Γράφημα με πηγή τον λογαριασμό στο Χ του χρήστη @bolzano_g. Προτείνουμε να δείτε περισσότερους χάρτες στο λογαριασμό του.
του Μάριου Δημητρίου από την ιστοσελίδα Πτήση
Η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της Λιβύης (NOC) ανακοίνωσε την έναρξη γύρου προσφορών για το 2025, με σκοπό την προσέλκυση διεθνών εταιρειών ενέργειας για την εξερεύνηση και ανάπτυξη 22 χερσαίων και θαλάσσιων οικοπέδων, που καλύπτουν έκταση 235.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και περιέχουν εκτιμώμενα αποθέματα 1,6 δισεκατομμυρίων βαρελιών ισοδύναμων πετρελαίου. Ο γύρος αυτός επικεντρώνεται σε διάφορα χερσαία πεδία, καθώς και σε υπεράκτιες περιοχές στην Κυρηναϊκή, με στόχο την ενίσχυση της πετρελαιακής παραγωγής της Λιβύης, η οποία σήμερα ανέρχεται σε 1,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, με φιλοδοξίες να φτάσει τα 2-3 εκατομμύρια βαρέλια τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γύρου αυτού, όπως αναφέρεται και σε άρθρο του MEES (Middle East Economic Survey), είναι ότι τα νέα λιβυκά οικόπεδα που δημοπρατούνται, λαμβάνουν υπόψη τα όρια της δυνητικής ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), σε σχέση με την λιβυκή, τηρώντας της αρχή της μέσης γραμμής στην χάραξη της.
Η αναφορά στα λιβυκά οικόπεδα εστιάζεται ειδικά στα νο 014, 015 και 010, σύμφωνα με τον χάρτη δημοπράτησης (κάτω), τα οποία “σέβονται” τα δικαιώματα των νησιωτικών ακτογραμμών της Κρήτης και της Γαύδου.

Με λαδί και ανοιχτό πράσινο, οι περιοχές που δημοπρατεί η Λιβύη το 2025 για έρευνα/δοκιμαστικές γεωτρήσεις για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Τα θαλάσσια “οικόπεδα” 014, 015 και 010 (πάνω δεξιά) σέβονται την αρχή μέσης γραμμής για ΑΟΖ με την Ελλάδα.
Ο κλάδος του πετρελαίου στη Λιβύη έχει αντιμετωπίσει σημαντικές διαταραχές από την εξέγερση του 2011, η οποία ανέτρεψε το καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι, με την παραγωγή να πέφτει για μεγάλο διάστημα από τα 1,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε μόλις 200.000, λόγω της πολιτικής αστάθειας, των ένοπλων συγκρούσεων και της αποχώρησης πολλών διεθνών εταιρειών από τη χώρα. Οι πρόσφατες προσπάθειες σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας εκεχειρίας του 2020 που μεσολάβησε ο ΟΗΕ, έχουν ενθαρρύνει την NOC να προχωρήσει σε μαζική διάθεση οικοπέδων προς εκμετάλλευση και έρευνα, στέλνοντας ένα σήμα εμπιστοσύνης στους επενδυτές, παρά τις συνεχιζόμενες τριβές μεταξύ των δύο τοπικών κυβερνήσεων, μια στην Τρίπολη και μια στην ανατολική Λιβύη, στο Τομπρούκ.
Διεθνείς εταιρείες όπως η Eni, η OMV, η BP και η Repsol έχουν επαναλάβει τις δραστηριότητές τους στη χώρα από το 2022, υπογράφοντας συμφωνίες αξίας δισεκατομμυρίων, με κύριο κίνητρο τα τεράστια αποθέματα της χώρας, που εκτιμώνται σε 48 δισεκατομμύρια βαρέλια, τα μεγαλύτερα στην Αφρική.
Η χάραξη πάντως των οικοπέδων με έμμεση αναγνώριση ελληνικών “ορίων” έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο του 2019, το οποίο αγνοεί τα ελληνικά νησιωτικά δικαιώματα, αποδίδοντας στη Λιβύη έκταση νοτίως της Κρήτης, οπότε παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, όπως αποτυπώνεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ξεκάθαρη ήττα της τουρκικής άποψης για μηδενικά νησιωτικά δικαιώματα σε ΑΟΖ για την Ελλάδα, κάτι που η Άγκυρα θέλει να επιβάλλει στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πάντως η επιτυχία του φετινού γύρου προσφορών θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της Λιβύης να διασφαλίσει ένα σταθερό πολιτικό και νομικό περιβάλλον για τους επενδυτές, καθώς η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις από την διχασμένη της πολιτική σκηνή.
Επιπλέον, η οριοθέτηση που ικανοποιεί την δυνητική ελληνική ΑΟΖ, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ελληνο-λυβικό διάλογο, παρά τις υπάρχουσες εντάσεις. Άλλωστε η Λιβύη θα δυσκολευόταν να βρει επενδυτές πρόθυμους να “ποντάρουν” σε θαλάσσια οικόπεδα για διενέργεια ερευνών και γεωτρήσεων, εφόσον αυτά θα ήταν καθορισμένα εκτός διεθνούς δικαίου, άρα θα προκαλούσαν την ελληνική, την αιγυπτιακή αντίδραση, αλλά και διεθνείς πιέσεις, έως και κυρώσεις.
Φαίνεται πως ο γύρος προσφορών του 2025 δεν είναι μόνο μια οικονομική πρωτοβουλία, αλλά και μια γεωπολιτική δήλωση για τη Λιβύη, η οποία επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της ως βασικού παίκτη στη Μεσόγειο, παρά τις περιφερειακές εντάσεις. Η συνεργασία με διεθνείς εταιρείες και η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου θα μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερες ξένες επενδύσεις, ενισχύοντας την πολιτική σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα θα διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη, εν μέσω των ταραχών στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά.