Αρχική » Η γέφυρα της Αλαμάνας – Αθανάσιος Διάκος

Η γέφυρα της Αλαμάνας – Αθανάσιος Διάκος

από Τάσος Χατζηαναστασίου

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Χατζηαναστασίου και της Μαρίας Καραμεσίνη, Πολεμώντας το ’21, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2020, σσ. 43-52.

Πατρίς να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες ότι θυσιάστηκαν για σένα να σ’ αναστήσουν, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά Ελεύτερη Πατρίδα, όπου είσουνα χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των Εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους όπου πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων κι εκείνους όπου αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς.


Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα

Δύο χωριά, η Άνω Μουσουνίτσα (σήμερα: Αθανάσιος Διάκος του Δήμου Δωρίδος στη Φωκίδα) και η Αρτοτίνα του ίδιου δήμου ερίζουν για τον τόπο γέννησης του Αθανασίου Διάκου. Ο πατέρας του, Νικόλαος Γραμματικός, ήταν γιος του κλέφτη Αθανασίου Γραμματικού. Αναφέρεται και το επίθετο «Μασαβέτας», που όμως αποτελεί ελληνική παραφθορά τουρκικής λέξης, που επίσης σημαίνει «γραμματικός», δηλαδή καταγραφέας φορολογικών στοιχείων, οπότε είναι το ίδιο και αφορά οπωσδήποτε την απασχόληση των προγόνων του Αθανασίου.
Ο ήρωας του ’21 γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1788. Σε ηλικία δώδεκα ετών στάλθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα, στα δέκα εφτά του έγινε μοναχός και λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκος. Σύμφωνα με την παράδοση, ενώ ήταν στο μοναστήρι, κάποιος Τούρκος τον είδε και τον προσέγγισε ερωτικά κι ο Αθανάσιος τον σκότωσε. Έτσι, αναγκάστηκε να φύγει από το μοναστήρι και να βρει καταφύγιο στα λημέρια των κλεφτών, όπου του δόθηκε το προσωνύμιο Διάκος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, κατηγορήθηκε για φόνο σε κάποιον γάμο και γι’ αυτό έφυγε καταδιωκόμενος στα βουνά. Πολύ σύντομα διακρίθηκε για το θάρρος του κι έγινε το πρωτοπαλίκαρο του Δήμου Σκαλτσά από την Αρτοτίνα. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του και τον αδερφό του, Απόστολο, που ήταν τσοπάνηδες, με την κατηγορία ότι τροφοδοτούσαν τους κλέφτες, και τους σκότωσαν. Ο Αθανάσιος Διάκος ορκίστηκε εκδίκηση. Με την απαγωγή της κόρης ενός κοτζάμπαση, πλούσιου προύχοντα, της περιοχής, πέτυχε να του παραχωρηθεί το αρματολίκι της Δωρίδας, του τόπου καταγωγής του. Μάλιστα, το διάστημα 1814-1816 υπηρέτησε στον στρατό του Αλή Πασά ως πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν ανατέθηκε στον Ανδρούτσο το αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Το καλοκαίρι του 1820, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ του Αλή Πασά και του σουλτάνου και ο Ανδρούτσος, όπως και οι περισσότεροι αρματολοί της Ρούμελης, τάχθηκε με το μέρος του Αλβανού πασά. Όταν όμως ο Ανδρούτσος πληροφορήθηκε ότι σουλτανικά στρατεύματα κινούνταν για την κατάληψη της Λιβαδειάς, έφυγε για τα Γιάννενα. Τότε, ο Αθανάσιος Διάκος αναγορεύτηκε από τα παλικάρια «παντούρης και καπετάνος» του καζά της Λιβαδειάς (26 Οκτωβρίου 1820).


Οι αρματολοί
Οι αρματολοί είχαν επιτύχει με τη δράση τους να τους ανατεθεί από την ίδια την οθωμανική εξουσία η φύλαξη στενών και διαβάσεων, είχαν δηλαδή αναλάβει καθήκοντα τήρησης της τάξης και της ασφάλειας. Έχοντας το δικαίωμα να οπλοφορούν νόμιμα και να οδηγούν ένοπλα σώματα, είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη, επιρροή στον πληθυσμό, και συχνά, μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής περιουσία. Σε πολλές περιπτώσεις και όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξασθενούσε, οι αρματολοί έρχονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την οθωμανική εξουσία, εξασφαλίζοντας σημαντική αυτονομία στην περιοχή που ήλεγχαν στρατιωτικά, στο αρματολίκι τους, το οποίο φρόντιζαν να επεκτείνουν ή και να το διαμοιράζουν σε άλλους, έμπιστούς τους, οπλαρχηγούς. Με αυτόν τον τρόπο, οι αρματολοί αποτελούσαν, ήδη από τον 18ο αιώνα, φορείς μίας πραγματικής στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας που ανταγωνιζόταν την κεντρική οθωμανική διοίκηση. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επεχείρησε να ελέγξει το αρματολικό φαινόμενο υποτάσσοντάς το στις δικές του εξουσιαστικές επιδιώξεις. Έτσι, οι αρματολοί της τεράστιας επικράτειας του Αλή Πασά, από την Ήπειρο ως τη Θεσσαλία και την Ανατολική Στερεά, υποτίθεται ότι ήταν άνθρωποι της εμπιστοσύνης του, κάτι όχι ιδιαίτερα σταθερό την εποχή εκείνη, εφόσον οι Έλληνες οπλαρχηγοί προσχωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον στη Φιλική Εταιρεία.


Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη)
Τις παραμονές της Επανάστασης, οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας, κλέφτες και αρματολοί, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και περίμεναν το σύνθημα για να ξεσηκωθούν. Στις αρχές του 1821 οι συνθήκες στην περιοχή παρουσίαζαν αρκετές ιδιαιτερότητες. Πρώτα πρώτα, εξαιτίας του αρματολικού συστήματος, υπήρχαν πολλά και μεγάλα ένοπλα σώματα, εμπειροπόλεμα και ετοιμοπόλεμα. Δεν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για έναν στρατό, έστω επαναστατικό, αλλά για μπουλούκια ενόπλων τα οποία ήταν πιστά στον αρχηγό τους. Τα αρνητικά δεδομένα ήταν ότι δεν υπήρχε μία, αλλά πολλές ισχυρές προσωπικότητες με ηγετικό ρόλο και επιρροή. Δεν υπήρχε δηλαδή αυστηρή συνοχή και πειθαρχία σε κάποια κοινά αποδεκτή ιεραρχία. Εξάλλου, οι διάφοροι οπλαρχηγοί, και κατά συνέπεια και τα σώματά τους, είχαν διαφορετικές επιδιώξεις και αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο την Επανάσταση. Οι αρματολοί της Στερεάς είχαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία υπηρετήσει στην αυλή του Αλή Πασά και είχαν, άλλος σε μεγαλύτερο κι άλλος σε μικρότερο βαθμό, υιοθετήσει τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά του αδίσταχτου και υπέρμετρα φιλόδοξου τοπικού ηγεμόνα. Γι’ αυτό και ειδικά σ’ αυτήν την περιοχή θα παρουσιαστούν φαινόμενα υπαναχωρήσεων και ευκαιριακών αλλαγών στρατοπέδου, ανάλογα με το πώς πήγαιναν τα πράγματα στον Αγώνα.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στη Δυτική Στερεά, όπου μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ των σουλτανικών στρατευμάτων και του Αλή Πασά, οι αρματολοί καθυστερούσαν να ξεσηκωθούν, καθώς η κατάσταση παρέμενε εξαιρετικά ρευστή και η έκβαση της σύγκρουσης φαινόταν αμφίρροπη. Η προτροπή της Φιλικής Εταιρείας να συμμαχήσουν πρόσκαιρα οι οπλαρχηγοί με τον Αλή Πασά εναντίον του κύριου εχθρού, του σουλτάνου, δεν οδήγησε σε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Στη δε Ανατολική Στερεά, που είχε οριστεί αρχηγός ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Επανάσταση ξέσπασε, ενώ ο ίδιος απουσίαζε στα Άγραφα.
Στις 24 Μαρτίου 1821, με προτροπή του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης Πανουργιάς κάλεσε τους προκρίτους των Σαλώνων (Άμφισσα) στη Μονή του Αγίου Ηλία και τους ανακοίνωσε την απόφαση για έναρξη του Αγώνα. Έτσι, οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς, Γιάννης Γκούρας και Θανάσης Μανίκας προχώρησαν στην απελευθέρωση των Σαλώνων. Μαζί τους και ο ιερωμένος αγωνιστής παπα-Αντρέας Μόρης ή Παπαντριάς από την Καλοσκοπή Φωκίδας. Παράλληλα, ο Δήμος Σκαλτσάς ξεσήκωσε το Λιδωρίκι και οι Διάκος και Βασίλειος Μπούσγος τη Λιβαδειά.


Μάχη της Αλαμάνας, 23 Απριλίου 1821
Μετά τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων της Ρούμελης, ήταν αναμενόμενο οι Τούρκοι να αντιδράσουν. Ο Χουρσίτ Πασάς, που είχε εκστρατεύσει από τον Μοριά εναντίον του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έστειλε στρατεύματα με επικεφαλής τους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη. Έτσι, στις 17 Απριλίου, οι δύο Τούρκοι στρατηγοί έφτασαν στο Λιανοκλάδι, μισή ώρα μακριά από το Πατρατζίκι (Υπάτη), με στρατό οχτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους ιππείς.
Οι Αθανάσιος Διάκος, Γεώργιος Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς, βλέποντας πόσο κοντά είχαν φθάσει οι εχθρικές δυνάμεις, αποχώρησαν από το Πατρατζίκι. Με την άφιξη των εχθρικών ενισχύσεων, άρχιζε στην Ανατολική Στερεά ο «υπέρ πάντων αγών». Στις 20 Απριλίου έφθασαν στη Χαλκωμάτα, όπου έπρεπε να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα αντιμετώπιζαν τα τουρκικά στρατεύματα. Η γνώμη του Δυοβουνιώτη ήταν να μη διασπαστούν οι δυνάμεις, οι οποίες δεν υπερέβαιναν τους χίλιους πεντακόσιους άνδρες, αλλά να τοποθετηθούν δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Ο Διάκος και ο Πανουργιάς, όμως, είχαν αντίθετη άποψη, η οποία και επικράτησε τελικά. Υποστήριζαν ότι έπρεπε να καταλάβουν τους δύο δρόμους, τον έναν που οδηγούσε στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία και τον άλλον που οδηγούσε στη Φωκίδα. Έτσι, ο Δυοβουνιώτης κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοποτάμου με τετρακόσιους άνδρες, ο Πανουργιάς, μαζί με τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, τη Χαλκωμάτα με εξακόσιους άνδρες, ο Κομνάς Τράκας το χωριό Μουσταφάμπεη (τη σημερινή Ηράκλεια του Δήμου Λαμιέων), και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας και τη θέση Πουριά, από όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στις Θερμοπύλες, με πεντακόσιους άνδρες. Στα έμπιστα παλικάρια του, Καλύβα και Μπακογιάννη, ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας, ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.
Η επέλαση των τουρκικών δυνάμεων ήταν σφοδρή. Στο χωριό Μουσταφάμπεη οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί σε σπίτια και καίρια σημεία και πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, ώσπου ανάγκασαν τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και σε σύμπτυξη με την κύρια δύναμη του Ομέρ Βρυώνη εναντίον της θέσης της Χαλκωμάτας. Οι δυνάμεις του εχθρού χτυπούσαν ταυτόχρονα με πεζικό και ιππικό, ώσπου οι Έλληνες άρχισαν να κάμπτονται. Ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας έπεσε νεκρός και ο Πανουργιάς τραυματίστηκε. Επιπλέον, ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τη θέση Δέμα και καταδιώχθηκε.
