνάντησε τα δικά της «όρια στην ανάπτυξη». Ο αρχαίος πληθυσμός της Μεσοποταμίας μειώθηκε όταν οι εύφορες αρδευόμενες εκτάσεις ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη, που έθρεψαν τους πρώτους πολιτισμούς (και συγκρότησαν τις πρώτες πόλεις, περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια πριν), κατέρρευσαν, κάτω από το βάρος του υπερπληθυσμού και της υπερκαλλιέργειας, μετατρεπόμενες σε ερήμους. Η αρχαία Ελλάδα απάντησε στον σχετικό υπερπληθυσμό της με την επέκταση των πόλεων, με τη μετανάστευση, τον αποι­κισμό, για να συρρικνωθεί πληθυσμιακά μετά τους Ρωμαίους και να προσεγγίσει και πάλι τα πληθυσμιακά μεγέθη της αρχαιότητας μόλις δεκαπέντε αιώνες μετά.

Η επέκταση των νεολιθικών φυλών της Νέας Γουινέας ή του Αμαζονίου πέρα από το ένα άτομο ανά μερικά τετραγω­νικά χιλιόμετρα (ο πληθυσμός της Νέας Γουινέας δεν ξεπερνούσε τα 300.000 άτομα σε μια έκταση 800.000 τετρ. χιλιομέτρων) αποτελούσε «υπερπληθυσμό» και όριο στην «ανάπτυξη».
Το πρόβλημα δηλαδή των ορίων της ανάπτυξης ετίθετο κάθε φορά συγκεκριμένα στον ορίζοντα και η απάντηση μίας ή περισσότερων ανθρώπινων γενεών ήταν: Ναι, υπάρχουν οικολογικά όρια στην ανάπτυξη. Μόνον ο ιστορικός μπορούσε να διακρίνει την πιθανότητα μιας διαφορετικής απάντησης, μέσω των μεγάλων μετακινήσεων, μέσω των τεχνολογικών μετασχηματισμών, της αλλαγής των διατροφικών και καλ­λιεργητικών συνηθειών κ.λπ. Όλοι λοιπόν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί αντιμετώπισαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και συχνά περισσότερο πιεστικά απ’ ό,τι ο δικός μας, το ζήτημα των οικολογικών ορίων της ανάπτυξης. Γι’ αυτό και από κάποιο σημείο «ανάπτυξης» και μετά, περνούσαν σε σταθεροποίηση, «στασιμότητα» ή και παρακμή.

Ο ανθρώπινος πληθυσμός σε πλανητικό επίπεδο δεν ξεπέρασε ποτέ τα 4 εκατομμύρια άτομα για τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια της παλαιολιθικής ή νεολιθικής εποχής1. Αυτό ήταν το οικολογικό όριο της επέκτασης του νεολιθικού προγόνου μας!

Την εποχή της κλασικής αρχαιότητας, μετά την εξάπλωση της αγροτικής επανάστασης, στην κοιλάδα του Ινδού, του Γάγγη και του Κίτρινου Ποταμού, θα φτάσει τα 100 εκατομμύρια πληθυσμό μέσα σε μερικές χιλιάδες χρόνια αύξησης. Στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο θα φτάσει τα 200 εκατομμύρια, δηλαδή θα διπλασιαστεί μέσα σε εξακόσια χρόνια περίπου. Τα επόμενα χίλια χρόνια η αύξηση θα είναι ασήμαντη, γύρω στα 60 εκατομμύρια (265 εκατομμύρια πληθυσμός το 1000). Επρόκειτο για τα «όρια της ανάπτυξης» των προκαπιταλιστικών, προβιομηχανικών κοινωνιών. Όμως την επόμενη χιλιετία ο πληθυσμός θα αυξηθεί περίπου είκοσι φορές! Και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ο πρώτος διπλασιασμός θα πραγματοποιηθεί γύρω στα 1600. Ο ανθρώ­πινος πληθυσμός θα ξεπεράσει σε εξακόσια χρόνια τα 500 εκατομμύρια. Το 1900, σε τριακόσια χρόνια, θα έχει τριπλα­σιαστεί, φτάνοντας τα 1.600 εκατομμύρια περίπου. Και σε εκατό χρόνια ακόμα, μέχρι το 2000, σχεδόν θα τετραπλασιαστεί (σήμερα είναι ήδη 5,6 δισεκατομμύρια)!2

Η βιομηχανική εποχή είναι η πρώτη στην ανθρώπινη ιστορία που προκάλεσε τέτοια επιτάχυνση της πληθυσμιακής επέκτασης και της χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων, που εκατονταπλασιάζεται, με αποτέλεσμα το ζήτημα των οικολο­γικών ορίων της ανάπτυξης να θεωρηθεί από το καπιταλιστι­κό φαντασιακό ως ψευδοπρόβλημα. Και τούτο διότι οι αλλαγές στην τεχνολογία ήταν τέτοιας κλίμακας, ώστε, μέσα στα όρια μίας ανθρώπινης γενιάς, να πολλαπλασιάζεται η παραγωγή και το εισόδημα, ή τουλάχιστον να αυξάνεται παρά την αύξηση του πληθυσμού. Κατά συνέπεια το οικολογικό κίνημα, θέτοντας εκ νέου το ζήτημα των «ορίων της ανάπτυ­ξης», μετά από εκατόν πενήντα ή διακόσια χρόνια ξέφρενου βιομηχανισμού, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναφέρει έναν προβληματισμό που διατρέχει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι, όλες οι προηγούμενες ανθρώπινες κοινω­νίες είχαν συνείδηση των οικολογικών ορίων και κινδύνων, άσχετα με το αν εντέλει κατόρθωσαν να τους αντιμετωπίσουν. Όλοι οι αγροτικοί πληθυσμοί μέχρι σήμερα προσπαθούσαν να εναρμονίσουν την επέκταση και τις καλλιέργειές τους με τα οικολογικά και περιβαλλοντικά δεδομένα. Πρόκειται για μια αρχέγονη οικολογική σοφία, που θα προσπαθήσει να κατα­στρέψει ο καπιταλιστικός και σοσιαλιστικός βιομηχανισμός, με τις γνωστές συνέπειες. Και για να μην αναφερόμαστε συνέχεια στους Ινδιάνους, ας δούμε τι συνέβαινε στους αρχαίους Αθηναίους. Η πληθυσμιακή άνοδος που παρατη­ρείται γύρω στο 650 π.Χ. οδηγεί στην αποδάσωση και τη διάβρωση του 80% των εδαφών εξαιτίας της υπερβόσκησης.

Ο Πεισίστρατος θα επιβάλει αργότερα την καλλιέργεια της ελιάς, ως του μόνου δέντρου που μπορούσε να αναπτυχθεί στο αποσαθρωμένο έδαφος της περί την Αθήνα Αττικής. Ο Ηρόδοτος, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης θα μιλήσουν για το ζήτημα, αλλά θα αρκεστούμε εδώ σε ένα απόσπασμα από τον Κριτία του Πλάτωνα, για τις συνέπειες της αποδάσωσης:

«…Ό,τι απομένει σήμερα σε σύγκριση με αυτό που υπήρχε μοιάζει με τον σκελετό ενός άρρωστου ανθρώπου, μια και όλη η πλούσια και μαλακή γη έχει χαθεί, και μόνο το γυμνό υπόβαθρο του εδάφους έχει απομείνει… υπάρχουν μερικά βουνά που πλέον δεν έχουν τίποτε άλλο παρά τροφή για τις μέλισσες, ενώ λίγο καιρό πριν είχαν… άφθονα καλλιεργούμενα δέντρα και… αμέτρητα λιβάδια για τα κοπάδια. Επιπλέον εμπλουτίζονταν από τις ετήσιες βροχές που έριχνε ο Δίας, οι οποίες δεν χάνονταν, όπως τώρα, κυλώντας από τη γυμνή γη στη θάλασσα, αλλά το έδαφος ήταν βαθύ και απορροφούσε το νερό, αποθηκεύοντάς το και… προμήθευε όλες τις περιοχές με άφθονα νερά από τις πηγές και τα ρυάκια, όπου τώρα έχουν απομείνει μόνο τα λείψανα των πηγών που κάποτε υπήρχαν…».

Η οικολογία λοιπόν δεν αποτελεί καινοτομία επειδή θέτει το ζήτημα των ορίων, αλλά διότι το θέτει στα πλαίσια της βιομηχανικής κοινωνίας, επαναφέροντας μια συζήτηση που έμοιαζε ξεχασμένη και ξεπερασμένη μέχρι χθες, και προφα­νώς το επανατοποθετεί στην κλίμακα εκείνη που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση του παραγωγικού συστήματος, δηλαδή για πρώτη φορά σε πλανητική κλίμακα, κάτι που βέβαια δεν μπορούσε να συμβεί στο παρελθόν.

Οικονομετρικός λογισμός και περιβάλλον

Μόνο στη σύγχρονη εποχή μπορούσε να παραχθεί αυτός ο ιδιαίτερος τύπος κοινωνίας και σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο η οικονομία όχι μόνο αυτονομείται από τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες και τη βιόσφαιρα, αλλά και επιβάλλει τη λογική της σε αυτές. Πρόκειται για τη χαρακτη­ριστικότερη περίπτωση αναγωγισμού και «ρεντουκσιονισμού» της σύγχρονης ιστορίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες: Ο οικονομικός ορθολογισμός της οικονομίας της αγοράς απο­κλείει από τη λογική του και τα αναπαραγωγικά του σχήματα τόσο την υπόλοιπη ανθρώπινη δραστηριότητα όσο και τη φύση. Ο Ρενέ Πασέ στο, κεφαλαιώδες για τη σύγχρονη σκέψη, έργο του, L’ économie et le vivant, θα δείξει πως η οικονομική σκέψη, όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, θα εγκαταλείπει κάθε αναφορά στη συνολική κοινωνία και τη φύση και θα ανάγεται σε ανεξάρτητη σφαίρα, επιχειρώντας να επιβάλει τη στενά οικονομική λογική στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο οικονομετρικός και οικονο­μοτεχνικός λογισμός αποτελούν την ουσία αυτού του περι­βόητου εργαλειακού ορθολογισμού, που καταγγέλλει η σύγ­χρονη κριτική σκέψη.
Οι τελευταίοι οικονομολόγοι που θα εντάξουν στη λογική και στις μετρήσεις τους τη φύση θα είναι οι φυσιοκράτες, στον 18ο αιώνα, πριν καλά-καλά εδραιωθεί η βιομηχανική επα­νάσταση. Από τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, η οικονομική σκέψη και ο ορθολογισμός της θα στηρίζεται στο εξής σε μια αυξανόμενη απομάκρυνση οικονομίας και φύσης. Ο Σάι θα δηλώσει απερίφραστα:

«Οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι, γιατί διαφορετικά δεν θα τους αποκτούσαμε δωρεάν. Επειδή δεν μπορούν ούτε να πολλαπλασιαστούν ούτε να εξαντληθούν, δεν αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών επιστημών»3.
Η γαιοπρόσοδος εκφράζει απλώς τη σχετική σπανιότητα ή αφθονία των φυσικών πόρων και όχι κάποιον φυσικό ή βιολογικό περιορισμό, και προφανώς δεν εισέρχεται στα σχήματα της οικονομικής αναπαραγωγής, που αφορούν στο σταθερό κεφάλαιο, το μεταβλητό (μισθούς) και την υπεραξία-κέρδος (Κ= Σ+Μ+Υ, σύμφωνα με το μαρξιστικό σχήμα της αναπαραγωγής).
Ο Μαρξ, στην παράδοση του Ρικάρντο, μέσα από τον διαχωρισμό αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, θα μπορούσε ίσως να συμπεριλάβει τη φύση στην οικονομική μέτρηση. Στο Κεφάλαιο, σε ορισμένα αποσπάσματα, δείχνει να παίρνει πλήρως υπόψη του την οικολογική παράμετρο:

«…Η καπιταλιστική παραγωγή… διαταράσσει το ρεύμα της ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και το έδαφος, δηλαδή εμποδίζει την επιστροφή στο έδαφος αυτών των στοιχείων που ο άνθρωπος καταναλώνει για να τραφεί και να ντυθεί. Κατά συνέπεια, παραβιάζει τις απαραίτητες συνθήκες για μια διαρκή απόδοση των εδαφών… Εξάλλου, κάθε πρόοδος της καπιταλιστικής γεωργίας αντιπροσωπεύει μια πρόοδο όχι μόνο στην τέχνη του ξεζουμίσματος των εργαζο­μένων, αλλά και σε εκείνη της εκπτώχευσης της γης. Κάθε πρόσκαιρη βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών μάς φέρνει πλησιέστερα στις συνθήκες μιας οριστικής καταστροφής των πηγών αυτής της γονιμότητας.

»Όσο περισσότερο μια χώρα στηρίζει τη βάση της ανάπτυξής της στη δημιουργία μιας σύγχρονης βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο η διαδι­κασία της καταστροφής συνεχίζεται με ταχύτερους ρυθμούς. Έτσι, η καπιταλιστική παραγωγή, αναπτύσσοντας την τεχνο­λογία και ενοποιώντας σε ένα κοινωνικό σύνολο τη δράση των διαφόρων διαδικασιών, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαντλεί τις συστατικές πηγές κάθε πλούτου: τη γη και τους εργάτες»4.

Και όμως ο ίδιος ο Μαρξ –που εδώ μοιάζει να θεμελιώνει μια σχέση ομολογίας ανάμεσα στον σοσιαλισμό και την οικολογία– θα απορρίψει τον νόμο της φθίνουσας αποδοτι­κότητας του Μάλθους, ενώ στο απόσπασμα που παραθέσαμε την αποδέχεται! Αυτό το έκανε, όπως δείξαμε, γιατί συνέχεε την άνοδο της παραγωγικότητας μέσω της αυξανόμενης χρήσης λιπασμάτων κ.λπ., με την πραγματικά φθίνουσα απόδοση των εδαφών, που απαιτούν όλο και περισσότερα λιπάσματα για να διατηρήσουν την απόδοσή τους5.
Αυτό το λογικό άλμα –σφάλμα– του Μαρξ είναι χαρακτη­ριστικό όλης της σύγχρονης οικονομικής σκέψης και αποτελεί μία από τις βάσεις της οικολογικής κρίσης: Η οικονομική «αποδοτικότητα», δηλαδή η αυξανόμενη παραγωγή προϊόντων ανά μονάδα χρόνου και εργασίας, συσκοτίζει το γεγονός ότι η ενεργειακή αποδοτικότητα, δηλαδή το πόσο κοστίζει η ανάπτυξη από την άποψη της χρήσης των φυσικών πόρων, φθίνει! Έτσι, για παράδειγμα, η οικονομική αποδοτικότητα της κατά στρέμμα παραγωγής σιτηρών αυξάνεται, αλλά η ενέργεια που δαπανάται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος είναι όλο και πιο μεγάλη6. Αυτή η διχοτομία κάποτε οδηγείται και οδηγεί σε αδιέξοδα, πράγμα που συμβαίνει στην εποχή μας, γιατί και οι φυσικοί πόροι –η ίδια η βιόσφαιρα– εξαντλούνται, και η παραγωγή μιας νέας μονάδας προϊόντος απαιτεί τόσο μεγάλες επενδύσεις, ώστε επιβαρύνει την ίδια την καπιταλιστική αναπαραγωγή.

