Αρχική » Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Α. Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού πλήθους

Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Α. Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού πλήθους

από Κώστας Παπαϊωάννου

Η Φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης – Έργο του 220 π.Χ. με 190 π.Χ.

Εγκαινιάζουμε σήμερα μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Τα κείμενα προέρχονται από τα παρακάτω βιβλία του Κ. Παπαϊωάννου:

Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου

Τέχνη και πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα

Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που όλα κυκλοφορούν από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις

Όπως δείξαμε ήδη, από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και μετά, δημιουργήθηκε μια εκτεταμένη διεθνής πολιτισμική κοινότητα, η ελληνιστική Κοινή*[1], από τον Γάγγη έως την Αδριατική θάλασσα και από την Κριμαία έως την Αίγυπτο. Η Ελλάδα και οι μεσογειακές αποικίες της, η Μικρά Ασία, η τεράστια επικράτεια των Αχαιμενιδών στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, μια τεράστια μάζα λαών, ετερογενών στον ύψιστο βαθμό, με ιδιαιτερότητες θεμελιωμένες σε χιλιόχρονες παραδόσεις, συγκεντρώθηκε γύρω από πόλεις, χαραγμένες με το ράμμα από τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Σελεύκεια επί του Τίγρη έγιναν μεγάλες μητροπόλεις, με πάνω από μισό εκατομμύριο πληθυσμό, μέγεθος αδιανόητο για την κλασική Ελλάδα και στο οποίο έφτασαν μόνο οι δύο μεγάλες κοσμοπολίτικες πόλεις που διεκδικούσαν την ηγεμονία στη Δύση: η Ρώμη και η Καρχηδόνα.

Το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας, κατά το 1ο αιώνα π.Χ., δεν επηρέασε καθόλου αυτή την ευρύτατα διαδεδομένη Κοινή*. [ ] Ως όψιμη συνέπεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα κείμενα της Καινής Διαθήκης θα συντηρηθούν ή θα γραφτούν στα ελληνικά, καθώς και τα περισσότερα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας .

Μνημεία καθαρά ελληνικής τεχνοτροπίας υψώνονταν στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης* στις πόλεις, στην αγορά, στους ναούς, στα γυμναστήρια, οι συνελεύσεις, τα συμβούλια και τα δικαστήρια έμοιαζαν να διαιωνίζουν τις μορφές της κλασικής εποχής, αλλά το πνεύμα της δεν βρισκόταν πια εκεί. Το πολιτικόν ζώον*, που εκθείαζε ο Αριστοτέλης, είχε πεθάνει στη μάχη της Χαιρώνειας (336 π.Χ.), με την οποία έλαβε τέλος η ελληνική ελευθερία, και η πόλις*, η ύψιστη έκφραση του κλασικού πολιτισμού, δεν μπορούσε να ζωντανέψει και πάλι. Λίγα χρόνια μετά την απώλεια της ελευθερίας τους, οι Αθηναίοι υποδέχονταν, το 307, τον «προστάτη» τους, Δημήτριο, με έναν ύμνο, αποκαλυπτικό για την παρακμή της εποχής:

Οι υπόλοιποι θεοί είναι ανύπαρκτοι ή βρίσκονται μακριά είτε δεν έχουν αυτιά να μας ακούσουν είτε δεν υπάρχουν είτε δεν ενδιαφέρονται καθόλου για μας. Αλλά εσύ είσαι εδώ, και μπορούμε να σε δούμε, δεν είσαι από ξύλο ούτε από πέτρα, είσαι πραγματικός. Απευθύνουμε σε σένα αυτές τις προσευχές: και πρώτα-πρώτα, ω πολυαγαπημένε, να μας φέρεις την ειρήνη, αφού είσαι ο Κύριος…

Ιδού, λέει ο Αθήναιος (253 d), πού κατάντησαν οι «απόγονοι των πολεμιστών του Μαραθώνα». Da nobis pacem: όταν η ρωμαϊκή ειρήνη θα κάνει πραγματικότητα αυτή την ευχή, η πόλη, η κοινότητα των ανθρώπων και των θεών, τους οποίους υμνούσε το θέατρο του Διονύσου και η ζωφόρος του Παρθενώνα, δεν ήταν παρά μια σκιά του εαυτού της. Κατά την κλασική σκέψη, μόνο η συμμετοχή στα κοινά θεμελιώνει την πραγματική ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος που ιδιωτεύει (ιδιώτης*), που ασχολείται μόνο με ό, τι είναι «δικό» του (ίδιον*), στερούνταν τις υψηλότερες και πιο ανθρώπινες ιδιότητες: ο όρος με τον οποίο οι ευρωπαϊκές γλώσσες υποδηλώνουν την ηλιθιότητα[2] προέρχεται από την πραγματικά περιφρονητική αντίληψη που είχε η κλασική Ελλάδα για την ιδιωτική ζωή. Και αυτήν ακριβώς την ιδιωτική ζωή θα θέσει στο προσκήνιο η ελληνιστική και ελληνο-ρωμαϊκή εποχή: το άτομο διαδέχεται τον πολίτη. Τον Δήμο*, τον οποίο συνείχαν οι θεοί του, οι μύθοι και τα τελετουργικά του, υποκαθιστά μια εξατομικευμένη μάζα: το μοναχικό πλήθος – και οι ονειροφαντασίες του.