Στη γέφυρα της Αλαμάνας, ο Αθανάσιος Διάκος προσπαθούσε να σώσει τον αγώνα. Ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης κλείστηκαν σε ένα χάνι και προσπάθησαν να πείσουν τον Διάκο να απασχολήσουν τους εχθρούς, για να απομακρυνθεί και να γλιτώσει. Μάταια όμως, γιατί ο Διάκος, μαζί με πενήντα συναγωνιστές του, ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα του μέχρι τέλους. Ο τραυματισμός του στον ώμο σήμανε την αρχή του τραγικού του τέλους. Τα πρωτοπαλίκαρά του, Καλύβας και Μπακογιάννης, σκοτώθηκαν, και ο ίδιος συνελήφθη από πέντε Τουρκαλβανούς και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στον Ομέρ Βρυώνη. Κρατήθηκε στη Λαμία για να εκτελεστεί την επόμενη μέρα, 24 Απριλίου.


Ο θάνατος του ήρωα
Λέγεται πως ο Τούρκος στρατηγός εντυπωσιάστηκε τόσο από το θάρρος και την υπερήφανη στάση του νεαρού οπλαρχηγού, ώστε του ζήτησε να συνεργαστεί μαζί του βάζοντάς τον στη δούλεψή του. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα και κατηγορηματικά, όπως αναφέρεται, με την ακόλουθη φράση:
Ούτε σε δουλεύω πασά, ούτε σ’ ωφελώ κι αν δε δουλεύσω.
Με την ίδια γενναιότητα δέχτηκε τον μαρτυρικό του θάνατο με ανασκολοπισμό. Ο φρικτός και βάρβαρος αυτός τρόπος εκτέλεσης μ’ ένα μυτερό δαυλί, που το καρφώνουν αργά από τον πρωκτό, παρομοιάστηκε, κι έχει μείνει γνωστό στις σχετικές αφηγήσεις, με σούβλισμα, όπως γίνεται στα ζώα, που όμως αυτά έχουν ήδη σφαγεί. Αντίθετα, ο Διάκος πέθανε μετά από ώρα με φριχτούς πόνους.
Ο ιστορικός και αγωνιστής της Επανάστασης, Σπυρίδων Τρικούπης, αναφέρει ότι το μόνο παράπονο του ήρωα την ώρα του μαρτυρίου ήταν που πέθαινε την πιο όμορφη εποχή του χρόνου και διασώζει ένα δίστιχο που αποδίδεται στον Αθανάσιο Διάκο, το πασίγνωστο:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι.
Παρ’ όλο που είναι αδύνατο να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Διάκος εκείνη την τραγική στιγμή είπε το συγκεκριμένο δίστιχο, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η θυσία του έκανε τέτοιαν εντύπωση, που μόνο με μία τέτοια αγέρωχη στάση, που φανερώνει επιπλέον και την ευγένεια της ψυχής του, μπορούσαν να φανταστούν τον μαρτυρικό του θάνατο οι Έλληνες της εποχής του, αλλά και οι κατοπινοί. Μόνο μικρόψυχη και συμπλεγματική φαντάζει λοιπόν κάθε προσπάθεια να «διερευνηθεί επιστημονικά», εάν ο ήρωας όντως απήγγειλε ή δεν απήγγειλε τους στίχους αυτούς, που πράγματι σε διάφορες παραλλαγές απαντώνται σε προγενέστερα δημοτικά τραγούδια διάφορων περιοχών (χωρίς αυτό να αποκλείει να τα γνώριζε, βέβαια, και ο Αθανάσιος Διάκος), λες και είναι υποχρεωτικό να συνθέτει εκείνη την ώρα πρωτότυπους στίχους, καθώς τον οδηγούσαν στο μαρτύριό του! Σύμφωνα δε με κάποια πληροφορία, πέταξε το σουβλί που του έδωσαν να το κρατά ο ίδιος και ζητούσε να τον σκοτώσουν αντρίκια, με ένα βόλι.