Εντέλει ο Μαρξ, παρά τη γενικότερη σύλληψη της καταστροφής της φύσης από τον καπιταλισμό, όταν περνάει στα σχήματα της οικονομικής αναπαραγωγής, παραμένει εγκλωβισμένος στα πλαίσια της κλασικής πολιτικής οικονο­μίας: Η φύση και οι φυσικοί πόροι απουσιάζουν από αυτά τα σχήματα. Συνολικά θα παραμείνει δέσμιος της προμηθεϊκής μεταφυσικής του, την οποία εξέφρασε στο εβραϊκό ζήτημα με την περίφημη φόρμουλα: «Η φύση μεταβάλλεται μέσω της βιομηχανίας σε υλικό σώμα του ανθρώπου». Όσο για τους επιγόνους του, εκεί οι μαρξιστικές «αντιφάσεις» θα έχουν αρθεί ολοκληρωτικά: Η φύση εξέρχεται της οικονομικής σκηνής!
Με τους οικονομολόγους της οριακής αποδοτικότητας και στη συνέχεια τη μαρσαλιανή νεοκλασική σύνθεση και το πέρασμα στην εποχή του καταναλωτικού καπιταλισμού, ο κύκλος ολοκληρώνεται:

«…Ο homo oeconomicus, αυτό το υπερορθολογικό ον που ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, και του οποίου μοναδικός στόχος είναι να αποκτήσει το μέγιστο της ευδαιμονίας αγοράζοντας τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια (levons), παύει να είναι μια απλοποιητική υπόθεση για να μεταβληθεί σε εικόνα της πραγματικότητας ή ακόμα περισσότερο σε ιδεώδες συμπεριφοράς»7.
Στην πραγματικότητα, η σφαίρα της υλικής παραγωγής υποτάσσεται στη συνολική κοινωνική πραγματικότητα, και το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων εντάσσεται στη βιόσφαιρα, σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα που προτείνει ο Ρ. Πασέ8.

Ο οικονομικός λογισμός συσκοτίζει και αντιστρέφει αυτό το σχήμα: Μοιάζει ωσάν το μέρος, η οικονομία, να ρυθμίζει με τη λογική της το όλον. Και το τίμημα της επέκτασης αυτής της λογικής το γνωρίζουμε πολύ καλά, τόσο σε ό,τι αφορά στις κοινωνικές της συνέπειες όσο και τις οικολογικές.
Επιβεβαιώνεται δηλαδή η διαπίστωσή μας ότι ο καπιτα­λιστικός βιομηχανισμός αποτελεί μια «άγρια ανωμαλία» στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, με την έννοια ότι, ενώ αποτελεί μια «φυσική» εξέλιξη της λογικής της ανθρώπινης επέκτασης, οδηγεί στις ακραίες συνέπειές τους τάσεις που προϋπήρχαν, μέσα από την υπερτροφία της επέκτασης. Η έξοδος από τη θανάσιμη κρίση του μπορεί να πραγματοποι­ηθεί είτε με τη χαλιναγώγηση των ίδιων των τάσεων της επέκτασης, εγγενούς στους ανθρώπινους πολιτισμούς, και την αποσύνδεση της έννοιας της ανάπτυξης από την επέκταση, είτε με την κυριολεκτική μετάλλαξη του ανθρώπου.

Η σημερινή οικολογική κρίση λοιπόν, όχι μόνον δεν συνιστά κάτι το καινοφανές στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά δεν αφορά μόνον ή κυρίως τη σχέση ανθρώπου/φύσης, όπως μας μαθαίνει ο soft οικολογισμός και περιβαλλοντισμός, αλλά κατ’ εξοχήν τη σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό του συνολικά, τη σχέση του με την οικονομία και την τεχνολογία, τη σχέση του με τις κοινωνικές μορφές κυριαρχίας.

Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης

Σε τι συνίσταται η σύγχρονη οικολογική κρίση, το σύγχρονο αδιέξοδο του καπιταλιστικού μεγαμηχανισμού;

Σε αδρές γραμμές μπορούμε να περιγράψουμε τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα που ανέκυψαν από την καπιταλιστι­κή ανάπτυξη:
Α. Καταστροφή της βιόσφαιρας. Η επέκταση του βιομηχανισμού επιφέρει, σύμφωνα με το σημερινό ενεργειακό και παραγωγικό μοντέλο, ανεπανόρθωτες καταστροφές στην ανθρώπινη βιόσφαιρα, που θα φέρουν με τη σειρά τους μεγάλες αλλαγές του κλίματος (φαινόμενο του θερμοκηπίου ως συνέπεια των ανθρωπογενών εκλύσεων στην ατμόσφαιρα χλωροφθορανθράκων, που παρεμπιπτόντως καταστρέφουν και το όζον, αλλά, κυρίως, διοξειδίου του άνθρακα μέσω των καύσεων και της καταστροφής των δασών). Η μεταβολή του κλίματος θα προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας και άνοδο της στάθμης των θαλασσών, ερήμωση εκτεταμένων περιο­χών στην εύκρατη ζώνη, μετακίνηση εκατοντάδων εκατομμυ­ρίων ανθρώπων9. Η βιομηχανική δραστηριότητα και η επέκταση του ανθρώπου οδηγεί στην εξαφάνιση εκατομμυ­ρίων ειδών, κυρίως μέσω της καταστροφής των τροπικών δασών (ή δασών της βροχής) και σε ερήμωση εκτεταμένων εδαφών (κάθε χρόνο μετατρέπεται σε έρημο μια έκταση διπλάσια από τη συνολική έκταση της Ελλάδας)10.

Β. Ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στον ανθρώπινο πληθυσμό και τη βιόσφαιρα. Όπως αναφέραμε πριν, η επέκταση του ανθρώπινου πληθυσμού στη γη δεν είχε άλλα όρια από τα «οικολογικά όρια» που έθετε ένας ορισμένος τύπος πολιτισμού και συγκεκριμένων τεχνολογικών και κοινωνικών δυνατοτήτων. Όμως, όπως σε κάθε οικοσύστημα υπάρχει μια αυτορρυθμιστική ικανότητα της φύσης, η υ­περβολική επέκταση ενός είδους οδηγεί είτε στην καταστροφή του οικοσυστήματος είτε στον περιορισμό της ανάπτυξης του συγκεκριμένου είδους. Σήμερα, το ίδιο συμβαίνει με τη σχέση βιόσφαιρας, του συνολικού δηλαδή οικοσυστήματος του πλανήτη, και ανθρώπινης επέκτασης. Είτε θα καταστραφεί το γήινο οικοσύστημα, τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή, είτε θα περιοριστεί η ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους ακούσια, μέσα από βιβλικές οικολογικές καταστροφές, ή εκούσια, μέσω του οικολογικού ελέγχου της ανθρώπινης ανάπτυξης. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έφτασε από οικολογική άποψη στη στιγμή της αλήθειας.

Διότι πλέον δεν μπορούν να ισχύσουν οι αφελείς αντι-μαλθουσιανές απόψεις της Αριστεράς, ότι είναι δυνατόν ο ανθρώπινος πληθυσμός να αυξάνεται απεριόριστα. Πράγμα­τι, από την οπτική μιας αφηρημένης οικονομικής λογικής, όπως δείξαμε και με το παράδειγμα της φθίνουσας αποδοτι­κότητας, είναι δυνατόν η οικονομική παραγωγή να αυξάνεται απεριόριστα και κατά συνέπεια και ο ανθρώπινος πληθυσμός. Όταν όμως εισαγάγουμε τη βιόσφαιρα στον προβληματισμό μας, τότε αυτή η οπτική υποχρεωτικά μεταβάλλεται: Η βιόσφαιρα μπορεί να αντέξει μια τέτοια απεριόριστη αύξηση του πληθυσμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων; Και η απάντηση, το ξέρουμε όλοι μας, είναι πλέον ΟΧΙ.

Ήδη έχουμε φτάσει στο απροχώρητο, καθώς η ταχύτητα αύξησης του πληθυσμού, τους τελευταίους αιώνες, μεγαλώνει διαρκώς, και μόνο σήμερα δείχνει τάσεις ανάσχεσης.

…………………………………ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
Χρονολογία Παγκόσμιος πληθυσμός Περίοδος διπλασιασμού
(εκτιμήσεις) του πληθυσμού
8000 π.Χ. 5.000.000 _
1650 μ.Χ. 500.000.000 1.500 χρόνια
1850 μ.Χ. 1.000.000.000 200 χρόνια
1930 μ.Χ. 2.000.000.000 200 χρόνια
1975 μ.Χ. 4.000.000.000 45 χρόνια
μετά το 1975 35-37 χρόνια
ΠΗΓΗ: Ρ. και Α. Ehrlich, Population, Ressources, Environnement, Fayard, Παρίσι, 1972, σελ. 7…………………………………………………………….

Και ξέρουμε πως, ακόμα και στην πιο αισιόδοξη εκδοχή,της πλήρους και καθολικής αναστροφής των σημερινών τάσεων, ο ανθρώπινος πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 8,5 δισεκατομμύρια γύρω στο 2020 και θα καταλήξει στα 10 ή 11 δισεκατομμύρια στα τέλη του επόμενου αιώνα. Η συνέχιση της πληθυσμιακής επέκτασης γίνεται ανυπόφορη για τη βιόσφαιρα, πέρα από τις άλλες κοινωνικές της συνέπειες, που τις επισημαίνουμε αλλού.
Αν λοιπόν οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν παρέμβουν οργα­νωμένα και χωρίς χρονοτριβή για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του υπερπληθυσμού, θα αναλάβει η ίδια η βιόσφαιρα να «ρυθμί­σει» το μέγεθος του ανθρώπινου πληθυσμού, επιφέροντας τη κατάρρευσή του σε επίπεδα «συμβατά» με αυτή.
Γ. Η διαιώνιση της διαίρεσης του κόσμου σε Βορρά και Νότο. Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης σφραγίζεται από τον «αμερικανισμό». Πρόκειται για έναν συγκεκριμένο τύπο ανά­πτυξης, ο οποίος αναπαράγει το αμερικάνικο πρότυπο ανάπτυξης του καπιταλισμού, δηλαδή την απεριόριστη και σπάταλη χρήση των φυσικών πόρων, σε μια χώρα όπου οι φυσικοί πόροι έμοιαζαν κυριολεκτικά ανεξάντλητοι. Γι’ αυτό ακριβώς και ο αμερικάνικος καπιταλισμός είναι ο πλέον ενεργειοβόρος και σπάταλος (οι ετήσιες κατά κεφαλήν εκπο­μπές άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων έφταναν το 1987 τους 5,03 τόνους στις ΗΠΑ έναντι 3,68 στην ΕΣΣΔ, 2,12 στην Ιαπωνία, 1,78 στη Γαλλία κ.λπ.)11. Ο αμερικάνικος καπιταλισμός παρήγαγε τον «καταναλωτικό καπιταλισμό», δηλαδή ένα μοντέλο απεριόριστης εμπορευματοποίησης των πάντων, γι’ αυτό και υπήρξε η πατρίδα του ιδιωτικού αυτοκινήτου, του ψυγείου και της τηλεόρασης, του Χόλιγουντ και των ΜακΝτόναλτ.

Ο «αμερικανισμός», για τον οποίο ήδη μιλούσαν με θαυ­μασμό ο… Λένιν και ο Γκράμσι, ήταν η παροξυστική έκφραση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που στηρίχτηκε σε δύο προϋποθέσεις, στους «απεριόριστους» πόρους μιας «παρθένας» ηπείρου και στην εμφάνισή του σε ένα έδαφος εξίσου «παρθένο» από προηγούμενες ιστορικές μορφές και παραδό­σεις (οι Ινδιάνοι εξοντώθηκαν και ο πολιτισμός τους δεν περιλαμβάνεται στην αμερικάνικη παράδοση). Η Αμερική είναι μια χώρα μεταναστών, και γι’ αυτό η πρώτη χώρα η οποία εμφανίζεται απευθείας ως καπιταλιστική, χωρίς καμία προϊστορία. Εδώ, το καπιταλιστικό φαντασιακό της απεριό­ριστης ανάπτυξης και της χωρίς όρια εμπορευματοποίησης θα οδηγήσει στις ακρότατες συνέπειές του, στο ιδιωτικό αυτοκί­νητο, το Χόλιγουντ, την κόκα-κόλα και τους σίριαλ κίλερ. Ωστόσο, αυτό το μοντέλο δεν είναι αναπαράξιμο παρά μόνο σε ελάχιστες περιοχές του πλανήτη (την Αυστραλία ή εν μέρει την πρώην Σοβιετική Ένωση), που φαίνεται να διαθέτουν «απεριόριστους» πόρους και μεγάλη έκταση. Ήδη, οι υπόλοι­πες καπιταλιστικές χώρες, παρ’ ότι υιοθέτησαν το αμερικάνι­κο καταναλωτικό πρότυπο, προσπαθούν να το προσαρμόσουν στις δικές τους συνθήκες (μικρότερα και λιγότερο ενεργοβόρα αυτοκίνητα, σχετική συντήρηση παλαιότερων κοινωνικών μορφών – όπως κάνει π.χ. ο γιαπωνέζικος καπιταλισμός κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, το αμερικάνικο πρότυπο παραμένει ηγεμονικό και κυριαρχεί ως το καθολικό καπιταλιστικό πρότυπο, δεδομένου ότι αποτελεί την πιο «καθαρή μορφή» καπιταλιστικής ανάπτυξης, γι’ αυτό και θα εξαχθεί σε όλο τον κόσμο, ως ιδεώδες και ως συνέπεια της εμπορευματικής επέκτα­σης.
Αυτή η κυριαρχία δεν είναι «αθώα»: Έχει εγγράψει στον γενετικό της κώδικα ολόκληρη την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την υποταγή/συγκρότηση του Τρίτου Κόσμου, τη χρησιμοποίηση των παγκόσμιων πόρων για την ανάπτυξη μιας χούφτας χωρών, την καταστροφή των κοινωνικών δομών και του φυσικού περιβάλλοντος του Τρίτου Κόσμου κ.λπ. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναπαρήγαγε ένα ακόμα εμπόδιο στην ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου, το οικολογικό. Πράγματι, με τις σημερινές τεχνικές, το κυρίαρχο καπιταλιστικό πρότυπο δεν είναι αναπαράξιμο από τον Τρίτο Κόσμο ή έστω από ένα μεγάλο μέρος του, εξαιτίας των οικολογικών ορίων της ανάπτυξης.

Η Δύση «πρόλαβε» να καταστρέψει το οικολογικό απόθεμα του πλανήτη και δεν «επιτρέπει» σε άλλους να ακολουθήσουν το δικό της πρότυπο. Η Κίνα και η Ινδία δεν μπορούν, σύμφωνα με τις οικολογικές τους δυνατότητες, να φτάσουν στο κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο. Επομένως, η σημερινή επιτάχυνση της ανάπτυξης, που έχει πάρει φρενήρη ρυθμό στην Κίνα ή σε άλλες χώρες της Άπω Ανατολής, δεν είναι οικολογικά συντηρήσιμη, και αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε οικολογικά, εκτός από τα οικονομικά και τα κοινωνικά, αδιέξοδα12. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι μόνες μέχρι σήμερα χώρες που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την τριτο­κοσμική τους υπόσταση, οι «μικρές τίγρεις» της Νοτιοανατο­λικής Ασίας, ήταν χώρες που λειτούργησαν ως εμπορικοί υποσταθμοί της Δύσης σε μια αχανή έκταση (Σιγκαπούρη και Χονγκ Κονγκ) ή χώρες-εργαστήρια εξαγωγικού χαρακτήρα (Νότια Κορέα, Ταϊβάν).

Και η ηπειρωτική Κίνα, που σήμερα προσπαθεί να επαναλάβει το ίδιο πρότυπο ανάπτυξης, όχι μόνο «δεν χωράει» από οικονομική άποψη στη σημερινή παγκόσμια αγορά, αλλά και από οικολογική άποψη έχει μπει στον δρόμο μιας «μη βιώσιμης» ανάπτυξης. Γι’ αυτό και ήδη η Κίνα θεωρείται ο μεγάλος ασθενής και το μεγάλο πρόβλημα για τις παγκόσμιες οικολογικές ισορροπίες13. Και προφανώς το ίδιο ή ακόμα περισσότερο ισχύει με την Ινδία, η οποία προσπαθεί να ανταγωνιστεί την Κίνα στην οικονομική «ανάπτυξη» και η οποία έφτασε το 1994-95 σε αύξηση 8,4% της βιομηχανικής παραγωγής. Τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης δεν επιτρέ­πουν την άρση της διαίρεσης του πλανήτη σε Βορρά και Νότο. Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης όχι μόνον επιδεινώνει την οικολογική κρίση του Τρίτου Κόσμου (υπερπληθυσμός, αποδάσωση, ερημοποίηση εδαφών), αλλά ταυτόχρονα δεν επιτρέ­πει και την έξοδο από την «υπανάπτυξη», παρά μόνον αν μεταβληθεί ριζικά το αναπτυξιακό πρότυπο.

Πιθανότητες απαντήσεων

Τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης εμφανίζονται σήμερα με απόλυτο τρόπο και όχι σχετικό. Δεν αφορούν δηλαδή ένα τμήμα του πλανήτη ή έναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριό­τητας, έχουν καθολικό και επιτακτικό χαρακτήρα και υποχρε­ώνουν τον ανθρώπινο πολιτισμό σε αποφασιστικές επιλογές. Εξάλλου, η μεγάλη στιγμή του ιστορικού αδιεξόδου ενός πολιτισμού προβάλλει όταν τα κοινωνικά και οικονομικά του αδιέξοδα μετατραπούν σε οικολογικά! (Και γι’ αυτό μοιάζει τόσο αστεία η αντιπαράθεση με την οικολογία που επιχειρούν τόσο οι «καθαροί» οπαδοί της προτεραιότητας της πάλης των τάξεων, των εθνών ή της κεντρικότητας της αντιπαράθεσης Τρίτου Κόσμου-Μητρόπολης ή και η ακριβώς αντίστροφη κίνηση των «καθαρών» οικολόγων.) Η οικολογικοποίηση των αντιθέσεων σημαίνει τη γενίκευσή τους σε επίπεδο είδους και επιβίωσης και όχι εξάλειψη ή υποτίμηση αυτών των αντιθέσε­ων. Σημαίνει τον παροξυσμό τους!
Η καταστροφή του Μεξικού ή των Ίνκα από τους Ισπανούς πήρε την ακρότατη μορφή της με την οικολογική κατάρρευση των πληθυσμών _ από τις αρρώστιες που εισήγαγαν οι Ισπανοί και την αποσύνθεση του παραγωγικού συστήματος. Οι Μάγια καταστράφηκαν γιατί η ανάπτυξή τους δεν ήταν πλέον οικολογικά βιώσιμη. Οι Ρωμαίοι παρήκμασαν, εκτός των άλλων, όταν το δουλοκτητικό σύστη­μα έπαψε να «αντέχει» την αύξηση του πληθυσμού, της κατανάλωσης, των πολεμικών δαπανών, και αφού υποβάθμι­σαν στον έσχατο βαθμό το οικοσύστημα της Ιταλίας. Η κρίση της φεουδαρχίας στη Δύση εμφανίστηκε και ως αδυναμία του παλιού παραγωγικού μοντέλου να αντιμετωπίσει την αύξηση του πληθυσμού, εξ ού και ο αποικισμός, η αυξανόμενη εκχέρσωση εδαφών, και εντέλει η τεχνολογική επανάσταση, που επέτρεψε την καπιταλιστική επέκταση.
Αυτό λοιπόν που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η οικολο­γική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μόνο που, επειδή έχει γίνει πλανητική, μετατρέπεται σε καθολική οικολογική κρίση της σχέσης ανθρώπινου πολιτισμού και βιόσφαιρας. Κι έτσι μπορεί να μας προσφέρει μία ακόμα εκδοχή του τέλους της ιστορίας: το τέλος των ανθρώπινων πολιτισμών επέκτασης πάνω στον πλανήτη! Ο πλανήτης κατακτήθηκε, και απειλείται με καταστροφή! Κατά συνέπεια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα περάσουμε σε μια μορφή μετα-ιστορίας.

Και οι πιθανότητες είναι τρεις, ή πολλαπλές παραλλαγές τριών βασικών κατευθύνσεων:

Είτε ο ανθρώπινος πολιτισμός θα οδηγηθεί σε καταστροφές και αδιέξοδα μεγάλης κλίμακας, όπως στο παρελθόν οι δεινόσαυροι ή τα μαμμούθ. Είτε ο ίδιος ο καπιταλισμός, μέσα από καταστροφές και κρίσεις, θα ελέγξει την οικολογική κρίση και θα μετασχηματιστεί προς τον υπερβιομηχανισμό που περιγράψαμε, επιμένοντας έτσι στην κατεύθυνση της επέκτασης του ανθρώπινου είδους, έστω και της μη πλη­θυσμιακής τέτοιας, και της εμπορευματικής ατομικοποίησης. Είτε, τέλος, θα ανατραπεί, βίαια ή ειρηνικά ή και τα δύο μαζί, από μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση που θα βάλει τέλος στην επέκταση, κι έτσι θα μπορέσει να επιβάλει μια κοινω­νική αυτορρύθμιση, αντί της φυσικής-οικολογικής της πρώτης εκδοχής ή της τεχνολογικής/εμπορευματικής της δεύτερης.

Η υπερβιομηχανιστική λύση θα οδηγήσει στον βιοτεχνο­λογικό έλεγχο του ανθρώπου και της φύσης και στη στροφή της βιομηχανικής ανάπτυξης από τα υλικά στα «άυλα» εμπορεύματα, από την ενεργοβόρα λογική του πολλαπλα­σιασμού των μετακινήσεων ανθρώπων και εμπορευμάτων, στην αντικατάσταση της μετακίνησης, με τη εικονική πραγματικότητα του επικοινωνιακού κόσμου. Ήδη η τηλεόραση μας έχει εισαγάγει σε αυτόν τον κόσμο, στον βαθμό που μειώνει την ανάγκη για άμεση επικοινωνία ανθρώπου με άνθρωπο, και βέβαια η πληροφορική, η τηλε-εργασία, οι τηλε-αγορές ανοίγουν τον δρόμο για τον μελλοντικό κόσμο της τηλε-επαφής ή του τηλε-έρωτα. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης είναι ενεργειακά περισσό­τερο «βιώσιμο», εφ’ όσον μειώνει τη μετακίνηση/μεταφορά προς όφελος της επικοινωνίας. Επιπλέον, η αδυναμία της περαιτέρω παραγωγής υλικών εμπορευμάτων θα σπρώχνει στην ένταση της εμπορευματοποίησης σχέσεων, στη βιομηχανο-χημικο-βιοτεχνολογική παραγωγή τροφίμων, και τέλος, όπως δείξαμε, στις τεχνητές μεταλλάξεις του ίδιου του ανθρώπινου είδους14.

Για παράδειγμα, γνωρίζουμε όλοι τα οικολογικά αδιέξοδα της επέκτασης της αλιείας σε παγκόσμια κλίμακα, εξαιτίας της εξάντλησης των αλιευμάτων. Από το 1989 και μετά, η θαλάσσια αλιεία μειώθηκε κατά 5% σε παγκόσμιο επίπεδο και μένει στάσιμη έκτοτε, ενώ αυξανόταν διαρκώς από το 1950 (20 εκατομμύρια τόννοι το 1950, 100 εκατομμύρια το 198915). Η απάντηση του υπερβιομηχανισμού σε αυτή την εξάντληση θα τείνει προς την επέκταση των ιχθυοτροφείων αρχικά και, στη συνέχεια, στη «φθηνή» παραγωγή σε εργοστάσια μιας πρωτεϊ­νούχου τροφής με γεύση ψαριού, ή αστακού αντίστοιχα, προτού φτάσουμε στα περιβόητα «χάπια-τροφές» της επιστη­μονικής φαντασίας!

Με τίμημα την πλήρη εξαφάνιση του ανθρώπινου πολι­τισμού που γνωρίσαμε, θα ήταν δυνατόν να ελεγχθεί, ίσως μετά από κρίσεις και ανατροπές ενός τουλάχιστον αιώνα, το σημερινό οικολογικό αδιέξοδο του καπιταλιστικού βιομηχανισμού και να περάσουμε σε μια υπερβιομηχανιστική ή μεταβιομηχανική κοινωνία.

Έτσι, ο υπερβιομηχανισμός θα θέσει τέλος στην εκτατική ανάπτυξη και επέκταση και θα περάσει στην «εντατικοποίηση» ή την εσωτερικοποίηση της επέκτασης, εμπορευματοποιώντας τον ίδιο τον ανθρώπινο ψυχισμό και το ανθρώπινο σώμα. Αύριο, το κατ’ εξοχήν εμπόρευμα θα είναι το ανθρώπινο σώμα (κατασκευή οργάνων, μεταμόσχευση, γενετική παρέμβαση), τόσο τα επιμέρους όργανα όσο και το σύνολο του ανθρωπίνου σώματος, με «όριο» την έστω και φανταστική/φαντασιακή αθανασία του ανθρώπου-θεού. Η ανάπτυξη του τομέα της υγείας ως νευραλγικού τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής μαρτυρεί ήδη για το μέλλον, καθώς βέβαια και η προϊούσα ιδιωτικοποίησή του. Το ίδιο συμβαίνει με τον έλεγχο και την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης φαντασίας (επέκταση της χρήσης ναρκωτικών και, αύριο, νομιμοποίηση και γενί­κευσή τους, εικονική πραγματικότητα, κατασκευή του τηλεοπτικού κόσμου ως υποκατάστατου του πραγματικού) και των ανθρώπινων σχέσεων.

Είτε, τέλος, μπροστά στα αδιέξοδα, θα αναδειχθεί μια άλλη λογική εξόδου από τη θανάσιμη οικολογική αγωνία του καπιταλιστικού βιομηχανισμού. Η λογική της κοινωνικής αυτορρύθμισης, δηλαδή μιας ρύθμισης των οικολογικών αδιεξόδων του πολιτισμού γενικά, που θα περάσει από την εκτατική/εμπορευματική επέκταση στην ανάπτυξη των σχέσε­ων και δεξιοτήτων των ανθρώπων, σε μια «επικοινωνιακή» κατεύθυνση, όπως θα έλεγε ο Χάμπερμας. Μια κοινωνική αυτορρύθμιση όπου το φυλογενετικά προσδιορισμένο κτητι­κό/επεκτατικό φαντασιακό του ανθρώπου θα αποσυνδεθεί από την επέκταση στον κόσμο των εμπορευμάτων και της κατοχής «αγαθών» και θα στραφεί στην επικοινωνιακή, μορφωτική επέκταση και στις αξίες του είναι –θα έλεγε ο Φρομ– σε σχέση με τις αξίες του κατέχειν. Θα πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση για «μετάλλαξη», όχι όμως του ανθρώπου ως είδους, αλλά του ανθρώπινου πολιτισμού.
Η επιβίωση δηλαδή του ανθρώπου μπροστά στα οι­κο­λο­γικά όρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης απαιτεί είτε μια τεχνολογική «μετάλλαξη» του ίδιου του ανθρώπινου πολιτι­σμού, και γιατί όχι του ίδιου του ανθρώπινου είδους, είτε μια κοινωνική τέτοια.

Γι’ αυτό και το ιστορικό δίλημμα της εποχής μας δεν αφορά απλώς στην εξάντληση ενός τρόπου παραγωγής, αλλά στην εξάντληση μιας μορφής πολιτισμού, ενός είδους ανθρώ­που, την εξάντληση του πολιτισμού, τέτοιου που αναδύθηκε από τις ερήμους της Μεσοποταμίας.

Η ολοκλήρωση ενός ιστορικού κύκλου

Ο άνθρωπος έχει ολοκληρώσει –ή μάλλον βρίσκεται στη διαδικασία να ολοκληρώσει– έναν μεγάλο κύκλο: τον κύκλο της παραγωγής. Πρόκειται για τον τρίτο μεγάλο κύκλο στην ιστορία των ανθρώπων. Ο πρώτος ήταν μάλλον ο κύκλος της εξέλιξης των ανθρωπιδών, από τον «ελλείποντα κρίκο της δημιουργίας», πριν από πέντε ή έξι εκατομμύρια χρόνια, μέχρι τον homo sapiens, πριν από πενήντα χιλιάδες χρόνια. Σε αυτή τη μακρά περίοδο, η κύρια πλευρά της εξέλιξης των ανθρώπινων πολιτισμών υπήρξε η εξέλιξη του ανθρώπου ως είδους και κυρίως η εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου, που όχι μόνον υπερτριπλασιάζεται σε βάρος, αλλά εξελίσσεται, ιδιαίτερα στο επίπεδο του φλοιού. Στο διάστημα αυτό υπάρχει τεχνική πρόοδος, αλλά είναι απολύτως δευτερεύουσα σε σχέση με τη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτό διαπιστώνεται και από τον περίφημο πίνακα του Λερουά-Γκουράν για την εξέλιξη των λίθινων εργαλείων, σύμφωνα με το συνολικό μήκος λίθινων λεπίδων που μπορούν να παραχθούν από ένα κιλό πυρίτη λίθου.