Το άτομο έχει τώρα την ευκαιρία να ζήσει για τον εαυτό του, σε βαθμό άγνωστο μέχρι τότε, αφού η πολιτική είναι νεκρή και δεν επιβάλλει πλέον καθήκοντα. Οτιδήποτε έδινε κάποτε νόημα στη ζωή αποδεικνύεται ανεπαρκές κάτω από τον μισο-σβησμένο ήλιο του μακρόχρονου φθινοπώρου του ελληνισμού. Πρόκειται για την απαξίωση όλων των αξιών που περιγράφει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος:

Άφωνη έγινε η εμπιστοσύνη στις αιώνιους νόμους των θεών. Τα αγάλματα είναι τώρα πτώματα από τα οποία δραπέτευσαν οι ψυχές που τα ζωντάνευαν, οι ύμνοι έγιναν λέξεις που εγκατέλειψε η πίστη. Οι θεϊκές δέλτοι βρίσκονται στην τροφή και το πνευματικό νέκταρ, ενώ τα παιχνίδια και οι γιορτές δεν αποκαθιστούν πλέον στη συνείδηση την ευτυχισμένη ενότητά της με την ουσία. Από το έργο των Μουσών λείπει η πνευματική δύναμη που έβλεπε να αναδύεται, από τη συντριβή των θεών και των ανθρώπων, η βεβαιότητα του εαυτού… ( από τη γαλλική μετάφραση του J. Hyppolite, II, σ. 261).

Στις αχανείς βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, οι φιλόλογοι συγκέντρωναν, εξέδιδαν και σχολίαζαν τα έργα των κλασικών, αλλά  η εποχή δεν μπορούσε πλέον να δώσει κανέναν Σοφοκλή, κανέναν Πίνδαρο, κανέναν Αριστοφάνη. Και ένα εντελώς νέο λογοτεχνικό είδος –το μυθιστόρημα– θα προσφέρει ένα «πνευματικό συμπλήρωμα» σε αυτή την εκπτωχευμένη και αυχμηρή ζωή και θα της επιτρέψει να αναγνωρίσει τα όνειρά της και την απουσία πραγματικής ζωής.

Η «φύση» ή η «επιστροφή στη φύση», νοούμενη ως η άρνηση των «τεχνουργημάτων»  που επιβάλλονται από την κοινωνία, ήταν η πρώτη από αυτές τις ονειροφαντασίες. Αυτό το «ρουσωικό» θέμα –εντελώς αδιανόητο στην κλασική εποχή– εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Νέα Κωμωδία με τον Μένανδρο (που γεννήθηκε το 340 περίπου, στην Αθήνα). Ένα απόσπασμα της Υδρίας* διακηρύσσει ότι οι ερημικοί τόποι (ερημία*) είναι « γλυκείς για όσους μισούν τη διαφθορά»[3]: ο κάτοικος της ερήμου, ο ερημίτης*, θα γίνει ένας δημοφιλής τύπος της ελληνο-ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ένας διθύραμβος του Λυκοφρονίδη παρουσίαζε έναν ερωτευμένο βοσκό, αλλά με την αλεξανδρινή ποίηση, τον Φιλητά και κυρίως τον μεγάλο Θεόκριτο (που γεννήθηκε το 312 περίπου), το βουκολικό τοπίο θα μεταβληθεί σε χώρο σωτηρίας. Πρόκειται πράγματι για μια νέα ψυχή –και μια εμπειρία που μέχρι τότε αποσιωπούνταν–, η οποία αναγνωρίζεται στη γοητεία της μεσημεριάτικης ανάπαυσης, στο τέλος του Ειδυλλίου 7, Θαλύσια, του Θεόκριτου:

… Πολλές δε λεύκες και φτελιές από πάνω μας κουνιούνταν με δύναμη το δε ιερό νερό κοντά κελάρυζε καθώς έρεε κάτω από το σπήλαιο των Νυμφών. Μαυρωποί τζίτζικες κάτω από τα σκιερά κλωνάρια μοχθούν φλυαρούντες, ο δε βάτραχος από μακριά μέσα σε πυκνά βάτα τρύζει από τα αγκάθια. Οι κορυδαλλοί και οι καρδερίνες λαλούν, το τρυγόνι στενάζει και μέλισσες πυρόξανθες πετούν γύρω απ’ τις πηγές. Όλα εδώ δείχνουν πολύ γόνιμο θέρος…»[4]

Αυτές οι ρομαντικές εικόνες –όπου μπορούμε να φανταστούμε κάποιες πουδραρισμένες βοσκοπούλες με κρινολίνα– αποδίδουν ανάγλυφα το πνεύμα της εποχής. Ο Μάρκος Αυρήλιος στενάζει και αυτός για τη μοναξιά: «Αναζητούν αγροικίες, παραλίες και  όρη: ακόμα κι εσύ τα ίδια ποθείς[5]». Σε αυτόν τον κόσμο, που είναι ακόμα τόσο βαθιά αγροτικός, ο «κυνικός» κάτοικος της πόλης της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας ονειρεύεται την «επιστροφή στη φύση», φαντασιώνει ειδυλλιακές αποχωρήσεις  –«εξοχική κατοικία» ή κάθε είδους μοναστήρια– όπου θα βρει τη γαλήνη. «Η ζωή στα δάση, υποστηρίζει μια ελληνική επιγραφή της Νεάπολης (CIGr 5814), αγνοεί τις έγνοιες και τις φιλοδοξίες μόνο στα δάση απολαμβάνουμε χαλάρωση και ελευθερία»[6].

Η κοινωνική ουτοπία υπήρξε άλλη μία φαντασίωση αυτής της εποχής. Στην πολύ συνοπτική περίληψη που έγραψε ο Διόδωρος Σικελιώτης για το μυθιστόρημα του Ιάμβουλου, ενός εξελληνισμένου Σύριου, του 3ου αιώνα π.Χ., βλέπουμε να εμφανίζεται η πρώτη σύγχρονη Ουτοπία, τοποθετημένη στα νησιά του Ινδικού Ωκεανού. Στην Πολιτεία των Νήσων του Ήλιου, που περιγράφει ο Ιάμβουλος, βασιλεύει η πιο τέλεια αρμονία. Η εργασία έχει καταργηθεί μια και ένα γλυκό ψωμί σχεδόν φυτρώνει πάνω στα δέντρα. Οι πολίτες είναι όλοι ίσοι από κάθε άποψη, ακόμη και στη σοφία, και όλοι μοιάζουν μεταξύ τους: όλοι είναι ψηλότεροι από τέσσερις πήχεις. Τα κορμιά τους είναι απολύτως αξιοθαύμαστα: όχι μόνο ο λαιμός τους αλλά και τα ρουθούνια τους ήταν καλυμμένα με σκέπαστρο οι γλώσσες τους είναι έτσι φτιαγμένες ώστε να είναι σε θέση να μιλούν όλες τις γλώσσες και να μιμούνται όλους τους ήχους έχουν επίσης την ικανότητα να συνομιλούν ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές (δίπτυχες). Δεν υπάρχουν τάξεις, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι κοινή ιδιοκτησία όλων και ο καθένας, με τη σειρά του, εκτελεί όλες τις υπηρεσίες. Είναι μακρόβιοι και αφού ζήσουν εκατόν πενήντα χρόνια, αποκοιμούνται με τη θέλησή τους, βρίσκοντας έναν γλυκό θάνατο…


[1] Με αστερίσκο σημειώνονται στο εξής όλες οι λέξεις που παρατίθενται ελληνικά στο γαλλικό πρωτότυπο (σ.τ.μ.).

* Εισαγωγή στο βιβλίο, La pastorale de Daphnis et Chloé suivi de Lucien, Histoire Véritable, Gallimard, Παρίσι 1973

[2] Idiot (ιδιώτης) σημαίνει ηλίθιος, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (σ.τ.μ.).

[3] Ὡς ἡδὺ τῷ μισοῦντι τοὺς φαύλους τρόπους ἐρημία… (σ.τ.μ.)

[4] Τη μετάφραση του αποσπάσματος πήραμε από την ιστοσελίδα http://theokritos.wordpress.com/%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7/ (σ.τ.μ.).

[5] «Ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν ἀγροικίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη, εἴωθας δὲ καὶ σὺ τὰ τοιαῦτα μάλιστα ποθεῖν», Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, IV, 3,19.

[6] Αναφέρεται από τον Erwin Rohde: Der  Griechische Roman und seine Vorläufer, 1876, σ. 537.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