Η παραδειγματική του τιμωρία είχε σκοπό να τρομοκρατήσει τους Έλληνες που αντιμετωπίζονταν ως Οθωμανοί στασιαστές, κάτι αντίστοιχο του Αλή Πασά, και ως ληστές, κι όχι ως ένας λαός που αγωνιζόταν για την ελευθερία του. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με οθωμανικές πηγές, οι άντρες των οθωμανικών στρατευμάτων έκοβαν τα κεφάλια και τα αυτιά των Ελλήνων που σκότωναν σαν να ήταν κυνηγοί επικηρυγμένων ληστών, για να αποδείξουν το «κατόρθωμά» τους είτε ακόμη και για να λάβουν αμοιβή. Όπως έχει γραφτεί, στον ανασκολοπισμό του Αθανασίου Διάκου επέμενε ο μπέης του Ζητουνίου (Λαμίας) Σελήμ, τον οποίον σκότωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στο Χάνι της Γραβιάς λίγες μέρες αργότερα, εκδικούμενος τον συναγωνιστή του.
Στις τουρκικές πηγές, έχει εντοπιστεί η αναφορά του Κιοσέ Μεχμέτ με ημερομηνία 11 Ιουλίου, όπου αναφέρει πως τα οθωμανικά στρατεύματα «καθάρισαν» τους επαναστάτες, σκοτώνοντας μάλιστα τρεις χιλιάδες από αυτούς, ενώ αποκατέστησαν τη σουλτανική εξουσία στην περιοχή της Λιβαδειάς κι απελευθέρωσαν τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους που κρατούσαν ως τότε οι Έλληνες. Για τον Αθανάσιο Διάκο λέγεται απλώς ότι τον εκτέλεσαν, ενώ για τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα πως έστειλαν το κεφάλι του στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλα τετρακόσια πενήντα κεφάλια και κομμένα αυτιά σκοτωμένων Ελλήνων και τέσσερις σημαίες ως πειστήριο της νίκης τους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πτώμα του Αθανασίου Διάκου, που οι Τούρκοι το πέταξαν σ’ ένα χαντάκι, το συνέλεξαν κρυφά Έλληνες αργότερα και το έθαψαν σ’ έναν τόπο απ’ όπου σήμερα αρχίζει η οδός Ησαΐα στη Λαμία. Ωστόσο ο αγωνιστής Παναγιώτης Σκόρδης με έγγραφό του προς το κράτος, το 1846, δηλώνει πως αγόρασε το πτώμα του ήρωα από τους Τούρκους μαζί με 130 κεφάλια συμπολεμιστών του και τα έθαψε με όλες τις τιμές. Πρώτο επίσημο μνημόσυνο οργανώθηκε το 1886 και στήθηκε προτομή του ήρωα στην οδό που φέρει το όνομα του ιερωμένου μάρτυρα επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, που σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Το όνομα του Διάκου, όπως δηλώνει και το βαφτιστικό του, έμεινε αθάνατο ως παράδειγμα γενναιότητας και αυτοθυσίας και συγκινεί πάντοτε, όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά όλους όσοι αγαπούν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Χαρακτηριστικό της αγάπης του λαού για τον μάρτυρά του το παρακάτω δημοτικό τραγούδι, με στίχους που έχουν μείνει στη συλλογική μας μνήμη, ενώ η προσωπογραφία του δεν λείπει από καμία εκδήλωση για το 1821. Πολύ δυνατή στο τραγούδι η εικόνα του ήρωα, που την ώρα του μαρτυρίου του χαμογελά, ενώ σε κάποιες παραλλαγές «στρίφτει το μουστάκι», μία λεβέντικη χειρονομία που φανερώνει το ήθος και τονίζει την ψυχική του ελευθερία.