…………………………………ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
Διαχρονική εξέλιξη τον συνολικού μήκους των λίθινων
λεπίδων ανά κιλό πυρίτη λίθου
Πριν από 1.800.000 χρόνια 0,4 μέτρα
560.000 χρόνια 1,0 μέτρο
300.000 χρόνια 2,0 μέτρα
120.000 χρόνια 4,0 μέτρα
30.000 χρόνια 8,0 μέτρα (Ωρινάκειος)
15.000 χρόνια 70,0 μέτρα (Μαγδαλίνειος)
5.000 χρόνια 120,0 μέτρα (Μεσολιθική)
ΠΗΓΗ: Α. Leroi-Gourhan, Le geste et la parole, Albin Michel, 1972, T.l. Παρίσι 1972, σελ. 90 κ.ε..


H τεχνολογική εξέλιξη επιταχύνεται πράγματι μετά την Ωρινάκειο περίοδο και υποκαθιστά απολύτως τη βιολογική.
Ο δεύτερος μεγάλος κύκλος είναι εκείνος που χαρακτηρί­ζουμε ως συλλεκτικό και κυνηγετικό στάδιο του homo sapiens και διήρκεσε μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Σε αυτή την περίοδο, ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται στο έπακρο ό,τι μπορεί να του προσφέρει η φύση, χωρίς κάποια ουσιαστική παρέμβα­ση επάνω της. Η επέκτασή του πάνω στον πλανήτη ολοκλη­ρώνεται και ρυθμίζεται από τις συλλεκτικές και κυνηγετικές του δυνατότητες.
Τέλος, η τρίτη περίοδος, που άρχισε πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια ή μόλις πριν από μερικές δεκαετίες για τους πιο απομονωμένους πληθυσμούς της Νέας Γουινέας ή του Αμαζονίου, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, είναι η εποχή της παραγωγής.


Ο άνθρωπος αρχίζει να παράγει και, επομένως, να αναπαράγει τα μέσα της υλικής του συντήρησης. Πρόκειται για την περίοδο που ονομάζουμε ιστορία ή πολιτισμό.


Έτσι, η διαδικασία της πολυπλοκοποίησης της ύλης, και της ζωής στη συνέχεια, που καθόρισε την εξέλιξη του σύμπαντος και των ειδών για μερικά δισεκατομμύρια χρόνια –στον άνθρωπο ήδη από το τέλος της παλαιολιθικής εποχής– μετατρέπεται πλέον σε κοινωνική πολυπλοκοποίηση και παύει να εμφανίζεται ως συνέχιση της εξέλιξης των ειδών και του ανθρώπινου είδους. Η εξέλιξη συνεχίζεται ως κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη.
Με την παραγωγή, τις κοινωνίες της παραγωγής, από την αγροτική έως τη βιομηχανική, δόθηκε η δυνατότητα στον άνθρωπο αφ’ ενός να πολλαπλασιαστεί χωρίς προηγούμενο και αφ’ ετέρου να καλύψει -ή να αποκτήσει τη δυνατότητα να καλύπτει- τις βασικές ανάγκες του καθώς και τις ανάγκες της ευημερίας του.

Ο άνθρωπος πέρασε, από τις πρωτόγονες και εξισωτικές «κοινωνίες της αφθονίας» –όπου, στα πλαίσια των αναγκών και του αριθμού του ήταν δυνατή η ανάπτυξη ενός πολιτισμού που δεν ρυθμιζόταν από τη σπάνιν αλλά από τη σχετική αφθονία– σε «κοινωνίες της παραγωγής», όπου η αδιάκοπη επέκταση του ανθρώπινου πληθυσμού αναπαρήγαγε διαρκώς τη σπάνιν και την ανισότητα καθώς και την… τεχνολογική και παραγωγική «πρόοδο».

Σήμερα βρισκόμαστε και πάλι στο κατώφλι μιας νέας μεγάλης εποχής. Τα οικολογικά όρια της ανθρώπινης επέκτα­σης έχουν ήδη εξαντληθεί ή εξαντλούνται. Οι νέες παραγω­γικές δυνατότητες μάς επιτρέπουν, στο σημερινό στάδιο, να διαμορφώσουμε κοινωνίες εξισωτικές και κοινωνίες του είναι, της επικοινωνιακής πληροφορικοποίησης, πέρα από τις κοινωνίες του έχειν. Οι ανθρώπινες κοινωνίες θα μπουν σε ένα νέο ιστορικό στάδιο. Με τον έναν ή άλλον τρόπο.

Η ανθρωπότητα, άραγε, θα πραγματοποιήσει αυτή τη μετάβαση προς κοινωνίες του είναι ή θα συνεχίσει με μορφές του υπερβιομηχανισμού προς μεταπαραγωγικές-πληροφορικές κοινωνίες του έχειν; Πάντως τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης και επέκτασης του ανθρώπου, για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα αυτού του κεφαλαίου, έχουν εξαντληθεί. Η οικολογική μετάβαση του ανθρώπου σε ένα σημείο ισορρο­πίας, πληθυσμιακής και παραγωγικής, αποτελεί πλέον ανάγκη. Το μέλλον θα κριθεί με βάση τις μορφές απάντησης σε αυτή την πράγματι αδήριτη ανάγκη.

Μια μετακομμουνιστική ουτοπία

Στις σελίδες που προηγήθηκαν, προσπαθήσαμε να θέσουμε κάποια ερωτήματα και να διατυπώσουμε ορισμένες θέσεις σχετικά με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο πολιτισμός μας, τόσο στην ηγεμονική εκδοχή του, του καπιταλισμού της αγοράς, όσο και στη μέχρι χθες ανταγωνιστική του έκφραση, του μαρξιστικού, κομμουνιστικού και σοσιαλιστικού κινήμα­τος. Η διαπίστωση, η οποία πιστεύουμε συνάγεται αβίαστα από τα στοιχεία που παραθέσαμε και δεν αποτελεί απλή φαντασίωση του συγγραφέα, είναι πως βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι μεγάλων διαστάσεων. Μια μορφή κοινωνίας, μια μορφή αντιθέσεων, μια μορφή ανθρώπου έχει εξαντληθεί, και στην κοινωνία μας θα τεθεί εκ νέου το ζήτημα των μεγάλων επιλογών.

Ισχυριστήκαμε, λοιπόν, ότι ο δυτικός πολιτισμός αποτέλε­σε την κατάληξη μιας ορισμένης πορείας του ανθρώπινου πολιτισμού, μιας πορείας επέκτασης πάνω στον πλανήτη μέσω αυτού του πολιτισμού, μιας πορείας που οδήγησε στα οικολογικά και ανθρωπολογικά όρια της ανάπτυξης. Βρισκό­μαστε μπροστά σε ένα τρίλημμα όσον αφορά στις επιλογές των ανθρώπινων κοινωνιών: είτε θα καταστραφούν μέσα από την αδυναμία μετασχηματισμού τους είτε θα οδηγήσουν σε έναν νέο τύπο ανθρώπου και κοινωνίας μέσω του τεχνολογικού υπερβιομηχανισμού και –γιατί όχι– της τεχνητής μετάλλαξης του ίδιου του ανθρώπου είτε θα περάσουμε σε έναν νέο τύπο πολιτισμού, που θα αρνηθεί την «επέκταση». Αυτή την κοινωνία χαρακτηρίσαμε μετακομμουνιστική. Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για μια «κοινωνία» αλλά για μορφές κοινωνιών και κινημάτων.
Ουτοπία και πραγματικότητα

Το ερώτημα λοιπόν στο οποίο θα θέλαμε να απαντήσουμε σε αδρές γραμμές είναι το ακόλουθο: Είναι δυνατή μια τέτοια κοινωνία, ή πρόκειται για ουτοπία με την έννοια του Ικαρομένιππου ή των Αυτοκρατοριών του Ήλιου του Συρανό ντε Μπερζεράκ;1 Και αν πρόκειται για πραγματική δυνατότητα, γιατί την αποκαλούμε «ουτοπία»;

Κατ’ αρχήν, επειδή κάθε κοινωνική ιδεοτυπική μορφή είναι ταυτόχρονα και μια ουτοπία τής κοινωνικά υπαρκτής μορφής της! Ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» ως αντίληψη και κοινωνι­κό σύστημα είναι μάλλον η ουτοπία του πραγματικού πρωτό­γονου κομμουνισμού! Οι πραγματικές κοινοβιακές κοινωνίες περιείχαν και συγκρούσεις εξουσίας και ανταγωνισμό με τις διπλανές φυλές και κανιβαλισμό, και σκλάβωναν τους αιχμαλώτους τους, ενώ συχνά παραχωρούσαν πολλές εξου­σίες και προνόμια στους θρησκευτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς τους.2 Επέβαλλαν ασφυκτικούς περιορισμούς στα άτομα, στις επιθυμίες τους για γνώση κ.λπ. Όμως δεν παύουν να αποτελούν κοινωνίες χωρίς τάξεις και κράτος, παρά την ύπαρξη μορφών εξουσίας.

Ας περάσουμε στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς: Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πιο ουτοπικό σύστημα· αν εφαρμοζόταν κατά γράμμα, θα κατέστρεφε πλήρως την κοινωνία. [ ] Όλες οι πραγματικές οικονομίες της αγοράς είναι κοινω­νίες της «περιορισμένης αγοράς» και όχι της ελεύθερης. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε την κοινωνία να λειτουργεί χωρίς άλλη αναφορά εκτός από το οικονομικό συμφέρον, όπως διδάσκουν οι πατέρες της κλασσικής πολιτικής οικονο­μίας ή της οριακής χρησιμότητας, τότε η κοινωνία θα ήταν μια αβίωτη ζούγκλα· μάλιστα, ένα από τα σφάλματα του Μαρξ ήταν ακριβώς ότι εξέλαβε τις τάσεις του καπιταλισμού ως πραγματικότητες _της εποχής του ή του μέλλοντος. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί στην επέκταση της αγοράς δεν αναιρούν το γεγονός ότι η αγορά αποτελεί τον σημαντικότερο ρυθμιστι­κό παράγοντα του καπιταλισμού και ότι το οικονομικό πεδίο αναδεικνύεται σε ηγεμονικό στην καπιταλιστική κοινωνία. Η ουτοπία μιας κοινωνικής μορφής δεν μπορεί παρά να αποδί­δει τις βαθύτερες τάσεις της και όχι να την περιγράφει. Πόσο μάλλον δε, όταν πρόκειται για κοινωνικές και πολιτικές μορφές που βρίσκονται περισσότερο στο μέλλον παρά στο πα­ρελθόν και το παρόν, όπως η κοινωνία που ευαγγελιζόμαστε.

Επομένως, κάθε πρόταση/πρόταγμα κοινωνίας είναι υπο­χρεωτικά ουτοπική. Αλλά καθόλου απίθανη αν στηρίζεται σε πραγματικές δυνάμεις και τάσεις της κοινωνίας και των ανθρώπων –και θα επανέλθουμε σε αυτό.
Μετά την κατάρρευση του μαρξιστικού κομμουνισμού, έγινε του συρμού στη Δύση η άποψη πως ο κομμουνιστικός και σοσιαλιστικός «πυρετός» των δύο τελευταίων αιώνων, και ιδιαίτερα του 20ού αιώνα, δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα στην ανθρώπινη ιστορία, συνδεδεμένο με την άγρια ανωμαλία της καπιταλιστικής επιτάχυνσης, η οποία, καταστρέφοντας το παλιό κοινωνικό υπόστρωμα, προκάλεσε την έκρηξη χιλιαστικών κινημάτων και προσδοκιών ανάμεσα στα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. [ ] Και ο μεταμοντερνισμός θα εκφράσει την ίδια άποψη μέσα από τη λογική «του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων», σύμφωνα με τη φράση του Λιοτάρ. Έχουμε πλέον εισέλθει σε μια εποχή «μικρών αφηγήσεων» και εξάντλησης των παλαιών οραμάτων.

Αυτές οι διαπιστώσεις είναι εν μέρει αληθείς. Αλλά μόνον σε ό,τι αφορά σε μια συγκεκριμένη μορφή κινημάτων, εκείνη του μαρξιστικού μεσσιανισμού, που υποσχόταν την εγκαθίδρυση των εργατικών καθεστώτων και το πέρασμα στο τέλος της ιστορίας μέσα από τον εκκοσμικευμένο παράδεισο του κομμουνισμού. Το εάν θα αποδειχθεί αληθής σε ό,τι αφορά στην εξαφάνιση των κινημάτων που συνδυάζουν –ή θέλουν να συνδυάσουν– την ισότητα με την ελευθερία είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό και μένει να μας το δείξει η ιστορία.

Σε ό,τι μας αφορά, πιστεύουμε ότι η εποχή αυτών των κινημάτων δεν έχει εξαντληθεί, αλλά ότι αντίθετα ο 21ος αιώνας θα σφραγιστεί με την ανάδυση αυτών των νέων μετακομμουνιστικών κινημάτων που θα έχουν ενσωματώσει τα διδάγματα από την κατάρρευση του μαρξιστικού κομμουνι­σμού και την εξάντληση τον δυτικού παραδείγματος. [ ]

Ίσως το επίκεντρο αυτών των νέων εξισωτικών απελευθε­ρωτικών κινημάτων μετακινηθεί σε νέες ηπείρους και θέατρα, ίσως περάσει από σκολιές οδούς και ατραπούς, αλλά θα ήταν μάλλον αφέλεια να πιστεύουμε πως η ώθηση της ελευθερίας θα πεθάνει με την εξάντληση της ιδιαίτερης δυτικής μορφής της.

