του Απόστολου Δοξιάδη από το Άρδην τ. 134-35.
Tο θέαμα του σώματος ενός νεκρού νέου άνδρα τρυπημένου από σφαίρες ή διαμελισμένου από θραύσματα βόμβας οβίδας, πεσμένο στη γη, είτε στο μαύρο χώμα είτε στο καταπράσινο χορτάρι, είναι ή άρνηση της ζωής.
Γιατί η άρνηση της ζωής δεν είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι η απουσία της. Είναι το τέλος της. Είναι το αντίθετό της. Η άρνησή της είναι η εικόνα νεκρού νέου άνδρα, στη γραμμή της φωτιάς. Τα τελευταία χρόνια, η εικόνα δεκάδων χιλιάδων νέων Ουκρανών πολεμιστών στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Μαζί τους η εικόνα του νεκρού εθελοντή μαχητή Μαξίμ Κριβτσόβ.
Αν η ζωή είναι ο κόσμος του Θεού, ο κόσμος της δημιουργίας ο κόσμος που αναπνέει, το νεκρό σώμα του νέου ανθρώπου που τον σκότωσαν άλλοι άνθρωποι είναι ο κόσμος του διαβόλου. Που πάει να πει πολύ απλά, ο κόσμος που εγκατέλειψε ο Θεός.
Η Ουκρανή ποιήτρια Ίγια Κίβα λέει ότι οι Ουκρανοί ποιητές είναι σαν τους ανθρώπους που βγαίνουν από το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο γεμάτο νεκρούς και τραυματίες, μετά το δυστύχημα, και τρέχουν στην αντίθετη μεριά του δρόμου χειρονομώντας απελπισμένα για να σταματήσουν την κυκλοφορία και να ζητήσουν βοήθεια. Προσθέτω –εγώ που δεν είμαι ούτε Ουκρανός ούτε ποιητής–, ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα δεν σταματούν.
Στα ποιήματα του Μαξίμ όμως δε νιώθεις καμιά κραυγή για βοήθεια, όπως θέλει η άκρως εντυπωσιακή εικόνα της Ίγια Κίβα. Ίσως γιατί είναι γραμμένα από έναν ποιητή με πλήρη συνείδηση ότι γράφει στον κόσμο που έχει εγκαταλείψει ο Θεός, στον κόσμο του νέου άνδρα που πήρε εθελοντικά το όπλο να πάει εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος. Το έκανε για να υπερασπιστεί την πατρίδα του απέναντι σε έναν βάρβαρο εισβολέα. Σαν τον Αισχύλο. Μα δεν έζησε για να γράψει και άλλα, όπως ο Αισχύλος. Η πράξη αυτή του Μαξίμ είναι η ανώτατη έκφανση της ζωής, γιατί συνεχίζει μετά τον θάνατο. Και δεν εννοώ μόνο με τα ποιήματά του από το Μέτωπο. Εννοώ με τον ενεστώτα του θανάτου του και το αιώνιο της μνήμης του.
Αντιθέσεις. Αντιφάσεις. Ακατανόητα πράγματα.
Διαβάζοντας για πρώτη φορά τη συλλογή των τελευταίων ποιημάτων του Μαξίμ, ήταν σαν να πηδούσαν στον νου μου από το χαρτί λέξεις και φράσεις…
Ηλιόσπορους / Βάφει τα νύχια της ροζ / Δεκάξι ζευγάρια φτερά / Χόρεψε κορίτσι / Χορέψτε ψαράκια / Σκαθάρια σε γρασίδι βραδινό / Κέικ με γλάσο / Μου άρεσε ξυπόλητος να παίζω στη βροχή / Αυγουστιάτικο ξημέρωμα / Γλειφιτζούρι με γεύση φράουλας
Και ανάμεσά τους κι άλλες λέξεις και φράσεις…
Ανιχνευτές ναρκών / Μαζική αιμορραγία / Τεθωρακισμένο / Χαράκωμα / Προμαχώνας / Ντρόουν / Πύραυλος Γκραντ / Χιτώνι / Αρβύλες / Οβιδοβόλο / Χειροβομβίδα / Ενθάδε κείται ο αριθμός 457 / Καμμένα χωριά / Καμμένες πόλεις / Καμμένα κορμιά
Αν ανακατέψεις τις λέξεις και τις φράσεις, φτιάχνεις ποιήματα σαν του Μαξίμ. Σαν τα «Ποιήματα από την πολεμίστρα». Τα ποιήματα που έγραψε ένας από τους υπερασπιστές της ζωής. Από έναν κόσμο όπου ζωή δεν υπάρχει. Στον εγκαταλειμμένο κόσμο.
Αντιθέσεις. Αντιφάσεις. Ακατανόητα πράγματα.
Βέβαια, ο Μαξίμ δεν είναι ο πρώτος ποιητής που πολέμησε για να υπερασπίσει την πατρίδα του. Και μόνο τη δική μας παράδοση να δούμε, πάει πίσω τουλάχιστον μέχρι τον Αισχύλο, που ήθελε στο μνήμα του να γραφτεί, εκτός από το όνομά του, ότι πολέμησε στον Μαραθώνα. Ούτε είναι ο πρώτος ποιητής που σκοτώθηκε πολεμώντας για να υπερασπίσει την πατρίδα του. Στην πιο πρόσφατη ιστορία μας, μετράμε και τον εθελοντή μαχητή Λορέντζο Μαβίλη.
Τώρα κείτεται πάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στο αριστερό του αυτί
Μοιάζει μπαχτσές που του έφυγαν ξαφνικά τα πουλιά.
Όμορφα λόγια. Τα γράφει ένας άλλος ποιητής που πολέμησε, ο Οδυσσέας Ελύτης. Θαυμάσια η έμπνευση των εκδοτών των «Ποιημάτων από την πολεμίστρα» να τα προτάξουν, αντί προλόγου, σαν γέφυρα ανάμεσα σε εμάς και τον ποιητή των ποιημάτων που ακολουθούν. Αλλά τους στίχους του Ελύτη πιστεύω θα μπορούσε να τους γράψει μόνο ένας ποιητής που έζησε, μετά τη μάχη – όπως τους έγραψε και εκείνος. Σε αυτούς διαβάζεις τον πόνο της θρηνητικής ελεγείας, την ομορφιά της μνήμης. Όμως η φρίκη δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή, γράφει ένας άλλος μεγάλος ποιητής μας, που δεν βρέθηκε στο Μέτωπο, αλλά έζησε και αυτός τον πόλεμο. Τα ποιήματα του Μαξίμ μιλάνε για τη ζωντανή φρίκη. Είναι τα ποιήματα του ποιητή που δεν έζησε. Γραμμένα όχι για το Μέτωπο, αλλά στο Μέτωπο. Μήνες, βδομάδες, μέρες, ώρες πριν πεθάνει.
Πέρα από την τιμή, πέρα από τον ηρωισμό, πέρα από την δόξα, τα ποιήματα του Μαξίμ πρέπει να τα διαβάσουμε εμείς, σήμερα, στην Ελλάδα, για να καταλάβουμε το πόσο πολύ απέχουν οι ζωές μας από τη Ζωή, που τη θεωρούμε αυτονόητη. Και το πόσο πολύ όλα μας τα προβλήματα, όλες μας οι έγνοιες, είναι με κάποια έννοια έγνοιες πολυτελείας.
Τα ποιήματα του Μαξίμ ίσως μπορούν να μας φέρουν για λίγο, για ελάχιστες στιγμές, στα συγκαλά μας. Όχι για περισσότερο όμως. Δεν χωράνε οι δικές μας ζωές το περισσότερο.
Τα ποιήματά του Μαξίμ ίσως μπορούν να μας θυμίσουν το πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε έτσι όπως ζούμε. Μα και ταυτόχρονα πόσο άτυχοι.
Αντιθέσεις. Αντιφάσεις. Ακατανόητα πράγματα. Τι να κάνουμε. Τέτοιες είναι οι ανταποκρίσεις από τον κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει ο Θεός.
Γράφει ο Μαξίμ σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα.
Όταν με ρωτήσουν / Τι είναι ο πόλεμος / Θα πω χωρίς δισταγμό / Τα ονόματα.
Ανάμεσά τους, έχουμε εμείς οι άλλοι, οι περιλειπόμενοι της φρίκης, την πολυτέλεια να γράψουμε, και το όνομα… Μαξίμ Κριβτσόβ.