Εξίσου ισχυρή είναι επίσης η προφητεία του ετοιμοθάνατου αγωνιστή με βάση την οποία, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Νικηταράς θα συντρίψουν στο τέλος τους Τούρκους. Με αυτόν τον τρόπο, η θυσία του Αθανασίου Διάκου μετατρέπεται σε προμήνυμα λευτεριάς στη λαϊκή συνείδηση ξορκίζοντας έτσι την φρίκη της εκτέλεσής του και τον τρόμο για ανάλογα αντίποινα στους επαναστάτες.
– «Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μή φοβηθεῖτε
Ἀνδρεία, ὡσάν Ἓλληνες, σάν Γραικοί σταθεῖτε».
Ἐκεῖνοι ἐφοβήθησαν κι ἐσκόρπισαν στούς λόγκους.
Ἔμειν’ ὁ Διάκος στή φωτιὰ μέ δεκαοχτώ λεβέντες,
Τρεῖς ὥρες ἐπολέμαε μέ δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε τό τουφέκι του κι ἐγίνηκε κομμάτια
καί τό σπαθί του ἔσυρε καί στή φωτιά ἐμβῆκεν.
Ἔκοψε Τούρκους ἄπειρους, κι ἐφτά Μπουλουκμπασήδες,
Πλήν τό σπαθί του ἔσπασεν, ἀπάν’ ἀπό τή χούφταν.
Κ΄ ἔπεσ’ ὁ Διάκος ζωντανὸς εἰς τῶν ἐχθρῶν τά χέρια.
Χίλιοι τόν πῆραν ἀπ’ ἐμπρός καὶ δυό χιλιάδες πίσω.
Κι ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης μυστικά στόν δρόμο τόν ἐρώτα:
– «Γίνεσαι Τοῦρκος Διάκο μου, τήν πίστι σου ν’ ἀλλάξεις;
Νά προσκυνᾶς εἰς τό τζαμί, τήν ἐκκλησιά ν’ ἀφήσεις»:
Κ’ ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκε καί μέ θυμόν τοῦ λέγει:
– «Πᾶτε κι ἐσεῖς κ’ ἡ πίστις σας μουρτάτες νά χαθεῖτε.
Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ ἀποθάνω…
Ἄν θέλετε χίλια φλωριά καί χίλιους μαχμουτιέδες,
Μόνον πέντ’ ἕξι ἡμερῶν ζωήν νά μοῦ χαρίστε.
Ὅσον νά φθάσ ὁ Ὀδυσσεύς καὶ ὁ Θανάσης Βάγιας».
Σάν τ’ ἄκουσ’ ό Χαλήλμπεης μέ δάκρυα φωνάζει:
– «Χίλια πουγγιά σᾶς δίνω ‘γώ, κι ἀκόμα πεντακόσια,
τόν Διάκο νά χαλάσετε, τόν φοβερό τόν κλέφτη,
ὅτι θά σβύση τήν Τουρκιά κι ὅλο τό Δοβλέτι».
Τόν Διάκο τότε πήρανε καί στό σουβλί τόν βάλαν.
Ὀλόρθο τόν ἐστήσανε κι αὐτός χαμογελοῦσε.
– «Γιά δές καιρό πού διάλεξε ὁ χάρος νά μέ πάρει
τώρα π’ ἀνθίζουν τά κλαδιά καί βγάζ’ ἡ γῆ χορτάρι».
Τήν πίστι τους, τούς ὕβριζε, τούς ἔλεγε μουρτάτες
– «Ἐμέν’ ἂν ἐσουβλίσετε, ἕνας Γραικός ἐχάθη,
Ἄς εἶν’ καλά ὁ Ὀδυσσεύς κι ὁ καπετάν Νικήτας.
Αὐτοί θά κάψουν τήν Τουρκιὰ κι ὅλο σας τό Δοβλέτι».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