Αν ο μαρξιστικός κομμουνισμός υπήρξε η προσπάθεια εφαρμογής μιας ουτοπίας στην κοινωνική πράξη με την αναπόφευκτη ολοκληρωτική μεταστροφή του (δείξαμε προη­γουμένως πως η εφαρμογή κατά γράμμα μιας ουτοπικής μορφής οδηγεί κατευθείαν σε ολοκληρωτισμό αρχικά και σε κατάρρευση στη συνέχεια), το μετακομμουνιστικό κίνημα θα θέλει να είναι μια ζώσα ουτοπία, δηλαδή να εγκαταλείψει όλα τα μεσσιανικά και εξωπραγματικά χαρακτηριστικά του. [ ] Αυτό που έχουμε δείξει επανειλημμέ­να, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, είναι πως ο μεσσιανισμός και η λογική του παραδείσου οδηγούν αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό, αρχικά, και στην παλι­νόρθωση στη συνέχεια. Η αδυναμία πραγματοποίησης του μεσσιανικού οράματος οδηγεί στην καταστολή και τον ολοκληρωτισμό προκειμένου να επιβληθεί το βασίλειο του θεού ή του προλεταριάτου· αυτό συνέβη στις θρησκευτικές ουτοπίες, όπως εκείνη των αναβαπτιστών, και κυρίως στις μαρξιστικές-κομμουνιστικές, που πρόσφατα κατέρρευσαν. Και η συνέχεια είναι γνωστή: το άλλο άκρο, η απόλυτη ατομικοποίηση, η εξαφάνιση των συλλογικών υποκειμένων, έστω και πρόσκαιρα. Η λογική λοιπόν που θέλει την «ουτοπία» αμόλυντη, μεσσιανική, έτσι ώστε να εμπνέονται οι «μάζες», «μια και εμείς παραμένουμε στον χώρο της κριτικής και το όραμά μας πρέπει να είναι καθαρό», παραμένει δέσμια της νεωτερικότητας και του παλιού παραδείγματος. Ταυτόχρονα δε, περιφρονεί βαθύτατα τις «μάζες», χωρίς βέβαια να μπορεί να πείσει και κανέναν (εκτός ίσως από κάποιες ομαδούλες διανοουμένων, που εξαγοράζουν τους καθημερινούς συμβι­βασμούς τους με την «καθαρότητα» της θεωρίας, ή κάποια υπολείμματα αριστερίστικων ή αναρχικών ομάδων).

Για μας, αντίθετα, η μετακομμουνιστική «ουτοπία», την οποία ενστερνιζόμαστε, διαφέρει από τη μαρξιστική-κομμουνιστική εκδοχή όχι μόνο σε επιμέρους σημεία αλλά και στο συνολικό υπόδειγμα. Αρνούμαστε τη θρησκευτική εικόνα του κομμουνισμού ως μιας απόλυτα διαφανούς και χωρίς αντιθέ­σεις κοινωνίας. Την αντιλαμβανόμαστε ως μια κοινωνία με αντιθέσεις, συγκρούσεις, διαφορετικά συλλογικά και κοινω­νικά υποκείμενα, διαφορετικά θεσμικά επίπεδα έκφρασης και αντιπροσώπευσης, μόνο (sic!) που η αρχή της χρησιμοθηρίας και της οικονομικής αποδοτικότητας θα έχει αντικατασταθεί από εκείνη της επίτευξης της αρμονίας με τη φύση και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Μια τέτοια έλλογη «ουτοπία», την οποία θεωρούμε πραγμα­τοποιήσιμη, συνέπεια εξάλλου της κατάρρευσης των ολοκλη­ρωτικών φαντασιώσεων του παρελθόντος, φαντάζει ελάχιστα ενθουσιαστική για μερικούς, ενώ για κάποιους άλλους –και για τον υποφαινόμενο– συμβαίνει το διαμετρικά αντίθετο. Η εικόνα του κομμουνισμού ως μιας κοινωνίας απολύτως διαφανούς, χωρίς αντιθέσεις και προβλήματα, μας έδινε πάντα την εντύπωση μιας αγιογραφίας που κείται στον χώρο του θρησκευτικού επέκεινα. Αντίθετα, η προοπτική μιας διαφορετικής κοινωνίας όπου έχουν μεν αντιστραφεί οι προτεραιότητες, αλλά οι αντιθέσεις παραμένουν και νέες αναδύονται, όχι μόνο μας είναι πλησιέστερη, αλλά και μπορεί να αποτελεί άμεσο στόχο των κινημάτων, σε αντίθεση με μια μελλοντική και διαρκώς άπιαστη «Αρκαδία». Αν μπορούμε να κάνουμε μια μεταφορά, το μετακομμουνιστικό κίνημα αποτε­λεί έναν «εγκόσμιο», έναν «γήινο» κομμουνισμό, που κατέβηκε από τα σύννεφα εδώ, στον κόσμο των δακρύων. Και προφα­νώς, αυτό είναι πολύ πιο ενθουσιαστικό, για μας, από ό,τι η αποστειρωμένη εικόνα ενός «τέλειου κόσμου».

Πρόκειται για μια αλλαγή μεγάλης κλίμακας και πιστεύου­με πως συνδέεται με το πέρασμα σε μια νέα εποχή της ανθρώπινης σκέψης. Αν μπορούσαμε να κάνουμε μια αναδρομή στα στάδια της σύγχρονης σκέψης, θα λέγαμε πως, μετά τον «θάνατο του θεού», στην εποχή του διαφωτισμού, περνάμε στην περίοδο της ενθρόνισης του ανθρώπου στη θέση του, μέσω της ιστορίας. Η πιο ολοκληρωμένη μορφή αυτής της ανύψωσης του ανθρώπου υπήρξε το κομμου­νιστικό κίνημα και η προσδοκία της εγκαθίδρυσης του κομμουνιστικού παραδείσου. Σήμερα, μετά την κρίση της νεωτερικότητας και την εξάντληση της ανθρωποκεντρικής εκπαιδευτικής ουτοπίας, εισερχόμαστε σε ένα νέο κόσμο, όπου, είτε στη μεταμοντέρνα εκδοχή της «χαμηλής πτήσης» είτε σε εκείνη της μετακομμουνιστικής εκκοσμικευμένης ουτο­πίας, το «παράδειγμα» μετακινείται προς την κατεύθυνση της βίωσης ή του μετασχηματισμού της καθημερινότητας, της απόρριψης του διαφορισμού παρόντος και επέκεινα. «Εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ», θα πει ο ποιητής. [ ]

Κοινωνική παραγωγικότητα και ανθρώπινες ανάγκες

Σε όλη την έκταση του δοκιμίου μας προσπαθήσαμε να δείξουμε πως η κοινωνική παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας μπορεί σήμερα να καλύψει όλες τις βασικές ανθρώ­πινες ανάγκες σε πλανητική κλίμακα και ότι, αντίθετα, είναι η διαρκώς πιο άνιση κατανομή ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, ανάμεσα σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, εκείνη που γεννάει την έλλειψη, την ανέχεια, την αλλοτρίωση.

Βέβαια, στα πλαίσια του καπιταλιστικού κόσμου, ίσως για αιώνες ακόμα, δεν υπάρχει δυνατότητα να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες/επιθυμίες, γιατί η ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού φαντασιακού είναι ότι τις διευρύνει με την κτητική/υλική μορφή τους στο διηνεκές και κατά συνέπεια αναπαράγει αδιάκοπα το δίπολο πλούτος/φτώχεια, κάλυψη/έλλειψη αναγκών. Και ο καπιταλισμός χωρίς ανισότητα, χωρίς έλλειψη, χάνει το όποιο κίνητρο για επέκταση και συσσώρευση.

Και όμως σήμερα, για πρώτη φορά μετά τις πρωτόγονες κοινωνίες, ζούμε σε κοινωνίες της αφθονίας, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κοινωνικές μορφές. Σε αυτή την παραδοχή εξάλλου στηρίχτηκε η εξαγγελία του μαρξιστικού παραδεί­σου. Ο άνθρωπος διώχθηκε από τον παράδεισο και δημιούρ­γησε τον πολιτισμό με τον ιδρώτα του προσώπου του, δηλαδή με το τίμημα της ανισότητας. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Φειδίας μπόρεσαν να υπάρξουν επειδή υπήρχαν οι δούλοι κ.λπ. κ.λπ. Το κοινωνικό υπερπροϊόν των αγροτικών κοινωνιών ήταν τόσο μικρό και ασταθές, ώστε η κάλυψη των αναγκών όλων και η δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού ήταν έννοιες μάλλον αντιφατικές μεταξύ τους. (Βέβαια, έχουμε αρχίσει να αμφιβάλλουμε ακόμα και γι’ αυτή την τόσο «προφανή» διαπίστωση, όπως και για το εάν η αρχαία Ελλάδα, στην κλασική εποχή, στηριζόταν σε τέτοια κλίμακα στη δουλική εργασία, αλλά δεν είναι της ώρας να τη συζητήσουμε. Ας τη δεχτούμε για τις ανάγκες της έκθεσής μας.) Η σημερινή κοινωνία, αντίθετα, διαθέτει τη δυνατότητα να καλύψει το σύνολο των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Όμως, αντί γι’ αυτό, συσσωρεύει όλο και περισσότερα υλικά αγαθά στα χέρια μιας μειοψηφίας του ανθρώπινου πληθυσμού, που κάνουν εσαεί απαγορευτική την κάλυψη των αναγκών των υπολοί­πων. Και έτσι –με αυτή τη δυναμική– αυτοδιαιωνίζεται. [ ]

Ο περιβαλλοντικός καταναγκασμός προκαλεί ήδη τερά­στιες μειώσεις του ΑΕΠ σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, εξαιτίας τόσο των οικολογικών καταστροφών, όσο και των δαπανών απορρύπανσης. Η ίδια η Διεθνής Τράπεζα υπολό­γισε πως αυτή η μείωση του εισοδήματος κυμαίνεται στο 5-15% του ΑΕΠ στη Μαδαγασκάρη λόγω της διάβρωσης του εδάφους και μόνον, στην Πολωνία λόγω μόλυνσης στο 4,4-7,7%, στη Γερμανία, πριν από την ενοποίηση, λόγω μόλυνσης στο 1,7-4,2%, στις ΗΠΑ, για τον έλεγχο της ατμοσφαιρικής μόλυνσης, το 1981, στο 0,8-2,1%, στην Ουγγαρία, λόγω μόλυνσης, 5%, στην Αιθιοπία, λόγω αποδάσωσης, 6-9 %,κ.ο.κ.3

Και μήπως αυτή η συσσώρευση αγαθών δεν έχει ήδη γίνει εμπόδιο στην ανάπτυξη του πολιτισμού, υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να εργάζονται περισσότερο για την απόκτηση αυτών των αγαθών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητά τους να επεκτείνουν τις γνώσεις τους και να αναπτύσσουν πολιτιστι­κές και συλλογικές δραστηριότητες, που προφανώς θα πολλαπλασίαζαν τη συνολική παραγωγικότητα της κοινω­νίας; Η επιβίωση του καπιταλιστικού κτητικού/βουλιμικού φαντασιακού αποτελεί πια εμπόδιο στην ανάπτυξη του πολιτισμού! Μια κοινωνία με σύμβολό της την παραγωγικό­τητα γίνεται απολύτως αντιπαραγωγική μέσα σε μια φρενίτι­δα παραγωγικής δραστηριότητας, γιατί η στενά επιχειρημα­τική παραγωγικότητα έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνική παραγωγικότητα.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες αυξάνουν διαρκώς την παρα­γωγικότητά τους, για να κατασκευάζουν πιο αποδοτικά αυτοκίνητα, την ίδια στιγμή που το κόστος συντήρησης του Ι.Χ. απαιτεί, σε επίπεδο ατομικών και δημόσιων δαπανών, περίπου το 1/4 ή το 1/5 του εθνικού εισοδήματος των αναπτυγμένων κοινωνιών. Πρόκειται για έναν πολιτιστικό παραλογισμό.

Όπως έχει δείξει ο Αντρέ Γκορζ, θα αρκούσε οι άνθρωποι να νοικιάζουν τα αυτοκίνητα που χρειάζονται για τις λίγες στιγμές της μετακίνησης έξω από την πόλη ή να χρησιμοποιούν από κοινού και εναλλάξ τα ιδιωτικά αυτοκίνητα, ώστε να αλλάξει ριζικά η ζωή μας, να μειωθούν οι δαπάνες και η μόλυνση, να γίνουν άνετες και να γενικευτούν οι δημόσιες μεταφορές κ.λπ.4 [ ]

Ο καπιταλισμός αποτελεί ήδη εμπόδιο για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Ως προς αυτό ο Μαρξ είχε απόλυτο δίκιο, η καπιταλιστική μορφή της κοινωνίας εμποδίζει την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Και εάν στον προβληματισμό μας εντάξουμε την οικολογική παράμετρο των χωρίς όρια καταστροφών στη φύση και την ανθρώπινη φύση, τότε το πολιτιστικό επιχείρη­μα αντιστρέφεται ριζικά και αμετάκλητα. Ο καπιταλισμός είναι ήδη μια παρωχημένη κοινωνική μορφή. [ ]

Ο μαρξισμός, ο αναρχισμός και όλες οι εξισωτικές ανθρω­πιστικές αντιλήψεις, επειδή διέγνωσαν αυτόν τον παραλογισμό και το βύθισμα στη βαρβαρότητα στην οποία οδηγεί η συσσώρευση εμπορευμάτων, πεισμένοι ότι ο άνθρωπος είναι ένα ορθολογικό ον, ένα ον που κάνει τις σωστές επιλογές, υποστήριξαν πως εντέλει θα απορρίψει τον ανορθολογικό καπιταλισμό και θα περάσει σε μια κοινωνία αρμονική, σχεδιοποιημένη, επιτέλους στην Ιστορία, με κεφαλαίο Ι. Όμως εμείς είμαστε πια παιδιά του Φρόιντ και του Νίτσε, του Χάιντεγκερ και της Σχολής της Φρανκφούρτης, γνωρίζουμε τη φυσιολογία του εγκεφάλου και την ανθρώπινη συμπεριφορά, που είναι σύνθεση «oρθολογικών» και «ανορθολογικών» στοι­χείων, είμαστε εντέλει παιδιά της κατάρρευσης του μαρξιστι­κού κομμουνιστικού ονείρου και ξέρουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι ορθολογικός με την έννοια που έδιναν ο διαφωτισμός και οι σοσιαλιστές θεωρητικοί σε αυτόν τον όρο. Κινείται από το συμφέρον αλλά και την αλληλεγγύη, από τον έρωτα και τον θάνατο, είναι ζώο με βαθιά ριζωμένα ένστικτα, είναι ζώο πολιτικό και κοινωνικό. Η επέκταση είναι φυλογενετικά καθορισμένη και συνδέεται με το ένστικτο της επιβίωσης.

