Της Ζέζας Ζήκου από την Καθημερινή
Τώρα είναι αργά για την αλήθεια, κύριε Προβόπουλε… Οι ευθύνες σας είναι μεγάλες, καθώς συμμετείχατε στην παραπλάνηση του ελληνικού λαού, καλλιεργώντας κλίμα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου. Πώς είναι δυνατόν να εμπιστευτείτε τους κ. Παπακωνσταντίνου και Σαχινίδη, όταν το μοναδικό επίτευγμά τους ήταν να μπουκάρουν μαζί με τον Φωτόπουλο στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ;
Η χθεσινή ομολογία σας υποδηλώνει, επίσης, την εγκληματική απόφαση για το Μνημόνιο ως μοναδική επιλογή για την αντιμετώπιση της δεινής κρίσης του χρέους. «Αν είχαν ληφθεί κάποια δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, αξιόπιστα, σοβαρά, θα μπορούσε να είχαν αλλάξει την ψυχολογία των αγορών και να μην είχαμε οδηγηθεί στο Μνημόνιο» είπε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος. Αν… Αν… Αν… Και αποκάλυψε ότι για την κατάσταση της οικονομίας είχε ενημερώσει πριν από τις εκλογές του 2009.
Πάντως, όλοι οι μάρτυρες που έχουν καταθέσει έως χθες στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής, η οποία διερευνά σχετικά με το έλλειμμα του 2009 και τους παράγοντες που οδήγησαν στην αμφισβήτηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων, συνηγορούν σε ένα πράγμα. Οτι η κυβέρνηση Παπανδρέου ουσιαστικά εγκλημάτησε αναλώνοντας κρίσιμο χρόνο τους πρώτους μήνες, με συνέπεια να οδηγηθεί η χώρα στο Μνημόνιο. Γιατί άραγε;
«Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2009 ενημέρωσα λεπτομερώς τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετέπειτα πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου, παρουσία της κ. Λούκας Κατσέλη και του κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ότι το έλλειμμα θα κινηθεί το 2009 προς διψήφιο ποσοστό, πιθανότερα υψηλότερο και του 10%. Την ίδια ενημέρωση έκανα στον κ. Παπανδρέου, πάλι με την ίδια σύνθεση, με τα στοιχεία βέβαια τα νεότερα, γιατί είχε προστεθεί ένας μήνας» είπε.
Και πρόσθεσε «στις 4 Οκτωβρίου έγιναν οι εκλογές, ημέρα Κυριακή. Την Τρίτη, αν θυμάμαι καλά, ήταν το πρώτο ραντεβού του πρωθυπουργού. Αν πάμε και μετά τις εκλογές, την Πέμπτη μετά τις εκλογές -ήταν 9 Οκτωβρίου- είχα μια μακρά συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου, παρευρισκομένου του κ. Σαχινίδη, υφυπουργού Οικονομικών. Βγαίνοντας έκανα μια δήλωση -είναι καταγεγραμμένη και από τηλεοράσεις- την οποία θα σας διαβάσω ακριβώς: “Αν συνυπολογίσει κανείς τη δυναμική όπως έχει διαμορφωθεί για το τι μέλλει γενέσθαι τους επόμενους μήνες, θα μπορούσε να πιθανολογήσει με σχετική βεβαιότητα ότι το έλλειμμα δυστυχώς -είχα πει- θα αγγίξει αν δεν ξεπεράσει τα επίπεδα του 12%”».
Απαντώντας σε ερώτηση αν στο τελευταίο τρίμηνο λαμβάνονταν μέτρα, αν αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση, δήλωσε:
«Οταν δημιουργηθεί μία δυναμική, η δυναμική αυτή πολύ δύσκολα ελέγχεται. Ασφαλώς θα μπορούσαν και θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να ληφθούν πολύ γενναία, πολύ φιλόδοξα μέτρα που να ανακόψουν αυτή τη δυσμενή δυναμική, κάτι το οποίο δεν έγινε, όπως ξέρουμε όλοι. Μπορεί να μην είχαν τεράστια επίπτωση στο έλλειμμα, μπορεί το 13% για παράδειγμα να ήταν στο 10% ή στο 11% ή στο 11,5%, δηλαδή πάλι διψήφιο, όμως θα είχαν μια τεράστια θετική επίπτωση από πλευράς ψυχολογίας στις αγορές, γιατί θα έβλεπαν ότι λαμβάνονται τέτοια μέτρα τα οποία ανακόπτουν τη δυναμική, επομένως προλαμβάνουμε τα χειρότερα».
Κύριε Προβόπουλε, γνωρίζετε ότι η σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά δύσκολη τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην Ευρωζώνη. Τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα σε συνδυασμό με τον λόγο του χρέους προς το μέγεθος της οικονομίας, ο οποίος σε περίοδο βαθιάς ύφεσης της οικονομίας εκτινάσσεται εκτός ελέγχου, έχουν ραγίσει τις αντοχές της κοινωνίας και του τραπεζικού συστήματος.
Παράλληλα, το βαθύ έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας εξαντλεί τη δυνατότητα της Ελλάδας να παραμείνει συνεπής στις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της. Επίσης, η απαξίωση του τραπεζικού συστήματος, οι μαζικές εκροές των καταθέσεων και το γεγονός ότι ο ελληνικός δανεισμός είναι τετραπλάσιος -αναλογικά με το μέγεθος του ενεργητικού τους- από τον μέσο ευρωπαϊκό, έχουν συνθλίψει τις τράπεζες και την οικονομία. Ενώ, το ελληνικό «ρίσκο», δηλαδή η έκθεση ξένων επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία, γίνεται χαρακτηριστικό προς αποφυγήν. Η ελληνική οικονομία χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά ως το αντιπαράδειγμα προς αποφυγήν σε αναλύσεις χρεοκοπίας και συγκρίσεις με άλλες οικονομίες.