Επειδή είναι κοινωνικό ζώο, είναι πιθανόν να μετέχει απολύτως στο φαντασιακό της κοινωνίας στην οποία βρίσκε­ται και να μην μπορεί να ξεφύγει από αυτό, έστω και αν αυτή οδηγείται σε αδιέξοδο. Μήπως λοιπόν δεν υπάρχει ελπίδα;

Όχι βέβαια, γιατί, όπως τονίσαμε, συστατική της αστικής κοινωνίας είναι η αντιφατική ιδεολογία που περιγράψαμε –ισότητα, ανισότητα– που δίνει τη δυνατότητα στην αμφισβή­τηση, ενώ ο καπιταλισμός οδηγείται σήμερα σε οικολογικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό αδιέξοδο. Και, προπαντός, συστατικό στοιχείο της «oυσίας» του ανθρώπου είναι ταυ­τόχρονα η αλληλεγγύη και ο έρωτας, η ανάγκη της αναγνώ­ρισης του άλλου, η ανάγκη της ισότητας. Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα. Ελπίδα όμως, και όχι βεβαιότητα. [ ]

Από την μεγαμηχανή στην μικροκλίμακα

Η βασική διαχρονική αρχή της καπιταλιστικής παραγωγής υπήρξε, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η αδιάκοπη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, των παραγωγικών μονάδων, της κλίμακας της παραγωγής. Οι οικονομίες κλίμακας ήταν η βασική αρχή την οποία διδάσκονταν οι πρωτοετείς των Οικονομικών Σχολών. Όσο μεγαλύτερη η επιχείρηση και η παραγωγική μονάδα, τόσο χαμηλότερο το κόστος κ.λπ. [ ]

Βέβαια, ο επιχειρηματικός και παραγωγικός γιγαντισμός αντιμετώπιζε κριτική. Ήδη ο περίφημος «νόμος του Πάρκινσον» έδειχνε πως, όσο αυξάνονται τα μεγέθη μιας επιχείρησης, τόσο εντείνεται η αδιαφάνεια ανάμεσα στα διαφορετικά ιεραρχικά επίπεδα και η γραφειοκρατικοποίηση, με αποτέ­λεσμα οι οικονομίες κλίμακας να αναιρούνται τελικά από το βάρος της γραφειοκρατικής δομής. Στο επίπεδο της οργάνω­σης της παραγωγής είχε σωστά επισημανθεί πως ο τεϊλορισμός είναι αποδοτικός μέχρις ενός σημείου, πέραν του οποίου επιτείνει την ανομία της οργάνωσης της παραγωγής.

Αλλά και στο επίπεδο της παγκόσμιας οργάνωσης της παραγωγής, η αυξανόμενη διεθνοποίηση από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και μετά, θα παραπέμπει όλο και περισσό­τερο στην πολυεθνική επιχείρηση και στην παγκόσμια οργά­νωση της αγοράς, ενώ οι δασμοί των βιομηχανικών χωρών θα πέσουν από το 40% το 1947, όταν ιδρύθηκε η ΟΑΤΤ, στο 5% το 1990, και σήμερα, μετά τον «γύρο της Ουρουγουάης», τείνουν προς τον μηδενισμό τους. Έτσι, η οικονομία, στο σύνολό της, μοιάζει να βαδίζει προς μια αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση και γιγαντοποίηση, που κάνει όλο και πιο απίθανη τη δυνατότητα ενός κοινωνικού ελέγχου πάνω στη μεγαμηχανή.
Ωστόσο, η δεκαετία του ’70 θα δει την κρίση της μεγάλης επιχείρησης και της τεϊλορικής παραγωγικής μονάδας να κορυφώνεται. Στο επίπεδο της οργάνωσης της εργασίας, οι αλλαγές θα είναι σαρωτικές. Η μεγάλη μονάδα παραγωγής θα γίνει η έδρα των κινητοποιήσεων του εργάτη-μάζα και η ακρόπολη της ακαμψίας του εργατικού εισοδήματος. Στην Ιταλία, η ΦΙΑΤ-Μιραφιόρι θα μειώσει κατά δεκάδες χιλιάδες το προσωπικό της, ενώ, στην Αμερική, οι μεγάλες αυτοκινη­τοβιομηχανίες θα χάσουν πάνω από 300.000 εργαζομένους. Στη Γαλλία, μέσα σε δεκαπέντε χρόνια (1980-1994), οι βιομηχανικοί εργάτες των μεγάλων εργοστασίων θα πέσουν από 6 εκατομμύρια σε 4,8 εκατομμύρια. Το μέγεθος των μονάδων παραγωγής θα μειωθεί, και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής θα παραχωρηθεί σε επιχειρήσεις υπεργολαβίας, σύμφωνα με το γιαπωνέζικο πρότυπο. Στα ευαίσθητα σημεία της αλυσίδας παραγωγής, τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τους εργάτες, ενώ η ίδια η αλυσίδα θα αντικατασταθεί, στην τελική φάση της συναρμολόγησης των αυτοκινήτων, από την κατασκευή του αυτοκινήτου από μια ενιαία εργασιακή ομάδα. Στο εργοστάσιο αυξάνεται και πάλι το ποσοστό των ειδικευ­μένων εργατών, σε αντίθεση με όλη τη μακρόχρονη περίοδο από την εφαρμογή της αλυσίδας παραγωγής, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τη δεκαετία του ’70, στη διάρκεια της οποίας επεκτεινόταν η ανειδίκευτη εργασία. Η ανειδίκευ­τη εργασία αντικαθίσταται εν μέρει από το ρομπότ ή εξορίζεται εκτός εργοστασίου, μέσω του φασόν και της υπεργολαβίας. Ο μέσος όρος των απασχολούμενων ανά παραγωγική μονάδα μειώνεται, και η «τρίτη Ιταλία», η Ιταλία του κέντρου με τις μικρές μονάδες, γίνεται το πρότυπο αυτής της νέας παραγωγικής αναδιάρθρωσης. Όσο για τον ανερχό­μενο τομέα των ηλεκτρονικών, είναι χαρακτηριστικό ότι η Σίλικον Βάλεϊ αποτελείται από μικρές μονάδες ειδικευμένης εργασίας (βέβαια η ανειδίκευτη εργασία έχει εξοριστεί στη Μαλαισία ή το Μεξικό, όπου παράγονται τα μικροτσίπ των υπολογιστών). Μέσα στο εργοστάσιο, οι ιεραρχικές βαθμίδες περιορίζονται ριζικά, και συχνά τα γραφεία βρίσκονται στον ίδιο όροφο με τη μονάδα παραγωγής, κατά το σκανδιναβικό πρότυπο. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες, με τη χρήση της πληροφορικής, τη διασύνδεσή τους με τράπεζες δεδομένων, την ευλυγισία τους στην παραγωγή, σύμφωνα με τις απαιτή­σεις της αγοράς, και την ώσμωση ανάμεσα στη διεύθυνση και την παραγωγή, ανεβάζουν κατά πολύ την παραγωγικότητά τους και οι περιβόητες «οικονομίες κλίμακας» συχνά αντιστρέ­φονται. Η ανειδίκευτη εργασία, τουλάχιστον στη Δύση, εκτοπίζεται εκτός βιομηχανικής παραγωγής, στις υπηρεσίες, όπου και επεκτείνεται το περιορισμένο ωράριο και η απασχόληση των γυναικών.1 [ ]

Ο Σουμάχερ, στο κλασικό πλέον βιβλίο του Το μικρό είναι όμορφο2 θα δείξει τα πλεονεκτήματα της μικρής επιχείρησης απέναντι στη μεγάλη. Και εάν αυτό αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα στα πλαίσια του ίδιου του καπιταλισμού και της παντοδυναμίας της αγοράς, μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε σε μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις ανάγκες της και όχι σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς. Ακόμα και στο μικρότερο χωριό θα ήταν δυνατό να πα­ραχθούν βασικά αγαθά με τις πιο σύγχρονες μεθόδους. Η λογική του «μεγάλου άλματος προς τα εμπρός», η οποία έπαιξε βασικό ρόλο στην εξάπλωση της βιομηχανικής παραγωγής σε όλη την Κίνα, θα μπορούσε να επαναληφθεί με επιτυχία σε παγκόσμια κλίμακα. Πράγματι, τι απαγορεύει να παράγονται στα ελληνικά νησιά αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα που κάποτε παρήγοντο εκεί, αν όχι η λογική της τουριστικής μονοκαλλιέργειας και κάποιου συγκριτικού ψευδοπλεονεκτήματος;

Τέλος, σε ό,τι αφορά στην αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση, αυτή είναι γεγονός όσο είναι γεγονός και η ταυτόχρονη περιφερειοποίηση των ανταλλαγών. Σε ό,τι αφορά στην Ευρω­παϊκή Ένωση, είναι ήδη γνωστό πως το 60% περίπου των ανταλλαγών της αφορά ανταλλαγές στο εσωτερικό της. Στη Λατινική Αμερική –κλασικό παράδειγμα μονοδιάστατης σχέσης με τις παλιές αποικιακές δυνάμεις και τον Βορρά και σχεδόν ολοκληρωτικής ανυπαρξίας ανταλλαγών σε περιφε­ρειακό επίπεδο παρά την κοινή κουλτούρα και γλώσσα– τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν ταχύτατα. Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1989 μέχρι το 1993, οι εξαγωγές των χωρών του Μερκοσούρ, της κοινής αγοράς του νότιου κώνου της Λατινικής Αμερικής, που αφορούν τις μεταξύ τους ανταλλαγές, πέρασαν από το 8,2% του συνόλου στο 18,5%.3

Στην Ασία, οι εξαγωγές προς άλλες ασιατικές χώρες πέρασαν, από το 32% του συνόλου το 1967, σχεδόν στο 50% το 19884 και το ποσοστό συνεχίζει να ανεβαίνει. Όσο για την… Ελλάδα, μέχρι το 1994, μέσα σε τέσσερα χρόνια, έχουν πολλαπλασιαστεί επί τρία οι ανταλλαγές με τις βαλκανικές χώρες.
Δηλαδή ο γιγαντισμός, η ιεραρχικοποίηση, η παγκοσμιο­ποίηση, είναι μια πραγματική τάση, αλλά εξίσου πραγματική είναι και η αντίστροφη τάση στη σμίκρυνση, τη μείωση των ιεραρχικών επιπέδων, την περιφερειακή ενσωμάτωση. [ ]

Είναι, λοιπόν, εφικτή η «ουτοπία» μιας άλλης οικονομικής ανάπτυξης, όπου οι παραγωγοί αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση των επιχειρήσεων, η κοινωνία ενσωματώνει την οικονομία στις συνολικές της ανάγκες και δεν κατευθύνεται από την οικονομία, ενώ η περιφερειακή ανάπτυξη επεκτείνε­ται εις βάρος των αφηρημένων παγκόσμιων ρευμάτων.

Προς αυτή την κατεύθυνση συγκλίνουν πολλές από τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής. Η εξάπλωση της πληροφορικής παγκοσμιοποιεί αλλά ταυτόχρονα «τοπικοποιεί», γιατί δίνει τη δυνατότητα στο πιο απομακρυσμένο χωριό να παράγει ή να πληροφορείται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνι­κής.5 Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας είναι η πιο σημαντική προσφορά προς αυτή την κατεύθυνση. Η παραγωγή ηλεκτρι­σμού από τον ήλιο και τον αέρα απαλλάσσει τις τοπικές κοινωνίες από την εξάρτηση από το κράτος, τις πολυεθνικές του πετρελαίου και την αμερικάνικη ηγεμονία. Και μολονότι η στρατηγική του κεφαλαίου είναι ο στραγγαλισμός των ανανε­ώσιμων πηγών ενέργειας, αυτές αναπτύσσονται και προδια­γράφουν ένα διαφορετικό μέλλον ενεργειακής αυτονομίας. [ ]
Βέβαια, ένα εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν με αυτόν τον τρόπο κηρύσσουμε μια επιστροφή στην αυτάρκεια και τα κλειστά σύνορα ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, λογική η οποία υπήρξε ώς ένα βαθμό επιλογή χωρών όπως η Αλβανία, με τα επακόλουθα που γνωρίζουμε. Κατ’ αρχήν είναι προφανές πως δεν αναφερόμαστε στο ίδιο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο με εκείνο του μαρξιστικού(;) κολεκτιβισμού, το οποίο αντικατέστησε την παντοδυναμία της αγοράς με εκείνη του κράτους. Στα μοντέλα που αναφερό­μαστε η αγορά δεν καταργείται, απλώς περιορίζεται στην κάλυψη αναγκών που μπορεί να καλύψει καλύτερα και κοινωνικά αποδοτικότερα. Αυτός ο περιορισμός της αγοράς πραγματοποιείται τόσο με την επέκταση της κοινωνικής οικονομίας όσο και με την επανενσωμάτωση ποικίλων δρα­στηριοτήτων στην κοινότητα, που ο καπιταλισμός έτεινε να εμπορευματοποιεί στο έπακρο. Το ίδιο συμβαίνει με τις διεθνείς ανταλλαγές. Οι ανταλλαγές δεν καταργούνται, αλλά, για λόγους κοινωνικής συνοχής και προστασίας του περι­βάλλοντος, περιορίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο στους τομείς των υλικών αγαθών και επεκτείνονται σε εκείνους των άυλων αγαθών, των επιστημονικών και πολιτιστικών ανταλ­λαγών, της επικοινωνίας. Αυτό το μοντέλο είναι μια πραγμα­τική τάση στην ίδια τη σημερινή κοινωνία και βέβαια δεν μπορούμε να το φανταστούμε να εγκαθιδρύεται «σε μία και μόνο χώρα», παρ’ όλο που η ανισόμετρη κοινωνική ανάπτυξη είναι πραγματικότητα τόσο όσο και η ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη.

Η επέκταση του «τρίτου τομέα»

Εδώ και τουλάχιστον εκατό χρόνια, ο οικονομικός ρόλος του κράτους ως ρυθμιστή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής καθώς και ως άμεσου εργοδότη διευρύνεται στα πλαίσια του καπιταλισμού (κρατική ρύθμιση της οικονομικής ζωής και ανάδειξη του κράτους-επιχειρηματία και του κοινωνικού κράτους σε επίκεντρο της ανάπτυξης). Όμως επί δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, και ακόμα πιο έντονα μετά την κατάρρευ­ση των ανατολικών κοινωνιών, αναπτύσσεται η τάση για περιορισμό του κράτους. [ ]

Την ίδια στιγμή, «ανεπαισθήτως» θα λέγαμε, αναπτύσσεται, και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα, ο λεγόμενος «τρίτος τομέας» της οικονομίας, ανάμεσα στο κράτος και την ιδιωτική επιχείρηση, ο συνεταιριστικός και κοινωνικός τομέας της παραγωγής και της αναπαραγωγής, που θεωρείται ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος τομέας σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο! Συνεταιριστικές τράπεζες, μη κερδοσκοπικές παραγωγικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε τομείς της αγροτικής παραγωγής και της κατάρτισης στον Τρίτο Κόσμο· οργανώσεις ενίσχυσης του Τρίτου Κόσμου και αντιμετώπισης των ναρκωτικών με παραγωγικές δραστηριότητες, ή εκδόσεων και προστασίας του περιβάλλοντος στον αναπτυγμένο κόσμο, ενώσεις εθελοντικής εργασίας, οργανώσεις γειτονιάς και… ινστιτούτα ερευνών κ.λπ. κ.λπ. Ο «τρίτος τομέας» μετατρέπεται σε έναν ισχυρό οικονομικό παράγοντα, έξω από το κύκλωμα της αγοράς και την κρατική μηχανή, έστω και αν συχνά χρηματοδοτείται από κρατικές πηγές.

Για να έχουμε μια εικόνα της έκτασης του εναλλακτικού τομέα στη χώρα της απορρύθμισης, στις ΗΠΑ, ας ακούσουμε τον πρόεδρο του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων (Foundation of Economic Trends) της Ουάσιγκτον, Τζέρεμι Ρίφκιν:

«Πρέπει να το χωνέψουμε πως ο δημόσιος τομέας και οι επιχειρήσεις είναι όλο και λιγότερο ικανές να εγγυηθούν μια στοιχειώδη οικονομική εξασφάλιση για εκατομμύρια Αμερι­κανούς και Ευρωπαίους. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει άλλη διέξοδο από το να υπολογίζει στον εαυτό του, επανενεργοποιώντας τη συλλογική δραστηριότητα, έτσι ώστε να περιορίσει τις καταστροφές που προκαλούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και η παρακμή των δημόσιων υπηρεσιών… Ο συνεταιριστικός τομέας, ο λεγόμενος «τρίτος τομέας» –που ονομάζεται επίσης κοινωνία των πολιτών–δηλαδή η κοινω­νική οικονομία ή η εθελοντική προσφορά, είναι ένας χώρος όπου οι συμβασιακές σχέσεις υποχωρούν απέναντι στους κοινοτικούς δεσμούς και όπου η προσφορά του χρόνου στον άλλον υποκαθιστά τις σχέσεις στην αγορά εργασίας… Οι εθελοντικές οργανώσεις βρίσκονται στην υπηρεσία εκατομμυ­ρίων Αμερικανών, σε όλες τις γειτονιές και τις κοινότητες της χώρας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν περίπου 1,4 εκατομμύρια μη κερδοσκοπικές οργανώσεις των οποίων ο κύριος στόχος είναι οι υπηρεσίες που προσφέρονται στον πληθυσμό και η προώθηση κάποιου στόχου. Χρηματοδοτού­νται εν μέρει από ιδιωτικές δωρεές και συμπληρώνονται από κρατικές επιχορηγήσεις. Ο «τρίτος τομέας» γνωρίζει ένα ρυθμό ανάπτυξης δύο φορές ταχύτερο από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και η συμβολή του στο ΑΕΠ ξεπερνάει ήδη το 6,5% του εθνικού εισοδήματος και απασχολεί 10,5% του ενεργού πληθυσμού».6

Στη Γαλλία, ο Τιερί Ζαντέ, στην έκθεσή του για την κοινωνική οικονομία στη συμβουλευτική Επιτροπή της Κοι­νωνικής Οικονομίας, στις 28 Φεβρουαρίου 1995, παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο κοινωνικός τομέας, αρχί­ζοντας από ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες και συνεται­ρισμούς και φτάνοντας μέχρι τις περιβαλλοντικές οργανώ­σεις, απασχολούσε το 1994 1,7 εκατομμύρια εργαζομένους και δημιούργησε 470.000 θέσεις εργασίας ανάμεσα στο 1984 και το 1994.

Ο αριθμός των κάθε είδους οργανώσεων που δημιουργού­νται κάθε χρόνο είναι περίπου 60.000 (έναντι 40.000 πριν από 10 χρόνια) και συνολικά φτάνουν τις 700.000 οργανώσεις. [ ]

Στον Τρίτο Κόσμο, η έκταση του φαινομένου είναι ίσως ακόμα μεγαλύτερη. Μόνο στο Ρίο ντε Τζανέιρο υπάρχουν 1.500 οργανώσεις του τρίτου τομέα, ενώ πολύ συχνά οι παραγκογειτονιές και η «μαύρη εργασία» είναι οργανωμένες σύμφωνα με τις αρχές του κοινωνικού τομέα. Στη «φτωχότερη χώρα του κόσμου», το Μπανγκλαντές, η Granmeen Bank δανείζει άτοκα ή με πολύ χαμηλά επιτόκια τους αγρότες, στην κατεύθυνση μιας οικολογικά βιώσιμης αγροτικής παραγωγής. Στην Ινδία, κάθε ένα σχεδόν από τα 600.000 χωριά διαθέτει κάποια μορφή συνεταιρισμού ή οργάνωση αλληλοβοήθειας. Όσο για το Μοντραγκόν, στη Χώρα των Βάσκων, αποτελεί ήδη… ένα τουριστικό αξιοθέατο της Ισπανίας.7

Αν λοιπόν στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ο πολιτικός ριζοσπαστισμός φάνηκε να υποχωρεί, την ίδια στιγμή διοχε­τεύθηκε σε δομές και θεσμούς σταθερούς, εκείνους του «τρίτου τομέα», που αναπτύσσεται με καταπληκτική ταχύτητα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. [ ]

Η θανάσιμη αγωνία της κοινωνίας της εργασίας

Όταν ο Μαρξ έγραφε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η μέση ετήσια διάρκεια της εργασίας του εργάτη σε πόλεις όπως η Λίλη, το Παρίσι ή η Μασσαλία ήταν περίπου 4.000 ώρες τον χρόνο. Σήμερα είναι 1.600 ώρες.8
Αν συνυπολογίσουμε την αυξανόμενη καθυστέρηση του χρόνου εισόδου στην εργασία (που πλέον ξεπερνάει κατά μέσο όρο τα είκοσι χρόνια) καθώς και τη μείωση του χρόνου εξόδου από αυτή, που έχει κατέβει κάτω από τα εξήντα χρόνια, ενώ ο μέσος όρος ζωής ξεπερνάει τα εβδομήντα έξι χρόνια, κατανοούμε ότι ανεπαισθήτως εξερχόμεθα από τον κόσμο της εργασίας, στον οποίο για πρώτη φορά έριξε την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός! Με αυτό βέβαια δεν εννοούμε πως στις παλαιότερες κοινωνίες ο άνθρωπος δεν εργαζόταν, αλλά απλώς ότι ο καπιταλισμός υπήρξε η πρώτη κοινωνία στην ιστορία της ανθρωπότητας που μετέτρεψε την εργασία σε ταυτότητα και προφανώς επιμήκυνε τον χρόνο εργασίας.9 Είναι γνωστό πως οι «πρωτόγονοι» εργάζονταν συνήθως 20-25 ώρες την εβδομάδα, ενώ στις αγροτικές κοινωνίες οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν, χωρίς όμως ποτέ να φτάσουν την κανονικότητα και τα ωράρια του πρώιμου καπιταλισμού.[ ] Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, βαδίζουμε προς μια κοινωνία που αναπόφευ­κτα εξέρχεται από τον κόσμο της εργασίας. Και μπορούμε να φανταστούμε τις τεράστιες δυνατότητες πολιτισμού και πα­ραγωγικότητας που θα απελευθέρωνε, ειδικά στον Τρίτο Κόσμο, μια γενικευμένη μείωση των ωραρίων με πλήρη απασχόληση για όλους. Θα ήταν έτσι δυνατόν να εφαρμοστούν οι αρχές της γενίκευσης των σπουδών για το σύνολο των εργαζομένων και, αντίστροφα, της εργασίας για όλους τους σπουδαστές. [ ]

Βέβαια, για πολλούς, μια τέτοια διαπίστωση μοιάζει αντιφατική, παρακινδυνευμένη ή πρόωρη. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για έναν κόσμο ώριμο για «έξοδο από την κοινωνία της εργασίας» όταν βασικές βιοτικές ανάγκες παραμέ­νουν ακόμα ακάλυπτες, όχι μόνο στον Τρίτο Κόσμο αλλά, για ένα ποσοστό του πληθυσμού, και στον ίδιο τον Πρώτο Κόσμο; Όμως η αντίφαση είναι φαινομενική και μόνον. Στην πραγμα­τικότητα, όπως ήδη προαναφέραμε, η σημερινή παραγωγικό­τητα της ανθρώπινης εργασίας είναι τέτοια ώστε να μπορεί να καλύψει τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα στον τομέα της διατρο­φής. Ξέρουμε πως η μετατροπή της φυτικής ενέργειας σε ζωική, για να καταναλωθεί στη συνέχεια από τον άνθρωπο, απαιτεί πολλαπλάσια ενέργεια σε σύγκριση με την άμεση κατανάλωση φυτικών τροφών. Η μετατροπή των φυτών σε κρέας από τα ζώα και η μετατροπή της σάρκας των ζώων από τον άνθρωπο απαιτεί πενταπλάσια ή δεκαπλάσια δαπάνη ενέργειας σε σύγκριση με τον άμεσο μεταβολισμό των φυτικών ουσιών από τον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι, στις ΗΠΑ, για τη διατροφή των ζώων χρησιμοποιείται σήμερα το 70% της παραγωγής σε σιτηρά, εκτός από τα κτηνοτροφικά φυτά και τα λειβάδια που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή τους10. Βέβαια, ο άνθρωπος έχει ανάγκη, για ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο, από ένα ποσοστό ζωικών πρωτεϊνών, και προφα­νώς δεν μπορεί ακόμα να τραφεί με τριφύλλι ή σανό11. Ωστόσο, το διατροφικό πρότυπο κατανάλωσης ζωικών πρω­τεϊνών έχει οδηγήσει σε κατανάλωση κρέατος που ξεπερνάει τα εκατό κιλά τον χρόνο κατά άτομο (στη Γαλλία ή τις ΗΠΑ πάνω από 120 ή 130 κιλά κρέας) και όχι μόνον υπερβαίνει τις ανάγκες μιας ισορροπημένης διατροφής, αλλά ήδη είναι αρνητικό από την άποψη των δαπανών υγείας. Όσο δε για τη χρήση σιτηρών, με το σημερινό επίπεδο της αγροτικής παραγωγής και με μια αναδιανομή της σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν δυνατόν να καλυφθούν κανονικά οι διατροφικές ανάγκες όλων των ανθρώπων. [ ]

Τέλος, όταν μιλάμε για «τέλος της κοινωνίας της εργασίας», αναφερόμαστε προφανώς σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο δεκαετιών ή ίσως και αιώνων.
Το ίδιο, κατά το μάλλον ή ήττον, ισχύει και με την έννοια του τέλους «των κοινωνιών της παραγωγής» που αναπτύξαμε πιο πάνω. Το πέρασμα στις κοινωνίες της πληροφορίας, στις κοινωνίες του Είναι, το οποίο προδιαγράφεται ήδη στις αναπτυγμένες κοινωνίες, συμβαδίζει προφανώς με το τέλος της κοινωνίας της εργασίας, αν δεν είναι συνώνυμό του, και αυτή η μετάβαση, η οποία μόλις αχνοφαίνεται, θα απαιτήσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. [ ]

Η ανανέωση της κριτικής σκέψης

Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή της κρατικής κολεκτιβιστικής εκδοχής μιας μετακαπιταλιστικής εναλλακτικής λύσης, επιτρέπει και πάλι να κινηθεί η σκέψη των ανθρώπων σε νέες κατευθύνσεις, σε κατευθύνσεις που επανενεργοποιούν ξεχασμένες ή υποβαθμισμένες ιδέες του παρελθόντος και ταυτόχρονα διερευνούν νέες δυνατότητες που αναδεικνύει η σημερινή πραγματικότητα. Τω όντι, επί πάνω από εκατό χρόνια, ή τουλάχιστον για τα τελευταία εβδομήντα, ολόκληρος σχεδόν ο προβληματισμός του ριζο­σπαστικού αντικαπιταλισμού είχε μονοπωληθεί από τη μαρ­ξιστική αντίληψη της επανάστασης και των πολιτικών θεσμών που παρήγαγε. Στο επίπεδο της θεωρίας, τουλάχιστον, επρόκειτο για την αντίληψη μιας άμεσης σοβιετικής δημοκρα­τίας, με κατάργηση του διαχωρισμού των εξουσιών ανάμεσα σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, και στην πράξη για την κυριαρχία ενός πολιτικού κόμματος, εκφραστή του «προλεταριάτου». Η ιστορία είναι πολύ γνωστή σε όλους για να την επαναλάβουμε διεξοδικά. Η άμεση δημοκρατία υπό μονοκομματική διεύθυνση μετατράπηκε σε απολυταρχία και ολοκληρωτισμό, στον βαθμό που συνδυάστηκε με την κατάργηση κάθε άλλης μορφής ιδιοκτησίας εκτός από εκείνης του κράτους. Η απελευθερωτική απόπειρα εξελίχθηκε στο αντίθετό της. Πρόκειται για εξέλιξη εγγενή σε όλο το δυϊστικό μαρξιστικό σχήμα των δύο τάξεων, αστών και προλετάριων, όταν μάλιστα αποκρύπτεται η ύπαρξη μιας τρίτης τάξης, της διανόησης, των διαχειριστών.

Αυτή η μοίρα του υπαρκτού σοσιαλισμού απομάκρυνε τους ανθρώπους –πιστεύουμε οριστικά, στις χώρες που δοκίμασαν αυτό το σύστημα καθώς και στις χώρες με αναπτυγμένους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και κοινωνικά κινήματα– από τον κρατικό ολοκληρωτισμό.

Ταυτόχρονα, γενική είναι η εντύπωση σε όλη τη Δύση πως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει γεράσει ανεπανόρθωτα και οι άνθρωποι αποστρέφονται όλο και περισσότερο την «υψηλή πολιτική». [ ]
Είναι βέβαια αλήθεια πως, μετά τη μεγάλη υποχώρηση του μαρξισμού και των επαναστατικών ιδεών του ’68, δεν υπάρχει σήμερα στον κόσμο μια ενιαία ριζοσπαστική ιδεολογία η οποία να ενοποιεί κινήματα και ανθρώπους σε όλη τη γη.

Ζούμε σε μια εποχή θρυμματισμού των μεγάλων ενιαίων ιδεολογιών, θρυμματισμού που επιτρέπει και τον θρυμμα­τισμό ή την πολυδιάσπαση των κινημάτων.

Παρ’ όλα αυτά όμως αναδεικνύονται ορισμένες βασικές σταθερές του νέου ριζοσπαστισμού, που πιστεύουμε πως αργά ή γρήγορα θα γενικευθούν.
Α. Κριτική της αγοράς και του φιλελευθερισμού. Από την Greenpeace μέχρι τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, τα περισσότε­ρα αντικαπιταλιστικά κινήματα αντιτίθενται στη λογική της επέκτασης της αγοράς, του εκσυγχρονισμού, του φιλελευθε­ρισμού και των καταστροφών που προκαλεί στο περιβάλλον και τις ανθρώπινες κοινότητες.1
Β. Άρνηση της «προόδου». Τα νέα κινήματα, εμπνεόμενα από τις ιδέες της δεκαετίας του ’60, είναι νεορομαντικά. Αρνούνται τη γενική έννοια «πρόοδος και ανάπτυξη» και πιστεύουν στην ανάγκη της επιλεκτικής χρήσης της.
Γ. Απόρριψη του κρατισμού και γενικότερα κάθε μονο­διάστατης οικονομικής λογικής. Η αποτυχία των κρατιστικών μοντέλων και η απόρριψη της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας οδηγεί στην αναζήτηση πιο σύνθετων κοινωνικών μοντέλων, που έχουν ως βάση τους την επέκταση της αυτονομίας και, άρα, των αυτοδιαχειριστικών πρακτικών, έναντι της ετερονο-μίας τόσο του κρατικού κολεκτιβισμού όσο και της μεγάλης επιχείρησης.
Δ. Σε αυτή τη βάση προωθούν σχήματα συνδυασμού άμεσης δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικών θεσμών. Πολλοί λίγοι είναι εκείνοι ανάμεσα στους ριζοσπάστες της Δύσης και των περισσότερων χωρών του Τρίτου Κόσμου (εκτός ίσως από τους ισλαμιστές) οι οποίοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν τα μονοδιάστατα μοντέλα, είτε κρατιστικά είτε ακόμα και αυτοδιαχειριστικά. Όπως έχει δείξει τόσο υπέροχα ο Γκορζ στους Δρόμους του Παραδείσου, δεν υπάρχουν κοινωνίες ή μορφές παραγωγής απόλυτης αυτονομίας ή απόλυτης ετερονομίας. Σε μια σύγχρονη κοινωνία δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια κοινωνική οργάνωση απολύτως αμεσοδημοκρατική χωρίς μορφές αντιπροσώπευσης. Σχήματα όπως αυτά που δοκίμασαν οι αναρχικοί της Ισπανίας, με την ομοσπονδία των κοινοτήτων, στις οποίες ανήκει και η ιδιοκτησία, και που επαναπροτείνουν εν μέρει ή εν όλω οι οπαδοί του Μπούκτσιν, είναι όχι μόνο ουτοπικά, αλλά κινδυνεύουν από την αντιστροφή τους, όπως έγινε με τα εργατικά συμβούλια και τα σοβιέτ στο παρελθόν, προς μορφές ολοκληρωτικές.2 Προφανώς, δεν αμφισβητούμε την αμεσοδημοκρατική ειλικρίνεια πολλών από τους Ισπανούς αναρχο-συνδικαλιστές. Εξάλλου, και στο σοβιετικό μοντέλο δεν ήταν ο Λένιν, ο Τρότσκι ή η Κολοντάι που το οδήγησαν στη μεταβολή του σε ολοκληρωτικό σχήμα, αλλά ένας επίγονος, ο Στάλιν. Τον δρόμο προς την Κόλαση τον παίρνουμε συχνά με τις καλύτερες προθέσεις. Ο μαρξισμός-λενινισμός, με τη λογική της κατάργησης κάθε διαχωρισμού των εξουσιών και της οργάνωσης με βάση έναν και μόνο θεσμό, οδηγούσε αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό. Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι αρχή της δημοκρατίας και όχι μόνον της «αστικής». Και αυτό γιατί στην κοινωνία εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος συγκέντρωσης της εξουσίας, κ.ο.κ.

Είναι αδύνατον, λοιπόν, να φανταστούμε μια σύγχρονη κοινωνία με ένα και μόνο θεσμικό επίπεδο οργάνωσης, τα συμβούλια ή τις κοινότητες και τη συνομοσπονδία τους. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν όλες οι παραγωγικές μονάδες να ανήκουν μόνο στη συμβουλιακή ή την κοινοτική ιδιοκτησία, γιατί αυτό θα οδηγούσε είτε σε οπισθοδρόμηση είτε σε μια νέα μονοδιάστατη κοινωνία. Η εμπειρία των κινημάτων συγκλίνει σε έναν συγκερασμό θεσμικών μορφών, όπου εκείνες της άμεσης δημοκρατίας αναπτύσσονται και επεκτείνονται διαρκώς, ενώ της αντιπρο­σωπευτικής ουσιαστικοποιούνται. Ο διαχωρισμός των εξου­σιών ενισχύεται, μπαίνουν φραγμοί στην επαγγελματοποίηση της πολιτικής και επεκτείνεται η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις.

Η πολιτική πάλη διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα, τόσο το τοπικό όσο και το περιφερειακό, εθνικό, διεθνικό κ.λπ., και σε αυτά αντιστοιχούν διαφορετικές μορφές οργάνωσης. Βέβαια, τα μετακομμουνιστικά κινήματα μπορούν να οριστούν κατ’ εξοχήν ως κινήματα άμεσης δημοκρατίας και ο κοινός χώρος εργασίας ή η κοινότητα παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν πρέπει να πέσουμε σε έναν αμεσοδημοκρατικό, συμβουλιακό ή κοινοτικό ολοκληρωτισμό, που θα καθιστά τους ανθρώπους απολύτως εξαρτημένους από το συμβούλιο ή την κοινότητα. Οι άνθρωποι έχουν πολλαπλούς ρόλους και ταυτότητες, και τα επίπεδα αντιπροσώπευσης και έκφρασής τους θα είναι εξίσου πολλαπλά. Χωροταξική κοινότητα και εργασιακή ομάδα, γλωσσική ταυτότητα και φύλο, φυλή και σεξουαλικές προτιμήσεις κ.λπ. είναι μερικές από αυτές τις πολλαπλές ταυτότητες και ρόλους· σε κάθε μία από αυτές αντιστοιχεί και διαφορετικό επίπεδο έκφρασης και οργάνωσης – εργοστασιακά συμβούλια και γυναικείες οργα­νώσεις, συμβούλια αντιπροσώπων και κοινοτικές συνομο­σπονδίες. Και προφανώς, εξακολουθούν να παραμένουν μονάδες, πρόσωπα, και οποιαδήποτε απόπειρα απόλυτης εδαφικοποίησης, είτε εθνική είτε κοινοτική, αποκτά χαρακτήρα ολοκληρωτικό και εντέλει κατασταλτικό. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη όχι από ένα έδαφος, αλλά από πολλαπλά εδάφη, και ένα ουσιαστικό τέτοιο είναι το δικό του «έδαφος», η έλλειψη καθορισμένου εδάφους, η αυτονομία του. [ ]

Η απόρριψη του μαρξιστικού ολοκληρωτισμού συνεπάγεται ακριβώς την πεποίθηση πως η πολιτική, δηλαδή η πάλη γύρω από τις κατευθύνσεις της κοινωνίας, έχει νόημα. Και έχει νόημα γιατί οι κοινωνίες ποτέ δεν θα είναι απολύτως διαφανείς, ούτε το πολιτικό πεδίο θα μπορεί να περιοριστεί στη διαχείριση πραγμάτων. [ ]

Μια εκ νέου ανακάλυψη της πολιτικής σημαίνει λοιπόν την ανάδυση ενός νέου ανταγωνισμού, ο οποίος και μόνο μπορεί να θεμελιώσει και πάλι το πεδίο της πολιτικής. Και αυτός υποχρεωτικά είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μετακομμουνιστικά κινήματα και τον σοσιαλκαπιταλιστικό εκσυγχρονισμό-διαχείριση. Είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κινήματα που ευαγγελίζονται την άρνηση της «προόδου» και στην καθημερινή κόλαση της προόδου. Γι’ αυτό εξάλλου μιλάμε για τέλος του δυτικού παραδείγματος, στο οποίο ο ανταγωνισμός ήταν εσωτερικός στη θεματική της ανάπτυξης και της «προόδου». Αυτός ο νέος πολιτικός ανταγωνισμός, προς τον οποίο ανεπαισθήτως κατευθυνόμαστε, αναδεικνύει ήδη νέα πεδία αναφοράς, το πεδίο της άμεσης δημοκρατίας και των θεσμών της, την πολιτική της «καθημερινότητας», καθώς και νέα πολιτικά υποκείμενα. [ ] Η εθνική διεκδίκηση ταυτότητας απέναντι στον καταναγκασμό της παγκόσμιας αγοράς γενικεύεται ή θα γενικευτεί, ενώ εμφανίζεται μια νέα γενιά επαναστατικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, κατά το πρότυπο των Ζαπατίστας στο Μεξικό, που στηρίζονται στη διεκδίκηση της κατεστραμμένης ταυτότητας των Ινδιάνων Τσιάπας.

Τα επόμενα χρόνια, σταδιακά, θα αρχίσει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή και πρόσωπο ο νέος πολιτικός ανταγω­νισμός και να αναδεικνύεται και πάλι η κεντρικότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η σημερινή απομάκρυνση και αηδία από την πολιτική θέλουμε να ελπίζουμε πως προετοι­μάζει με αρνητικό τρόπο το έδαφος για την ανάδυση νέων πολιτικών ανταγωνισμών και κινημάτων.

Η αμφισβήτηση της Δύσης

Στις σελίδες που προηγήθηκαν προσπαθήσαμε να δώσουμε τις κατευθύνσεις μιας «Ουτοπίας» που αποτελεί ήδη μια ζώσα πραγματικότητα κινημάτων, συμπεριφορών, αλλά και κοινω­νικών δομών, μιας «Ουτοπίας» που είναι μια πιθανότητα.

Το ερώτημα που θέτουμε και πάλι στο τέλος της έκθεσής μας είναι το ίδιο με εκείνο που θέσαμε στον πρόλογο: Υπάρχουν άραγε οι δυνατότητες να βαδίσουμε προς έναν νέο πολιτισμό, να αποφύγουμε τη θανατηφόρα εκδοχή της απο­σύνθεσης ή τη high-tech εκδοχή της ανθρωπο-κοινωνικής μετάλλαξης; Η παρακμή της Δύσης, που για μας είναι αδιαμφισβήτητη, θα επιτρέψει την ανάδειξη ενός νέου τύπου πολιτισμού, ή θα συμπαρασύρει τον κόσμο σε μια εκδοχή βαρβαρότητας; [ ]

Αυτό το ερώτημα, ακόμα και για μας που θα θέλαμε να ελπίζουμε σε μια αισιόδοξη εκδοχή, δεν μπορεί να βρει κάποια οριστική απάντηση – δυστυχώς ή ευτυχώς. Όλα παίζονται.

Ο Σερζ Λατούς θα γράψει:

«Η ιστορική αποτυχία της Δύσης, και κατά συνέπεια η αποτυχία των αξιών της, οι οποίες είναι φορείς της προόδου, είναι η μόνη πιθανότητα για να μπορέσει να τεθεί και πάλι το πρόβλημα του αγαθού στις ανθρώπινες κοινωνίες, στη θέση της ποσότητας, που υποκατέστησε το πρώτο στη σύγχρονη εποχή. Αυτή η επιστροφή του κοινωνικού στο ερώτημα της αρμονικής ζωής είναι ταυτόχρονα και ένα πιθανό άνοιγμα προς μια πλουραλιστική κοινωνία, σε μια πλουραλιστική ανθρωπότητα. Είναι παράλογο, υπερβολικό ή τερατώδες να μιλήσουμε για τέλος της δυτικής κοινωνίας; Αυτό το τέλος φαίνεται αναπόφευκτο όχι μόνο γιατί κάθε πολιτισμός είναι θνητός, αλλά κυρίως γιατί μπορεί να αναγνωστεί στα όρια και τις αποτυχίες του εκδυτικισμού. Ο πολιτισμός της προόδου φέρει μέσα του τα σπέρματα της αυτοκαταστροφής του.
Βέβαια, εκτός και αν είναι κανείς προφήτης, δεν είναι δυνατόν να προβλέψουμε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα ούτε καν τη μορφή. Δεν είναι καθόλου αναγκαίο αυτή η πτώση να είναι παταγώδης και αποκαλυψιακή. Η αποσύνθεση μπορεί να γίνει στα μαλακά. Ίσως έχει ήδη αρχίσει, χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει».3

Αν λοιπόν είναι αλήθεια πως η παρακμή του δυτικού μοντέλου έχει ήδη αρχίσει και αν επιλέξουμε την πιθανότητα μιας απελευθερωτικής εξόδου από την παρακμή, θα μπορού­σαμε άραγε να πιθανολογήσουμε το πού θα επικεντρωθούν οι δυνατότητες της αλλαγής; Στον Βορρά ή στον Νότο, ή μήπως σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο που αναδύεται;

Πιστεύουμε πως αλλαγές προς τις κατευθύνσεις που περιγράψαμε γίνονται σε όλο τον κόσμο, αλλά ο ενδιάμεσος χώρος είναι πολύ πιθανόν να βρεθεί στο επίκεντρο των μετασχηματισμών και να συνδέσει τον Βορρά, όπου το φαντασιακό των ανθρώπων έχει καταληφθεί από τον καπιτα­λισμό, με τον Νότο, όπου οι άμεσες βιοτικές ανάγκες έχουν μια σχεδόν αποκλειστική προτεραιότητα. Ο «ενδιάμεσος χώρος», που αρχίζει από την «Αγία Πετρούπολη» (sic) και φτάνει μέχρι τη Νοτιοαφρικανική Ένωση, ή από την Αθήνα μέχρι τη Σαγκάη, φαίνεται να είναι εκείνος όπου συγκεντρώνονται και διαπλέκονται όλες οι αντιθέσεις του κόσμου μας και ταυτόχρονα εκείνος όπου η δυνατότητα του πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού είναι μεγαλύτερη. Βέβαια, τίπο­τε δεν αποκλείει την εμφάνιση νέων απελευθερωτικών κινη­μάτων στον Βορρά, αλλά το ιδεολογικό και πολιτικό επίκεντρο πιστεύουμε πως δεν μπορεί πλέον να βρίσκεται εκεί. [ ]
Αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να δείξουμε σε αυτό το βιβλίο. Δεν πρέπει πρώτα ο καπιταλισμός και το εμπόρευμα να καταστρέψει τα πάντα για να αντιδράσουμε μετά, όπως έλεγε ο παλιός μαρξισμός. Μπορούμε και πρέπει να υπερβούμε τη φάση της παγκοσμιοποίησης της καπιτα­λιστικής ανάπτυξης. Αυτό δοκίμασαν στο παρελθόν η Σοβιε­τική Ένωση και η Κίνα.

Σήμερα είναι ώρα για ένα νέο βήμα από καλύτερες θέσεις, έχοντας πίσω μας την ανεκτίμητη πείρα όλων όσοι αγωνίστηκαν για τον κοινωνικό μετασχη­ματισμό, για την εθνική απελευθέρωση, για τα δικαιώματα των γυναικών και των αποικιοκρατούμενων, για μια αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης, για την ανάδειξη του ανθρώπινου προσώπου απέναντι στη γύμνια του ατομισμού και την καταπίεση του ολοκληρωτισμού. Τομή και συνέχεια. Αυτό θα μπορούσε να είναι το επιστημολογικό παράδειγμά μας. Το μεγάλο παιγνίδι δεν έχει τελειώσει. Ακόμα και αν επρόκειτο για το τελευταίο!

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